Πριν να ξεκινήσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να πω δυο λόγια, εισαγωγικά, για τον συγγραφέα και το βιβλίο, καθώς υποθέτω ότι αρκετοί δεν θα το έχετε ακόμη διαβάσει.

Ο Ηλίας Παπαγιαννόπουλος είναι ένας δοκιμιογράφος που είναι και καθηγητής πανεπιστημίου. Είναι δηλαδή αυτό που θα ήθελα να είναι οι καθηγητές πανεπιστημίου, και που δεν είναι σχεδόν ποτέ. Αυτό θα πει ότι κάνει δύο πολύ σημαντικά πράγματα. Το ένα είναι ότι γράφει γι’ αυτά που τον ενδιαφέρουν. Δεν γράφει διεκπεραιωτικά ή τάχα μου εισαγωγικά για τους φοιτητές. Γράφει αυτό που τον καίει, όπως θα έλεγε ο κοινός μας φίλος, ο Κωστής Παπαγιώργης.

Και, όπως συμβαίνει στο δοκίμιο, υπάρχει ένα ζητούμενο ύφους, ομορφιάς, μια φροντίδα για τη γλώσσα.

Ο Φρόυντ στην Ακρόπολη είναι ένα βιβλίο που είναι πολύ απαιτητικό, αλλά εξαιρετικά καλογραμμένο.

Το θέμα του είναι, για μένα, η σχέση μας με το παρελθόν μας. Είναι μία από τις στιγμές που η ζωή έχει σκηνοθετήσει μια παράσταση για να μας το πει αυτό, μια εικόνα τέτοιας συμπύκνωσης, που είναι σαν να έχει οργανωθεί για να συμβολίσει κάτι.

Αυτή η παράσταση, είναι μια πραγματική επίσκεψη του Φρόυντ στην Ακρόπολη. Ποιος θα ήταν καλύτερος από τον Φρόυντ για να μας μιλήσει για τη μνήμη, και ποιος θα συμβόλιζε καλύτερα την Ελλάδα, από την Ακρόπολη;

Και επειδή μια παράσταση δεν είναι μόνο το σκηνικό, δείτε τι συμβαίνει στη συνέχεια: ο Φρόυντ περνάει 32 χρόνια, (γράφει το 1936, ενώ η επίσκεψη έχει γίνει το 1904), χωρίς να γράψει γι’ αυτό το θέμα, και εκφράζεται με έκπληξη για το ότι η Ακρόπολη υπάρχει. Όπως λέει ο Ηλίας, “στήνει μια μηχανή πολιτικού ιλίγγου”.

Το γεγονός είναι πραγματικό, εξ ου και διανθίζεται με εύγλωττα περιστατικά, όπως ότι ο Φρόυντ ταξιδεύει με τον αδερφό του και δεν έχουν μαζί τους τα διαβατήρια, τα άφησαν από λάθος στο σπίτι και “ταξιδεύουν στην Ακρόπολη χωρίς πιστοποιητικά καταγωγής”.

Και γιατί ο Φρόυντ; Ό,τι δεν επιτρέπει ο χώρος, μας λέει ο συγγραφέας, την παρατακτική συνύπαρξη των χρόνων στο παρόν, το επιτρέπει το ψυχαναλυτικό βλέμμα, “που αποκαλύπτει τα αφανώς διατηρημένα περασμένα”. Να πούμε όμως ότι τα σημάδια είναι μερικές φορές εκεί, σαν αρχαίες πέτρες σε βυζαντινές εκκλησίες.

Η Ακρόπολη πράγματι είναι ένα κτίσμα που ανήκει στο μεταίχμιο μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, με πολλές έννοιες.  Κατ’ αρχάς είναι ένα κτήριο φτιαγμένο από αρχαιολόγους τον 19ο αιώνα, έχει τα σημάδια μιας κατασκευής και σε επίπεδο αρχιτεκτονικό.

Η κεντρική αποστροφή του Φρόυντ, ότι “ώστε λοιπόν αυτά υπάρχουν όπως τα μάθαμε στο σχολείο!”, δίνει ακριβώς την εικόνα μιας έκπληξης για το ότι αυτό δεν είναι μόνο κατασκευή, τη συγκρίνει με το να περπατά κανείς στις όχθες της Λοχ Νες και να εμφανιστεί το τέρας, στο οποίο δεν είχε ποτέ πιστέψει!

Έχει τις μνήμες των διαδοχικών χρήσεων, τζαμί,  χριστιανικός ναός ή φόντο σε διαφημίσεις και φωτογραφίσεις μόδας. Και τέλος είναι το απόλυτο σύμβολο του ελληνικού θαύματος, του ένδοξου παρελθόντος ενός λαού ταλαίπωρου και συκοφαντημένου, βέβηλου καταπατητή των ιερών χωμάτων της κλασικής Αθήνας.

Αυτό που περιέγραψα είναι μόνο η αφετηρία ενός βιβλίου που είναι πολύ βαθύ και πλούσιο στον προβληματισμό του για το τι είναι το παρελθόν μας.

Εγώ θα σταθώ στο ελληνικό πρόβλημα, και συγγνώμη αν με αυτό αδικώ το βιβλίο, αλλά μοιραία ο καθένας σχολιάζει από εκεί που στέκεται, λοιπόν με ενδιαφέρει σε αυτό η βεβαιότητα και η αβεβαιότητα του παρελθόντος μας, αυτό που δηλώνεται με την εναρκτήρια φράση του Ηλία Παπαγιαννόπουλου, ότι “ο Φρόυντ δεν επισκέφτηκε τίποτα απολύτως ή επισκέφτηκε την ίδια την έλλειψη τόπου”. Αναφέρεται παρακάτω στη φράση του Πλουτάρχου, ότι ο απόπτολις “πολίζει τον τόπο”, δηλαδή κάνει τον τόπο να είναι πόλη, να μην είναι χώματα και ντουβάρια.

Ο Ηλίας ξέρει να συνθέτει συναρπαστικές λεπτομέρειες από παράλληλα διαβάσματα, τα οποία διαλέγει με μαεστρία λογοτεχνική, όπως όταν μιλάει σε μια ταπεινή υποσημείωση για τους γάλλους στρατιωτικούς που επιδίδονται στην τριγωνομέτρηση της Πελοποννήσου το 1829, δείχνοντας μια φαντασίωση ότι ο τόπος είναι απλώς τόπος, για να τον μετράνε οι στρατιωτικοί με κορδέλες και μεζούρες. Εξ ου και υπάρχει αργότερα αναφορά στον Φαλμεράυερ, τον “μονομανή χαρτογράφο”.

Αυτό σηματοδοτεί και το παράθεμα από τον Κρασναχορκάι, όπου έχουμε έναν ήρωα που δεν θα δει ποτέ την ακρόπολη, παρότι είναι πάνω στην Ακρόπολη, όπως έχουμε κυριολεκτικά ανθρώπους που δεν έχουν επισκεφτεί την Ακρόπολη παρότι μένουν στα Πετράλωνα ή το Κουκάκι. Γιατί η επίσκεψη απαιτεί έστω ένα βήμα, μια μετακίνηση από τον εαυτό μου και το πρόγραμμά μου, δεν είναι ποτέ διαμέρισμα “με θέα στην Ακρόπολη”. Ο τόπος δεν είναι ποτέ μόνο τόπος, χρειάζεται να βγάλει κανείς το κεφάλι από το παράθυρο.

Ο Φρόυντ θεωρούσε ότι η επιθυμία της Ακρόπολης συνδεόταν με το ξεπέρασμα του πατέρα, και εγώ ως ο επίσημος εισηγητής της πρότασης να δώσουμε την Ακρόπολη αντιπαροχή για να ξεμπερδεύουμε, καταλαβαίνω ακριβώς το βάρος μιας τέτοιας πρότασης. Η Ακρόπολη είναι λέει το προνομιακό σημείο της παρουσίας ενός ολόκληρου πολιτισμού, ή θα έλεγα εγώ, της απουσίας του, όπως όταν έχεις την Λίνα Μενδώνη υπουργό πολιτισμού. Χωρίς να θέλω να αφεθώ σε μια απότομη προσγείωση στη χυδαία επικαιρότητα, η υπουργός πολιτισμού που περιφρονεί τους καλλιτέχνες προδίδει ακριβώς μια αντίληψη του πολιτισμού που κατανοεί ως πολιτισμό μόνο την τουριστική αρχαιολογία και θεωρεί ότι όλα τα άλλα είναι  φλυαρίες. Η Ακρόπολη λοιπόν συνοψίζει το δέος προς το μακρινό αριστούργημα, και μαζί τη περιφρόνηση προς τον βούρκο των πραγματικών ανθρώπων που την περιβάλλουν κάθε μέρα, δουλεύοντας ή βγάζοντας σκυλιά να περπατήσουν.

Ο Φρόυντ, μας λέει ο Παπαγιαννόπουλος, αντίκρυσε ένα τέρας και απολίθωμα μαζί, πλάσμα του νερού και της τέφρας, το σημείο ίδρυσης μιας ταξινομίας και ταυτόχρονα το σημείο που αυτή καταρρέει.

Η Ελλάδα, αναφέρει, είναι μια αλλότρια εξουσία που εισβάλει στον ιερό χώρο της αρχαιολογικής μνήμης. Κι όμως αυτή η βεβήλωση είναι ταυτοχρόνως το σπίτι μας, για το οποίο είτε καμαρώνουμε είτε νιώθουμε ένοχοι, γιατί το ντροπιάζουμε με τη μηδαμινότητά μας.

Ένα ακόμη σημείο προσφυούς παραλληλισμού από τον Παπαγιαννόπουλο, είναι η στιγμή κατά την οποία αναφέρεται στον Ρόμπερτ Σμίσθον, στα “αντίστροφα ερείπια”, την “παρατημένη σειρά από  μέλλοντα”, που είναι οι φρικτές ελληνικές οικοδομές, η αντικατάσταση της Ακρόπολης από  το πανωσήκωμα και τις εκτεθειμένες λαμαρίνες που, με τα λόγια του Σολωμού, συμβολίζουν αυτόν που “ενώ ήθελε να χτίση παλάτια, δεν έφτασε να αραδιάσει παρά κομμάτια”.

Αυτή η κρίση είναι και ευρωπαϊκή, αλλά εγώ εστιάζω στην ελληνική της διάσταση. Στην ελληνοβουλγαρική καλύτερα, αφού το βιβλίο καταλήγει με μια εκτενή αναφορά στον Φαλμεράυερ, και το εξής περιστατικό:

Ο Φαλμεράυερ ταξιδεύοντας συμβουλεύεται την πυξίδα του και εκείνη την ώρα το άλογο παραπατά και βυθίζει τον αναβάτη του στη λασπουριά, υπό το εταστικό βλέμμα ενός γερανού. Πέντε σελίδες νωρίτερα μιλούσε για τη βουλγαρική λάσπη που θόλωσε τον ελληνισμό.

Δύο μολύνσεις της κληρονομιάς, μας λέει ο συγγραφέας, καλώντας σε κάτι που νομίζω ότι είναι το αίτημα του βιβλίου: να αντιληφθούμε την κληρονομιά, το δώρο ενός εκπτωχευμένου, ως ένα διαρκές παράδοξο, εκεί όπου μεταξύ λάμψης και βάλτου περπατάμε και μαθαίνουμε τον κόσμο. Σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου, εξηγεί, το ζήτημα ήταν να διαφανούν τέτοια πρωτόκολλα αντίληψης και συγκίνησης, αφανώς εγγεγραμμένα στις ξεφτισμένες άκρες και συνάμα στο επίκεντρο του νεοελληνικού αρχείου. Αυτό κάνουμε, αυτό θα επιχειρήσουμε και απόψε.

 

 

Το 1935, τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του, ο Φρόυντ δημοσιεύει ένα σύντομο κείμενο για την επίσκεψή του στην Ακρόπολη. Εκείνη η επίσκεψη τριάντα δύο ολόκληρα χρόνια νωρίτερα του είχε προξενήσει μια παράξενη διαταραχή που τον απασχόλησε κατόπιν για καιρό και τώρα επιστρέφει σε αυτήν για να δώσει την απάντηση στα πιεστικά ερωτήματα που του προκάλεσε, τόσο θεωρητικά όσο και βαθύτατα προσωπικά. Όμως, αντί να κλείνει το ζήτημα, η φροϋδική απάντηση συγκροτεί απεναντίας μια ιλιγγιώδη κειμενική μηχανή που πολλαπλασιάζει τους ιριδισμούς της αθηναϊκής εμπειρίας, εξωθώντας τη σκέψη και τη γραφή σε ένα δύσκολο σημείο.
Ταξιδιωτικό αφήγημα, ιστορία φαντασμάτων, στοχασμός για τα τραύματα της Ιστορίας, το πολυσυζητημένο αυτό κείμενο ενός αλλιώτικου περιηγητή στο κέντρο τόσο της ευρωπαϊκής όσο και της νεοελληνικής αυτοσυνειδησίας είναι, στην παρούσα ανάγνωσή του, πρωτίστως ένα “παραμύθι για διαλεκτικούς”. Ξεδιπλώνοντας τις πτυχώσεις του, θα παρακολουθήσουμε τη δημιουργία ενός πλέγματος, αναλυτικού κι αφηγηματικού, από συνάψεις ενίοτε παράδοξες και αναπάντεχες. Από τον Μπένγιαμιν και τον Ντερριντά, τον Κάφκα και τη Λισπέκτορ, μέχρι τον Σεφέρη, τον Παπαρρηγόπουλο και, ιδίως, τον Φαλμεράγιερ, η κλωστή του Φρόυντ, η κλωστή ενός ξένου, θα συνυφάνει πολλαπλά νήματα για να συλλάβει μια εικόνα της νεοελληνικής συνθήκης. Μια εικόνα της καταγωγής και κυρίως ενός λανθάνοντος παρόντος, μολυσμένου από την έκθεση σε μια υπερβολική εμπειρία. Μια ατοπογραφία.

 

(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Δείτε τη συζήτηση εδώ: