Κείμενο: Λαμπρινή Θωμά

Φωτογραφίες, βίντεο: Αλέξανδρος Γαστεράτος, Νίκος Βεντούρας

 

Φτάνουμε. Δεκατρείς και μισή ώρες πτήση με τις τουρκικές αερογραμμές, από την Πόλη ως το Διεθνές Αεροδρόμιο Σιμόν Μπολιβάρ. Προσέχω τις μικρές αλλαγές που δείχνουν τις περικοπές στην αεροπορική – όπως όλες τους, κι οι τουρκικές περνούν δύσκολες ώρες, αλλά οι πτήσεις προς τη Βενεζουέλα, από τις λίγες που κρατούν ευρωπαϊκές εταιρίες, συνεχίζονται, δε σταμάτησαν ποτέ. Όμως περιοδικό δεν υπάρχει πια, τα γεύματα είναι μόνο δύο σε 13 ώρες – αν θες πας και ζητάς ένα κομμάτι κέικ κι ένα χυμό στο μεταξύ -, δεν υπάρχουν αφορολόγητα στο αεροσκάφος και οι ωραίες τσίγκινες συσκευασίες με τα βασικά, που μοιράζονταν στην οικονομική, τώρα έχουν αντισταθεί από Mandarina Duck μεν, πολύ φτηνότερης κατασκευής και ποιότητας, δε. Οι σχέσεις της Τουρκίας με την Βενεζουέλα είναι και ανεπτυγμένες και καλές, οι πτήσεις που δε σταμάτησαν ποτέ προς το Καράκας απλώς επιβεβαιώνουν το έργο που κάνει η τουρκική διπλωματία και οι πολλοί Τούρκοι επιχειρηματίες που δρουν εδώ. Δεν είναι δύο μήνες που η Ρωσία μπήκε κι αυτή στο παιγνίδι, ανακοινώνοντας δύο σταθερές πτήσεις την εβδομάδα όλο το χρόνο – μόνο που αυτές δεν ξεκίνησαν ακόμη. 

Το μισό αεροπλάνο είναι άδειο, πιάνουμε τρία καθίσματα ο καθένας και κοιμόμαστε: πρέπει να μπούμε όσο πιο γρήγορα γίνεται σε ωράριο Βενεζουέλας, οι μέρες μας εδώ θα είναι λίγες και ο χρόνος πολύτιμος. 

Στον πίνακα του διεθνούς αεροδρομίου του Καράκας οι πτήσεις είναι ελάχιστες, οι περισσότερες προς την νότια και κεντρική Αμερική, και έχει αφιχθεί μόνο η δική μας την τελευταία ώρα. Περνάμε γρήγορα από όλους τους ελέγχους, μόνο το θέμα της πανδημίας μας καθυστερεί: είναι υποχρεωτικό για όλους να κάνουν εδώ pcr τεστ, αλλά και να φέρνουν ένα από την πατρίδα τους. 

Στο αεροδρόμιο, οι γιατροί κι οι νοσοκόμοι που κάνουν τα pcr τεστ είναι Κουβανοί. Η προφορά αλλάζει, το καταλαβαίνεις. Ευγενικοί, αλαφροχέρηδες, γρήγοροι.Όλα οργανωμένα να κυλάνε τέλεια. Πληρώνουμε 60 δολάρια ο καθένας, περνάμε στα παραβάν, δίνουμε δείγμα – σε λίγες ώρες η απόδειξη και το τεστ το ηλεκτρονικό μας ταχυδρομείο. Το σύστημα δουλεύει μια χαρά. Το δημόσιο σύστημα, και η αλληλεγγύη της Κούβας. 

Έχουμε πει ότι θα έχουμε έξι βαλίτσες κι ο άνθρωπος που μας νοικιάζει το σπίτι, το airbnb, έχει αναλάβει να μας παραλάβει. Έρχεται με αγροτικό, τετραθέσιο και με καρότσα, σκεπάζει τις βαλίτσες με ένα αδιάβροχο πανί, είναι ο καιρός των βροχών. Δεν με αφήνει να πάω στην πόλη στην καρότσα, δεν επιτρέπεται. 

Από το αεροδρόμιο ως το κέντρο του Καράκας κάνουμε 45 λεπτά. Μας σταματούν δύο φορές οι αστυνομικοί, ευγενέστατοι όλοι, να δουν αν έχουμε δικαίωμα να κυκλοφορούμε, αν υπάρχει άδεια, αν τηρούμε τους κανόνες. Περνάμε, από το αεροδρόμιο ως το κέντρο, μέσα από περιοχές σκληρών τσαβίστας – η φτωχολογιά, οι άνθρωποι που απέκτησαν τρεχούμενο νερό και ηλεκτρικό και συγκοινωνίες χάρη στη δεύτερη μπολιβαριανή επανάσταση… «Αυτό έκανε ο Τσάβες», θα πει λίγες ώρες αργότερα ο Αλέξανδρος, όταν θα περπατάμε στους δρόμους που γεννήθηκε κι έζησε ο Μπολιβάρ βλέποντας όλα όσα αναστυλώθηκαν, αναδείχθηκαν, γίναν λόγος περηφάνειας. «Αυτό έκανε ο Τσάβες, ένωσε την Ιστορία». 

Απέκτησαν τρεχούμενο νερό… Στα χαμόσπιτα που μου θυμίζουν Αθήνα της φτωχολογιάς όταν μεγάλωνα και τρέιλερ παρκς των ΗΠΑ, ξεχωρίζουν κάτι μπλε δοχεία, τα δοχεία που μαζεύουν νερό. Στο διαμέρισμα μας, με όλα τα καλά, υπάρχει ντεπόζιτο στο πλάι της κουζίνας. Κάθε βράδυ στις εννιά η παροχή κλείνει. Πρέπει να έχεις φροντίσει να είναι το ντεπόζιτο γεμάτο. Για καλό και για κακό, ο ιδιοκτήτης μας το θυμίζει στις 7:30μμ. Η πρώτη δουλειά μόλις γυρίσουμε στο σπίτι. Το ντεπόζιτο του διαμερίσματος μας χωράει 590 λίτρα. Γεμίζει δύο φορές τη μέρα. Οι τρεις μας εδώ δικαιούμαστε 330 λίτρα νερό ο καθένας. Να πλυθούμε, να πλύνουμε τα πιάτα, για την τουαλέτα (που ναι, έχει χαρτί υγείας όπως και όλες οι τουαλέτες – κινεζικό επί των πλείστων). Συνειδητοποιείς πρώτη φορά πόσο νερό κοστίζεις, πόσο σπαταλάς. Τρεις άνθρωποι περίπου χίλια λίτρα τη μέρα νερό που δεν πίνεται – πίνουμε εμφυαλωμένο, οι περισσότεροι Βενεζουελάνοι απλώς το βράζουν πριν το χρησιμοποιήσουν. 

Ο Κώστας Παλαμίδης, ο ελληνοβενεζουελάνος ιδρυτής του κρατικού θεάτρου του Καράκας, είναι ο μεταφραστής μας και, στην πρώτη βόλτα το απόγευμα της πρώτης μέρας, ο ξεναγός μας, με ένα τρόπο. Περπατάει μαζί μας τη γειτονιά του, την καρδιά του Καράκας, μας δείχνει το κτήριο που ήταν το ελληνικό καφενείο, όσο ζούσε ο πατέρας του, που το κρατούσε, και λίγο παρακάτω το κτήριο του παλιού τσοντοσινεμά του κέντρου, του σινεμά Καπιτόλ, που ανήκε στους Έλληνες αδελφούς Βούλγαρη «και έφερνε και σοφτ τσόντες από την Ελλάδα»..  Τα ισπανικά μου αρχίζουν να ξεσκουριάζουν σιγά σιγά. 

Όλη η περιοχή του κέντρου, όλος ο ιστορικός τόπος που γεννήθηκε, ανδρώθηκε, νίκησε ο Σιμόν Μπολιβάρ ήταν εγκαταλειμμένος δεκαετίες – δεν ένοιαζε κανέναν. Μέχρι που ο Τσάβες ένωσε την Ιστορία. Όλο το κέντρο αναστηλώθηκε, αναπαλαιώθηκε, μπήκαν πινακίδες, εδώ γεννήθηκε, εδώ πήγε σχολείο ο μικρούλης Σιμόν, δίπλα έμεινε ο Χοσέ Μαρτί όταν ήταν στο Καράκας, εδώ το πάνθεον και το μαυσωλείο Μπολιβάρ και  απ’ έξω το μνημείο – μαύρο λουλούδι και πρόσωπο, εκεί ψηλά, για την πιο σπουδαία γυναίκα που βρέθηκε στο πλευρό του, την «Απελευθερώτρια του Απελευθερωτή» και την «τρελή αγαπημένη», όπως τη φώναζε, τη Μανουέλα Σαενζ, την πολεμίστρια που κέρδισε το δικαίωμα να εμφανίζεται με τη στολή του στρατηγού και τα παράσημα της, την αρχόντισσα που πέθανε πάμφτωχη, εξόριστη και θρύλος, φίλη του Μέλβιλ και του Γκαριμπάλντι… 

Στο κέντρο, όπως σε κάθε κέντρο μεγαλούπολης, μας λένε να προσέχουμε – κυκλοφορούν πορτοφολάδες, έχουμε κάμερες στα χέρια… Μας πλησιάζουν τρεις νεαρές της εθνοφρουράς να μας προειδοποιήσουν. Τους λέμε ότι το ξέρουμε, ευχαριστούμε και προχωράμε. Πρώτος το κατάλαβε ο Αλέξανδρος ότι διακριτικά μας ακολουθούν, μήπως χρειαστεί να μας προστατέψουν. «Η Βενεζουέλα δεν έχει τουρισμό» μας είπε το πρωί ο οικοδεσπότης μας «κι οι ξένοι γίνονται εύκολα στόχος». Δεν ξέρω για τους άλλους ξένους, αλλά ετούτοι οι τρεις ξένοι τυγχάνουν προστασίας ζηλευτής… 

Ο κόσμος είναι έξω και διασκεδάζει. Παιδιά στις παιδικές χαρές, σε γήπεδα, κανονικά ή αυτοσχέδια, στις πλατείες, ζευγαράκια ερωτευμένα, τάξεις γυμναστικής, γιόγκα, σουηδικής, που οργανώνουν οι κομμούνες – οι τοπικές οργανώσεις της γειτονιάς. Στη διαδρομή σειρά μπακάλικα, σούπερ μάρκετ, μικρά και γεμάτα – και από αγαθά και από κόσμο που ψωνίζει. Είναι πολλά που είναι αραβικά, ιρανικά, κινέζικα. Όμως, ελλείψεις σε βασικά αγαθά σήμερα δεν υπάρχουν, και ειδικά σε φάρμακα, αφού τα δημόσια φαρμακεία έχουν αναλάβει όλο τον πληθυσμό. Θυμάμαι τον φρέσκο κουβανό φίλο μου το 1992 στην Αβάνα, που όταν τον ρώτησα για τις τεράστιες ελλείψεις του καιρού εκείνου, όταν συζητήσαμε την ανεργία του τότε, τις μετρημένες μερίδες, όλα τα προβλήματα που φέρνουν κυρώσεις και οι κρίσεις που δημιουργούν, είχε σταματήσει σε ένα πεζούλι, σιωπηλός και σοβαρός, άνοιξε το σακκίδιό του, έβγαλε το φάρμακο για το άσθμα και μου είπε: «Δεν έχω μείνει ποτέ χωρίς φάρμακα». Θυμάμαι πόσο άκουγε το Φιντέλ ο Τσάβες σε όλα… 

Παρατηρούμε την τεράστια ουρά σε ένα βενζινάδικο και μαθαίνουμε ότι τα βενζινάδικα είναι δύο ειδών: αυτά που πουλούν τη βενζίνη πέντε σεντς το λίτρο και αυτά που την δίνουν απολύτως δωρεάν. Στα δεύτερα είναι μεγάλες οι ουρές – τα πρώτα άδεια, εκτός αν τύχει κανένας τουρίστας. 

 Η πόλη είναι πεντακάθαρη, παντού, πλην της χωματερής πλάι σε μια γέφυρα, άστεγοι δύο όλοι κι όλοι σε τόσα χιλιόμετρα, ήταν και ένας που έψαχνε σκουπιδοντενεκέδες μου λέει όταν το συζητάμε ο Αλέξανδρος. Τον πρόσεξε-  εγώ πάλι μένω πλατεία Βικτωρίας… 

Σταματάμε για καφέ και γλυκό στο επόμενο τετράγωνο από το σπίτι του Μπολιβάρ. Πέντε καφέδες, τέσσερα γλυκά, τα παραδοσιακά γκολφεάνος που φτιάχνουν στο μαγαζάκι αυτό από το 1947, νερά, όλα 13 δολάρια, δηλαδή 44 εκατομμύρια μπολιβάρ – το τοπικό πληθωριστικό νόμισμα που σχεδόν κανείς δε χρησιμοποιεί πια. Μας ρωτάνε σε τι θα πληρώσουμε, δολάρια ή μπολιβάρ, αλλά μάλλον μόνο γιατί πρέπει να μας ρωτήσουν. Σε αντίθεση όμως με τη Βηρυττό, που συμβαίνει το ίδιο, εδώ η απόδειξη είναι μόνο σε μπολίβαρ: το δολάριο χρησιμοποιείται αλλά δεν αναγράφεται. «Όμως εγώ δεν παραδέχθηκα την ήττα… »

Τα γκολφεάνος και το τοπικό ρυζογαλοποτό τσίτσα είναι πεντανόστιμα. Πρώτη φορά τρώω στον τόπο του εκείνο το δημιούργημα της λατινικής Αμερικής που κατέκτησε τον κόσμο, το ντουλτσε ντε λέτσε. Είναι πολύ γλυκό, όπως και το σοκολατένιο – το παραδοσιακό, χωρίς προσθήκες, είναι το νοστιμότερο, το πιο αρωματικό. Παράδοση – νεωτερισμοί, 1-0.  Σε κάθε γειτονιά κι ένα μαγαζί με γκολφεάνος κι ένα ακόμη με σοκολάτες. Οι Βενεζουελάνοι επιμένουν ότι παράγουν την καλύτερη σοκολάτα και το καλύτερο κακάο στον κόσμο, φτιάχνουν δεκάδες πράγματα με αυτά, ποτά, αφεψήματα, γλυκά… 

Περπατάμε στο δρόμο και συναντάμε έναν φίλο του Κώστα, ηθοποιό, που παίζει σε ένα νέο έργο του εθνικού τον Φρανσίσκο Ντε Μιράντα, τον πρόδρομο του Μπολιβάρ – και του μοιάζει, πόσο πολύ του μοιάζει… Ο Κώστας του εξηγεί ποιοι είμαστε και τι, πως ήρθαμε για τα 200 χρόνια από το Καραμπόμπο. «Α, είναι επαναστάτες!» του απαντά ο φίλος του χαρούμενος και ζητά να μάθει πως θα πει Μπιενβενίδο στα ελληνικά. Καλωσορίσατε! Καλοσωρίσατε! Μα είναι η άλλη λέξη, η λέξη η δική του, η λέξη «επαναστάτης», λέξη τιμή για μας, που με συγκινεί. Λέξη ζωντανή, λέξη του Μιράντα, του Μπολιβάρ, του Τσάβες κι ενός λαού που αρνείται να παραδώσει όσα κέρδισε με το αίμα του. 

 

*Ο τίτλος είναι φράση του Σιμόν Μπολίβαρ. 

**Το βίντεο εντός της ημέρας… Θέλει και μοντάζ το άτιμο!