Το προφανές ατόπημα της υιοθέτησης από το νέο κόμμα της ουράς «εσωτερικού» -σαν οι πρότεροι σύντροφοι να ήταν ενεργούμενα του «εξωτερικού» -ακολουθήθηκε από μια δεξιά πολιτική γραμμή, η οποία αποδέχτηκε τη συμμετοχή στις χουντικές εκλογές του Μαρκεζίνη και πολιτεύτηκε, μετά το ’74, στη βάση της γραμμής της ΕΑΔΕ, για τη διαμόρφωση μιας «δημοκρατικής» συμμαχίας, που θα περιλάμβανε ακόμα και τον Καραμανλή.

Αυτή η δεξιότατη γραμμή καταδίκασε το κόμμα στην συντριβή από το ΚΚΕ, πράγμα που την ώρα της πτώσης της χούντας δεν ήταν καθόλου αναμενόμενο. Οι αντιφάσεις, άλλωστε, έβγαζαν μάτι. Οι άλλοι ήταν «εξωτερικού», αλλά κι «εμείς» δεν διακόπταμε τις σφιχτές σχέσεις μας με τη Ρουμανία του Τσαουσέσκου και τη Βόρεια Κορέα του Κιμ Ιλ-Σουνγκ!

Ένα σημαντικό μέρος της ηγεσίας αυτού του κόμματος δεν υπολείπονταν καθόλου σε σταλινισμό σε σχέση με τους «δογματικούς». Ο Λεωνίδας Κύρκος υπήρξε εμβληματική περίπτωση σταλινικού δεξιού σοσιαλδημοκράτη. Πράγμα που φάνηκε ανάγλυφα στην αντιμετώπιση, π.χ., όλων των νεολαιίστικων αμφισβητήσεων, με ενδεικτικότερη αυτή της, εξαιρετικής σημασίας για το νεολαιίστικο κίνημα, αλλά και την Αριστερά, μετέπειτα Β’ Πανελλαδικής, όταν διαγράφτηκε η πλειοψηφία της οργάνωσης της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος από την κυρκική μειοψηφία. Μιλάμε για χιλιάδες μέλη, πολλά από τα οποία πρωταγωνίστησαν στον αντιδικτατορικό αγώνα.

Όσο περνούσε ο χρόνος, η κομμουνιστική ανανέωση μεταλλάσσονταν σε «ανανεωτική αριστερά», χωρίς να είναι σαφές σε τι συνίστατο η ανανέωση. Σε ό,τι αφορά τα πρόσωπα, δεν ήταν και πολύ εντυπωσιακή. Σε ό,τι αφορά τις θέσεις, μάλλον το πιο κοντινό της πολιτικό μόρφωμα ήταν οι σημιτικοί εκσυγχρονιστές.

Η κομματική της παρουσία, επομένως, δεν ήταν παρά υπολειμματική. Τόσο που δεν έπαψε να βαυκαλίζεται -το πιο διαχρονικό κλισέ -ότι, με όλη τη μικρή της δύναμη, οι «ιδέες» της επηρέασαν ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Ιδίως, ο ευρωπαϊσμός της. Προφανώς, η ΝΔ ή το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ νόμιζαν ότι η ΕΟΚ ήταν των μονοπωλίων και ήρθε η ΕΑΡ και τους εξήγησε ότι είναι των εργαζομένων.

Ευτυχώς για το ελληνικό κίνημα, στο πλαίσιο του Συνασπισμού, κυριάρχησε από ένα σημείο κι έπειτα η «μη-ανανεωτική» Αριστερά -το Αριστερό Ρεύμα και το Κοκκινοπράσινο Δίκτυο- και δόθηκε, με αυτόν τον τρόπο, η δυνατότητα για τη δημιουργία της ριζοσπαστικής Αριστεράς, όπως εκφράστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ στα χρόνια της κρίσης. Η μετά το ’15 μετάλλαξη του εναπομείναντος κόμματος στην πραγματικότητα ήταν επιστροφή στην «ανανεωτική» παράδοση. Γι’ αυτό η κυβέρνηση Τσίπρα ήταν μια κυβέρνηση ΔΗΜΑΡ, πολύ περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο.

Ενδεικτικό της προχωρημένης αποσύνθεσης του όποιου αριστερού στοιχείου απομένει στο κόμμα της ΝεΑρ, το κόμμα των «περήφανων για τη διακυβέρνηση», είναι η συνεχής αναφορά στην «ανανεωτική αριστερά».

Η «ανανεωτική αριστερά», λοιπόν, είναι το όνομα εκείνου του πράγματος που σηματοδοτεί την πιο δεξιά εκδοχή σοσιαλδημοκρατίας -κομμουνιστικής και φιλοσοβιετικής προελεύσεως, βέβαια- στην Ελλάδα.

Ο οριστικός διαχωρισμός από αυτήν την παράδοση είναι, νομίζω, όρος για την ανασύνταξη της Αριστεράς στη χώρα μας. Αν δεν εξοβελιστεί το φάντασμά της, ο κυβερνητισμός, ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός, ο ευρωπαϊστικός χατζηαβατισμός, ο έλλογος (sic) «πατριωτισμός», ο διανοητικός κομφορμισμός, ο πολιτικισμός, δουλειά δεν γίνεται.

Η «ανανεωτική παράδοση» είναι εξίσου ή και περισσότερο αποχαυνωτική από τη σταλινική -του ΚΚΕ και όχι μόνο.

Ο ελευθεριακός κομμουνισμός είναι το ιδεολογικό ρεύμα που, ίσως, θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για μια νέα αρχή.

Είτε έτσι είτε αλλιώς, πάντως, η συζήτηση αυτή δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει.