της Σίσσυς Βελισσαρίου

Ας σοβαρευτούμε τώρα. Ο λαός είναι ο ίδιος λαός που ψήφισε 62% ΟΧΙ στο εμβληματικό για την ιστορία αυτής της χώρας δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015 και ο ίδιος που έδωσε δυο συντριπτικές νίκες στο ΣΥΡΙΖΑ την ίδια χρονιά, έχοντας μετατρέψει ένα κόμμα του 4% σε κόμμα εξουσίας από το 2012 και μετά. Η συμφωνία των Πρεσπών, παρά τις εθνικιστικές οιμωγές  και τα κακόγουστα πατριωτικά show, αποδείχτηκε ότι ελάχιστα επηρέασε το αποτέλεσμα. Τα διαπλεκόμενα ΜΜΕ είναι ακριβώς τα ίδια με αυτά που είχαν εξαπολύσει την τερατώδη, συστηματική τρομοκράτηση του λαού κατά του ΟΧΙ για να πάρουν τη μεγαλειώδη απάντηση της μέγιστης πλειοψηφίας του λαού. Οι «Γέφυρες»  με φθαρμένους εκπροσώπους του ΠΑΣΟΚ, «διανοούμενους» του Σημιτισμού στα αζήτητα και τις λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις είναι η αυτούσια συνταγή της Κυρκικής εκδοχής του ευρωκομμουνισμού στη χώρα μας, ενώ οτιδήποτε άλλο απλώς μια φαντασίωση στα κεφάλια κάποιων ανανεωτικο-εκσυγχρονιστών που και πάλι απέτυχαν.  Όσο για το επικοινωνιακό έλλειμα, συνέβη ακριβώς το αντίθετο: υπήρχε πλεόνασμα τύπου Πολάκη. Εκτός αν νομίζει κανένας ότι ο εν λόγω έκανε και κυρίως έλεγε όσα έλεγε εξαιτίας της «αυθορμησιάς» του. Όπως όμως έχει αποδείξει περίτρανα το παράδειγμα Τραμπ αυτές οι «εκρηκτικές» συμπεριφορές είναι προσεκτικά στοχευμένες σε συγκεκριμένα ακροατήρια και εξυπηρετούν τον κεντρικό επικοινωνιακό σχεδιασμό.

Πολλά και πολυδιάστατα τα αίτια της συντριβής του ΣΥΡΙΖΑ, έχουν άλλωστε αναλυθεί  από σοβαρούς και λιγότερο σοβαρούς σχολιαστές αλλά ακροθιγώς μόνον από τα ίδια τα στελέχη του που με απειροελάχιστες εξαιρέσεις φαίνεται να ζουν στη χώρα των Λωτοφάγων ή να πάσχουν από προχωρημένο Μιθριδατισμό. Αναφέρω μόνο μερικά από αυτά ξεκινώντας αναπόφευκτα από την ανάλγητη και αδιέξοδη πολιτική των Μνημονίων που εφάρμοσε η «βαράτε με και ας κλαίω» κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με προεξάρχοντες τον ίδιο τον Πρωθυπουργό και τον νυν Υπουργό των Οικονομικών, ανθρώπους που καταφέραν να πλασάρουν πετυχημένα την (ειδεχθή) υποταγή ως ηθικό καθήκον και προσωπική θυσία για το καλό του λαού. (Αλλά, μην ξεχνάμε ότι, όπως ένας πρώην Υπουργός Παιδείας είχε πει με αφορμή τη διάσπαση του κόμματος μετά το ΌΧΙ που έγινε ΝΑΙ, ο ΣΥΡΙΖΑ εκπροσωπεί την Αριστερά της ευθύνης και όχι της διαμαρτυρίας.) Η ανανέωση της λαϊκής εντολής το Σεπτέμβριο του 2015 αλαζονικά ερμηνεύτηκε ως η ανεπιφύλακτη και δια βίου πρόσδεση του λαού στο άρμα του Τσίπρα ενώ θα έπρεπε να ερμηνευτεί ως υπό προϋπόθεση στήριξη, εξου και η πανικόβλητη έκπληξη των Συριζαίων με τα αποτελέσματα.  Η ολοκλήρωση της κατάρρευσης της μεσαίας τάξης βαφτίστηκε στη Συριζαϊκή αργκό «ταξικό θετικό πρόσημο» υπερ των «κάτω», όπου οι «κάτω» προσδιορίζονταν μόνον όσοι ήταν στο κατώφλι της απόλυτης φτώχιας. Τα επιδόματα για αυτά τα κοινωνικά στρώματα ονομάζονταν «κοινωνικά ευαίσθητη πολιτική». Στην πραγματικότητα ήταν το αριστερό άλλοθι μιας μνημονιακής κυβέρνησης που εφάρμοζε με συνέπεια  τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της κρατικής φιλανθρωπίας ξεχνώντας το ριζοσπαστικό αίτημα της ανακατανομής του πλούτου υπερ των πολλών. Το περίφημο πρόγραμμα, που δεν πρόλαβαν να αναπτύξουν μετά την «έξοδο» από τα Μνημόνια, εφαρμόστηκε παρόλα αυτά ως η χειρότερη εκδοχή εξαγοράς ψήφων των χειμαζόμενων στρωμάτων με εμβληματική πλέον την 13η σύνταξη. Αυτή πιστώθηκε προκαταβολικά (ώ του θαύματος!) ως ζεστό χρήμα για την κάλπη, κάτι που άλλωστε εκφράστηκε με αφάνταστο κυνισμό από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό που προφανώς θεωρούσε ότι εκπροσωπεί γονιδιακά ως «Αριστερός» τους φτωχούς. Δεν αντιλήφθηκε ούτε αυτός ούτε κανένας άλλος από το επιτελείο του ότι με αυτήν την απροκάλυπτη ελεημοσύνη πλήγωσε και ταπείνωσε το αίσθημα υπερηφάνειας και αξιοπρέπειας του λαού στο όνομα του οποίου κατά τα άλλα ομνύει. Τέλος, το μανιπουλάρισμα των «αστικών θεσμών», κομμάτων, Βουλής, δικαιοσύνης κλπ., με τη στοχευμένη διάβρωση άλλων κομμάτων, την εξωφρενική συγκρότηση μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας στη βάση του «μάζευε και ας είναι ρώγες», οι χιλιάδες των τροπολογιών σε άσχετα νομοθετήματα, οι φωτογραφικές διατάξεις κλπ. επιβεβαίωσαν για τη μέγιστη πλειοψηφία ότι «όλοι είναι ίδιοι». Άρα, όπως κατά κανόνα συμβαίνει, αυτή προτίμησε τη σιγουριά των ορίτζιναλ εκφραστών τιμωρώντας εκείνους στους οποίους επένδυσε την ελπίδα και την απαντοχή ότι θα είναι διαφορετικοί.

«Η ρήξη που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επαγγελλόταν δεν θα έπρεπε να ήταν μόνο με τα μνημόνια, την κοινωνική κατάρρευση, την απώλεια της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Όφειλε να είναι κυρίως με τον αρχηγισμό, το νεποτισμό, τη ρουσφετολογική διαχείριση και την αλαζονεία. Εκεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε οικτρά όχι επειδή προσπάθησε να φέρει ‘το άλλο’ και δεν τα κατάφερε αλλά επειδή δεν προσπάθησε. Απλώς το ήθος δεν υπήρχε στον οπτικό ορίζοντα της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και της κυβέρνησης συνολικά. Όμως το ήθος ως πολιτική πράξη αναπόφευκτα πηγάζει από τη σχέση των ανθρώπων με την εξουσία, είναι, δηλ., η ενεργή και υλική αποτύπωση στην πράξη αρετών [σεμνότητα, δημοκρατικότητα, ανιδιοτέλεια] που συγκροτούν την αριστερή διαφορετικότητα» .

Το «ηθικό πλεονέκτημα» δεν υπάρχει κληρονομικώ δικαίω στην Αριστερά αλλά είναι μια διαρκής ταξική πάλη. Για τους μαθητευόμενους οπαδούς μιας αγοραίας εκδοχής του Μακιαβέλλι η διαχείριση του κράτους από το κόμμα-καρτελ παραδόθηκε αφενός στα χέρια αμοράλ ανθρώπων του «συστήματος», διότι αυτοί ξέρουν την «πιάτσα». Αφετέρου, τα κυβερνητικά στελέχη από το ΣΥΡΙΖΑ, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, εφάρμοσαν το φθαρμένο και χρεωκοπημένο «αστικό» τρόπο διακυβέρνησης συνδυασμένο με την ξετσιπωσιά που τους έδινε το «ηθικό πλεονέκτημα».

Για την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ οι ευθύνες φαίνεται να αποδίδονται σε συγκεκριμένα στελέχη στο στενό πυρήνα το Μαξίμου. Περιέργως δεν καταλογίζονται στον αρχηγό ο οποίος  ήταν το μοιραίο πρόσωπο στην μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ από ένα αριστερό, ελπιδοφόρο και πρωτότυπο εγχείρημα στην παγκόσμια Αριστερά (παρά τα όποια προβλήματα λειτουργίας του) σε ένα οργανωτικά ανύπαρκτο κόμμα. Μα, προφανώς και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς εφόσον ο Τσίπρας ήταν το όχημα για την εξουσία, και αυτό βόλευε όλους. Από τη στιγμή που εμπεδώθηκε, και αυτό συνέβη πολύ πριν το 2015, ότι ο χαρισματικός αρχηγός ως μονοπρόσωπο όργανο έχει την πλήρη εξουσία το κόμμα γίνεται περιττό εφόσον αυτό στο οποίο συναίνεσαν και ακόμα συναινούν όλοι είναι η νομιμοποίηση της αρχής του ενός.

Μοιραία ακολουθεί η πλήρης πρωθυπουργική αυθαιρεσία που παραδειγματικά εκφράστηκε με την υπόθεση Πολάκη-Κυμπουρόπουλου  και την προκλητική υπερ-υποστήριξη της Δούρου. Όμως ο Τσίπρας δεν πρόκειται να αμφισβητηθεί δημοσίως από κανέναν, όπως άλλωστε έχει δείξει έως τώρα και η αρραγής συσπείρωση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας γύρω από τον ίδιο και τον Τσακαλώτο, παρεμπιπτόντως αρχηγό των 53, που επιβεβαίωσε, παρά τα «αριστερά» του  ευφυολογήματα, τα ανάλγητα μνημόνια ως ΤΙΝΑ. Ο αρχηγός χρειάζεται ακόμα μήπως και καταφέρουν να βγουν και πάλι βουλευτές κάποιοι/ες που θεωρούν ότι τους/τις χρωστάει η Ιστορία και η Αριστερά τις απολαβές της όποιας εξουσίας. Το τι θα συμβεί μετά τις εθνικές εκλογές το αφήνουμε στη φαντασία όσων έχουν μια συναίσθηση της εξέλιξης του ιστορικού προτσές.

Η Σίσσυ Βελισσαρίου είναι Καθηγήτρια Αγγλικής Λογοτεχνίας και Πολιτισμού στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο