Η δημόσια τέχνη δεν συναρθρώνεται αποκλειστικά από τα έργα τέχνης που έχουν κατασκευαστεί για να λειτουργήσουν ως μνημεία ή που χαρακτηρίστηκαν ως μνημεία λόγω των ιστορικών συγκυριών με τις οποίες συνδέθηκαν με άρρηκτο τρόπο. Πρόκειται, κυρίως, για ένα νεωτερικό πεδίο τέχνης που είναι συνδεδεμένο με τη δημόσια έκφραση καλλιτεχνών πολλών πειθαρχιών και ειδικοτήτων, που διαμορφώνουν τόσο αισθητικά όσο και κοινωνικοπολιτικά τον δημόσιο χώρο, προσδίδοντας του πολλαπλές χωρικές αφηγήσεις και ταυτότητες.
Στην Ελλάδα, όμως, και συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη, ο δημόσιος χώρος τον οποίο καταλαμβάνουν τα έργα τέχνης, είναι πολύ συγκεκριμένος και οριοθετημένος, τόσο πολιτικά όσο και κοινωνικά, ενώ, κατά κύριο λόγο, μέσω αυτών των έργων εκφράζονται οι κυρίαρχες πολιτικές της εκάστοτε περιόδου. Δηλαδή, η δημόσια τέχνη και ο τρόπος με τον οποίο γίνεται μέσω αυτής η διαχείριση της ιστορικής μνήμης, βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τον τρόπο που το ίδιο το κυρίαρχο πολιτικό αφήγημα, τόσο το εσωτερικό όσο και το εξωτερικό, αντιμετωπίζει αυτή την ιστορική μνήμη.
Ούτως ή άλλως, αυτό συμβαίνει και με τον δημόσιο χώρο αυτόν καθ’ αυτόν, ειδικά στη σύγχρονη μορφή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, όπου ο χώρος έχει μετατραπεί σε ένα αδιαμφησβήτητο προϊόν για την ελεύθερη αγορά. Κατ’ επέκταση, η επίσημη τέχνη η οποία τοποθετείται στο δημόσιο χώρο, σπάνια έχει διαφορετική τύχη, με αποτέλεσμα να αποτυπώνει έμπρακτα εκείνα τα κομμάτια της συλλογικής μνήμης που ορισμένες κοινωνικές ομάδες θέλουν -και πληρώνουν- να εγγράψουν στη δημόσια σφαίρα, επισκιάζοντας τεχνηέντως, κάποιες άλλες μνημονεύσεις.
Αν και η δημόσια τέχνη αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι κάθε τόπου, είτε πρόκειται για το αστικό τοπίο είτε για την επαρχία, καθώς πρόκειται για μια από τις βασικές δομές κατασκευής της συλλογικής ταυτότητας ενός πληθυσμού, ταυτόχρονα, ο επιλεκτικός χαρακτήρας της δεν παύει να δημιουργεί και άμεσες ιστορικές από-ταυτίσεις. Για να γίνει πραγματικά ορατό ένα μνημείο πρέπει να βρίσκεται σε άμεση συσχέτιση με μια πολιτισμική ομάδα η οποία ταυτίζεται με αυτό, ή έστω, να τοποθετηθεί σε έναν χώρο όπου μπορεί να γίνει ορατό μέσω μιας διαδικασίας πολιτικής φόρτισης τόσο του μνημείου όσου και του χώρου που βρίσκεται.
Στην πόλη της Θεσσαλονίκης, το μνημονικό τοπίο έχει πάρει περίεργες και ιδιαίτερες ατραπούς. Αφενός, σε πρακτικό επίπεδο, αυτό οφείλεται στην άναρχη οικοδόμηση της πόλης από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα, η οποία σάρωσε τα μεγαλύτερα τμήματα του κέντρου, και των παρακείμενων ανατολικών και δυτικών συνοικιών. Η εκτεταμένη αντιπαροχή δεν άφησε σχεδόν τίποτα όρθιο από την παλιά πόλη της Θεσσαλονίκης, και οι πολυκατοικίες κάλυψαν τόσο το αρχαίο και βυζαντινό, όσο και το νεότερο -οθωμανικό- παρελθόν της, και ειδικά το δεύτερο με πρωτοφανές αβυσσαλέο τρόπο.
Αφετέρου, η ίδια η διαδικασία ανάδυσης της μνήμης έχει την τάση να κατασκευάζεται και να νοηματοδοτείται στο παρόν, συνήθως με έναν καλειδοσκοπικό τρόπο που συνδυάζει πολλά μνημονικά αποσπάσματα με ένα συναφές χρονικό σημείο. Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, τμήματα του πληθυσμού που συνάρθρωναν με ουσιαστικό τρόπο τον παρελθοντικό πολυπολιτισμικό της χαρακτήρα, όπως οι κοινότητες των μουσουλμάνων και των εβραίων, είναι, πλέον, είτε ελαχιστοποιημένα πληθυσμιακά είτε ανύπαρκτα. Και υπάρχουν, βεβαίως, σοβαροί ιστορικοί και πολιτικοί λόγοι που κυριαρχεί αυτή η κατάσταση, με τον πιο επώδυνα τραυματικό εκείνο της μαζικής εξόντωσης του εβραϊκού στοιχείο της Θεσσαλονίκης.
Ως αποτέλεσμα, οι πολιτισμικές κοινότητες που θα μπορούσαν να διαμορφώσουν ενεργά ένα ουσιαστικό μνημονικό τοπίο της πόλης, είτε δεν υπάρχουν, είτε είναι αρκετά αποδυναμωμένες ώστε να διεκδικήσουν δυναμικά το δικαίωμα της μνημόνευσης μέσα στο υπαρκτό πολιτικό ανταγωνιστικό πλαίσιο. Έτσι, η οποιαδήποτε διαμόρφωση του αστικού μνημονικού τοπίου βρίσκεται στη δικαιοδοσία των εκάστοτε δημοτικών αρχών, και στο κατά πόσο αυτές θέλουν να φανούν συναινετικές στις διάφορες αποτυπώσεις της μνήμης που διεκδικούν ορισμένες κοινωνικές ομάδες.
Να σημειωθεί ότι η δημόσια τέχνη, έτσι όπως αυτή σχηματίστηκε από τον 19ο αιώνα και έπειτα, δεν λαμβάνει χώρα, προφανώς, εν κενώ. Από τη στιγμή που αποτελεί ουσιαστικό κομμάτι των σύγχρονων πόλεων και των δημόσιων χώρων, υιοθετεί τα χαρακτηριστικά που αξιώνονται οι ίδιες οι περιοχές για την ύπαρξή τους. Καταρχάς, η δημόσια τέχνη, στην πλειονότητά της, «οφείλει» πολλές φορές να υπακούει σε συγκεκριμένα και περιορισμένα αισθητικά κριτήρια, ειδάλλως υπάρχει ο κίνδυνος να μην γίνει αποδεκτή από ένα μεγάλο κομμάτι των ανθρώπων που τη βιώνουν σε καθημερινό επίπεδο και να προκαλέσει τις άμεσες αντιδράσεις της κοινότητας.
Επίσης, από τη στιγμή που αναφερόμαστε στις πόλεις του δυτικού καπιταλισμού, η δημόσια τέχνη, εκτός από πολιτικό χαρακτήρα, εμπεριέχει και έναν καταλυτικό οικονομικό χαρακτήρα, καθώς το έργο τέχνης είναι ένα προϊόν με προκαθορισμένη αξία που έχει ως δεδομένο ότι θα ενισχύσει με άμεσο τρόπο το οικονομικό κεφάλαιο, αφενός των καλλιτεχνών που τη δημιουργούν, αφετέρου της ανταγωνιστικότητας της ίδια της περιοχής που εκτίθεται στο πεδίο του τουρισμού.
Όπως υπογραμμίζει ο γεωγράφος Neil Smith αναφορικά με το ζήτημα, «οι καλές τέχνες και οι καλές τοποθεσίες συγχωνεύτηκαν. Και καλή τοποθεσία σημαίνει περισσότερα χρήματα». Και για τον δυτικό -και όχι μόνο- καπιταλισμό, τίποτα δεν πουλάει περισσότερο όσο το δράμα, το τραύμα και τις προσπάθειες διαχείρισης αυτών των δύο από τη συλλογική μνήμη που έχει ως αποτέλεσμα να τους προσδίδει μια οφθαλμοφανή μνημειακότητα.
Όχι ότι δεν υπάρχει η καλή πρόθεση στα μνημεία που κατασκευάστηκαν, επί παραδείγματι, για το Ολοκαύτωμα ή και γενικά για τον, Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στις χώρες της Ευρώπης, και οι μακροχρόνιες διαδικασίες που έλαβαν χώρα όσον αφορά τις συζητήσεις ανέγερσής τους υποδηλώνουν τόσο μια πολιτική όσο και μια ιδεολογική προσήλωση σε αυτόν τον σκοπό, αλλά ένα δημόσιο μνημείο επιφορτισμένο με πολλαπλά νοήματα και άμεσα συνδεδεμένο με μια πολιτισμική κοινότητα δεν παύει να είναι και ένα επικερδές μνημείο.
Όσον αφορά το μνημονικό τοπίο της Θεσσαλονίκης, αυτό διακατέχεται από πολλαπλές ιδιαιτερότητες, σε βαθμό που καθιστούν πολλά από τα μνημεία που εκτίθενται στους δημόσιους χώρους από αδιάφορα μέχρι και αόρατα για τους κατοίκους της πόλης. Ως επακόλουθο αυτής της κατάστασης, τα περισσότερα δημόσια έργα τέχνης βγαίνουν από το γενικευμένο πέπλο αορατότητας που τα περιβάλλει όταν βεβηλώνονται ή καταστρέφονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Στο πλαίσιο αυτό, η βεβήλωση των εβραϊκών μνημείων στη Θεσσαλονίκη από απολογητές του ναζισμού, έχει καταλήξει να αποτελεί συνηθισμένο φαινόμενο για την πόλη. Τόσο αυτά όσο και τα μνημεία για την Εθνική Αντίσταση που αναφέρονται στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ πέφτουν θύματα τέτοιων χυδαίων πρακτικών τουλάχιστον μια φορά κάθε χρόνο, υπενθυμίζοντας σε όλους ότι τα τρωκτικά του φασισμού συνεχίζουν να κάνουν τη δουλειά τους στα σκοτάδια της πόλης. Ταυτόχρονα, υπογραμμίζεται ο υποβόσκων αντισημιτικός χαρακτήρας της Θεσσαλονίκης που δεν έπαψε ποτέ να συνυπάρχει με τη μοντέρνα ταυτότητα που η μεταπολεμική πόλη προσπαθεί να εξωτερικεύσει στα πεδία της δημόσιας σφαίρας.
Το ενδιαφέρον, όμως, στο χωρικό αφήγημα του μνημονικού τοπίου που έχει υφανθεί στη Θεσσαλονίκη είναι ότι τα ίδια τα μνημεία για την εβραϊκή κοινότητα και το Ολοκαύτωμα που έχουν ανεγερθεί στην πόλη, αφενός τοποθετήθηκαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και έπειτα, δηλαδή, αρκετά πρόσφατα χρονικά, αφετέρου, εκτίθενται σε σημεία της πόλης που οριακά τα μετατρέπουν σε αόρατα για μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Η πρόσφατη βεβήλωση με ναζιστικά σύμβολα του συγκεκριμένου μνημείου που βρίσκεται στον χώρο του ΑΠΘ κατάφερε να το βγάλει για λίγο από την αφάνεια, αλλά αυτό δεν συμβαίνει με την ίδια την ιστορία του χώρου, η οποία μετατρέπεται συνεχώς σε ένα ανταγωνιστικό πεδίο πολλαπλών πολιτικών διαφορών. Καταρχάς, ο ίδιος ο χώρος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου δεν είναι ο οποιοσδήποτε δημόσιος χώρος, αλλά αποτελεί μια ιδιαίτερη ετεροτοπία στην καρδιά της πόλης. Είναι ένας χώρος δημόσιος δε, αλλά κεκλεισμένος και υποτίθεται καλά φρουρημένος από τις δυνάμεις της αστυνομίας που έχουν καταλάβει το πανεπιστημιακό campus εδώ και έναν χρόνο σε μια προσπάθεια αρπαγής του δημόσιου πανεπιστημίου από τις δεξιές συντηρητικές πολιτικές.
Όσον αφορά το ίδιο το μνημείο που κατασκεύασε ο αρχιτέκτονας Κωνσταντίνος Λεντάρης για το Εβραϊκό νεκροταφείο που κατέστρεψαν ολοκληρωτικά και λεηλάτησαν οι αρχές της Θεσσαλονίκης το 1942 σε συνεργασία με τους Ναζί κατακτητές, σηματοδοτεί την ελάχιστη προσπάθεια επανασύνδεσης με το τραυματικό παρελθόν της πόλης, με το ιστορικό παρελθόν του ίδιου του ΑΠΘ, καθώς ο χώρος του νεκροταφείου δόθηκε για την κατασκευή του. Τα κτίρια των σχολών, των γραμματειών, τα εργαστήρια, οι βιβλιοθήκες, το Αστεροσκοπείο, ακόμα και τα πάρκινγκ και τα πάρκα εντός του campus, πατάνε πάνω στα χιλιάδες σώματα Εβραίων που έζησαν στην πόλη για πάνω από 500 χρόνια. Εμείς οι ίδιοι, σε κάθε μας βήμα μέσα στον πανεπιστημιακό χώρο, πατάμε πάνω σε μια συλλογική μνήμη καλυμμένη από τσιμέντα, που χάνεται στα βάθη του χρόνου, σε ένα ανοιχτό πολιτισμικό τραύμα που δεν θα κλείσει ποτέ, και δεν αφορά αποκλειστικά την εβραϊκή κοινότητα.
Οι μεγάλες τραγωδίες της ιστορίας μας αφορούν όλους, αποτελούν κομμάτι της προσωπικής και συλλογικής μας ταυτότητας, και διαμορφώνουν και τις δικές μας ευθύνες απέναντι στην ιστορία και στη διατήρηση της μνήμης. Οι ευθύνες της Θεσσαλονίκης είναι πολλές απέναντι στους σχεδόν 50.000 Εβραίους της πόλης που έγιναν τροφή για τα καμίνια του Άουσβιτς-Μπίρκεναου και άλλων στρατοπέδων συγκέντρωσης που συνέβαλαν στην εφαρμογή της Τελικής Λύσης από τους Ναζί. Βαριές οι σκιές και τα φαντάσματα των νεκρών ήταν και παραμένουν στη Θεσσαλονίκη, μια πόλη που την περίοδο της Κατοχής τη ρήμαξαν οι ναζί, οι δωσίλογοι, οι ταγματασφαλίτες, οι χαφιέδες και οι ξεπουλημένοι στους Γερμανούς, παπάδες. Και απόγονοι και επίγονοί τους τη ρημάζουν ακόμα.
Ολόκληρες οι εβραϊκές συνοικίες, τα αμέτρητα σπίτια και μαγαζιά, οι συναγωγές και οι τόποι συγκέντρωσης της εβραϊκής κοινότητας, είναι μέρη που έμειναν άδεια και λεηλατημένα, υφαρπαγμένα από τους χριστιανούς Θεσσαλονικείς, μέχρι να τα καταστρέψει τελειωτικά η μπουλντόζα της λήθης και του εκσυγχρονισμού μετά τη δεκαετία του 1960.
Ένας από τους λίγους συγγραφείς που έλαβε εξαρχής θέση για το ζήτημα της επιβεβλημένης λήθης αναφορικά με την εξόντωση της ελληνικής εβραϊκής κοινότητας υπήρξε ο ανατρεπτικός Ηλίας Πετρόπουλος. Ο Πετρόπουλος, ο οποίος είχε μεγαλώσει στην προπολεμική Θεσσαλονίκη και γνώριζε καλά ότι ήταν «η Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων» πριν τον πόλεμο, πάλευε σε όλη του τη ζωή εναντίον της συστηματικής θεσμικής αποσιώπησης της ιστορικής παρουσίας των Εβραίων της Θεσσαλονίκης έτσι όπως είχε επιβληθεί από τις πολιτικές αρχές. Αφιέρωσε πολλές σελίδες σε μια πλειάδα έργων του στους Εβραίους της πόλης και στις πολιτιστικές και θρησκευτικές συνήθειες τους, ενώ ορισμένα πιο συγκεκριμένα κείμενα για το θέμα ανθολογούνται στο βιβλίο «Για τους Εβραίους της Σαλονίκης» (εκδόσεις Καπόν) και συναρθρώνουν μια εμβριθή μελέτη του συλλογικού τραύματος του αφανισμού των Θεσσαλονικιών Εβραίων.
Για παράδειγμα, ο Πετρόπουλος γράφει για την καταστροφή του Εβραϊκού νεκροταφείου:
«[…] οἱ ἑλληνικές ἀρχές τῆς Θεσσαλονίκης κατέστρεψαν, με ἀκατανόητη φούρια, τά Ἐβρέικα Μνήματα. Ἀμέσως ἔγινε ἡ σκατομοιρασιά: το Πανεπιστήμιο βούτηξε το οἰκόπεδο (400 στρέμματα στήν καρδιά τῆς πόλης), η Μητρόπολη ἅρπαξε τά μάρμαρα (γιά τήν μετέπειτα ἀνοικοδόμηση του Ἁγίου Δημητρίου) μαζί μέ τόν Δῆμο τῆς Θεσσαλονίκης (πού χρησιμοποίησε τίς δικές του ταφόπλακες σάν κράσπεδα τῶν πεζοδρομίων). Ὁ Δῆμος, ἐπιπλέον, χάρισε στόν ἑαυτό του καί μερικά ἑκατομμύρια τοῦβλα, γιά νά χτίσει τήν μάντρα τοῦ μελλοντικοῦ νεκροταφείου τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς. Αὐτά τά τοῦβλα ἤσανε τῆς πρέσας, ψημένα σέ εἰδικούς κλιβάνους, καί, συνεπῶς, πανάκριβα».
Μέχρι και το Κρατικό Θέατρο πήρε τμήματα από το νεκροταφείο για να διαμορφώσει τα κράσπεδα περιμετρικά του κτιριακού συγκροτήματος της παραλίας, ενώ διάσπαρτες επιτάφιες πλάκες υπάρχουν σε εισόδους πολυκατοικιών και σε κεντρικούς δρόμους του κέντρου. Από τα 500 χρόνια του νεκροταφείου δεν έμεινε στην κυριολεξία πέτρα πάνω στην πέτρα. Καταστράφηκε ολοσχερώς, ενώ οι αρχές της πόλης δεν άφησαν να γίνει ανακομιδή ούτε των σχετικά πρόσφατων ταφών.
Μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο Πόλεμο, οι συντηρητικές αρχές της Θεσσαλονίκης δεν επανάφεραν σχεδόν ποτέ όχι μόνο το ζήτημα του Ολοκαυτώματος, αλλά και τις αλλεπάλληλες τραγωδίες των υπόλοιπων κατοίκων από τους γερμανοτσολιάδες και τους δωσίλογους που βούτηξαν την πόλη στο αίμα και την τρομοκρατία. Αντίθετα, μάλιστα, σε εποχές που η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «φιλό-αραβική», πριν το Ισραήλ γίνει εταίρος μας στο ΝΑΤΟ, ο αντισημιτισμός αναζωπυρωνόταν συνεχώς με αποτέλεσμα εβραϊκές οικογένειες, σπίτια και μαγαζιά να ξαναγίνονται στόχαστρο διαφόρων αντισημιτικών ομάδων την περίοδο του πολέμου του Ισραήλ με τον Λίβανο τη δεκαετία του 1980.
Την ίδια μοίρα, βέβαια, με το μνημείο του ΑΠΘ είχε και το πρώτο μνημείο αφιερωμένο στο Ολοκαύτωμα στη Θεσσαλονίκη. Υπήρξαν συνεχείς οι προσπάθειες ατίμωσης αυτού του μνημείου που αυτή τη στιγμή βρίσκεται στην Πλατεία Ελευθερίας- τον τόπο που στις 11 Ιουλίου 1942, οι Γερμανοί ναζί συγκέντρωσαν τους άρρενες Εβραίους ηλικίας από 18 έως 45 χρόνων, προκειμένου να τους καταγράψουν και να τους στείλουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εκείνη η μέρα έμεινε μνημειώδης για το όργιο καταστολής και εξευτελισμού της ανθρώπινης ύπαρξης, για τα εξοντωτικά βασανιστήρια και τις φριχτές ταπεινώσεις των Εβραίων της πόλης από τους Ναζί.
Το έργο του Γιουγκοσλάβου γλύπτη Nandor Glid, το οποίο δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει ο ίδιος καθώς έφυγε από τη ζωή κατά τη διάρκεια της εκπόνησής του με αποτέλεσμα να το ολοκληρώσει ο γιος του, Daniel Glid, αποκαλύφθηκε αρχικά στην πλατεία της συμβολής των οδών Κλεάνθους και Παπαναστασίου, στην περιοχή του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου επί δημαρχίας Κοσμόπουλου τον Νοέμβριο του 1997. Η συγκεκριμένη περιοχή εμπεριέχει έναν ιδιαίτερο συμβολισμό καθώς εκεί βρισκόταν το 1943 ο Συνοικισμός «151», όπου κρατούνταν οι Εβραίοι πολίτες της Θεσσαλονίκης, πριν την εφαρμογή της «Τελικής Λύσης» που τους έστειλε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Για την ιστορία, ίσως σε κάποιους φανεί περίεργο που σε μια πόλη όπως η Θεσσαλονίκη, με 50000 Εβραίους κατοίκους που στη συντριπτική πλειονότητά τους αφανίστηκαν στο Ολοκαύτωμα, το πρώτο μνημείο προς τιμήν αυτού του τεράστιου ιστορικού τραύματος αναγέρθηκε μόλις το 1997. Όχι ότι η εβραϊκή κοινότητα δεν πίεζε τις τοπικές αρχές της πόλης έστω και για μια παραμικρή μνημονική αναφορά στο ίδιο της το τραυματικό παρελθόν, αλλά συνήθως οι προσπάθειες έπεφταν στο κενό. Ήταν το γεγονός της επιλογής της Θεσσαλονίκης ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης το 1997 που ανάγκασε τις τοπικές αρχές να λάβουν υπόψιν τις εκκλήσεις της εβραϊκής κοινότητας και να δοθεί, επιτέλους, η παραγγελία για το συγκεκριμένο μνημείο.
Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα συγκλονιστικό έργο τέχνης, που εάν βρισκόταν σε έναν χώρο περισσότερο φορτισμένο με τη διαδικασία της μνήμης και περισσότερο συνδεδεμένο με τις πολιτισμικές ομάδες που τους αφορά, δεν θα έμενε καθόλου απαρατήρητο. Το γλυπτό αναπαριστά μια φλεγόμενη επτάφωτο λυχνία σε ένα σύμπλεγμα που δημιουργεί μια αποπνικτική αίσθηση, δίνοντας την εντύπωση ενός φράχτη από συρματόπλεγμα όπου μέσα του βρίσκονται εγκλωβισμένες μη σχηματοποιημένες ανθρώπινες μορφές, σε μια προσπάθεια μάταιης απόδρασης.
Ο ίδιος ο καλλιτέχνης Nandor Glid έχασε την οικογένειά του στο Άουσβιτς, ενώ σχεδίασε αρκετά μνημεία αφιερωμένα στο Ολοκαύτωμα, δύο από τα πιο γνωστά που αποτελούν και πρότυπα για το αντίστοιχο της Θεσσαλονίκης, βρίσκονται το ένα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου -αποκαλύφθηκε το 1968- και το άλλο στο Βελιγράδι. Το γλυπτό της Θεσσαλονίκης τοποθετήθηκε αρχικά, μεν, στην πλατεία που ονομάστηκε «Εβραίων Μαρτύρων», αλλά η διαδικασία της επαναφοράς της μνήμης δεν λειτούργησε και τόσο καλά.
Αφενός, το μνημείο βεβηλώθηκε αμέτρητες φορές τόσο το ίδιο, όσο ακόμα και η ταμπέλα που ανέγραφε την οδό, με το όνομα της πλατείας να είναι σχεδόν μονίμως σβησμένο από πάνω της. Αφετέρου, στα μέσα της δεκαετίας του 2000 η πλατεία μετατράπηκε σε πάρκινγκ, οπότε το μνημείο όφειλε να μεταφερθεί κάπου άλλου. Και το 2006 μεταφέρθηκε στον τόπου που, υπό της συνθήκες, θα είχε ακόμα πιο άμεση σύνδεση με την εβραϊκή κοινότητα, την Πλατεία Ελευθερίας, το μέρος όπου ξεκίνησε η τραγωδία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Στην πραγματικότητα, όμως, μεταφέρθηκε δίπλα σε ένα άλλο πάρκινγκ αυτοκινήτων, όπου τοποθετήθηκε πάνω σε ένα μικρό πλάτωμα, δίπλα στα μπάζα και της λαμαρίνες ενός παρακείμενου εργοταξίου.
Μ ε την άνοδο της Χρυσής Αυγής στα χρόνια της κρίσης, το μνημείο του Ολοκαυτώματος έγινε από τους μόνιμους στόχους σπίλωσης της μνήμης, κάτι που δεν ήταν και ιδιαίτερα δύσκολο από τη στιγμή που ο σεβασμός σε αυτήν ήταν ήδη αμφιλεγόμενος. Ακόμα και μετά τη σύλληψη των μεγάλων στελεχών της εγκληματικής οργάνωσης, οι βεβηλώσεις και οι καταστροφές συνεχίστηκαν, ενώ μόνο το έτος 2018-2019 το μνημείο καταπατήθηκε τουλάχιστον τέσσερις φορές.
Είναι αλήθεια ότι επί δημαρχίας του Γιάννη Μπουτάρη το ζήτημα της εβραϊκής μνήμης άρχισε να αναδύεται πιο συστηματικά και επίμονα, για πρώτη φορά στην ιστορία της Θεσσαλονίκης. Με δική του πρωτοβουλία κατασκευάστηκε και τοποθετήθηκε μόλις το 2014 το μνημείο για το Εβραϊκό νεκροταφείο στον χώρο του ΑΠΘ, αυτό που τις προάλλες λέρωσαν με τη σβάστικα οι νενοναζί τραμπούκοι. Ο λόγος του Γιάννη Μπουτάρη στα εγκαίνια της αποκάλυψης του μνημείου στο ΑΠΘ οφείλει να θεωρηθεί ως κομβικό σημείο στην ιστορία της πόλης, όχι μόνο για την ιστορική ακρίβεια και την πολιτική του ποιότητα, στοιχεία που τον χαρακτηρίζουν από μόνα τους ως μνημειώδη.
Το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της ομιλίας του δημάρχου ήταν πως για πρώτη φορά μια επίσημη αρχή της πόλης παραδέχτηκε δημόσια τις ευθύνες των τοπικών αρχών της Θεσσαλονίκης για την καταστροφή του νεκροταφείου.
«Ποιοι θρήνησαν το 1945 τους εξαφανισμένους γείτονές τους; Ποια μνημεία στήθηκαν; Ποιες τελετές έγιναν; Μόνη η κοινότητα, καθημαγμένη και ρακένδυτη πάλευε να ανασυστήσει την ύπαρξή της και να θρηνήσει τους νεκρούς της. Η πόλη, η κοινωνία, η χώρα ολόκληρη, αδιαφόρησαν. Κρύφτηκαν πίσω από το δάχτυλό τους. Έκαναν πως δεν ήξεραν τι συνέβη, ποιος το έκανε, ποιος βοήθησε, ποιος προστάτευσε όταν άλλοι, πολλοί γκρέμιζαν, έκαιγαν, έκλεβαν, καταλάμβαναν τον χώρο και τα υπάρχοντα των πολλών απόντων και των λιγοστών παρόντων», ανέφερε σε ένα σημείο ο πρώην δήμαρχος κατά τη διάρκεια του λόγου του.
Όπως αναφέρθηκε, όμως, παραπάνω, καμία κοινωνικοπολιτική δράση δεν γίνεται εν κενώ. Έτσι, μεγάλο ρόλο στην προσπάθεια ανάδειξης του εβραϊκού παρελθόντος και του τραύματος του Ολοκαυτώματος στη Θεσσαλονίκη έπαιζε πάντα ο τομέας της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Από τη στιγμή που οι συνεργασίες της Ελλάδας με το Ισραήλ άρχισαν να χτίζονται ολοταχώς, το επίσημο εθνικό αφήγημα έχει αλλάξει ρότα τα τελευταία χρόνια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχει αλλάξει και ο βαθιά ριζωμένος αντισημιτισμός που το κατασκεύασε.
Έτσι, δημιουργείται το εξής παράδοξο: με μεγάλη ευκολία τα κοράκια του ΝΑΤΟ κατονομάζουν ως «αντισημίτες» όσους υποστηρίζουν την Παλαιστίνη και τίθενται απέναντι στα εγκλήματα του Ισραήλ, την ίδια στιγμή που οι ίδιοι υποστηρίζουν τις ακροδεξιές κυβερνήσεις της Ευρώπης ή τον Ντόναλντ Τραμπ, που χαρακτηρίζονται από έναν εμφανή αντισημιτισμό. Ταυτόχρονα, παρά τις προσπάθειες δημοκρατικών πολιτικών, όπως του Μπουτάρη, η οποιαδήποτε προσπάθεια αναμέτρησης με το πραγματικό παρελθόν και το Ολοκαύτωμα στην Ελλάδα, πέφτει μονίμως σε τοίχο τόσο από τη συντηρητική πολιτική όσο και από την εκκλησία. Τα πράγματα παρεκτρέπονται ακόμα περισσότερο όταν προσπαθεί να λάβει χώρα η οποιαδήποτε διαδικασία μνημόνευσης του μουσουλμανικού παρελθόντος όχι μόνο της Θεσσαλονίκης, αλλά γενικά, της Ελλάδας.
Όπως είχε αναφέρει η ιστορικός τέχνης Rosalyn Deutsche, ο αγώνας για τον δημόσιο χώρο είναι κατά βάση ένας αγώνας για ορατότητα. Ο δημόσιος χώρος ήταν και παραμένει ένα ανταγωνιστικό πεδίο στο οποίο αποτυπώνονται ενεργά και δυναμικά οι πολιτικές διενέξεις και αντιπαλότητες της εκάστοτε εποχής, και συνήθως, διαμορφώνεται από τις κυρίαρχες πολιτικές. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ίδια η φύση των μνημείων που αναγείρονται στον δημόσιο χώρο αποτελούν έμπρακτες εκφράσεις αυτών των πολιτικών, όπως και της αισθητικής των κοινωνικών ομάδων που τα παραγγέλνουν και τα αναθέτουν σε αντίστοιχους καλλιτέχνες.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι εκτός από το επίσημο πολιτικό αφήγημα, η διαρκής επανανοηματοδότηση του μνημονικού τοπίου στον δημόσιο χώρο της Θεσσαλονίκης συνδέεται άμεσα και με τις διαφορετικές κυρίαρχες πολιτικές που ανταγωνίζονται μεταξύ τους μέσα στους δήμους της πόλης. Δηλαδή, τα δημόσια μνημεία διαμορφώθηκαν και αναπτύχθηκαν διαφορετικά στο τοπίο των δήμων όπου επικρατούσε το ΠΑΣΟΚ ή η αριστερά και τελείως διαφορετικά σε εκείνους τους δήμους που παραδοσιακά εκλέγονται οι υποψήφιοι της δεξιάς παράταξης.
Αυτή η διαφοροποίηση στο πολιτικό, έχει ως αποτέλεσμα και τη διαφοροποίηση στο αισθητικό κομμάτι, με γλυπτά πιο μοντέρνας τεχνικής και πιο προοδευτικής νοηματοδότησης -όπως για παράδειγμα εκείνα του γλύπτη Γιώργου Ζογγολόπουλου ή το περίφημο μεταλλικό γλυπτό για τους πεσόντες αντιστασιακούς φοιτητές του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα 1941-1944 του Κώστα Δομπούλα- να εντοπίζονται κυρίως στο κέντρο της πόλης, εντός του πανεπιστημιακού campus ή σε παραδοσιακά κεντρώους/αριστερούς δήμους όπως της Καλαμαριάς.
Σε κάθε περίπτωση, η πραγματική ορατότητα στα μνημεία της εβραϊκής κοινότητας στη Θεσσαλονίκη είναι ουσιαστικά ελάχιστη, παρά τις προσπάθειες των αρχών τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Και εκεί ακριβώς εντοπίζεται και το βασικό πολιτικό πρόβλημα που εμπεριέχει το γενικό ιστορικό αφήγημα που έχει υφανθεί γύρω από το μνημονικό τοπίο της Θεσσαλονίκης το οποίο συνίσταται από μια διαρκή πάλη για ορατότητα εκείνων των κοινοτήτων που συνεχώς επισκιάζονται ή, μέχρι και, σπιλώνονται από το κυρίαρχο εθνικό αφήγημα της πόλης.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά είναι μια διαρκής πάλη για την ορατότητα των ίδιων των ιστορικών γεγονότων, μια προσπάθεια να σταματήσει η συστηματική παραχάραξη της ιστορίας που λαμβάνει χώρα εδώ και δεκαετίες και αποδυναμώνει την ίδια μας την ιστορική και πολιτική συνείδηση.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
Καυκαλάς, Γ. (2008) Ο Χωρικός Σχεδιασμός της Θεσσαλονίκης: Η Στρατηγική Συνιστώσα Μιας Διαδρομης σε Εξέλιξη, στο: Καυκαλάς, Γ., Λαμπριανίδης, Λ., Παπαμίχος, Ν.
Le Goff, J. (1998). Ιστορία και Μνήμη. Μετάφραση Γιάννης Καμπουρλής. Επιμέλεια Έφη Γαζή. Αθήνα: Νεφέλη
Μπενβενίστε, Ρ. (1999). Μνήμη και Ιστοριογραφία, στο «Διαδρομές και τόποι μνήμης. Ιστορικές και ανθρωπολογικές προσεγγίσεις», Πρακτικά επιστημονικής συνάντησης, Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Φεβουράριος 1995. Αθήνα: Αλεξάνδρεια/Πανεπιστήμιο Αιγαίου, σ. 20-34
Μπίκας, Π. (2019). Δημόσια Γλυπτική και Μνήμη. Η περίπτωση των μνημείων για τον Κυριάκο Μάτση, το Ολοκαύτωμα και το Εβραϊκό Νεκροταφείο στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ιστορία της Τέχνης, Ζητήματα Ιστορίας, Μεθοδολογίας, Ιστοριογραφίας. Επιμέλεια:Αδαμοπούλου Αρετή, Γυιόκα Λία, Στεφανής Ι. Κωνσταντίνος. Αθήνα – Ελλάδα. Αθήνα. Gutenberg.
Μπίκας, Π. (2008) Η διαμάχη για την αφαίρεση στη Θεσσαλονίκη, Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης: τομ. 7ος, Θεσσαλονίκη 2008.
Παπαϊωάννου, Κ. (2021) Άγρια ιστορία για μεγάλα παιδιά. Από τον Φασισμό στον Μεταφασισμό-Η Δημοκρατία απέναντι στη νέα ακροδεξιά. Αθήνα: Πόλις.
Πετρόπουλος, Η. (2022) Για τους Εβραίους της Σαλονίκης. Αθήνα: Καπόν.
Τενεκετζής, Α. (2020). Τα μνημεία για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εικονομαχίες στην Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου (1945-1975). Αθήνα: Ασίνη.