Το ενδιαφέρον είναι κατ’ αρχήν ότι στην ταινία ασκείται μία έντονη κριτική στη λεγόμενη «φιλελεύθερη συναίνεση» των ελίτ. Η άρχουσα τάξη παρουσιάζεται να έχει μία έντονη αυτοδικαίωση, που θυμίζει και ένα λεξιλόγιο της εποχής του Ronald Reagan και της Margaret Thatcher για το πώς οι φτωχοί αξίζουν ό,τι έχουν πάθει, γιατί είναι νωθροί κ.ο.κ., ενώ οι πλούσιοι είναι οι εργατικοί, αλλά και πρόσφατες αναφορές Δημοκρατικών, όπως η Hillary Clinton, που ελεεινολογούν τους πολιτικούς αντιπάλους και τους ακολούθους τους. Ο χαρακτήρας του Joker φαίνεται να συμφύρει στο πρόσωπό του δύο διαφορετικούς τύπους: Αφενός έναν φτωχό βιοπαλαιστή, ο οποίος ενοχοποιείται από την καπιταλιστική ελίτ, ενώ ο ίδιος είναι σαφώς απολίτικος και ανήκων σε ένα «λούμπεν προλεταριάτο», για να θυμηθούμε την κλασική ορολογία. Και αφετέρου έναν λευκό άνδρα, ο οποίος τρόπον τινά τυραννιέται από τη «δικτατορία της πολιτικής ορθότητας», για να θυμηθούμε την πιο πρόσφατη ορολογία της alt-right. H ελίτ φαίνεται να έχει όχι μόνο περισσότερο υλικό, αλλά και περισσότερο πνευματικό πλούτο και οι φτωχοί ενοχοποιούνται αντιστοίχως όχι μόνο για την υλική τους ένδεια, αλλά και για την πνευματική τους. Ο Joker παρουσιάζεται ως κάποιος που θα μπορούσε να έχει μία καλύτερη θέση στην κοινωνία, αλλά τη στερείται, έχει μάλλον τη μελαγχολία ενός λευκού άντρα και όχι κάποιου άλλου υποκειμένου. Δεν έχουμε δηλαδή τη φτώχεια ως αφορμή επαναστατικής ανατρεπτικής ελπίδας, αλλά μάλλον ως μια εμβύθιση στη μελαγχολία για τα προνόμια των άλλοτε μικροαστών που χάνονται, καθώς εν γένει ο πολιτισμός των λευκών ανδρών υποχωρεί.

Συναφώς είναι δύσκολο να πει κανείς αν η ματιά της ταινίας είναι αριστερή ή δεξιά. Σαφώς υπάρχει μία εντυπωσιακή κριτική στον κυρίαρχο λόγο των ελίτ, η οποία ξενίζει για μια mainstream ταινία, μάλιστα η κριτική αφορά από κοινού στον λόγο των Ρεπουμπλικάνων και των Δημοκρατικών. Αφετέρου αναπαράγονται τελικά τα κλισέ του κυρίαρχου λόγου. Ο λαός παρουσιάζεται ως άνους, να εξεγείρεται τυφλά και να έχει μια ευκολία στο να ειδωλοποιήσει έναν ψυχοπαθή δολοφόνο, χωρίς να έχει πολιτική υποκειμενοποίηση. Το Joker του Todd Phillips έρχεται τρόπον τινά να συναινέσει στη «δεξιά» ματιά του Christopher Nolan για τις εξεγέρσεις του πλήθους στο The Dark Knight Rises. Τελικά η ταινία φαίνεται να ομολογεί ως δεδομένη τη ρήξη μεταξύ λαού και ελίτ, που οφείλεται στην αλαζονεία των τελευταίων. Αλλά το κάνει αυτό βασικά για να καταλήξει σε ένα πολιτικά «ψυχωφέλιμο» δίδαγμα για τις συνέπειες του επάρατου λαϊκισμού και των προβλημάτων που προκύπτουν όταν ο λαός αδιαμεσολάβητα ταυτίζεται με τον τολμητία. H μόνη διαφορά είναι ότι έχουμε μια βαθιά συμπαθή ματιά για τον αντιήρωα, με τον οποίο ο θεατής δεν μπορεί παρά να ταυτιστεί σε πολλές σκηνές και παρά την ολοένα επιταχυνόμενη ακρότητα των εγκλημάτων του.

Η ταινία του Todd Phillips είναι σαν ένα κακέκτυπο των ταινιών του Darren Aronofsky για το αμερικανικό όνειρο, όπου ο φόνος δρα καθαρτικά ως απελευθερωτική πράξη, θυμίζοντας έντονα και τους υπαρξιστικούς αντιήρωες, όπως τον Ηρόστρατο του Jean-Paul Sartre, τον Lafcadio του André Gide στα Υπόγεια του Βατικανού, και κατ’ εξοχήν τον Ξένο του Albert Camus, λόγω της παθολογικής σχέσης με τη μητέρα που δολοφονείται ή αφήνεται απαθώς να πεθάνει. Και ο Joker είναι ένας ξένος, που έχει αποστασιοποιηθεί από τη ζωή και το περιβάλλον του, αμυνόμενος σε μία μητέρα που τον έχει εμπλέξει στο δικό της φαντασιωτικό μεγαλείο. Η ενδιαφέρουσα διακειμενική αναφορά είναι λιγότερο αυτή στην Ψυχώ του Alfred Hitchcock, και περισσότερο στον Ταξιτζή του Martin Scorsese, λόγω μάλιστα της ενδιαφέρουσας αντιστροφής ότι εδώ ο Robert de Niro δεν παίζει τον ανατρεπτικό αντιήρωα, αλλά τον συμβολικό πατέρα που δολοφονείται από τον γιο ως ένα γλοιώδες συμβατικό ανθρωπάκι. Στην ταινία προσεγγίζουμε την πραγματικότητα μέσα από τις φαντασιώσεις του Joker, κάτι που κληρονομεί από τα παραληρήματα μεγαλείου της μητέρας του, χωρίς να είναι πάντοτε σαφές πότε έχουμε πραγματικότητα και πότε φαντασία, ενώ οι φόνοι αποτελούν συνήθως στιγμές επιτελεστικής διαύγασης, όπου ο αντιήρωας και ο θεατής μαζί του βιώνει μια χειραφέτηση και μια πραγμάτωση. Για τη συμπαθή ματιά προς τον αντιήρωα να σημειώσουμε ότι ενώ οι φόνοι των ισχυρών παρουσιάζονται από τον σκηνοθέτη με σχεδόν σαδιστική ευχαρίστηση, αδύναμοι σώζονται από την ψυχοπαθή φονικότητα, ενώ σε περιπτώσεις όπου ενδεχομένως δολοφονούνται αδύναμοι, το έγκλημα δεν καταδεικνύεται αλλά είναι απλώς αντικείμενο υπαινιγμού.

Με τις αντιφάσεις και τις αμηχανίες που προκαλεί, τις ένοχες ταυτίσεις του θεατή και τις αιματηρές απελευθερώσεις, ο Joker κατοπτρίζει τελικά την αντιφατική, αμήχανη και πολύπλοκη εποχή μας…