Ο Γιάννης Κιουρτσάκης στο νέο βιβλίο του Το θαύμα και η τραγωδία. Το Εικοσιένα από τον κόσμο του Ομήρου στην παγκόσμια επαρχία (Πατάκης, Αθήνα 2020) περιγράφει την Ελλάδα ως μία χώρα που είναι αντινομικώς πανάρχαια αλλά και προσδοκώμενη στο μέλλον, λόγω των εκκρεμοτήτων της νεωτερικής εκδοχής της. Πρόκειται για ένα δοκίμιο, κατ’ αρχήν βιωματικό, καθώς ο συγγραφέας περιπλανάται στη σύγχρονη Αθήνα, στοχαζόμενος τα 200 χρόνια που ακολούθησαν την επανάσταση του 1821 και τη θέση της Ελλάδας στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη ανθρωπότητα, όπου το νεωτερικό παράδειγμα διέρχεται κρίση. Η σχέση του Κιουρτσάκη με την Αθήνα έχει τη δική της ιστορία. Από τις ευτυχισμένες αναμνήσεις των παιδικών χρόνων στην εφηβική κρίση λόγω των τραυμάτων από τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο τα οποία στοιχειώνουν την πόλη, ο Κιουρτσάκης θα «συμφιλιωθεί» όψιμα με την Αθήνα μέσα από τη διαμεσολάβηση της ξενιτιάς στο Παρίσι και του ομηρικού νόστου. Στη μεταπολίτευση, όμως, η Αθήνα, ακόμη κι αν είναι μια άσχημη πόλη, γίνεται η «δική μας» άσχημη πόλη. Υπάρχει μια οικειότητα τόσο στην καταστροφική ύβρη του νέου καταναλωτισμού, όσο και στα πάθη των κρίσεων της τελευταίας δεκαετίας, όπου οι νέες γενιές καλούνται να αντιμετωπίσουν καταστροφές, όπως αυτές που σμίλευσαν το ήθος παλαιότερων γενιών του Νέου Ελληνισμού.

Από τις βιωματικές αφορμές ο Κιουρτσάκης προχωρεί στην επισκόπηση των διχασμών του Νέου Ελληνισμού από το 1821 μέχρι σήμερα. Αναζητεί την ελληνικότητα όχι στη φυλετική συνέχεια, αλλά στη συνέχεια της γλώσσας, η οποία διαμορφώνει ένα ορισμένο ήθος από την εποχή του Ομήρου. Ένα είδος συνέχειας υπάρχει και στον αγροτικό πληθυσμό μέχρι τις κοινότητες του πρώιμου 19ου αιώνα. Το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου του ελληνικού πολιτισμού ανήκει σε έναν «ασύνειδο» προφορικό πολιτισμό της παράδοσης, ενώ η λόγια επώνυμη δημιουργία είναι ως τον 19ο αιώνα πιο ελλιπής. Το ήθος αυτό όμως πλήττεται από τις απαιτήσεις της νεωτερικότητας, οι οποίες γεννούν ανέκβατους διχασμούς. Μένει, λοιπόν, μία ορισμένη γλωσσική συνέχεια ανέστια και εκκρεμής, όταν τα σημαινόμενα αλλάζουν ραγδαία. Η συνέχεια είναι περισσότερο λεξιλογική καθώς διατηρούνται σημαίνοντα ακόμη και στους μη λόγιους, τα οποία διασώζουν μια εναλλακτική νοηματοδότηση της πολιτικής ζωής και της δημοκρατίας. Οι παρατηρήσεις αυτές του Κιουρτσάκη δεν είναι εθνικιστικές, καθώς θεωρεί το ίδιο το έθνος-κράτος ως ένα μέρος του νεωτερικού προγράμματος, το οποίο σήμερα είναι αναιμικό ενώπιον των σαρώσεων της παγκοσμιοποίησης. Αποτελούν περισσότερο μια αφορμή διερώτησης για το αν στοιχεία του κοινοτικού πολιτισμό είναι σήμερα επίκαιρα σε ένα νέο κοσμοπολίτικο πλαίσιο. Ο Ελληνισμός άλλωστε είχε ευδοκιμήσει στις συναντήσεις μικρής ευσύνοπτης πόλεως και οικουμενικής αυτοκρατορίας, μία συνθήκη που είναι εκ νέου επίκαιρη, αν και είναι αβέβαιο τι από το παλαιό ήθος έχει διασωθεί στις λέξεις ή στη συνύπαρξη μέσα στο ίδιο γεωγραφικό τοπίο.

Για τον Κιουρτσάκη είναι το ίδιο το τοπίο που διδάσκει το μέτρο, ένα μέτρο, όμως, που στην αττική τραγωδία προκύπτει τραγικά μόνο μετά την εμπειρία της υπεροψίας και της ύβρεως. Από την τραγωδία το βιβλίο του Κιουρτσάκη εκβάλλει στην Ανάσταση, ένα θείο δράμα που το 2020 το ζήσαμε στην ιδιωτική εστία αντί για την εκκλησιαστική. Ο Κιουρτσάκης περιγράφει τις εικόνες της ανοίκειας αυτής Λαμπρής στο Παγκράτι, όπου και πάλι όμως μεταδόθηκε ανεπίγνωστα το άγιο φως και συνέβη μια ιδιότυπη λειτουργία, με την ετυμολογική έννοια του «έργου του λαού», ενός λαού παραδόξως ανέστιου ακριβώς λόγω του απόλυτου εγκλεισμού του στην οικιακή εστία. Ο Κιουρτσάκης βλέπει το Πάσχα ως το «φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και τον Χάρο» κατά τον Διονύσιο Σολωμό, μια συνέχεια μέσα από την ασυνέχεια, μία επ-ανάσταση, σαν του 1821, που θα ξαναστοχαστούμε με την αφορμή της επετείου.