Η κριτική παρουσίαση ενός βιβλίου σε φέρνει εξ αρχής αντιμέτωπο μ’ ένα σχεδόν ανυπέρβλητο εμπόδιο, το οποίο δυναμιτίζει το όλο εγχείρημα στον πυρήνα του. Πώς μπορείς να πείσεις για την αξία ενός βιβλίου, πώς δύναται η αποτίμηση σου να έχει αντίκρισμα, σε μια εποχή πού όλα τα βιβλία παρουσιάζονται στους αναγνώστες ως αριστουργήματα; Αυτό νομίζω άλλωστε πως είναι και το μεγάλο στοίχημα των ημερών μας, «της φθίνουσας Μεταπολίτευσης», όπως την ονομάζει ο αφηγητής στο διήγημα ο Διευθυντής, σε μια εποχή που η κατάρρευση της πολίτικής συμβαδίζει με την ισοπέδωση κάθε έννοιας αξιολόγησης και ιεράρχησης ποιοτήτων. Δεν ξεφεύγω, αντιθέτως αγγίζω εξ αρχής τον μυχό της συλλογής του Ατζακά, η μοίρα των ηρώων του οποίου είναι αξεδιάλυτα δεμένη με την εκμηδένιση του πολιτικού.
Δεν θα αποφύγω λοιπόν τον σκόπελο, αλλά αντιθέτως θα ξεκινήσω λέγοντας ότι είχα καιρό να διαβάσω τόσο μεστά και λεπτοδουλεμένα διηγήματα, τόσο σοφά διευθετημένη συλλογή. Στη συνέχεια, θα προσπαθήσω να αποδείξω την αξία τους. Εκείνο που βεβαίως δεν αποδεικνύεται, είναι η αλήθεια των προσώπων που περνούν σκυφτά μέσα στο βιβλίο, μια πικρή αλήθεια ζυμωμένη με ένα αλλοτινό γηγενές κι αδιαπραγμάτευτο ήθος, το οποίο λειτουργούσε ως μέτρο των ανθρωπίνων σχέσεων: «Αυτή ήταν η πανάρχαιη και η αληθινή φωνή του τόπου του, θαμμένη αιώνες στο χώμα και ο Αργυρός ήθελε να την ακούσει». Οι ήρωες του Ατζακά διασώζουν μέσα στην πιο συντριπτική τους ματαίωση, μια οιονεί χαμένη αρχοντιά και μια ανθρωπιά που δεν αφήνει ανεπηρέαστο τον αναγνώστη. Ωστόσο, αυτός ο ενδεχόμενος θλιμμένος γλυκασμός της ψυχούλας του, δεν μεταδίδεται παρά μόνο διαβάζοντας τα διηγήματα.
Αν το βιβλίο συνθέτει, μεταξύ άλλων, ένα βαθιά αγαπητικό εγκώμιο της λογοτεχνίας, ταυτόχρονα προσφέρει στους αναγνώστες του και τους γλυκούς καρπούς αυτής της αγάπης. Την καθαρτήρια και ιαματική δυνατότητα του συμπάσχειν με τους ήρωες και την τραγική τους μοίρα. Δεν μιλώ για την κοντόφθαλμη ταύτιση του άγουρου αναγνώστη με τον ήρωα οιασδήποτε μυθοπλασίας, αλλά για την αρχέγονη πνευματική, μυστική και μυστηριακή κατάσταση της μετοχής στα αλλότρια πάθη – τα πάθια και τους καημούς, όπως έλεγε ο κυρ Αλέξανδρος – η οποία οδηγεί στον λυτρωτικό δρόμο της αυτεπίγνωσης. Συμπάσχοντας, εν ολίγοις, με τους ήρωες του Ατζακά, ο δεκτικός αναγνώστης συνειδητοποιεί σπαρακτικά τη δική του τραγική μοίρα· αγγίζει τη ρίζα της συλλογικής μας χρεοκοπίας. Το βαθύτερο, με άλλα λόγια, εγχείρημα του Γιάννη Ατζακά είναι πολιτικό, όπως λίγο πολύ σε όλα τα βιβλία του. Στη συγκεκριμένη όμως συλλογή διαφαίνεται, νομίζω, ευκρινέστερα η πολιτική του οντολογία, το γεγονός ότι η πολιτική είναι πρωτίστως ζήτημα ενός συλλογικού ήθους κι ενός κοινωνικού οράματος, κι όχι ένα τεχνικό και κατ’ ουσίαν ποταπό ζήτημα οικονομικής διαχείρισης: «Αυτή η αποθέωση του πιο κυνικού ατομικισμού έγινε, φαίνεται, η «υπαρκτή κοινωνία» των ημερών μας, ένα μικρόψυχο, «άθροισμα προσωπικών συμφερόντων»».
Πολύ χονδρικά, το βιβλίο σκιαγραφεί τρεις διακριτούς ανθρωπολογικούς τύπους: τον άνθρωπο του παλαιού μόχθου, τον «άγιο, βασανισμένο άνθρωπο», όπως ονομάζει τον πατέρα του Ιάκωβου, ο αφηγητής, η ευτυχία του οποίου ταυτίζεται με την ευημερία και την πρόοδο του παιδιού του. Τον αμοραλιστή της εξουσίας και του ευκαιριακού χρήματος, «τα αδηφάγα αρπακτικά που εμφανίστηκαν στο λυκόφως του περασμένου αιώνα και, στα απόνερα μιας μακρόσυρτης Μεταπολίτευσης, ρήμαξαν τη χώρα». Κι έναν ενδιάμεσο και κατά συνέπεια αποσυνάγωγο ήρωα, που διέρχεται τη νεότερη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας, σκυφτός. Τα διηγήματα της συλλογής απορρέουν από την συνάντηση των τριών αυτών ανθρωπότυπων, οι οποίοι συνθέτουν το ανθρωπολογικό πλαίσιο της Μεταπολίτευσης, όπου και διαδραματίζονται οι συγκεκριμένες ιστορίες.
Το ζητούμενο όμως δεν είναι απλώς και μόνο η ιστορική ακρίβεια ή η αληθοφάνεια, αλλά αυτό καθαυτό το γεγονός της ανάδειξης των συγκεκριμένων ηρώων που σκυφτοί περάσανε και εξακολουθούν να περνούν στις παρυφές της στυγνής πραγματικότητας. Με άλλα λόγια η λογοτεχνία του Ατζακά χτίζεται με άξονα τους χαρακτήρες. Η αφηγούμενη, δηλαδή, ιστορία προκύπτει μέσα από την σκιαγράφηση των ηρώων και όχι το αντίθετο. Δεν συλλαμβάνει ο συγγραφέας ένα θέμα, μια υπόθεση, με πλοκή και δράση, εντός της οποίας τοποθετεί κάποιους ήρωες, αλλά υπηρετεί αυτό που ο συνονόματος του, ο Ιωάννου περιέγραφε λέγοντας: «Μ’ ενδιαφέρει ο ψυχισμός των ανθρώπων της εποχής για την οποία μιλάω». Σαφώς και η εποχή πλάθει τους ανθρώπους, ενίοτε αλέθοντας τους, όμως η συγκεκριμένη λογοτεχνία δεν έχει στο κέντρο της την ιστορία ως ντοκουμέντο, αλλά τον εκάστοτε ιστορικό άνθρωπο με σάρκα και οστά. Ο δε Ατζακάς φαίνεται να γράφει για ανθρώπους με τους οποίους μοιράστηκε το ίδιο ψωμί και κρασί.
Από τούτη τη διάκριση προκύπτει, νομίζω, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και γόνιμα στοιχεία της διηγηματογραφίας του Ατζακά, ο οποίος με την συλλογή αυτή ουσιαστικά υπερασπίζεται μια διαφορετική από την παραδεδομένη, προσέγγιση του διηγήματος ως λογοτεχνικού είδους. Το διήγημα στην κλασική του μορφή, προσδιοριζόμενο πάντα σε αντίθεση με το μυθιστόρημα, συμπυκνώνει μια ολόκληρη ζωή, σε μια κομβική στιγμή. Χτίζεται γύρω από ένα καταλυτικό συμβάν, το οποίο δεν μεταβάλλει συλλήβδην τη ζωή του ήρωα μονάχα, αλλά και την υπαρκτική του σχέση με τον κόσμο, φωτίζοντας μέσα από το στιγμιαίο του αστραποβόλημα, τον δικό μας και την ανθρώπινη συνθήκη εν γένει. Το πιο χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα στην ελληνική διηγηματογραφία είναι το αριστουργηματικής οικονομίας Πίστομα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη.
Ο Ατζακάς γνωρίζει καλά τον κλασικό ορισμό, τον οποίο τοποθετεί στα χείλη του ήρωά του Αστέριου Δημαρά. Την ώρα όμως που εκείνος προσδιορίζει το θέμα και τα όρια του είδους: «Εκείνη η αλησμόνητη μέρα ήταν που χάραξε και χώρισε στα δυο τη ζωή μου», ο συγγραφέας τα έχει παρακάμψει με το ίδιο του το κείμενο. Γιατί ενώ φαινομενικά, από το τίτλο έχουμε την εντύπωση πως βρισκόμαστε ενώπιον ενός κλασικού διηγήματος, «τρεις μέρες από τη ζωή του Αστέριου», στην ουσία ο ήρωας, στο χρονικό αυτό διάστημα, ξετυλίγει μπροστά μας, μέσω της γλυκόπικρης αναπόλησης, όλη του τη ζωή. Το ίδιο συμβαίνει και με τα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής, τα οποία εξιστορούν, μυθιστορηματικό τω τρόπο, τη διαδρομή του βίου των ηρώων τους. Ουσιαστικά ο Ατζακάς χρησιμοποιεί την αφηγηματική πύκνωση και οικονομία του διηγήματος για να συνθέσει συνοπτικά μυθιστορήματα.
Τα διηγήματα της συλλογής περιστρέφονται γύρω από την κομβική στιγμή που σφραγίζει μια ανθρώπινη ζωή, αλλά εκτείνονται στον χρόνο σαν μυθιστορήματα. Οι ήρωες κουβαλούν αυτή τη σφραγίδα σαν σταυρό, και μέσω αυτής φωτίζεται ολόκληρη η ζωή τους, αλλά και η σχέση με τους συνανθρώπους τους και την εποχή τους. Αντί όμως το συντριπτικό συμβάν να σηματοδοτεί την κορύφωση και κατάληξη του διηγήματος, γίνεται το έναυσμα για την αφήγηση ενός βίου και την σκιαγράφηση ενός προσώπου· μέσα από την απεικόνιση των σκυφτών ηρώων του ο συγγραφέας σκιαγραφεί το συλλογικό μας πρόσωπο. Με μια κουβέντα, οι πονεμένοι και πικραμένοι ήρωες του Ατζακά που περνούν μπροστά μας σκυφτοί, λειτουργούν ως λυδία λίθος του καιρού και του εαυτού μας.
Άθελα δηλαδή και ασύνειδα, αντιπαραβάλλουμε τον εαυτό μας μ’ εκείνους. Προϋπόθεση όμως γι’ αυτό, στην ελληνική τουλάχιστον λογοτεχνία, προϋπόθεση για την συσχέτιση μεταξύ προσώπων, αποτελεί αυτή ακριβώς η αφήγηση της περιπέτειας της ζωής τους. Οι άνθρωποι δεν είναι άθροισμα ιδιοτήτων και χαρακτηριστικών, πόσο δε μάλλον επαγγελματικών ιδιοτήτων και περιουσίας, αλλά η εικόνα μιας διαδρομής, δηλαδή ενός γίγνεσθαι. Γι’ αυτό και σε κάθε διήγημα οι ήρωες του Ατζακά εμφανίζονται ως άλλος Οδυσσέας ενώπιον των Φαιάκων, δηλαδή των αναγνωστών στους οποίους συστήνονται εξιστορώντας το δράμα, αλλά και τη λαχτάρα της ζωής τους. Για τον ίδιο λόγο, το καταλυτικό συμβάν που τους σφράγισε αμετάκλητα μετατοπίζεται από την κατακλείδα, στην απαρχή του διηγήματος: «Από πολύ νωρίς (…) μια μόνιμη απειλή, μια άδικη μοίρα είχε σφραγίσει τη ζωή μου», βάζει μπρος την αφήγηση του βίου του ο Αστέριος. Με τον ίδιο τρόπο, το διήγημα «Ο Παρασκευάς και ο Αρχάγγελος» χτίζεται πάνω στη τραγική του μοίρα, ξεκινώντας ουσιαστικά με τη φράση: «Έτσι έγινε, κι ο Παρασκευάς έμεινε για όλη του τη ζωή κουφός και μουγγός». Εδώ αξίζει, νομίζω, παρεκβατικά να σημειωθεί ότι όλοι οι ήρωες της συλλογής σαν να ανταλλάσσουν μεταξύ τους τα σουσούμια και τα βαθύτερα ψυχικά χαρακτηριστικά, τα οποία επεξηγούν και συμπληρώνουν το επίθετο «σκυφτός». Με κάποιον λ.χ. τρόπο μοιράζονται όλοι τους το «κουφός και μουγγός» του Παρασκευά ή το «εγώ είμαι πιο ολιγαρκής, μου αρκεί η θλίψη» του Αργυρού Χατζηγιάννη.
Το διήγημα «Ο γητευτής» ξεκινάει επίσης με τη σφραγίδα που ταλανίζει τον ήρωα: «Στο χωριό είπαν πως το παιδί ήταν νεραϊδοχτυπημένο, και άλλοι πως ήταν από μάγια», ενώ στο διήγημα «Ο διευθυντής» η εναρκτήρια κυριολεκτικά φράση του διηγήματος είναι : «Δεν ήταν πάντα έτσι», με αυτό το «έτσι» να τοποθετείται εξ αρχής στον πυρήνα της αφήγησης, ενισχύοντας το μυστήριό της. Στο τελευταίο δε διήγημα της συλλογής η σφραγίδα εμφανίζεται στον υπότιτλο «Ένας λυπημένος άνθρωπος» και πλανάται ως μυστήριο μέσα στις σελίδες, μέχρι την κορύφωση του δράματος. Στο μεγαλύτερο διήγημα του βιβλίου, «ο Αργυρός και τα αργύρια» το οποίο πολλοί θα σπεύσουν να χαρακτηρίσουν νουβέλα, το καταλυτικό συμβάν που μεταμόρφωσε τον ήρωα υπονοείται στην αρχή της ιστορίας μέσω της υπαινικτικής αναφοράς στη μεταστροφή του χαρακτήρα του Αργυρού: «Ήξερε πως πίσω από την πλάτη του μιλούσαν, έλεγαν πως με τα χρόνια είχε γίνει παράξενος, μονόχνοτος, δεν ήθελε πια να συντυχαίνει με τους ανθρώπους». Με τον ίδιο τρόπο λειτουργεί και η εναρκτήρια φράση του βιζυηνικού διηγήματος «Το ολίγον της ζωής του».
Οι σκυφτοί, λοιπόν, ήρωες του Ατζακά είναι οι ηττημένοι του σύγχρονου νεοελληνικού βίου. Έτσι λοιπόν επιστρέφουμε στο φιλοσοφικό και υπαρκτικό κέντρο του βιβλίου, στο κομβικό συμβάν που σφραγίζει ολόκληρη τη συλλογή, και κατ’ επέκταση το συλλογικό μας παρόν, τις ζωές μας μαζί με τις ζωές των ηρώων, φωτίζοντας μαζί με το προσωπικό μας δράμα και το κοινό κοινωνικό μας τραύμα, που δεν είναι άλλο από τον εκφυλισμό της πολιτικής έως θανάτου. Κι όταν αναφερόμαστε στο πολιτικό δεν εννοούμε την προσχώρηση στο προκατασκευασμένο σχήμα μιας κάποιας ιδεολογίας, αλλά στην κατάρρευση των όρων και των προϋποθέσεων σύστασης και λειτουργίας μιας κοινωνίας ή πόλεως με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου. Οι σκυφτοί και ηττημένοι του Ατζακά δεν βιώνουν τα επίχειρα μιας ατομικής μονάχα ήττας, όσο της εξαφάνισης ενός κοινού ήθους, δηλαδή ενός κοινού πεδίου συνεννόησης, δηλαδή στοιχειώδους (με την πλήρη σημασία της λέξης) συνάντησης με τους άλλους. Νοσταλγούν ως άλλοι σεφερικοί ήρωες τον τόπο τους, ζώντας στον τόπο τους, ακριβώς επειδή έχουν χάσει τη γη τους κάτω από τα πόδια τους.
Τα συμπυκνωμένα μυθιστορήματα της συλλογής βρίθουν πολιτικών σχολίων τα οποία συνδέονται με το ιστορικό μας παρόν, αναζωογονώντας, όπως θα δούμε κλείνοντας, την πολύπαθη λογοτεχνική παρακαταθήκη της ηθογραφίας, εξιστορώντας ανάμεσα στις γραμμές και δια μέσου των διηγημάτων, τη σύγχρονη πολιτική ιστορία του τόπου ως παρακμή και διάψευση. Παραθέτω ενδεικτικά: «Όσα δεν είχαν ξεθεμελιώσει και κάψει για αντίποινα τα ναζιστικά θηρία, τα ρήμαξαν τα ελληνικά στρατά, «εθνικά» και «δημοκρατικά». Και: «Όλα τα παλιά μίση από τον καιρό της Κατοχής και του Εμφυλίου βγήκαν πάλι στη φόρα, κι όσο κάποιοι αρπάζονταν για την απόχρωση του «κόκκινου» που ήταν η πιο αυθεντική και η πιο ανόθευτη, το «πράσινο» σκέπασε τη χώρα».
Με άλλα πάλι λόγια, επιδεικνύοντας ο Ατζακάς μοναδικό αποφθεγματικό ταλέντο, διασπείρει τα διηγήματα του με φιλοσοφικές σκέψεις οι οποίες επαναλαμβάνουν ως απορία το πολιτικό αίτημα της ανθρώπινης συμβίωσης. Οι άνθρωποι του παλαιού μόχθου έζησαν το όραμα της ατομικής και συλλογικής προκοπής μετά τον πόλεμο. Τα αδηφάγα αρπακτικά, οι άνθρωποι του πιο απροκάλυπτου πολιτικού καιροσκοπισμού δεσπόζουν στη ζούγκλα του πιο ακραίου ατομικισμού, μετά την κατάρρευση κάθε πολιτικού προτάγματος, και οι ήρωες των διαψευσμένων οραμάτων, οι μπολιασμένοι με το παλαιό, αλλά ανενεργό, γηγενές ήθος που προτάσσει την ανθρωπιά έναντι του χρήματος ή της εξουσίας, διάγουν βίο ηττημένου, δηλαδή άκεντρο και αποσυνάγωγο. Εξ ου και ο Αργυρός «ζούσε το τέλος ενός κόσμου και την αρχή μιας αλλόκοτης εποχής, γεμάτης απειλές και υποσχέσεις». Τη λύτρωσή τους τελικά τη βρίσκουν είτε στην αίσθηση της ολότητας που διασώζει η λογοτεχνία, (αυτό που στα ελληνικά ονομάζουμε οικουμενικότητα), είτε μοιραζόμενοι το ψωμί και το κρασί τους. «Στα μισά της αλλοπαρμένης και μίζερης ζωής του, άρχισε να νοιώθει πως αυτός μόνον από τα βιβλία θα ζούσε τις συναρπαστικές ζωές των άλλων», σημειώνει ο αφηγητής στον «Γητευτή».
Εκτός από μια γόνιμη προσέγγιση στο λογοτεχνικό είδος του διηγήματος, ο Ατζακάς προσεγγίζει ζείδωρα και δημιουργικά την νεοελληνική ηθογραφία, η οποία στις μέρες μας έχει εν πολλοίς καταντήσει νεκρό γράμμα. Οι ιστορίες από το χωριό σε αφύσικη ενίοτε ντοπιολαλιά, πλέον περισσεύουν και έχουν μάλλον αρχίσει να κουράζουν, καθώς αδυνατούν συνηθώς να υπερβούν το επίπεδο της μη βιωμένης μουσειακής λαογραφίας. Ο Ατζακάς ούτε αναπαράγει στείρα την κλασική μας λογοτεχνική παράδοση, ούτε την αποσκορακίζει χάριν μοντερνισμού ή πρωτοτυπίας. Η ίδια η διάρθρωση της συλλογής προτείνει έναν δρόμο, έναν τρόπο προσέγγισης της μεγάλης αυτής διηγηματογραφικής μας παράδοσης. Τα πρώτα δύο διηγήματα αντλούν και συνομιλούν τόσο με το παπαδιαμαντικό διήγημα, όσο και με τα έργα του Καρκαβίτσα ή συγγραφέων σαν τον Βικέλα, δουλεύοντας κυρίως πάνω στην τέχνη της περιγραφής και δη της τοπιογραφίας. Εδώ ο συγγραφέας καταφέρνει να αναστήσει το παρωχημένο είδος της προ-τηλεοπτικής περιγραφής του χώρου, η οποία φωτίζει τον ήρωα, χωρίς να κουράζει τον αναγνώστη. Εν συνεχεία μοιάζει να συνδέεται με την περιγραφή του άστεως που συναντάμε σε συγγραφείς σαν τον Χατζή ή τον Ιωάννου. Επιλέγοντας ωστόσο την αφήγηση μυθιστορηματικών βιογραφιών που καλύπτουν το διάστημα από τη Μεταπολίτευση και δώθε, καταφέρνει να συνδέσει και να συνδεθεί με την πρότερη ηθογραφική παράδοση, ακριβώς μέσω της αντιπαράθεσης του παλαιού με τα σύγχρονα ήθη. Ακόμα κι όταν η γλώσσα του αποτολμά επικίνδυνα πλησιάσματα στη λόγια και καθαρεύουσα εκφραστική του 19ου, ο αναγνώστης δεν νοιώθει να χάνει ούτε στιγμή το αγκυροβόλημα του διηγήματος στο παρόν.
Κλείνοντας, θέλω απλώς να επαναλάβω πόσο με άγγιξε η αποτύπωση της ήττας των ηρώων της συλλογής, μια ήττα την οποία μηρυκάζω κι εγώ καθημερινά, αλλά και πόσο ιαματική ήταν εν τέλει η ανάγνωση της, καθώς κλείνοντάς την, αντιλήφθηκα πως την ελπίδα την κουβαλούν οι σκυφτοί αυτοί ήρωες στους ώμους τους. Γιατί αν και σκυφτοί επιδεικνύουν ένα ανάστημα, ίσο με την λαβωμένη ανθρωπιά τους, ενώ οι κορδωνόμενοι, οι νικημένοι νικητές του καιρού μας, επιβεβαιώνουν διαρκώς το λιγοστό τους μπόι.
Νοέμβρης 2021