H Ταινιοθήκη της Ελλάδος ήταν μια ευτυχής έμπνευση κάποιων φωτισμένων ανθρώπων στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, στην Αθήνα, αλλά ήταν η Αγλαΐα Μητροπούλου, μαζί με την αδελφή της Μόνα, δύο πλούσιες μεγαλοαστές και πολύ καλλιεργημένες γυναίκες, που έτρεξαν και κατέθεσαν κόπο, αγωνία, ιδρώτα και πολλά δικά τους λεφτά για να τη φτιάξουν. Παρόλο, δε, που ήταν μεγαλοαστές κλπ αυτό δε σημαίνει πως απόλαυσαν ποτέ κάποια βοήθεια ή έστω ένα ευχαριστώ από το εκάστοτε επίσημο κράτος. Η Αγλαΐα μπορούσε και να χωθεί ολόκληρη μες στα σκουπίδια για να ανακαλύψει μια ξεχασμένη κόπια μιας χαμένης ελληνικής ταινίας από τα χρόνια του βωβού. Ή μπορούσε να φοράει τη γούνα της στο άγριο ξημέρωμα και να πηγαίνει μπροστά στην πόρτα του κτηρίου που τότε φιλοξενούσε την Ταινιοθήκη, για να μη το γκρεμίσουν οι μπουλντοζες για αντιπαροχή. Μιλάμε για το υπέροχο νεοκλασσικό, που υπάρχει ακόμη εξαιτίας της, γωνία Κανάρη και Ακαδημίας.
Η Ταινιοθήκη της Ελλάδος, χάρη και στις διεθνείς γνωριμίες της Μητροπούλου, απέκτησε κύρος διεθνώς και στα κατοπινά χρόνια στάθηκε ακοίμητος φρουρός της κινηματογραφικής μας κληρονομιας, μοναδικός διασώστης της αλλά και ουσιαστικός δάσκαλος, ή μάλλον δασκάλα, για όλους τους ανθρώπους που ήθελαν πραγματικά να μάθουν σινεμά. Οι σπάνιες ταινίες που πρόβαλε, πολλές φορές για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ήταν μοναδική εμπειρία την εποχή που δεν υπήρχαν ούτε βίντεο ούτε dvd ούτε ίντερνετ. Οι ξένοι άνθρωποι του σινεμά που κάλεσε η Μητροπούλου στην Αθήνα για την ταινιοθήκη της ήταν όλοι ένας κι ένας. Και σήμερα η Ταινιοθήκη της Ελλάδος συνεχίζει με την κόρη της Αγλαΐας Μητροπούλου, Μαρία Κομνηνού, καθηγήτρια του Παντείου, χωρίς να εκπέσει ποτέ από τα αρχικά όνειρα αλλά και τα «κατορθώματα» της δημιουργού της.
Το Θεατρικό Μουσείο φτιάχτηκε γιατί ένας εμπνευσμένος άνθρωπος που αγαπούσε πολύ το θέατρο, ο Γιάννης Σιδέρης, ο πρώτος ιστορικός του Ελληνικού Θεάτρου, χωρίς πτυχία και σπουδές και χωρίς χρήματα, γύριζε και μάζευε ότι μπορούσε να μαζευτεί από την ιστορία του ελληνικού θεάτρου. Μ’ αυτά και μ’ αυτά ο Γιάννης Σιδέρης μάζεψε έναν απίστευτο πλούτο πραγμάτων, κυριολεκτικά την ιστορία του ελληνικού θεάτρου, και έτσι φτιάχτηκε το θεατρικό μουσείο, ένα από τα καλύτερα στο είδος τους στην Ευρώπη. Και δεν είναι μόνο τα κοστούμια, τα σκηνικά, τα αντικείμενα των παραστάσεων, τα προσωπικά αντικείμενα, τα χειρόγραφα, όλα γενικώς αυτά τα σπάνια πράγματα που εκτίθενται σε ένα μουσείο αλλά και μια εκπληκτική θεατρική βιβλιοθήκη πολύ χρήσιμη για ειδικούς και όχι μόνον. Το Θεατρικό Μουσείο αυτή τη στιγμή βρίσκεται γεμάτο χρέη, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος που το διηύθυνε τα τελευταία χρόνια είναι ππροσωπικά κι βαρύτατα χρεωμένος εξαιτίας του, κι όλα βεβαια αυτά τα σπάνια πράγματα δε βρίσκονται στην καλύτερη μοίρα.
Τι πιο λογικό όλες αυτές τις δεκαετίες ένας υπουργός πολιτισμού να κρατικοποιούσε, ή μάλλον να έθετε υπό την προστασίαν του, την Ταινιοθήκη και το Θεατρικό Μουσείο. Λοιπόν, από όλους όσους πέρασαν μέχρι σήμερα, η μόνη που το σκέφτηκε ήταν η Άντζελα Γκερέκου. Δηλαδή σκέφτηκε και έβαλε σε εφαρμογή το αυτονόητο για οποιοαδήποτε πολιτισμένη χώρα. Κι έκανε την Ταινιοθήκη επίσημο φορέα διαφύλαξης της κινηματογραφικής μας κληρονομίας. Και βρίσκεται σε συζητήσεις – ας ελπίσουμε να έχουν αίσιο τέλος- να κρατικοποιηθεί το Θεατρικό Μουσείο. Ένα μπράβο της αξίζει. Πολύ περισσότερο που δεν πρόκειται καθόλου για πράξεις που θα βοηθήσουν το δημόσιο ίματζ της. Ποιός ενδιαφέρεται για αυτά; δεν ήταν βέβαια και εύκολο. Όπως τόσα χρόνια διάφορα κορακια είχαν προσπαθήσει να φάνε την ταινιοθήκη από τα χέρια της Μητροπούλου έτσι και τώρα υπήρξαν αντιρρήσεις από διάφορους. Ελπίζω μόνο, αν όλα πάνε καλά και με το Θεατρικό Μουσείο, και το Μουσείο και η Ταινιοθήκη της Ελλάδος να μην καπελωθούν από το υπουργείο και από λάθος ανθρώπους. Είναι ότι πιο σημαντικό και σοβαρό διαθέτει η Ελλάδα και στον τομέα του Σινεμά και στον Τομέα του Θεάτρου.