Με τίτλο «Δεν είναι απόδοση δικαιοσύνης, είναι ένστικτο αυτοσυντήρησης» (This Is Not Justice. It’s Self-Preservation), το Περιοδικό της Νέας Υόρκης σχολιάζε την καταδίκη του δολοφόνου του Τζωρτζ Φλόυντ, Ντέρεκ Σάβιν, γράφοντας

«Η δίκη ήταν […] μια προσπάθεια και των δύο πλευρών να υπερασπιστούν τις αρετές της αστυνομίας. Η κακοήθεια (dishonesty) που επιδείχθηκε και από την υπεράσπιση και από την κατηγορούσα αρχή – και η καθημερινή βία που πέρασε στο παρασκήνιο- δεν αφήνουν καμμία αμφιβολία ότι η απόδοση δικαιοσύνης για ανθρώπους σαν το Τζώρτζ Φλόυντ δεν έχει να κάνει σε τίποτε με την σπάνια περίπτωση του αστυνομικού που ένας άδικος θεσμός αποφασίζει να επιπλήξει». 

Με λίγα λόγια, και ο εισαγγελέας και η υπεράσπιση είχαν ως στόχο την προάσπιση της αστυνομίας και, μαζί, την προάσπιση της καθημερινής βίας που επιδεικνύει η αστυνομία, άνευ λόγου, σκοτώνοντας πολύ συχνά άοπλους πολίτες, ειδικά αφροαμερικάνους. Στους μάρτυρες κατά του Σάβιν περιλαμβάνονταν 12 αστυνομικοί, που μας είπαν πόσο πολιτισμένοι και σοβαροί είναι οι υπόλοιποι αστυνομικοί στην άσκηση των καθηκόντων τους. Έφταιγε ο Σάβιν και μόνο ο Σάβιν, που φέρθηκε «λες και δεν ήξερε ότι αν κρατήσεις το γόνατό σου στο λαιμό ενός ανθρώπου μπορεί να τον σκοτώσεις», όπως είπε ο μάρτυρας κατηγορίας υπαστυνόμος Ρίτσαρντ Ζίμερμαν. 

Και το είπε ενώ λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα δολοφονούνταν άοπλος, από αστυνομικό, ο 20χρονος αφροαμερικανός Ντάουντι Ράιτ. Το είπε γνωρίζοντας, επίσης, ότι η αμερικάνικη αστυνομία δολοφονεί πάνω από χίλιους άοπλους πολίτες το χρόνο. Γνωρίζοντας ότι οι περισσότεροι, σε συντριπτική αναλογία, είναι Αφροαμερικανοί. Όμως, η δίκη ήθελε να ρίξει το βάρος στον «έναν κακό αστυνομικό», προστατεύοντας την Αστυνομία και τους φονιάδες των άλλων 999 άοπλων του 2020. Το πρόβλημα δεν ήταν η τιμωρία των ενόχων, άλλα η διατήρηση του status quo που επιτρέπει στους περισσότερους αστυνομικούς στις ΗΠΑ να σκοτώνουν γνωρίζοντας ότι δεν πληρώνουν. 

Η διατήρηση του Μπλε Τείχους της Σιωπής. Του Μπλε Κώδικα. Της Μπλε Ασπίδας. Του Μπλε Τείχους, του Μπλε Κώδικα, της Μπλε Ασπίδας που πήραν το όνομα τους από το χρώμα των στολών των αστυνομικών των ΗΠΑ. Όλα αναφορές στον ημιεπίσημο κανόνα στην αντιμετώπιση των εγκληματιών αστυνομικών στις ΗΠΑ, που λέει πως, αν ένας συνάδελφος σου αστυνομικός έκανε οποιοδήποτε έγκλημα, εσύ τον καλύπτεις. Λες ψέμματα, ορκίζεσαι ψέμματα, καταθέτεις ψέμματα, αποκρύπτεις ή αλλοιώνεις αλήθειες, για να τον καλύψεις. Έχουν και δικό τους όρο γι΄αυτό οι αμερικάνοι αστυνομικοί: testilying – καταθέτω, testify και ψεύδομαι, lie, απολύτως συνειδητά, για να καλύψω έγκλημα, του δικού μας ανθρώπου… 

Ημιεπίσημο κανόνα. Γιατί στηρίζεται ακριβώς σε μια σειρά νόμων και κανόνων που φτιάχνονται, υποτίθεται για να προστατεύσουν την αστυνομία από αδικίες, και γίνονται όπλο στα χέρια της ακριβώς για να αδικηθούν, και να δολοφονηθούν, άνθρωποι, τις περισσότερες φορές με το λάθος χρώμα δέρματος. Καθημερινά. Σε όλες τις πολιτείες. Και θα συνεχίσουν να δολοφονούν, όπως και οι συνάδελφοί τους θα συνεχίσουν να τους καλύπτουν. 

Πριν τον Σάβιν, ήταν ο Ντάνιελ Πανταλίο. Ο αστυνομικός που στραγγάλισε το 2014 τον αφροαμερικανό Έρικ Γκάρνερ στο Στέητεν Άιλαντ. Και βιντεοσκοπήθηκε από πολίτες να το πράττει. Το έγκλημα; υποψίες για πώληση αφορολόγητων τσιγάρων.

Οι πολίτες βγήκαν και τότε στους δρόμους. Όμως, το δικαστήριο αποφάσισε να μην διώξει τον Πανταλίο. Έπραττε το καθήκον του… Οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν, έγιναν προσπάθειες για νέα δίκη, το 2019, αλλά με παρέμβαση του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ η διαδικασία διεκόπη. Τελικά, η πόλη της Νέας Υόρκης έδωσε αποζημίωση 5,9 εκατομμυρίων δολαρίων στην οικογένεια του δολοφονηθέντος και, μετά από ένα ακόμη πειθαρχικό, ο Πανταλίο εκδιώχθηκε από το αστυνομικό σώμα τον Αύγουστο του 2019, πέντε χρόνια μετά τη δολοφονία, λίγους μήνες πριν τη δολοφονία του Τζώρτζ Φλόυντ. Ως τότε εργαζόταν κανονικά, προστατευμένος από τους «αλληλέγγυους» συναδέλφους του.

Κι όμως, οι ιστορίες που έχουν έρθει στο φως, για το Μπλε Τείχος, δεν είναι πάρα πολλές. Το Τείχος της Σιωπής δουλεύει και θα συνεχίσει να δουλεύει. Οι ελάχιστοι Σάβιν, που τιμωρούνται, είναι η εξαίρεση του κανόνα, όχι ο κανόνας. Εν γνώσει της αμερικάνικης κοινής γνώμης: σήμερα, στις παναμερικανικές δημοσκοπήσεις, περισσότερα από τα 2/3 των πολιτών δηλώνει ότι το νομικό σύστημα της χώρας «φέρεται με αδικαιολόγητη επιείκεια στους αστυνομικούς» και ένας στους δύο δηλώνει ότι η αστυνομική βία αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα κοινωνικά προβλήματα στις ΗΠΑ. 

Άλλωστε, όποιος αστυνομικός τολμήσει να μιλήσει, να σπάσει την ομερτά, θα κυνηγηθεί μέχρι τέλους από τους ίδιους του τους συναδέλφους. Και, όσο κι αν υπάρχουν περιστατικά ακραίας αστυνομικής βίας παγκόσμια, ειδικά μιλώντας για τις δυτικού τύπου δημοκρατίες όπου θεωρητικώς ο πολίτης προστατεύεται, αυτό που συμβαίνει στις ΗΠΑ δεν έχει πουθενά όμοιο του. Είναι μία ακόμη πτυχή του εξεπσιοναλισμού της Αυτοκρατορίας, αυτή τη φορά προς τα ίδια της τα υποκείμενα. 

Ήταν 20 Οκτωβρίου του 2014, στο Σικάγο, όταν ο αστυνομικός Τζέησον Βαν Ντάικ, πυροβόλησε και σκότωσε τον 17χρονο αφροαμερικανό Λακάν ΜακΝτόναλντ. Τόσο ο Βαν Ντάικ όσο και πέντε (5) ακόμη αστυνομικοί κατέθεσαν ότι ο αστυνομικός πυροβόλησε για να προστατέψει πολίτες: ο νεαρός περπατούσε και φώναζε, κρατούσε μαχαίρι, φερόταν παράλογα, αρνήθηκε να αφήσει κάτω το μαχαίρι του, το κρατούσε απειλητικά, βάδιζε εναντίον των αστυνομικών, οπότε ο αστυνομικός τον πυροβόλησε και τον σκότωσε γιατί κινδύνευε κι αυτός και οι συνάδελφοί του και οι περαστικοί. Αυτά μετέδωσαν όλα τα ΜΜΕ. Η υπόθεση ήταν απλή, τα πυρά δικαιολογημένα και ο Βαν Ντάικ ένας καλός αστυνομικός που είχε μια άτυχη στιγμή, κάνοντας το καθήκον του. Συνέχισε, λοιπόν, να υπηρετεί το σώμα. 

Ο Βαν Ντάικ είχε πάνω του κάμερα. Η αστυνομία δεν είχε δώσει στη δημοσιότητα το υλικό από αυτήν. Υποχρεώθηκε να το κάνει ένα χρόνο αργότερα, το Νοέμβριο του 2015, μετά από εισαγγελική εντολή. Ο Λακάν Μακντόναλντ είχε δεχθεί 16 σφαίρες από το όπλο του αστυνομικού. 

Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Βαν Ντάικ κατηγορούνταν για χρήση υπερβολικής βίας – αλλά ήταν η πρώτη που κατηγορήθηκε για φόνο. Ο ένστολος δολοφόνος είχε στην πλάτη του πάνω από 20 καταγγελίες πολιτών ότι είχε χρησιμοποιήσει υπερβολική βία, δύο φορές είχε βγάλει όπλο για να τρομάξει πολίτες, μία φορά το κράτος πλήρωσε 350.000 δολάρια αποζημίωση σε πολίτη που κέρδισε δίκη κατά του Βαν Ντάικ για υπερβολική χρήση βίας. Είχε καταγγελθεί ότι χρησιμοποιεί τη λέξη «νέγρος» και άλλους ρατσιστικούς όρους. Ο αστυνόμος Βαν Ντάικ δεν τιμωρήθηκε ποτέ για τίποτε. Παρέμεινε στη θέση του. Μέχρι να σκοτώσει. 

Η υπόθεση έλαβε τεράστια δημοσιότητα, λόγω των αντιδράσεων και καταγγελτικών εκδηλώσεων της αφροαμερικανικής κοινότητας του Σικάγου και ακτιβιστών. Διετάχθη έρευνα η οποία ολοκληρώθηκε το 2017 και κατέγραφε ότι οι αστυνομικοί χρησιμοποιούν συνήθως «υπέρ τη δέουσα βία» ειδικά κατά των μειονοτήτων. 

Ο Βαν Ντάικ δικάστηκε και καταδικάστηκε. Τρεις από τους αστυνομικούς που τον κάλυψαν δικάστηκαν επίσης. Και αθωώθηκαν. H δικαστής Ντομένικα Στέφενσον, που εκδίκασε την υπόθεση, χωρίς ενόρκους, θεώρησε ότι «δεν υπήρξε εγκληματική πρόθεση για συγκάλυψη». Το μπλε τείχος ήταν απολύτως νόμιμο, κι ας μην προβλέπεται από το νόμο, ήταν η απόφαση της. 

Το μπλε τείχος, το τείχος της σιωπής μέχρι τη δολοφονία του Τζώρτζ Φλόυντ δεν είχε σπάσει – τα όποια ραγίσματα είχαν πολύ σοβαρότερες συνέπειες για τους έντιμους αστυνομικούς: αυτοί ήταν που εγκατέλειπαν το σώμα. 

«Νοιώθω σαν το Σέρπικο»

Η ρήση του μεσότιτλου ανήκει στον αξιωματικό της αστυνομίας του Σικάγου, αφροαμερικανό, Ισαακ Λάμπερτ, που μήνυσε την πόλη του Σικάγου γιατί έκανε ότι μπορούσε για να κρύψει τις ευθύνες αστυνομικού σε τραυματισμό ΑμεΑ, το 2017. Άλλος αστυνομικός, ομόβαθμος του Ισαακ Λάμπερτ είχε πυροβολήσει και τραυμάτισε τον Ρίκυ Χέυζ, έναν ανάπηρο έφηβο στην περιοχή του Νότιου Σικάγου, στο γκέτο, εκεί που κατ΄εξοχήν κατοικούν οι Αφροαμερικανοί. Ο δράστης αστυνομικός βρισκόταν εκτός υπηρεσίας. Υποστήριξε ότι ο νεαρός ήταν οπλισμένος και του επετέθη – βίντεο από την περιοχή έδειξαν ότι ούτε οπλισμένος ήταν ούτε επικίνδυνος ούτε επετέθη, αλλά αυτά δε δημοσιοποιήθηκαν. 

Ο έφηβος νοσηλεύτηκε με τραύματα από σφαίρες στο πόδι και τον ώμο και συνελήφθη και οδηγήθηκε σε κελί μόλις αποθεραπεύτηκε. Η αστυνομία ήθελε να τον διώξει, για επίθεση κατά της αρχής «ή κάποιο αδίκημα τέλος πάντων», ώστε να γλιτώσει ο δράστης αστυνομικός. 

Ο 50χρονος Ισαάκ Λάμπερτ, που υπηρετούσε ήδη από το 1994 στο σώμα, είχε αναλάβει την έρευνα για το περιστατικό και αρνήθηκε να συμμετάσχει στη συγκάλυψη, όπως του ζήτησαν οι αρχές, αρνήθηκε να μείνει πιστός στον «όρκο σιωπής» του μπλε τείχους. Έδωσε εντολή να αφήσουν ελεύθερο το παιδί, που είχε εκ γενετής βλάβη, νοητική και σωματική, και τα έβαλε με τους συναδέλφους του. 

Βετεράνος, πολυβραβευμένος για την δράση του, αποφάσισε ότι δεν ήθελε να λερώσει το όνομα του. Λόγω της επιμονής του, και της άρνησής του να αλλάξει το συμπέρασμα της έρευνάς του, υπέστη τα πάνδεινα. Κατέφυγε στα δικαστήρια, για να σταματήσουν τα εις βάρος του βασανιστήρια. 

«Να λες πάντα την αλήθεια, να κάνεις αυτό που πρέπει και να μην αφήνεις κανένα αφεντικό, που ξύνεται όλη μέρα σε κάποιο γραφείο στα κεντρικά, να χρησιμοποιεί την υπογραφή σου για το άδικο… Μία τιμή έχεις, μία ζωή, και πρέπει να κάνεις ότι σε κάνει περήφανο», είχε πει, μιλώντας στους δημοσιογράφους, την εποχή που εκδικάζονταν η αγωγή του. Στην αγωγή ανέφερε ότι «η απόφαση του [να ελευθερωθεί το παιδί] στηριζόταν σε όλα τα δεδομένα της υπόθεσης και την κατάσταση του Ρικάρντο Χέυζ».

Κατέθεσε την επίσημη του, τελική έκθεση, με αυτό το συμπέρασμα, και του ζήτησαν να την αλλάξει. Αρνήθηκε. Η έκθεση θάφτηκε. Από το 2017 ως το 2019, που ο «νέος Σέρπικο» κατέφυγε στα δικαστήρια, δεν είχε φύγει από το γραφείο των προϊσταμένων του. Επί μήνες. Αυτό που του ζητούσαν ήταν να αναφερθεί στον δράστη αστυνομικό ως «θύμα επίθεσης». Συνέχισε να αρνείται. Και συνέχισαν να του κάνουν τη ζωή πατίνι. Τον έβγαλαν πάλι στο δρόμο να κάνει περιπολίες, παρ’ ότι ήδη ήταν ντετέκτιβ, κι όταν ρώτησε γιατί του απάντησαν «εντολή άνωθεν». Το μπλε τείχος σε πλήρη λειτουργία. 

Υποχρεώθηκε να προσφύγει στη δικαιοσύνη, για να ξαναγυρίσει στη θέση που αντιστοιχούσε στο βαθμό του. 

Και, φυσικά, κανένα μάθημα δε έμαθε κανείς. 

Ένα χρόνο μετά την επίθεση στον έφηβο, στις 19 Ιουλίου του 2015, ένας λευκός αστυνομικός του Σινσινάτι, ο Ρέυ Τένσινγκ, πυροβόλησε θανάσιμα τον άοπλο αφροαμερικανό οδηγό Σάμουελ Ντυπόζ. O Tένσινγκ είχε σταματήσει τον Ντυπόζ γιατί απουσίαζε από το αυτοκίνητο του η μπροστινή πινακίδα. 

Όταν εξετάστηκε για τις συνθήκες του φόνου, ο αστυνομικός είπε ότι ο Ντυμπόζ τον απείλησε, κατόπιν τον παρέσυρε με το αμάξι του από πρόθεση, κι λετσι υποχρεώθηκε να πυροβολήσει και να τον σκοτώσει. Μάρτυράς του ήταν ένας συνάδελφος του, που υποστήριξε ακριβώς τα ίδια. 

Ο Ρέυ Τένσινγκ έφερε επάνω του κάμερα. Όσα έδειξε το βιντεοσκοπημένο υλικό, τον διέψευσαν μέχρι κεραίας. Ο Ντυμπόζ ούτε απείλησε ούτε πείραξε τον αστυνομικό, ούτε αποπειράθηκε καν να τον αγγίξει με το αμάξι του. Και οι δύο καταθέσεις, και του Τένσινγκ και του συναδέλφου του, ήταν ψευδείς. Έντεκα μέρες μετά το συμβάν, ο Τένσινγκ διώχθηκε για ανθρωποκτονία. Ο συνάδελφος του δεν διώχθηκε ποτέ. Παραμένει εν ενεργεία αστυνομικός στο Σινσινάτι. 

Από τις δύο ψευδείς καταθέσεις, η μία θεωρήθηκε λογική: ο αστυνομικός κάλυπτε το συνάδελφο του. Το «μπλε τείχος της σιωπής» δικαιολογούσε απολύτως την ενέργεια του, την ψευδή του κατάθεση, ακόμη και στα μάτια των εισαγγελικών αρχών. 

Πρώτα συγκάλυψη, μετά ατιμωρησία 

Το μπλε τείχος δεν τελειώνει, όμως, στη συγκάλυψη. Συνεχίζεται, και συμπεριλαμβάνει και τη δικαιοσύνη. Γιατί, οι αστυνομικοί που εγκληματούν στις ΗΠΑ δεν έχουν την ίδια μεταχείριση με οποιονδήποτε άλλο πολίτη. Επί σχεδόν 50+ χρόνια προστατεύονται από το Νόμο Περί Δικαιωμάτων των Επιβολέων του Νόμου, που πρωτοψηφίστηκε το 1974 σε πολιτείες του αμερικάνικου Νότου, και έγινε παναμερικανικός κανόνας σύντομα. Οι αμερικάνοι αστυνομικοί ούτε συλλαμβάνονται, ούτε ανακρίνονται, ούτε κρατούνται όπως οι πολίτες. 

Πέραν του ότι είναι πάντα παρόντες εκπρόσωποι του σωματείου τους κατά την ανάκρισή τους, έχουν δικαίωμα να ζητήσουν να μην πουν τίποτε για 48 ώρες ως 30 ημέρες, ανάλογα την πολιτεία, – χωρίς να κρατηθούν αυτό το διάστημα -, αλλά και να ζητήσουν, όποτε θέλουν, «διάλειμμα» από την ανάκριση, διακοπή της. Ο ανακριτής τους είναι μόνο ένας και δεν επιτρέπεται δεύτερος, και η ανάκριση «πρέπει να μην γίνεται πιεστική». 

Το σύνηθες είναι, αν βεβαίως γίνει ανάκριση ή διαταχθεί έρευνα για κάποιο περιστατικό, να γίνεται πολλές μέρες μετά και σε συνθήκες που δεν ευνοούν την αλήθεια. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, άλλωστε, η αστυνομία επιμένει πόσο κρίσιμες είναι οι πρώτες 48 ώρες… Όπως έχει γραφεί στο νομικό φόρουμ του Πανεπιστημίου του Σικάγου, «η δομή της ανάκρισης αστυνομικού έχει ως μόνο στόχο να τον προστατεύσει και να είναι κατά το δυνατόν λιγότερο απειλητική για τα συμφέροντα του». 

Βασικό πρόβλημα, σε όλα αυτά, είναι το δικαίωμα των αστυνομικών να αρνηθούν να υποβληθούν άμεση ανάκριση. Η καθυστέρηση μάλιστα αποτελεί νόμο, κανονισμό ή όρο των ενώσεων των αστυνομικών, ανάλογα με την πολιτεία. Η αστυνομία αποφασίζει πόσες μέρες μετά θα καταθέσει ή θα ανακριθεί ο αστυνομικός που ελέγχεται για παράπτωμα. Βάσει των όσων τονίζουν οι εγκληματολόγοι, η καθυστέρηση αυτή «είναι κοινωνικά ιδιαιτέρως βλαπτική, δεν δικαιολογείται επουδενί νομικά και αποτελεί εύκολο στόχο οποιασδήποτε νομικής επίθεσης», αν και εφόσον, βέβαια, μια τέτοια «επίθεση» υπάρξει. 

Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα είναι ο ορισμός του τι αποτελεί «υπέρμετρη βία». Κι αυτό συζητήθηκε εκτενώς στη δίκη του Ντέρεκ Σάβιν, και γι’ αυτό οι διάδικοι αναφέρθηκαν επανειλημμένα στην υπόθεση Γκράχαμ εναντίον Κόνορ του 1989 (Graham v. Connor, 490 U.S. 386, 1989). Την υπόθεση κατά την οποία ετέθη το «δεδικασμένο» για τις περιπτώσεις αστυνομικής βίας. 

Ο – φυσικά αφροαμερικάνος – Ντιθόρν Γκράχαμ, διαβητικός, σε κρίση ινσουλίνης, ζήτησε από φίλο του να τον μεταφέρει σε κατάστημα, κατά το δυνατόν γρηγορότερα, να πάρει μια πορτοκαλάδα, να αντιμετωπίσει την κρίση. Στο μαγαζί είχε ουρά, μεγάλη, κατάλαβε ότι δεν θα τα έβγαζε πέρα και γύρισε στο αυτοκίνητο, αγχωμένος κι ανήσυχος. 

Το άγχος και η ανησυχία ενός Αφροαμερικανού ήταν αρκετό για να προκαλέσει την παρέμβαση αστυνομικών που βρίσκονταν εκεί κοντά. Για να φέρεται έτσι, κάτι κακό έχει κάνει, ήταν το συμπέρασμα τους. Ο αστυνομικός Μ.Σ. Κόνορ τους πλησίασε, τους ανάκρινε, πέρασε χειροπέδες στον διαβητικό πολίτη, μη του φύγει, και απαίτησε να παραμείνουν στο αυτοκίνητο μέχρι να εξακριβώσει αν όντως είχαν έτσι τα πράγμα και να έρθει και άλλη ομάδα αστυνομικών για ενίσχυση. Θεωρώ βέβαιο ότι αν ο Γκράχαμ ήταν λευκός, θα πήγαινε ο ίδιος να του πάρει την πορτοκαλάδα… Όταν ήρθαν οι ενισχύσεις, ο αφροαμερικανός συνέχισε να τους λέει ότι χρειαζόταν, άμεσα, μια πορτοκαλάδα. Τον αγνόησαν και αρνήθηκαν να του την αγοράσουν. Τον άφησαν ελεύθερο μετά από την κρίση και αφού είχε γεμίσει μελανιές και τραύματα, γιατί τον είχαν με τις χειροπέδες και’ όλη τη διάρκεια της. 

Ο Ντιθόρν Γκράχαμ προσέφυγε στα δικαστήρια, για την υπόθεση που έμελλε να γίνει προδεδικασμένο. Ζητούσε την τιμωρία των αστυνομικών για την χρήση υπέρμετρης βίας και παραβίαση των δικαιωμάτων του ως πολίτη. Πρωτόδικα, οι ένορκοι έκριναν ότι η βία που είχε ασκηθεί ήταν ενδεδειγμένη. Η υπόθεση έφτασε στο ανώτατο δικαστήριο. Συζητήθηκαν η ανυπαρξία λόγων για τον έλεγχο από την αστυνομία, η αδιαφορία για την βλάβη της υγείας του ανθρώπου, η βία που χρησιμοποιήθηκε και δεν υπήρχε εν τελεί λόγος να χρησιμοποιηθεί, η στέρηση της ελευθερίας και της ελευθερίας κίνησης ενός πολίτη. 

Η απόφαση είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί ερχόταν να γείρει πάνω στο Μπλε Τείχος. Πότε θεωρείται ότι η αστυνομία ασκεί υπέρμετρη βία; Ποιό είναι το μέτρο; Το δικαστήριο αποφάσισε, μεταξύ άλλων, πως το μέτρο είναι οι άλλοι αστυνομικοί. «Για να αποφασίσουμε αν ένας αστυνομικός ασκεί υπερβολική βία, πρέπει να εξετάσουμε αν ένας άλλος αστυνομικός καλή τη πίστει θα φερθεί με τον ίδιο τρόπο στις αντίστοιχες συνθήκες». Αν θα το έκανε κι ένας άλλος αστυνομικός, τότε είναι νόμιμο. Το Μπλε Τείχος αναλαμβάνει από δω και πέρα. Η Αστυνομία έχει το εν Λευκώ να καλύπτει την Αστυνομία. 

Γι αυτό ακριβώς και η καταδίκη του Ντέρεκ Σάβιν για τη δολοφονία του Τζωρτζ Φλόυντ δεν αλλάζει τίποτε, μάλλον ενισχύει την αστυνομική αυθαιρεσία. Οι μετέπειτα φόνοι Αφροαμερικανών  από αστυνομικούς είναι η μόνη απόδειξη που χρειάζεται. Και οι επακόλουθες ορατές προσπάθειες απεμπόλησης των ευθυνών και προστασίας της αστυνομίας, αυτής και μόνον αυτής.