Οι αλλαγές στον χώρο των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων προχωρά εν μέσω αποκαλύψεων για ύποπτες δοσοληπτικές σχέσεις Νέας Δημοκρατίας και ιδιωτικών ιδρυμάτων, με την μορφή χρηματοδότησης- χορηγίας προς το κυβερνών κόμμα. «Το να χρηματοδοτείται ένα κόμμα από κάποιον ιδιώτη σε συνθήκες διαφάνειας, αυτό είναι θεμιτό. Το να χρηματοδοτείται ένα κόμμα εξουσίας από ένα ιδιωτικό σχολείο, έναν φορέα δηλαδή που εποπτεύεται από το υπουργείο Παιδείας, που παρέχει κατά το Σύνταγμα δημόσιο αγαθό και εκδίδει ισότιμους τίτλους, αυτό είναι ηθικά, ενδεχομένως και νομικά, επιλήψιμο». Οι αλλαγές στον χώρο των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων προχωρά εν μέσω αποκαλύψεων για ύποπτες δοσοληπτικές σχέσεις Νέας Δημοκρατίας και ιδιωτικών ιδρυμάτων, με την μορφή χρηματοδότησης- χορηγίας προς το κυβερνών κόμμα.

«Το να χρηματοδοτείται ένα κόμμα από κάποιον ιδιώτη σε συνθήκες διαφάνειας, αυτό είναι θεμιτό. Το να χρηματοδοτείται ένα κόμμα εξουσίας από ένα ιδιωτικό σχολείο, έναν φορέα δηλαδή που εποπτεύεται από το υπουργείο Παιδείας, που παρέχει κατά το Σύνταγμα δημόσιο αγαθό και εκδίδει ισότιμους τίτλους, αυτό είναι ηθικά, ενδεχομένως και νομικά, επιλήψιμο».

Ακολουθεί η ανάλυση της ΟΙΕΛΕ:

Η παρουσίαση του σχεδίου νόμου και η δημοσίευσή του στο open.gov προς διαβούλευση έχει σοκάρει και εξοργίσει, όχι μόνο τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς, αλλά και χιλιάδες πολίτες που αντιλαμβάνονται πλέον ότι η κυβέρνηση εκτελεί επιχειρηματικές εντολές και εργάζεται, όχι για την αναβάθμιση της ποιότητας της Παιδείας, αλλά για τη μετατροπή του χώρου της εκπαίδευσης σε ένα απέραντο πεδίο ασύδοτης αγοραίας δραστηριότητας.

Ανατρέχοντας στο παρελθόν, διαπιστώνει κάποιος ότι πρόκειται για το μακράν χειρότερο νομοθέτημα στην ιστορία της ιδιωτικής εκπαίδευσης, χειρότερο από την ολέθρια ρύθμιση Αρβανιτόπουλου, τη χειρουργική παρέμβαση Κοντογιαννόπουλου το 1990 με την οποία απολύθηκαν εν μία νυκτί 850 ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί, κυρίως συνδικαλιστές, το Ν.Δ. 651/70  της Χούντας και το Ν.Δ. 3855/1958. Συγκρίνεται μόνο με τον αυταρχικό Ν. 2525/1940 και τον επαίσχυντο νόμο 811 που, σύμφωνα με τους τότε συναδέλφους «ως κατοχικός νόμος, προσηρμοσμένος εις τας συνθήκας της εποχής ήρεν τας επιτεύξεις του κλάδου. (…) Ακόμη και αι σχετικαί με τας ώρας εργασίας δεν εφαρμόζονται(…), η υπό του νόμου καθοριζόμενη μισθολογική εξίσωσις των ιδιωτικών προς τους δημοσίους ουσιαστικώς καταργείται(…), άλλα (σχολεία) πληρώνουν ολιγώτερον του νομίμου και πολλά καθυστερούν μισθούς αρκετών μηνών».

Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που:

  • αποδομεί πλήρως τις εργασιακές σχέσεις των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, όπως ρυθμίζονταν έως σήμερα,
  • εισάγει δυσμενέστερες ρυθμίσεις ακόμα και από την κοινή εργατική νομοθεσία, νομιμοποιώντας τη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας,
  • καθιστά ακραία ευέλικτη την οποιαδήποτε σχέση εργασίας εντός του σχολείου, υποβαθμίζοντας το ρόλο και, συνακόλουθα, την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών του εκπαιδευτικού προσωπικού.

Οι ειδικές – σε σχέση με τη γενική εργατική νομοθεσία – διατάξεις του  ν. 682/1977, όπως ισχύει, αποτελούν εκτελεστική νομοθεσία του άρθρου 16 του Συντάγματος. Δεν αποσκοπούν, κυρίως, στην προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, αλλά στην προαγωγή και προστασία του συνταγματικού αγαθού της παιδείας, μέσω της ενίσχυσης της κρατικής εποπτείας επί των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, ώστε αυτά να μην εκφυλισθούν σε απλές οικονομικές επιχειρήσεις. Η όποια προστασία των ιδιωτικών εκπαιδευτικών αποτελεί απλώς αντανακλαστική συνέπεια της παραπάνω θεσμικής εγγύησης. (Σημειωτέον ότι η κρατική εποπτεία επί της ιδιωτικής εκπαίδευσης και το ειδικό εργασιακό καθεστώς των ιδιωτικών εκπαιδευτικών καθιερώνονταν και υπό την ισχύ των προηγουμένων συνταγμάτων, με ειδική νομοθεσία (ν. 3855/58, νδ 651/70, πρβλ. ΑΠ 184/1976). Συνεπώς, οι διατάξεις του νόμου 682/1977 δεν μπορούν να καταργηθούν χωρίς να αντικατασταθούν με άλλες που να προβλέπουν ισοδύναμες εγγυήσεις εποπτείας της Πολιτείας επί της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Και τούτο όχι μόνον διότι ο Ν.682/77 αποτελεί εκτελεστικό του Συντάγματος νόμο, αλλά κυρίως  μόνον εφόσον υφίσταται ειδικό καθεστώς εποπτείας και ελέγχου και επί των εργασιακών σχέσεων των ιδιωτικών εκπαιδευτικών εξασφαλίζεται η εκπλήρωση του υπό του Συντάγματος επιδιωκομένου σκοπού, «της δια της λειτουργίας και ιδιωτικών σχολείων ενισχύσεως και βελτιώσεως της υπό των δημοσίων εκπαιδευτηρίων παρεχομένης εκπαιδεύσεως.» (έτσι η ΣτΕ 1670/1980). Ανάλογα έχει κρίνει και ο Άρειος Πάγος (πρβλ. ΑΠ 864/76), κατά τον οποίο για την πραγμάτωση των συνταγματικά κατοχυρωμένων σκοπών της παιδείας απαιτείται η εξασφάλιση της μη συχνής εναλλαγής του διδακτικού προσωπικού και η αποφυγή αναιτιολογήτων απολύσεων.

 

ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ:

  • Στο άρθρ. 2 ΣχΝ, προβλέπονται αόριστα και χωρίς κανένα απολύτως πλαίσιο και έλεγχο, πρόσθετα κριτήρια αξιολόγησης του έργου των εκπαιδευτικών. Η σκόπιμη ασάφεια προφανώς οδηγεί στη δημιουργία «λόγων» απόλυσης (για τους εκπαιδευτικούς τους οποίους ο ιδιοκτήτης επιθυμεί να απομακρύνει), έτσι ώστε να ελαχιστοποιεί την πιθανότητα δικαστικής προσφυγής για ακύρωση της απόλυσης για παράβαση του άρθρ. 281 ΑΚ (καταχρηστικότητα). Έχει αποδειχθεί διαχρονικά, στο χώρο του κοινού εργατικού δικαίου, ότι η δήθεν αξιολόγηση του εργαζόμενου (στην περίπτωση που δεν υπάρχουν σαφή κριτήρια για τη διενέργειά της, όπως εν προκειμένω- άλλωστε αυτό προκύπτει από το ότι στο άρθρο για την εκπόνηση Εσωτερικού Κανονισμού, δεν δίνεται καμία κατεύθυνση για την πρόσθετη αξιολόγηση, ομιλώντας αόριστα για «εσωτερική οργάνωση» του σχολείου), οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε απολύσεις κατά το δοκούν, η δε δυνατότητα του εργαζόμενου σε δικαστική ακύρωση πέραν από δυσαπόδεικτη, είναι κοστοβόρα και χρονοβόρα και, εν τέλει, αλυσιτελής. Πρέπει δε να συνυπολογιστεί ότι η «πρόσθετη αξιολόγηση» χωρίς αντικειμενικά και εκ των προτέρων καθορισμένα κριτήρια, στιγματίζει διά βίου τον εκπαιδευτικό με δυσμενείς συνέπειες και για τη συνέχεια της επαγγελματικής του διαδρομής. Προκύπτει περαιτέρω και ρήγμα στην αρχή της υπηρεσιακής εξομοίωσης με τους δημοσίους εκπαιδευτικούς, γεγονός που αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, ευθεία παραβίαση του άρθρ. 16 Σ., δοθέντος ότι δεν διευκρινίζεται ποιες θα είναι οι συνέπειες μιας, ενδεχόμενης, «αρνητικής πρόσθετης αξιολόγησης» για την προαγωγή του εκπαιδευτικού με βάση το άρθρ. 34 παρ.2 Ν. 682/1977

 

  • Στο άρθρο 3 ΣχΝ, ορίζεται ότι οι προαιρετικής παρακολούθησης δραστηριότητες και δράσεις, που θα μπορούν να λαμβάνουν χώρα μετά το πέρας του ωρολόγιου (υποχρεωτικού ή διευρυμένου) προγράμματος, θα αμείβονται τηρουμένων και των διατάξεων περί χρονικών ορίων της εργασίας, σύμφωνα με την οικεία εργατική νομοθεσία, ενώ θα μπορεί ο ιδιοκτήτης να προσλαμβάνει εκπαιδευτικούς εκτός σχολικής μονάδας. Αυτό σημαίνει αυτονόητα ότι όλες οι δραστηριότητες αυτές θα γίνονται από νεοπροσλαμβανόμενους για το σκοπό αυτό, που δεν θα αμείβονται υπερωριακά, και όχι από το υπάρχον προσωπικό. Σ’ αυτό συνηγορεί το γεγονός ότι δεν έχει μεταβληθεί (και δεν μπορεί να μεταβληθεί λόγω της κείμενης νομοθεσίας) το ανώτατο όριο παραμονής του εκπαιδευτικού στη σχολική μονάδα (6 ώρες την ημέρα/30 την εβδομάδα). Επειδή, επομένως, οι πρόσθετες υπηρεσίες είναι ώρες «διοριστηρίου», ο σχολάρχης δεν θα επιλέγει την καταβολή προσαυξημένων (υπερωριακών) αποδοχών. Βεβαίως, όλα αυτά θα είχαν ισχύ μόνο στην (εξαιρετικά απίθανη) περίπτωση που ένας ιδιοκτήτης τηρεί τη νομοθεσία. Στη συντριπτική πλειονότητα των ιδιωτικών σχολείων θα απασχολείται στις δράσεις το υπάρχον προσωπικό «εθελοντικά», με την απειλή της ελεύθερης απόλυσης.

 

  • Στο άρθρο 4 του ΣχΝ υπάρχει η εξής στόχευση: Μέσω του εσωτερικού κανονισμού, αφήνεται ευρύ πεδίο στον ιδιοκτήτη, χωρίς τη συμφωνία του εκπαιδευτικού ο οποίος θα αναγκάζεται να προσχωρεί σε αυτόν (Κανονισμό) κατά την πρόσληψη, να μεταβάλει τους όρους εργασίας του εκπαιδευτικού προσωπικού, αφού η μόνη προϋπόθεση για την ισχύ του Εσωτ.Κανονισμού είναι η μη αντίθεσή του σε ρητή διάταξη νόμου. Υπάρχει ήδη σχετικό παράδειγμα από το πρόσφατο παρελθόν ενός μεγάλου εκπαιδευτηρίου των βορειοανατολικών προαστίων το οποίο επιδίωξε να καταστήσει υποχρεωτική την εφαρμογή των προγραμμάτων του ΙΒ (ΡΥΡ,ΜΥΡ), χωρίς πρόσθετη αμοιβή, χωρίς, τότε επιτυχία αφού η Δ/νση Ανατ. Αττικής δεν το ενέκρινε. Το ότι ο εσωτερικός κανονισμός δεν θα εγκρίνεται από το Σύλλογο Διδασκόντων, παρά το ότι μπορεί να αφορά εκπαιδευτικό έργο, είναι προφανές ότι η απειλή νέας μονομερούς μεταβολής των όρων εργασίας είναι προ των πυλών και στο άρθρο αυτό!

 

  • Στο άρθρο 5 ΣχΝ η υποχρεωτική παρουσία του εργοδότη, ασχέτως αν διδάσκει ή όχι στο σχολείο, καθιστά έτι δυσκολότερη την έκφραση γνώμης στις συνεδριάσεις του Συλλόγου. Εγκαθίσταται μ’άλλα λόγια τοποτηρητής εντός ενός οργάνου με καθαρά εκπαιδευτικές αρμοδιότητες, με άμεσο και ενεστώτα κίνδυνο επηρεασμού της βούλησης αυτού για λόγους ξένους προς την εκπαίδευση (αλλά μόνο με «επιχειρηματικά» κριτήρια!).

 

  • Στο άρθρ. 6 ΣχΝ, περί αξιοποίησης κτηριακών εγκαταστάσεων, δίνεται μονομερής δυνατότητα στους ιδιοκτήτες να απασχολούν προσωπικό και το καλοκαίρι για την αξιοποίηση των κτιριακών εγκαταστάσεων για φιλοξενία, ψυχαγωγικές δραστηριότητες κλπ. Μεγάλος κίνδυνος το ζήτημα της άδειας αναψυχής, δεδομένου ότι στους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς προβλέπονται μόλις 10 ημέρες, λόγω της θερινής διακοπής λειτουργίας! Κι εδώ ισχύουν όσα προαναφέρθηκαν στο άρθρο 3. Θα απασχολείται δια της βίας και «εθελοντικά» το υπάρχον προσωπικό, όπως άλλωστε συνέβαινε και την περίοδο Αρβανιτόπουλου.

 

  • Στο άρθρο 8 ΣχΝ, στην παρ.6β δεν προβλέπεται διορισμός Υποδιευθυντών. Τα διευθυντικά στελέχη επιλέγονται από τον ιδιοκτήτη χωρίς κανένα επί της ουσίας κριτήριο, αφού –ακόμα κι αν δεν έχουν προσόντα- κανένας εκπαιδευτικός δεν πρόκειται να διεκδικήσει τη θέση λόγω της απειλής της απόλυσης. Έτσι, ο ιδιοκτήτης θα μπορέσει να κάνει Δ/ντρια, για παράδειγμα, την πρωτοδιόριστη κόρη του. Άραγε, ποια θα ήταν η αντίδραση της κοινωνίας αν ένας Υπουργός Παιδείας διόριζε ως Δ/ντρια σε δημόσιο σχολείο την πρωτοδιόριστη κόρη του;

 

  • Στο άρθρ. 9 ΣχΝ νομιμοποιείται πλήρως η μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας ΚΑΤΑΡΓΩΝΤΑΣ de facto το διοριστήριο μέσω της εκβιαζόμενης συναίνεσης. Κι αυτό διότι:

 

α) αναφέρεται στην (απίθανη στον πραγματικό κόσμο και δήθεν υποθετική περίπτωση που ο εκπαιδευτικός επιθυμεί (!) να εργασθεί λιγότερες ώρες από αυτές του διοριστηρίου (πόσοι, άραγε, εργαζόμενοι επιθυμούν λιγότερες ώρες, επομένως μικρότερο μισθό;), οπότε, μετά από αίτησή του (!!) στον ιδιοκτήτη και έγκριση της Δ/νσης, το διοριστήριο τροποποιείται. Είναι προφανές ότι η (επαναλαμβάνουμε, απίθανη περίπτωση) να επιλέξει ο εκπαιδευτικός αυτοβούλως την επαγγελματική του αυτοχειρία (αφού η μείωση των ωρών μειώνει και τις αποδοχές, όπως προβλέφθηκε στην περ. β’ του ίδιου άρθρου) δεν είναι τίποτα άλλο παρά νομιμοποίηση της εργοδοτικής πίεσης υπό την απειλή της (ελεύθερης πια) απόλυσης έναντι κάθε απαίτησης του ιδιοκτήτη σε βάρος του εργαζόμενου. Η παροχή εκπαιδευτικού έργου, δυστυχώς, θα καταντήσει εν πολλοίς, εργασία του «μεροκάματου», υποβαθμίζοντας αφάνταστα την ποιότητα των υπηρεσιών, ειδικά στους ιδιοκτήτες που η ποιότητα αυτή έρχεται ως προτεραιότητα μετά το κέρδος.

 

β) αν για οποιονδήποτε λόγο δεν συμπληρώνεται το ωράριο, τότε η σύμβαση εργασίας τροποποιείται μονομερώς κατά ένα βασικό της όρο, δηλ. το χρόνο εργασίας, αφού δίνεται η δυνατότητα αλλαγής των όρων της μονομερώς, χωρίς μάλιστα επιδίωξη όχι μόνο συναίνεσης αλλά ούτε καν εναλλακτικής λύσης όπως αυτής που ίσχυε στο προγενέστερο άρθρ. 27 παρ.4Και αυτό χωρίς καν να τροποποιηθεί το διοριστήριο αλλά μόνο μετά από απόφαση του σχολάρχη, ο οποίος με δική του βούληση κατανέμει τις ώρες του προγράμματος κατά το δοκούν. Με άλλα λόγια, οι ώρες απασχόλησης, σύμφωνα με το άρθρ. 9 ΣχΝ, είναι πλέον «ενδεικτικές» και όχι υποχρεωτικές, ρύθμιση που, με μαθηματική ακρίβεια, θα οδηγήσει σε μείωση αποδοχών!

 

γ) Επιπλέον, η ρύθμιση αυτή δίδει τη δυνατότητα στον εργοδότη να μειώσει δια της βίας το ωράριο σε έναν εκπαιδευτικό και την επόμενη χρονιά να τον απολύσει με δραματικά μειωμένη αποζημίωση.

 

  • Στο άρθρ. 10 ΣχΝ καταργείται πλήρως ΟΛΟ το προστατευτικό καθεστώς των συμβάσεων εργασίας των εκπαιδευτικών. Η σύμβαση εργασίας μετατρέπεται πλέον σε μια απλή σύμβαση του κοινού εργατικού δικαίου, στην οποία έχουν πλήρη εφαρμογή οι διατάξεις για την αναιτιώδη καταγγελίατην μισή αποζημίωση σε περίπτωση προειδοποίησης απόλυσης (τακτική καταγγελία)τη μη καταβολή αποζημίωσης σε περίπτωση απόλυσης εντός του πρώτου 12μηνου της απασχόλησης, τη μη καταβολή αποζημίωσης σε περίπτωση μήνυσης (ακόμα και προσχηματικής) του εργοδότη κατά του εργαζόμενου κλπ. Η κατάργηση της διετίας, παρόλο ότι στην Αιτιολογική Έκθεση παραπειστικά αναφέρεται ότι «επιδιώκει τη διατήρηση πιο μακροχρόνιων και σταθερών σχέσεων εργασίας, προς όφελος τόσο των ίδιων των εκπαιδευτικών και της οργάνωσης των ιδιωτικών σχολείων όσο και του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου», θα πολλαπλασιάσει τις απολύσεις αφού αυτές θα είναι αναιτιώδεις και, κυρίως, φθηνές! Κι αυτό γιατί η σύμβαση ορισμένου χρόνου (διετής) καταγγέλλεται πρόωρα μόνο με την ύπαρξη σπουδαίου λόγου (οπότε σε περίπτωση ανυπαρξίας αυτού, οφείλονται οι αποδοχές μέχρι τη λήξη της συμβατικής διάρκειας) ενώ η αποζημίωση απόλυσης εντός του πρώτου έτους απασχόλησης είναι μηδενική, στο δεύτερο δε έτος ανέρχεται σε μόλις 2 μισθούς! Απομένει μόνο ο έλεγχος της καταχρηστικότητας (και της νομιμότητας) της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από τα αρμόδια Δικαστήρια και μόνο, αφού καταργείται και αυτή ακόμα η Επιτροπή Δικαστών που εξέταζε και ζητήματα καταχρηστικότητας. Με την προτεινόμενη ρύθμιση και με την παραπειστική αναφορά στην Αιτιολογική Έκθεση ότι το σημερινό καθεστώς «θίγει στο βαθμό που δεν συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας, τον πυρήνα της επιχειρηματικής δραστηριότητας των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων», προκύπτει ευθεία αντίθεση με τα όσα το Συμβούλιο της Επικρατείας στην υπ’αριθμ. 622/2010 απόφασή του έχει δεχθεί: «οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 682/1987, όπως ισχύουν, έχουν καταργήσει μεν το υφιστάμενο υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς δικαίωμα αναιτιώδους καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου των εκπαιδευτικών από τους ιδιοκτήτες των ιδιωτικών σχολείων, δεν αντίκεινται όμως, αλλά, αντιθέτως, βρίσκουν έρεισμα στις διατάξεις των παρ. 1 και 8 του άρθρου 16 του Συντάγματος, αφού : α) δεν αναιρούν ούτε περιορίζουν υπέρμετρα την συνταγματικώς προστατευόμενη ελευθερία των ιδιοκτητών των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων να επιλέγουν το διδακτικό προσωπικό τους, αφού, εκτός του ότι αφορούν μόνο τις συμβάσεις εργασίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών που έχουν μετατραπεί, μετά την πάροδο εξαετούς υπηρεσίας στο σχολείο, σε αορίστου χρόνου (εντός της εξαετίας οι συμβάσεις εργασίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών μπορεί να καταγγελθούν από τον ιδιοκτήτη του σχολείου χωρίς τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς του άρθρου 30 παρ. 3 περ. α του Ν. 682/1977), ο προαναφερθείς λόγος καταγγελίας των συμβάσεων αορίστου χρόνου (διαταραχή του εκπαιδευτικού κλίματος στο σχολείο οφειλόμενη σε αδυναμία συνεργασίας του ιδιοκτήτη του σχολείου με συγκεκριμένο εκπαιδευτικό του οποίου καταγγέλλεται η σύμβαση) καλύπτει μια ευρεία ποικιλία καταστάσεων, οι οποίες, εύλογα, καθιστούν ασύμφορη και ατελέσφορη και για τα δύο μέρη της συμβάσεως, αλλά και ασύμφορη για τη λειτουργία του συγκεκριμένου ιδιωτικού σχολείου και την παρεχόμενη σε αυτό εκπαίδευση την συνέχιση του εργασιακού δεσμού και β) αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση του συμφέροντος της εκπαίδευσης και για το λόγο ότι εξασφαλίζουν στους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς λειτουργούς σταθερές, κατά το δυνατόν, συνθήκες εργασίας, ώστε να μπορούν απερίσπαστοι να εκτελούν τα καθήκοντά τους για την αποτελεσματικότερη εκπλήρωση του σκοπού της παιδείας, ο οποίος, κατά τα προεκτεθέντα, έχει αναχθεί σε συνταγματικό λόγο δημοσίου συμφέροντος. Εξάλλου, για τους παραπάνω λόγους οι επίμαχες ρυθμίσεις είναι σύμφωνες και με την αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 παρ. του Συντάγματος και δεν αντίκεινται ούτε στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού, ενόψει όσων προεκτέθηκαν, δεν προσβάλλουν τον πυρήνα της οικονομικής ελευθερίας των ιδιοκτητών των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων..»

 

  • Στο άρθρ.12 ΣχΝ, διαφαίνεται ένα ακόμα ρήγμα στην υπηρεσιακή εξομοίωση των ιδιωτικών εκπαιδευτικών με τους αντίστοιχους συναδέλφους του Δημοσίου. Κι αυτό, παρά το φαινομενικό «αθώο» και ίσως «επωφελή» χαρακτήρα του (η Αιτιολογική Έκθεση αναφέρει ότι «…Με αυτόν τον τρόπο παρέχεται η δυνατότητα στους εκπαιδευτικούς των ιδιωτικών σχολείων να αποκτήσουν πρόσθετες πηγές εισοδήματος…») ελλοχεύει ο κίνδυνος να προβληθεί, τώρα ή στο μέλλον, η διαφοροποίηση μεταξύ των δύο κλάδων (αφού με βάση το Ν. 1256/82 η διπλοθεσία στο Δημόσιο απαγορεύεται γενικά), εις τρόπον ώστε να επηρεαστεί στο μέλλον και η, μοναδική πλέον, δικλείδα ασφαλείας του εργασιακού καθεστώτος των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, ήτοι η αμοιβή με βάση τις αποδοχές των δημοσίων εκπαιδευτικών με βάση το άρθρ. 36 Ν. 682/1977 που παραμένει σε ισχύ.