Την περίοδο 1995- 2000 ένα από τα «δεύτερα» θέματα που απασχολούσαν τη διεθνή ειδησεογραφία, και που δεν καλύπτονταν ιδιαίτερα από τα ελληνικά μέσα, είναι αλήθεια, ήταν το θέμα των επιστημονικών πατεντών, των φαρμακευτικών, που αποτελούσαν προϊόντα κλοπής, βιο- πειρατείας. Επίκεντρο της καταλήστευσης ήταν περιοχές της αποικιοκρατίας, ειδικά στη Λατινική Αμερική.

Ήταν η εποχή που μαθαίναμε ότι όλοι αυτοί οι ωραίοι «κορυφαίοι επιστήμονες» με τις κατάλευκες μπλούζες, που δούλευαν στα πολυτελή και «με τεχνολογία αιχμής» εργαστήρια των φαρμακευτικών, δεν ήταν παρά μια δράκα αν όχι αυτών καθ’ αυτών ληστών και δολοφόνων, τουλάχιστον ηθικών αυτουργών σε μία από τις μεγαλύτερες λεηλασίες του 20ου και 21ου αιώνα. 

Εκείνη τη δεκαετία, πάνω από τα 2/3 των συνταγογραφούμενων φαρμάκων στον πρώτο κόσμο προέρχονταν από τη χλωρίδα ή την πανίδα. Όπως ήταν φυσικό, στα πιο προηγμένα εργαστήρια των πολυεθνικών φαρμακευτικών εξετάζονταν οι πιθανές φαρμακευτικές ιδιότητες εκατοντάδες φυτών. Ήταν αποδεδειγμένο, τότε, πως για κάθε περίπου 120 φυτά που ερευνώνται τουλάχιστον ένα θα είχε σημαντικές φαρμακευτικές ιδιότητες, εκμεταλλεύσιμες σε ευρεία κλίμακα. Για να υπάρξει πλήρης εικόνα, να πούμε εδώ ότι στις συνθετικές χημικές ουσίες η αντιστοιχία είναι 10.000 ερευνούμενες για μία με φαρμακευτικές ιδιότητες. 

Ο πλούτος της χλωρίδας του Αμαζονίου έγινε λοιπόν στόχος των φαρμακευτικών, που υπολόγιζαν τότε ότι στον Αμαζόνιο υπάρχουν πάνω από 300 πολύτιμα φαρμακευτικά φυτά και η αξία τους, αν τα εκμεταλλεύονταν, θα απέφεραν κοντά στα 200 δις δολλάρια (χωρίς αναγωγή στο σήμερα). Ο εντοπισμός αυτών των φυτών είχε δημιουργήσει πολλές «επενδύσεις» στη Βραζιλία. Τουλάχιστον 125 οργανισμοί και εταιρίες του φαρμακευτικού τομέα «ερευνούσαν» τον πλούτο του Αμαζονίου, μεταξύ των οποίων η Glaxo, η Novartis, η Aveda, το Εθνικό Ινστιτούτο Καρκίνου των ΗΠΑ και οι ερευνητές του Καίμπριτζ. Όλοι σε αναζήτηση της «βραζιλιάνικης πανάκειας» – προτεραιότητα τότε ήταν η εύρεση φαρμάκων αντιμετώπισης του καρκίνου, αλλά οι έρευνες και οι δοκιμές αφορούσαν και οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε προϊόντα με παγκόσμιο ενδιαφέρον, από φάρμακα ως «αγνά» καλλυντικά. 

Το όριο μεταξύ των δικαιωμάτων των ιθαγενών και των φαρμακευτικών κι ερευνητών προσπάθησε να βάλει η Συνθήκη της Βιοποικιλότητας, που υπογράφηκε στο Ρίο Ιανέιρο το 1992 από πολλές χώρες, και που μέχρι σήμερα αρνούνται να επικυρώσουν οι ΗΠΑ. Οι φαρμακευτικές τους δεν θα το επέτρεπαν ποτέ – γιατί, βάσει της συνθήκης, θα έπρεπε να αποδίδουν 3%-5% από τα κέρδη τους από κάθε συγκεκριμένο φάρμακο που είχε τη ρίζα του στην πείρα των «αγρίων» στην φυλή που έδωσε τα φώτα της στη σύγχρονη επιστήμη. Οι φαρμακευτικές, η ιδιωτική σύγχρονη επιστήμη, όμως, στηρίζεται στις λέξεις που μας παρέδωσε ο Σέρχιο Λαουρία Φερέιρα.

Ο βραζιλιάνος νομικός που μπήκε τότε μπροστά, εκπροσωπώντας τους λαούς του Αμαζονίου, έβαλε στο λεξιλόγιό μας τη λέξη βιοπειρατεία, και τη φράση plant trafficking, παράνομη διακίνηση φυτών. Σε μια χώρα, τη Βραζιλία, που δεν υπήρχε νομοθετικό καθεστώς προστασίας των πόρων – ας είναι καλά οι made in USA δικτατορίες και συντάγματα – τα φυτά του Αμαζονίου, το γενετικό τους υλικό, ήταν βορά όλων όσων είχαν την οικονομική δυνατότητα να τα «ανακαλύψουν». Κάθε χρόνο, εκείνη την περίοδο, περίπου 20.000 δείγματα φυτών του Αμαζονίου έβγαιναν παράνομα από τη χώρα, για να «ερευνηθούν». 

Ο δρόμος ήταν ανοικτός και απλός: οι «επιστήμονες», όχι μόνον των φαρμακευτικών, αλλά ακόμη και γεωγράφοι ή εθνολόγοι, μάθαιναν από τις ντόπιες φυλές των «αγρίων» την εμπειρία των λαών αυτών από τη χρήση των φυτών ως φαρμακευτικών. Παριστάναν ακόμη και τους άρρωστους – ότι είχαν πονοκέφαλο, διάρροια, κάτι, και πήγαιναν στο ντόπιο σαμάνο / γιατρό. Ρωτούσαν και μάθαιναν τι φυτά χρησιμοποιούσε για να τους θεραπεύσουν. Η λαϊκή γνώση τους παραδίδονταν ακέραια, γιατί ως λαϊκή ήταν στην υπηρεσία του ανθρώπου και της υγείας του, κι όχι του κέρδους. Γίνονταν του κέρδους μόλις έπεφταν στα χέρια του δυτικού ανθρώπου. 

Οι «ερευνητές» αυτοί, ζητούσαν από τους ιθαγενείς δείγμα του «θαυματουργού φυτού». Αν συνδέονταν άμεσα με φαρμακευτικές, τους πλήρωναν και κάποιο μικρό. Αντίτιμο, που οι ντόπιοι θεωρούσαν ότι είναι για τον κόπο τους… 

Τα φυτά, είτε τα εξέταζαν επιτόπου είτε τα έβγαζαν από τη Βραζιλία με μη νόμιμο τρόπο. ώστε να «ερευνηθούν περαιτέρω». Όταν εντοπίζονταν το εκμεταλλεύσιμο φαρμακευτικά συστατικό των φυτών αυτών, το πατεντάριζαν ή πουλούσαν τα δικαιώματα της περαιτέρω έρευνας στην «ανακάλυψή» τους στις φαρμακευτικές. Η νέα αποικιοκρατία είχε επιστημονικό πρόσωπο, ντυμένο μάλιστα με «ανθρωπιστική» προσωπίδα, σαν του Ρούντγκερ φον Ρέινινγκχάους. 

Αυστριακός, στέλεχος της Φολκσβάγγεν στην Βραζιλία, ήθελε, λέει, να φτιάξει ένα σχολείο για τους καϋμένους τους ιθαγενείς. Έφτιαξε λοιπόν μιαν μη κυβερνητική οργάνωση, τη selvaviva, και κατέγραψε, επί μια 20ετία, όλο τον φαρμακευτικό φυτικό πλούτο ιθαγενικών λαών, τα φυτά, την καλλιέργειά τους, την προετοιμασία τους για φαρμακευτική χρήση, τον τρόπο και τις νόσους για τις οποίες χρησιμοποιούνται. Οι ιθαγενείς τον βοηθούσαν όσο μπορούσαν, και θεωρούσαν ότι το σχολείο ήταν αρκετό αντάλλαγμα για όλα όσα του έδιναν. Όταν συγκέντρωσε όσα ήταν δυνατόν, ο Ρούντγκερ φον Ρέινινγκχάους τα έστειλε στην Johnson & Johnson, την Bayer και την Ciba-Geigy, για πούλημα, ώστε να χτιστεί το περίφημο σχολείο. Οι ιθαγενείς, τους έγραψε, «ήταν έτοιμοι να δώσουν τις πατέντες σε όποια εταιρία πλήρωνε» για το σχολείο. Όταν αυτά μαθεύτηκαν, ακτιβιστές βραζιλιάνοι, ιθαγενείς, τον μήνυσαν. Πρωτοδίκως, αθωώθηκε πανηγυρικά: όλα τα έκανε από την καλή του την καρδιά και για να χτίσει το σχολείο. Στην έφεση, του επεβλήθη πρόστιμο και υποχρεώθηκε να κλείσει την μη κυβερνητική του οργάνωση. Αμέσως μετά την καταβολή του προστίμου, εγκατέλειψε τη Βραζιλία. Έτσι κι αλλοιώς η δουλειά του είχε τελειώσει. 

Ακόμη όμως και αν η «δουλειά» κάποιου είναι η έρευνα, δεν μπορεί να γίνεται ερήμην των λαών. Κι εκεί το πρόβλημα είναι πολύ πιο πολύπλοκο, ειδικά όταν υπάρχει αληθινό επιστημονικό ενδιαφέρον και η σύγκρουση γίνεται μεταξύ του δυτικού τρόπου αντίληψης της επιστήμης και της δικαιοσύνης προς το λαό που έφερε στο φως τη γνώση. 

Η περίπτωση Γκορίνσκυ

Οι Ουαπισάνα, που σήμερα μετρούν δε μετρούν 15.000, ζουν στον Αμαζόνιο, στην περιοχή μεταξύ Βραζιλίας και Γουϊάνας – χάρη στα σύνορα που χάραξαν Πορτογάλοι και Βρετανοί αποικιοκράτες-, και είναι οι παραδοσιακοί θεραπευτές όλων των φυλών της περιοχής. Ακόμη και η έλευση του καθολικισμού δεν επηρέασε την θέση τους ως «σαμάνων», ιερέων ιατρών και ιατρισσών, που είχαν στα χέρια τους την γνώση της ζωής και του θανάτου: τα φυτά φάρμακα και τα φυτά δολοφόνους. Οι υποφυλές των Ουαπισάνα δεν είχαν ιδιαίτερες σχέσεις μεταξύ τους, σε μια περιοχή που η επιβίωση δεν επιτρέπει μεγάλες μετακινήσεις. Η πρώτη φορά που οι φύλαρχοι κι οι σαμάνοι, κι από τις δύο πλευρές των συνόρων, συνεδρίασαν όλοι μαζί ήταν το 2000, όταν απαγόρευσαν πλήρως την προσέλευση οποιουδήποτε ξένου στους οικισμούς τους και κατόπιν βρέθηκαν για να εξετάσουν αντίδοτο σε περιπτώσεις σαν αυτή του βρετανού βιοχημικού Μπέραρντ Γκορίνσκυ. Ο χημικός είχε μόλις κατοχυρώσει μια σειρά παντέντες σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Οι πατέντες είχαν προκύψει από την παραμονή του με τους Ουαπισάνα, την εμπιστοσύνη που του έδειξαν παραδίδοντάς του την πατρογονική γνώση τους, γνώση αιώνων, για τα φαρμακευτικά φυτά της περιοχής. Αφορούσαν στο Τιπίρ, καρπό του δένδρου Chlorocardium rodiei, που παραδοσιακά χρησιμοποιείται ως αντιπυρετικό, αντιαιμορραγικό, θεραπεία της ελονοσίας, και στο φυτό Clibadium sylvestre, που οι ιθαγενείς ονομάζουν Κουνάνι, και με το οποίο ψαρεύουν «μαγικά»: αν το ρίξουν στο νερό, μέσα σε ένα διάτρητο δισκίο, τα ψάρια πετάγονται μόνα τους πάνω, νεκρά αλλά απολύτως βρώσιμα, και η υδάτινη πηγή δεν μολύνεται, ενώ τα ψάρια επανέρχονται κανονικά. Εξετάζοντας το Κουνάνι ο Γκορίνσκυ βρήκε μιαν ουσία ικανή να ερεθίσει τους νευρομυικούς παράγοντες ώστε να προλαμβάνονται εμφράγματα. 

Τα μυστικά των φυτών αυτών, όπως και πολλών ακόμη λιγότερο εκμεταλλεύσιμων, αποκάλυψαν πρώτοι οι αγγλόφωνοι Ουαπισάνα στο Γκορίνσκυ, που τους επισκέφτηκε και κέρδισε την εμπιστοσύνη της. Τον φιλοξένησαν παραδοσιακά, τον τάισαν, τον πότισαν, τον καθοδήγησαν στον δάσος, του έδειξαν τα φυτά και του έμαθαν πως τα χρησιμοποιούν. Ο βρετανός βιοχημικός πήρε όσα έμαθε εκεί και προχώρησε σε ίδιαν έρευνα. Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας ήταν και οι πατέντες του. Στις οποίες οι Ουαπισάνα δεν αντέδρασαν για τα χρήματα αλλά για την προδοσία της εμπιστοσύνης και την αχαριστία του φιλοξενούμενού τους, αλλά και γιατί το χρωστούν στους προγόνους τους – οι «άγριοι» έχουν αξίες…

Η πλευρά Γκορίνσκυ έχει επίσης ενδιαφέρον, ως κλασσική δυτική σκέψη: ο βιοχημικός επέμενε ότι όλη αυτή η έρευνα, η αναζήτηση, έγινε με ίδια μέσα. Κοινώς, πλήρωσε και με χρήμα και με χρόνο και με γνώση για να καταφέρει να φτάσει στις πατέντες του, που δεν είναι τα φυτά αυτά καθ’ αυτά αλλά ουσίες που απομόνωσε ο ίδιος. Οι αριθμοί των Ουαπισάνα, επίσης, μειώνονταν διαρκώς και ήδη η γνώση που κατείχαν χάνονταν, αφού ακόμη κι οι ίδιοι προτιμούν πια τα δυτικά φάρμακα. «Είναι σαν τα δικά τους φάρμακα να μην υπήρξαν ποτέ» είχε πει. Τέλος, ο ίδιος μετρούσε στους εχθρούς του, που ξεσήκωσαν τους ιθαγενείς, και τα κράτη, τα οποία δε θέλουν να σταματήσει η υλοτομία δένδρων, όπως το Chlorocardium rodiei, που μας δίνει ένα από τα πιο ανθεκτικά ξύλα στον κόσμο, δεν το τρώνε ούτε οι τερμίτες και είχε χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή των πλοίων των πρώτων αρκτικών εξερευνήσεων, γιατί δεν το σπάει ούτε ο πάγος.  

Οι δύο οπτικές, του κατακτημένου, ηττημένου ιθαγενούς που προασπίζεται την κληρονομιά του και την πατρογονική του γη με αυτούς τους λίγους τρόπους που του έχουν απομείνει, για το καλό όλων μας, και των δυτικών επιστημόνων που «αγωνίζονται», με το αζημίωτο, για το «καλό» μιας απρόσωπης ανθρωπότητας συνεχίζοντας το έργο των αποικιοκρατών και κρύβοντας το ρατσισμό και την απληστία τους πίσω από λευκές μπλούζες, είναι αυτό που τόσο ευγενικά περιγράφει πέρισυ, το 2020, η Ουνέσκο, εν μέσω πανδημίας και ιεροποίησης του αλάθητου των φαρμακευτικών εταιριών. «Οι διαφορές μεταξύ της επιστημονικής και της ιθαγενικής άποψης για τον κόσμο συνεχίζουν να αποτελούν εμπόδιο σε οποιαδήποτε ουσιαστική συνεργασία. Οπως εμπόδιο αποτελεί και η δημοφιλής άποψη ότι η [δυτική] επιστήμη είναι ανώτερη όλων των άλλων συστημάτων γνώσης».