του Γιώργου Πλειού*
(αναδημοσίευση από την προσωπική ιστοσελίδα του συγγραφέα. Δημοσιεύτηκε στην εφημ. “Γέρα”, Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου 2018)
Ο ρατσιστής δεν πιστεύει στα ανθρώπινα δικαιώματα, παρ’ ότι συχνά θα τα επικαλεστεί. Και πιθανόν, οι περισσότεροι ρατσιστές αγνοούν τι λέει η Οικουμενική διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Ο ρατσιστής για την ακρίβεια παραδέχεται ότι δεν πρέπει να υπάρχει ισότητα στα δικαιώματα μεταξύ ανδρών και γυναικών, μεταξύ λευκών και μαύρων, ευρωπαίων και Ασιατών κοκ. Ο ρατσιστής τείνει να πιστεύει πως οι άνδρες, οι λευκοί, οι Ευρωπαίοι, οι ευκατάστατοι πρέπει να έχουν περισσότερα δικαιώματα από τις γυναίκες, τους μαύρους, τους φτωχοδιάβουλους. Φυσικά τα δικαιώματα χωρίς την ισότητα δεν είναι δικαιώματα αλλά προνόμια, όπως στο μεσαίωνα ή στην Οθωμανική περίοδο. Κατά βάση, ο Έλληνας ρατσιστής έχει οθωμανική νοοτροπία. Φυσικά, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, ο ρατσιστής παραδέχεται ότι κι ο ίδιος δεν μπορεί να έχει τα ίδια δικαιώματα απέναντι σε «περισσότερο λευκούς», «περισσότερο Ευρωπαίους», περισσότερο ευκατάστατους». Κατά βάση ο ρατσιστής πάσχει από κόμπλεξ κατωτερότητας που όταν νομίζει ότι οι περιστάσεις τον ευνοούν, όταν έχει απέναντί του αδύναμους, το μετατρέπει σε κόμπλεξ ανωτερότητας. Δεν είναι άξιος μόνο για χλεύη αλλά και για λύπη.
Ο ρατσιστής είναι δειλός. Ξεσπά την οργή του συνήθως όταν είναι σίγουρος ότι έχει μπροστά τους κάποιον αδύναμο σωματικά, οικονομικά, κοινωνικά. Γι’ αυτό και τρέμει, προσκυνά, γίνεται κόλακας όταν βρίσκεται απέναντι σε κάποιον που θεωρεί περισσότερο ισχυρό κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά ή μορφωτικά. Ο ρατσιστής δεν έμαθε ποτέ να σηκώνει το ανάστημά του και να διεκδικεί δικαιώματα, αλλά με θράσος και δειλία ζητά να του αποδοθούν προνόμια. Γι’ αυτό και σε δύσκολες εποχές ο ρατσιστής συνήθως υπηρετεί τους ισχυρούς ή το κάνει προσδοκώντας ένα «σιδερένιο χέρι».
Ο ρατσιστής καθώς δεν πιστεύει πως όλοι οι άνθρωποι ανεξαρτήτως εθνικότητας, χρώματος, φύλου, θρησκεύματος, οικονομικής κατάστασης κ.λπ. έχουν τα ίδια ανθρώπινα δικαιώματα, δεν πιστεύει και στην πολιτική δημοκρατία. Μισεί τη δημοκρατία γιατί δημοκρατία είναι πριν απ’ όλα η ισότητα δικαιωμάτων. Θεωρεί τη δημοκρατία πολίτευμα που εκφυλίζει τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και συντάσσεται με κάθε φασιστική, απολυταρχική ή αυταρχική πρόταση στη διακυβέρνηση της χώρας, στην καθημερινή ζωή στην πόλη ή στην οικογένεια.
Ο ρατσιστής χάνει την όποια χαρά έχει να του προσφέρει η ζωή ξοδεύοντας το δικό του χρόνο και τον χρόνο των δικών του ανθρώπων, με το να προσπαθεί να χύσει το δηλητήριο του σε όσους θεωρεί κατώτερους ή για αυτούς απέναντι σε άλλους. Ο ρατσιστής είναι για λύπηση ακόμα μια φορά.
Ο ρατσιστής δεν αναλογίζεται ότι το μίσος με το οποίο δηλητηριάζει τα παιδιά του μπορεί μια μέρα να οπλίσει τα χέρια τους και να διαπράξουν ρατσιστικό έγκλημα. Τότε, στην καλλίτερη περίπτωση θα υποχρεωθεί να τα βλέπει για χρόνια τις ώρες του επισκεπτηρίου της φυλακής. Ο ρατσιστής δεν συνειδητοποιεί πως όταν οι περιστάσεις αλλάξουν το θύμα μπορεί να γίνει ο ίδιος. Ο ρατσιστής δεν μπορεί να βγει από τον μικρόκοσμό του, δεν θέλει να διευρυνθεί ή να αλλάξει ο μικρόκοσμός του. Θεωρεί ότι το χωριό του είναι το σημαντικότερο στην περιοχή, η περιοχή του η σημαντικότερη της χώρας, η χώρα η σημαντικότερη του κόσμου, και φυσικά στο κέντρο βρίσκεται ο ίδιος.
Ο ρατσιστής χάνει την ευκαιρία να μάθει, να διευρύνει τους ορίζοντές του γιατί έχει στερεότυπες απαντήσεις για κάθε μικρό ή μεγάλο ερώτημα της ανθρώπινης ζωής που βασίζεται στην ανισότητα και τις διακρίσεις. Γι’ αυτό ο ρατσιστής καταντά βλάκας. Αντίθετα απ’ ότι πιστεύουν πολλοί, οι ρατσιστές δεν γίνονται ρατσιστές επειδή είναι βλάκες. Καταντούν βλάκες και αμόρφωτοι επειδή είναι ρατσιστές, επειδή θεωρούν ότι οι προκαταλήψεις τους για τις γυναίκες, τους μαύρους, τους Εβραίους, τους γκέι και τις λεσβίες, τους Ασιάτες, τους Σλάβους, τους Τούρκους κ.λπ. εξηγούν τα πάντα. Θεωρούν πως ξέρουν τα πάντα και για αυτό αρνούνται να μάθουν. Είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του ρατσιστή η άρνηση της μάθησης, της έμπρακτης όχι της επιδερμικής μάθησης.
Φυσικά ο ρατσιστής δεν έχει κανένα πρόβλημα να προσλάβει οικιακή βοηθό από την Αλβανία, εργάτη στα χωράφια από το Πακιστάν, μάστορα στην οικοδομή από τη Βουλγαρία ή τη Ρωσία, συνοδό των γονέων από τη Ρουμανία κοκ. Αλλά αφού είναι ξένοι, αφού είναι «κατώτεροι» δεν μπορούν να παίρνουν τις ίδιες αμοιβές με τους «δικούς» μας. Σημειωτέον ότι οι «δικοί» μας παύουν να είναι και τόσο δικοί μας όταν δεν είναι στη μέση οι ξένοι, καθώς γίνονται αυτοί οι «ξένοι».
Τελικά αυτό φαίνεται πως είναι και το κλειδί της υπόθεσης. Ο ρατσισμός είναι μια βολική δικαιολόγηση της εκμετάλλευσης εκείνου που είναι διαφορετικός στην εθνική ταυτότητα, στο χρώμα του δέρματος, στο φύλο ή στο θρήσκευμα. Ο ρατσισμός είναι μια βολική δικαιολογία γι’ αυτόν που θέλει να πλουτίσει, να γίνει κοινωνικά ανώτερος, όχι μόνο ανήθικα αλλά και παράνομα. Ο ρατσισμός είναι τελικά μια πρωτόγονη ταξική ιδεολογία του μικρομεσαίου, όταν έχει απέναντί του διαφορετικούς να εκμεταλλευτεί ή όταν λείπουν τους κατασκευάζει, που την αντιστρέφει όταν κοιτάει προς τα “πάνω”.
Το μυαλό του ρατσιστή είναι διεστραμμένο γιατί εμφανίζει αυτή την ανισότητα σαν φυλετική, εθνική κ.λπ. ισότητα.
Α, και κάτι ακόμα. Είναι γνώρισμα του ρατσιστή να λέει «εγώ δεν είμαι ρατσιστής, αλλά…..»
*Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών