των Κωνσταντίνου Πουλή και Θάνου Καμήλαλη
Τον Οκτώβριο του 2019, «ο Βαγγέλης Σταθόπουλος καλείται, μέσω ενός ανθρώπου που γνωρίζει και του οποίου δεν δίνει το όνομα, να δώσει πρώτες βοήθειες σε έναν γνωστό του, στον Δημήτρη Χατζηβασιλειάδη, ο οποίος όπως του λένε του Βαγγέλη, έχει αυτοπυροβοληθεί. Πηγαίνει σε ένα σπίτι στον Χολαργό, στο οποίο δεν έχει ξαναπάει ποτέ, προσφέρει πρώτες βοήθειες, αφού πρώτα περνάει από κάποιο νοσοκομείο να πάρει συμβουλές και υλικό φαρμακευτικό. Παρέχει πρώτες βοήθειες και φεύγει» δηλώνει η δικηγόρος, εκ των συνηγόρων του Σταθόπουλου, Αντωνία Λεγάκη, στο ραδιόφωνο του ΤPP, ενώ η δίκη των δύο κρατουμένων βρίσκεται στην 9η δικάσιμο, με το omniatv να κάνει ζωντανή αναμετάδοση της κάθε συνεδρίασης.
Συνεχίζοντας την αναφορά της στα βασικά σημεία της υπόθεσης, η δικηγόρος προσθέτει ότι
«αργότερα, με το κλασικό της ανώνυμης πληροφορίας, με τα δήθεν ανώνυμα τηλεφωνήματα, τα οποία υποτίθεται ότι η Αντιτρομοκρατική δεν έχει την τεχνολογία ούτε να μαγνητοσκοπήσει, ούτε να ιχνηλατήσει, ούτε να έχει αναγνώριση κλήσης, καταλήγουν σε κάποια πρόσωπα και σε αυτό το διαμέρισμα, στο οποίο εντελώς τυχαία, κατά τη δική μου γνώμη, ανακαλύπτουν όπλα. Σε αυτά τα όπλα συλλαμβάνουν τον ιδιοκτήτη του σπιτιού, ο οποίος είχε παραχωρήσει άσυλο για ένα βράδυ, για μερικές ώρες στην πραγματικότητα, στον Δημήτρη Χατζηβασιλειάδη. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού λοιπόν, σε μια βίαιη αρχική πίεση από την αστυνομία, λέει ότι ο Βαγγέλης πήγε εκείνο το βράδυ τα όπλα στο σπίτι, αφού πρώτα τα μετέφερε από ένα σπίτι – γιάφκα, όπως το λένε, στην Κυψέλη… τα πήραν από κει μαζί και τα πήγαν στο σπίτι και του ζήτησε για λίγο να τα κρατήσει και να τα φιλοξενήσει, μέχρι να βρουν άλλο τρόπο. Ότι δήθεν ο ίδιος ο Βαγγέλης του είπε ότι είχαν κάνει ληστεία.
Αυτά είναι τα δύο χοντρά περιστατικά. Στα συγκεκριμένα πρέπει να πούμε ευθύς εξ αρχής ότι ήδη ο συγκεκριμένος άνθρωπος έχει ανακαλέσει αυτή του την κατάθεση, ομολογώντας ότι την έδωσε κατόπιν αφόρητων πιέσεων από την Αντιτρομοκρατική, και το αφόρητη αντιλαμβανόμαστε όλοι τι είναι».
Σύμφωνα με την Αντιτρομοκρατική, αυτή η υπόθεση οδηγεί στην εξάρθρωση της οργάνωσης «Επαναστατική Αυτοάμυνα», υπόθεση που διαφημίστηκε εκτενώς στα ΜΜΕ εκείνη την περίοδο, με μέλη τον Δ.Χατζηβασιλειάδη, τον Δ.Μ, και τον Β.Σταθόπουλο. Η Αστυνομία υποστηρίζει ότι Σταθόπουλος και Χατζηβασιλειάδης έκαναν μαζί τη ληστεία στο πρακτορείο, διέφυγαν μαζί με μηχανή, μετέφεραν μαζί τα όπλα στη νέα «γιάφκα» στον Χολαργό, στο σπίτι του Δ.Μ. Κατά τη ληστεία, ο Χατζηβασιλειάδης τραυματίστηκε και ο Σταθόπουλος περιέθαλψε τα τραύματά του, ενώ όλα αυτά τεκμηριώνονται από την αρχική «ομολογία» του Δ.Μ, μέσα στη ΓΑΔΑ, αλλά και το γεγονός ότι το συγκεκριμένο σπίτι ανήκει σε κάποιον «Γεώργιο Σταθόπουλο», ο οποίος μάλιστα αρχικά παρουσιάζεται ως πατέρας του Βαγγέλη.
Σημειώνεται επίσης ότι στο παρελθόν ο Σταθόπουλος καταδικάστηκε για συμμετοχή στην οργάνωση «Επαναστατικός Αγώνας», με την πλευρά του να υποστηρίζει ότι και τότε, η καταδίκη βασίστηκε απλώς σε κοινωνικές επαφές, γεγονός που αποδεικνύεται από το ότι δεν καταδικάστηκε για καμία επιμέρους εγκληματική πράξη. Εναντίον του επικοινωνιακά χρησιμοποιείται το γεγονός ότι είναι ιδιοκτήτης σχολής πολεμικών τεχνών.
Η είδηση για τις συλλήψεις των Σταθόπουλου και Δ.Μ παρουσιάζεται σε πανηγυρικό κλίμα στα ΜΜΕ, με αναφορές σε «τρομοκράτες», στο πώς η Αντιτρομοκρατική «έδεσε την υπόθεση», στα «μεγάλα χτυπήματα που έρχονταν». Επιλεκτική παρουσίαση πληροφοριών αλλά και «βίντεο ντοκουμέντα» από τη ληστεία, στην οποία ωστόσο εμφανίζεται μόνο ένα άτομο. Η Νέα Δημοκρατία μάλιστα εκδίδει σχετική ανακοίνωση, κατηγορώντας τον ΣΥΡΙΖΑ για «σιωπή». Ο ΣΥΡΙΖΑ απαντάει, υποστηρίζοντας ότι «για μία ακόμη φορά αξίζουν συγχαρητήρια στην Αντιτρομοκρατική».
Σταδιακά ωστόσο, εμφανίζονται προβλήματα σε όλη αυτήν την αφήγηση. Ο Βαγγέλης Σταθόπουλος υποστηρίζει ότι το μόνο που έκανε ήταν να προσφέρει βοήθεια στον Χατζηβασιλειάδη, όταν αυτή του ζητήθηκε μέσω τηλεφώνου. Μάρτυρες έχουν καταθέσει ότι την ώρα της ληστείας αυτός βρισκόταν στα Εξάρχεια, ενώ το DNA του βρέθηκε μόνο σε γάζες που χρησιμοποίησε και όχι πάνω στη μηχανή, ή στις σακούλες μέσα στις οποίες βρέθηκαν τα όπλα. Στο τιμόνι της μηχανής βρέθηκε μείγμα DNA, αλλά το ανεξάρτητο πόρισμα που ζήτησαν οι συνήγοροί του δείχνει ότι το DNA του Σταθόπουλου δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί στο εύρημα και η Αντιτρομοκρατική αρνείται επανειλημμένα να δώσει τα πρωτογενή στοιχεία, όπως καταγγέλλουν.
Παράλληλα, ο Χατζηβασιλειάδης, με κείμενό του έχει αναλάβει την ευθύνη της πράξης του, υποστηρίζοντας ότι η «Επαναστατική Αυτοάμυνα» είναι ανενεργή εδώ και πολλά χρόνια και τονίζοντας ότι οι δύο κατηγορούμενοι δεν είχαν καμία σχέση. Ο Δ.Μ άλλωστε, υποστηρίζει ότι απλά μετέφερε τους σάκους του Χατζηβασιλειάδη για να τους κρατήσει σπίτι του, χωρίς να γνωρίζει τι περιείχαν, όπως επίσης δεν γνώριζε ότι ο δράστης είχε πραγματοποιήσει ληστεία. Αυτοί οι σάκοι στο σπίτι είναι και το μόνο στοιχείο εναντίον του Δ.Μ, που δεν αναφέρεται καν ως «δράστης της ληστείας».
Η απλή συνωνυμία με τον ιδιοκτήτη του σπιτιού στον Χολαργό με τον Σταθόπουλο αποδεικνύεται άμεσα, ωστόσο, όπως καταγγέλλουν οι δικηγόροι σε κείμενό τους, αυτό δεν εμποδίζει τον εισαγγελέα από την «ψευδή διαπίστωση ότι ο Σταθόπουλος έκρυβε όπλα στο σπίτι του πατέρα του».
«Στην πραγματικότητα από ολόκληρη την δικογραφία, εμφανίζεται ο Σταθόπουλος μετά την κλοπή. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο, πραγματικό ή φανταστικό, στο οποίο να εμφανίζεται ο Σταθόπουλος στην υπόθεση αυτή πριν, σε οποιοδήποτε προγενέστερο χρόνο. Παρ’ όλα αυτά, παρ’ ότι είναι αντικειμενικό πια δεδομένο, ότι ο Σταθόπουλος εμφανίζεται μετά και δίνει πρώτες βοήθειες στον Χατζηβασιλειάδη, αυτό που επικρέμεται ως Δαμόκλειος Σπάθη από πάνω του ήταν το ερώτημα, γιατί να πάρει αυτόν ο Χατζηβασιλειάδης» σημειώνει η Αντωνία Λεγάκη.
Εξηγεί επίσης ότι «δεν υπάρχουν τα αποτυπώματα, δεν υπάρχει ούτε DNA. Κανένα ίχνος. Ούτε στις σακούλες που ήταν μέσα. Τα όπλα ήταν μέσα σε σάκους και οι σάκοι μέσα σε σακούλες. Πουθενά σε όλη αυτήν την τριπλή συσκευασία δεν υπάρχει ίχνος του Σταθόπουλου, παρότι υποτίθεται ότι τα μετέφερε νύχτα και με μεγάλη βιασύνη και δεν έχουν καθαριστεί. Αυτό είναι δεδομένο γιατί έχει βρεθεί άλλο DNA επάνω. Δεν είναι ότι δεν έχει βρεθεί κανένα DNA, άρα έχουν καθαριστεί. Έχει βρεθεί DNA, έχουν βρεθεί αποτυπώματα, όχι του Σταθόπουλου».
Ενώ στη συνέχεια αναφέρεται σε μάρτυρες, καταγγέλλοντας συνεχείς εφόδους και κλίμα τρομοκρατίας από την Αντιτρομοκρατική, την περίοδο των δύο συλλήψεων:
«Να σας πω και ότι υπάρχουν αυτόπτες μάρτυρες που κατά τον χρόνο που ο Σταθόπουλος κατηγορείτο ότι έκανε τη ληστεία στον ΟΠΑΠ, υπάρχουν αυτόπτες μάρτυρες πέραν κάθε υποψίας. Δηλαδή κάποιοι εξ αυτών είναι και άσχετοι με το χώρο, με τους οποίους είτε συνέτρωγε, είτε έπινε μετά μπίρα στα Εξάρχεια. Και οι οποίοι ήταν πρόσφοροι να μιλήσουν αμέσως με το που έμαθαν τη σύλληψή του, όμως υπενθυμίζω κάτι που το δικαστήριο ξέρει πολύ καλά, γιατί προκύπτει από τις εκθέσεις της αστυνομίας της δικογραφίας: Μετά τη σύλληψη του Σταθόπουλου, εξαπολύθηκε ένα τρομερό κυνηγητό σε οποιονδήποτε του έλεγε καλημέρα, μπήκαν σε σπίτια και τα κατέβασαν κάτω όλα. Έκαναν εκτεταμένες έρευνες σαν να έψαχναν ακριβώς τον Μπιν Λάντεν, όπως είπατε προηγουμένως και αυτό το πράγμα φόβισε όχι τους μάρτυρες που έδωσαν κατευθείαν τα στοιχεία τους να πάνε να καταθέσουν, αλλά τον ίδιο γιατί είπε “Στοπ, δεν θα βάλω άλλους ανθρώπους σε αυτήν την κατάσταση”
Προφυλακίστηκε σε ελάχιστο χρόνο. Προφυλακίστηκε μέσα σε ένα 48ωρο αμέσως μετά τη σύλληψή του. Δηλαδή πολύ πριν την εξέταση οποιωνδήποτε μαρτύρων.
Αφού εξελίχθηκε ολόκληρο αυτό το θέατρο σύλληψης του Μπιν Λάντεν, μετά προσπαθούσε ο τότε συνήγορος ο κ. Κακαρνιάς με τον οποίο μαζί υπερασπιζόμαστε τώρα τον Βαγγέλη, όταν κάπως ησύχασαν τα πράγματα κατά τα Χριστούγεννα του 2019 να δώσουν τα ονόματα των μαρτύρων στον ανακριτή, γιατί τότε θα μπορούσαν να μην κινδυνεύουν οι μάρτυρες από έφοδο της Αντιτρομοκρατικής».
H εμφάνιση των μαρτύρων ωστόσο, καθώς και οι θεσμοθετημένες αμφιβολίες, στην καλύτερη των περιπτώσεων, για τα υπόλοιπα στοιχεία της δικογραφίας, δεν άλλαξαν την απόφαση να παραμείνει προφυλακισμένος ο κρατούμενος. Η απόφαση δεν άλλαξε ούτε όταν, συν τοις άλλοις, νόσησε από κορονοϊό στις φυλακές Λάρισας, παραμένοντας στοιβαγμένος μαζί με δεκάδες άλλους συγκρατούμενούς του σε θάλαμο, παρά το γεγονός ότι ανήκει σε ευπαθή ομάδα (του έχει αφαιρεθεί ένα νεφρό). «Είναι σαν να μας έχουν καταδικάσει σε θάνατο» έλεγε τότε σε συνέντευξή του στο ραδιόφωνο του TPP, μέσα από τις φυλακές Λάρισας. «Η δική μου περίπτωση είναι η αλληλεγγύη που έδειξα σε έναν τραυματισμένο άνθρωπο. Είναι επειδή είμαι αναρχικός και επειδή στην ουσία είμαι πολιτικός αντίπαλος του κράτους και αυτό θα συνεχίσω να είμαι. Είτε είμαι από την φυλακή είτε είμαι εκτός φυλακής. Μέσα από τη δικογραφία όλα αυτά που μου έχουν αποδώσει δεν αποδεικνύονται» τόνιζε σχετικά με την υπόθεσή του.
Καταγγέλλει επίσης ότι «και οι αστυνομικοί που ήρθαν, τουλάχιστον δυο τρεις αστυνομικοί είχαν δώσει καταθέσεις πολλών σελίδων για τον Σταθόπουλο, που έλεγαν διάφορα πράγματα, τα οποία όταν κλήθηκαν να τα επαναλάβουν στο δικαστήριο, είπαν ότι δεν τα ήξεραν, δεύτερον ότι τους τα είπαν οι ανώτεροί τους να τα πουν και ότι επελέγησαν οι ίδιοι να καταθέσουν προανακριτικά κατόπιν συνεννοήσεως. Με ποιους; Δεν μάθαμε δεν μας είπαν».
«Το αστυνομικό έργο γίνεται στους διαδρόμους»
Την υπόθεση του Βαγγέλη Σταθοπούλου την έχει αναλάβει η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να αντιληφθούμε ποιος ακριβώς είναι ο τρόπος λειτουργίας της Αντιτρομοκρατικής. Αυτό δεν αφορά μόνο τη χώρα μας: Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, διαμορφώνεται στις Ηνωμένες Πολιτείες ένα αχανές πεδίο απεριόριστης καταστολής ελευθεριών για τους μηχανισμούς της δικαιοσύνης και της αστυνομίας. Το γεγονός ότι η Αντιτρομοκρατική ισχυρίζεται ότι έχει απέναντί της το απόλυτο κακό, τον τρομοκράτη, της δίνει θεωρητικά το δικαίωμα να κινείται σε ένα πεδίο όπου δεν δεσμεύεται ουσιαστικά από τη νομιμότητα.
Η ύπαρξη του Γκουαντάναμο, συμβολίζει ακριβώς το πέρασμα σε μία συνθήκη όπου ακόμη και οι πιο στοιχειώδεις εγγυήσεις που προσφέρει το κράτος δικαίου στους κρατούμενους, δεν ισχύουν. Έχουμε εκεί ανθρώπους που κρατούνται για χρόνια χωρίς να τους έχουν απαγγελθεί κατηγορίες και χωρίς να έχουν μπορέσει να επικοινωνήσουν με δικηγόρο. Δεν προσπαθούμε βεβαίως να συγκρίνουμε τις επιδόσεις της δικής μας αντιτρομοκρατικής με το Γκουαντάναμο, αλλά οπωσδήποτε έχει σημασία να καταλάβουμε ότι η Αντιτρομοκρατική έχει ως συστατική αρχή την πλήρη καταπάτηση των δικονομικών εγγυήσεων που προστατεύουν τους κατηγορούμενους από τις αυθαιρεσίες του κράτους.
Αυτό το επιχείρημα έχει δραματοποιηθεί στην ταινία Unthinkable, όπου γίνονται φρικτά βασανιστήρια και στο τέλος της ταινίας περίπου δικαιολογούνται και βασανιστήρια των παιδιών του ανακρινόμενου, με πρόσχημα αυτό που ονομάζεται στα αγγλικά «ticking bomb argument» που είναι η αγωνιώδης προσπάθεια να αποσοβηθεί ένα έγκλημα την τελευταία στιγμή, προκειμένου με την καταπάτηση των δικαιωμάτων μόνο ενός ανθρώπου να σωθούν χιλιάδες ζωές. Αυτή η επίκληση του επείγοντος δικαιολογεί κάθε δικονομική παράβαση. Στην πράξη η επίκληση αυτών των τρομερών απειλών που υποτίθεται ότι επικρέμονται πάνω από το κεφάλι μας και θα ήμασταν εκτεθειμένοι σε αυτές χωρίς τη συνδρομή της αντιτρομοκρατικής, αφορά πράξεις που δεν φαίνονται και δεν αποδεικνύονται ποτέ
Στην πράξη βεβαίως είναι πολύ σπάνιες οι περιπτώσεις όπου μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι έχουμε μία επικείμενη τρομοκρατική ενέργεια και ότι συνεπώς οποιαδήποτε πίεση και αν ασκηθεί στον κρατούμενο για να ομολογήσει είναι απολύτως δικαιολογημένη.
Τόσο στη συνέντευξή της, όσο και στη δίκη του Σταθόπουλου, η πλευρά του στέκεται αρκετά στο γεγονός της αδιαφάνειας και της καταπάτησης του κράτους Δικαίου με τις μεθόδους υπό τις οποίες λειτουργεί η Αστυνομία σε τέτοιες περιπτώσεις. Με κραυγαλέες υποθέσεις όπως του Τάσου Θεοφίλου, που πέρασε άδικα 5 χρόνια στη φυλακή, της Ηριάννας και άλλες λιγότερο γνωστές. Τις τελευταίες εβδομάδες μάλιστα παρακολουθούμε ακόμα μία, αυτή του «Ινδιάνου», κατηγορούμενου για απόπειρα ανθρωποκτονίας του αστυνομικού στη Νέα Σμύρνη, για τον οποίον πλέον η πλευρά του έχει προσκομίσει βίντεο που τον εμφανίζει να παίζει μπάσκετ στην Ελευσίνα και σειρά καταθέσεων από μάρτυρες, ενώ αναφέρθηκε ότι η προφυλάκισή του βασίστηκε σε «φαρσέρ» και ο βασικός μάρτυρας πλέον λέει ότι η ΕΛ.ΑΣ τον απείλησε και τον εξανάγκασε να καταθέσει όσα κατέθεσε.
Όταν λοιπόν η δικηγόρος του Βαγγέλη Σταθοπούλου λέει ότι είναι ένα στημένο κατηγορητήριο και η αντιτρομοκρατική απλώς δεν έχει καμία πίεση προκειμένου να τεκμηριώσει τις κατηγορίες, αυτό που λέγεται είναι απολύτως εύλογο και τεκμηριωμένο από προηγούμενες υποθέσεις, παρότι είναι για οποιονδήποτε άνθρωπο με στοιχειώδες αίσθημα δικαίου εντελώς εξωφρενικό.
«Σήμερα πέρασαν από εκεί ένα σωρό άνθρωποι που είχαν έτσι ταλαιπωρηθεί και αυτό που κατέθεσαν με ένα στόμα είναι ότι καταστράφηκε η ζωή τους. Και ότι είδαν και έπαθαν να ξαναστηθούν στα πόδια τους και οι περισσότεροι έξι και εφτά χρόνια μετά προσπαθούσαν ακόμη να βρουν δουλειά. Έξι ως εφτά χρόνια μετά προσπαθούσαν να βρουν δουλειά, προσπαθούσαν να ανοίξουν λογαριασμούς στην τράπεζα» τονίζει η Αντωνία Λεγάκη, που εστιάζει και στην πρακτική των «ανώνυμων πληροφοριών:
«Ξέρετε, παλιότερα ερχόταν ο αστυνομικός στο δικαστήριο και έλεγε “είχαμε πληροφορίες”. Και τον ρωτούσαμε εμείς οι συνήγοροι “τι πληροφορίες είχατε και ποιος σας τις έδωσε;” και έλεγε “αα δεν μπορώ να αποκαλύψω”. Και το δικαστήριο δίκαζε με βάση την εμπιστοσύνη στην Αστυνομία. Μετά δημοσιεύτηκε ένας νόμος που έλεγε ότι εάν ο αστυνομικός δεν ονομάσει, δεν κατονομάσει τον πληροφοριοδότη, τότε δεν λαμβάνεται υπόψη η πληροφορία του και η κατάθεσή του. Τότε εφευρέθηκαν υποτίθεται τα ανώνυμα τηλεφωνήματα. Το πρόβλημα είναι ότι το δικαστήριο δείχνει κατανόηση σε αυτή την υποτιθέμενη δουλειά της αστυνομίας, που κατά κάποιο μαγικό τρόπο επιβάλλει ας πούμε, με μια υγιή εντός πολλών εισαγωγικών συνωμοτικότητα, που δείχνουν κατανόηση οι δικαστές στη δουλειά της αστυνομίας στην εξάρθρωση των τρομοκρατικών οργανώσεων και η οποία δεν μπορεί να δώσει τον πληροφοριοδότη.
Αυτές οι ανώνυμες πληροφορίες που στην πραγματικότητα με την πλήρη στήριξη, γιατί πια δεν μιλάμε για ανοχή, με την πλήρη στήριξη του δικαστικού μηχανισμού, αυτές οι ανώνυμες πληροφορίες, εξασφαλίζουν την ασυδοσία της αστυνομίας σε ολόκληρο το λαό. Και είναι κάτι που το είχα γράψει σε μια αίτησή μου στην ανακρίτρια, και πρόκειται να το πω οπωσδήποτε στην αγόρευσή μου, ότι το δικαστήριο είναι ώρα εδώ να διαλέξει ανάμεσα στις αρχές του κράτους Δικαίου, άσχετα αν εγώ πιστεύω ότι δεν υπάρχει σήμερα. Άσχετα απ’ αυτό όμως το δικαστήριο μπορεί, έχει τη δυνατότητα να με διαψεύσει. Θα πρέπει να διαλέξει ανάμεσα σ’ αυτό και να διαλέξει ανάμεσα και στο αστυνομικό κράτος. Το αστυνομικό κράτος λοιπόν, η αστυνομία κάνει ό,τι θέλει, φτιάχνει την υπόθεση που θέλει χωρίς κανέναν έλεγχο και την δίνει στο δικαστή για να τη σφραγίσει μόνο».
Επικαλείται μάλιστα ως παράδειγμα τον διάλογο κατά τη διάρκεια της δίκης, με αστυνομικούς, για την υπόθεση της ένοπλης επίθεσεις στους φρουρούς των γραφείων του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι προσπαθούσαν να εξηγήσουν γιατί δεν κυνήγησαν τους δράστες, που είχαν κινηθεί πεζοί εναντίον τους προσπαθούσαν να εξηγήσουν την στάση τους στο δικαστήριο, για να καταλήξει στο ότι «δηλαδή πραγματικά φαίνεται ότι το αστυνομικό έργο γίνεται στους διαδρόμους. Εκεί που κανονίζουμε ποιον θα βάλουμε, ποιον θα πούμε ότι έκανε την επίθεση και γι’ αυτό δεν έχει καμιά σημασία να πούμε “πιάστε τον δράστη που φεύγει με τα πόδια”. Δηλαδή πραγματικά και εγώ εντυπωσιάστηκα».
Στο άκουσμα της Αντιτρομοκρατικής φαντάζεται κανείς πώς ένα παράρτημα των υπηρεσιών ασφαλείας του κράτους προστατεύει την κοινωνία από βομβιστές αυτοκτονίας. Μπορεί να μην έχουμε όλοι την ίδια άποψη για το κράτος ή για το ποιος μας απειλεί κάθε μέρα στη ζωή μας, αλλά θα πρέπει οπωσδήποτε να συμφωνήσουμε σε ένα πράγμα: ότι οι κατηγορίες πρέπει να είναι προσωπικές, να μην αποδίδονται στον σωρό, να τεκμηριώνονται και να αποδεικνύονται με τρόπους διαφανείς, ούτως ώστε να παρέχουν στον κατηγορούμενο τη δυνατότητα να τις αντικρούσει εφόσον είναι αθώος. Κάνοντας επίσης λόγο για «επιλογές από λίστα υπόπτων», η δικηγόρος καταλήγει λέγοντας: «Για όλα δηλαδή τα προβλήματα του μηχανισμού, για όλες τις γραφειοκρατίες, για όλες τις αγριότητες της Αντιτρομοκρατικής που τρομοκρατεί τους μάρτυρες να μην εμφανιστούν, θα πρέπει πάντα να απαντάει ο κατηγορούμενος. Αυτό δεν είναι κράτος Δικαίου. Δεν είναι καν.. καλά δεν συζητάμε για τεκμήριο αθωότητας. Είναι η αφαίρεση του δικαιώματος ακόμα και να αποδείξω εγώ ότι δεν είμαι ένοχος».