Οι πολιτικοί ηγέτες που θέλουν να φέρουν ανθρώπινα προς τους αιτούντες άσυλο και τους μετανάστες αντιμετωπίζουν πλέον ένα ηθικό δίλημμα. Είτε θα επιδιώξουν αυστηρούς συνοριακούς ελέγχους που θα ανακόψουν τη στήριξη των ακροδεξιών κομμάτων είτε επιτρέποντας σε αυτά τα κόμματα να ενισχύσουν τη δύναμη τους θα διακινδυνεύσουν να θέσουν σε δοκιμασία τις πιο θεμελιώδεις αξίες της Δύσης.

Η πιο σπαρακτική ιστορία του τελευταίου μήνα στα ΜΜΕ είναι αυτή παιδιών που κλαίνε  αφότου έχουν χωριστεί από τους γονείς τους στα σύνορα των ΗΠΑ με το Μεξικό. Ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, αφού αρχικά υπερασπίστηκε τους αποχωρισμούς των παιδιών από τους γονείς τους, υπέκυψε στην πίεση της κοινής γνώμης και υπέγραψε ένα εκτελεστικό διάταγμα και τους κατήργησε. Στην Ευρώπη, επίσης, οι μετανάστες βρέθηκαν στα πρωτοσέλιδα, καθώς απαγορεύτηκε από την καινούργια λαϊκιστική κυβέρνηση της Ιταλίας, όπως και από αυτή της Μάλτας, στο πλοίο Aquarius, στο οποίο επέβαιναν 629 διασωθέντες εν δυνάμει μετανάστες, να προσαράξει στις χώρες αυτές. Αυτό αποτέλεσε το υπόβαθρο για μια Σύνοδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες, η οποία κατέληξε σε έναν συμβιβασμό σχετικά με την προστασία των ευρωπαϊκών συνόρων και να την προστασία τους από ερχόμενους μετανάστες.     

Πριν από λιγότερο από τρία χρόνια, όταν κατέφθαναν περισσότεροι από 100.000 αιτούντες άσυλο το μήνα, η Καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ δήλωσε: «Το θεμελιώδες δικαίωμα στο άσυλο για τους πολιτικά διωκόμενους δεν μπορεί να έχει ανώτατο όριο». Πρόσθεσε ότι αυτό ισχύει και για τους «πρόσφυγες, οι οποίοι έρχονται σε εμάς από την κόλαση του εμφυλίου πολέμου».

Η Μέρκελ συνόδευσε αυτές τις λέξεις της με πράξεις. Το 2015, η Γερμανία κατέγραψε 890.000 αιτούντες άσυλο και, κατά τη διάρκεια των 18 μηνών από την 1η Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, δέχθηκε περισσότερες από 600.000 αιτήσεις ασύλου. Η ενσωμάτωση τόσων πολλών νεοφερμένων από πολύ διαφορετικά πολιτισμικά υπόβαθρα ήταν προφανώς ένα δύσκολο έργο, αλλά η Μέρκελ διακήρυξε το γνωστό «Wir schaffen das» (Μπορούμε να τα καταφέρουμε). Καμία πράξη κανενός Γερμανού ηγέτη, ούτε και η αυθόρμητη απόφαση του Willy Brandt το 1970 να γονατίσει μπροστά σε ένα μνημείο αφιερωμένο στους ήρωες της εξέγερσης του γκέτο της Βαρσοβίας, δεν έχει απομακρύνει τόσο αποφασιστικά τη Γερμανία από το ρατσιστικό παρελθόν της.

Τον περασμένο μήνα, μια μέρα πριν από τη σύνοδο των Βρυξελλών, η Μέρκελ μίλησε πολύ διαφορετικά, λέγοντας στο Γερμανικό Κοινοβούλιο ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις «αλλά αυτή της μετανάστευσης μπορεί να γίνει αυτή που θα καθορίσει την τύχη της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Οι λόγοι για αυτή τη μετατόπιση της έμφασης είναι προφανείς. Λιγότερο από δύο μήνες από τότε που η Μέρκελ υπερασπίστηκε το απεριόριστο δικαίωμα ασύλου, οι Πολωνοί ψηφοφόροι έφεραν στην εξουσία το αντιμεταναστευτικό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη. Το επόμενο έτος, οι Βρετανοί ψηφοφόροι επέλεξαν να εγκαταλείψουν την ΕΕ και εκλέχτηκε ο Τραμπ.

Η τάση συνεχίστηκε το 2017. Οι απότομες εκλογές στην Αυστρία τον Μάιο οδήγησαν σε μια κυβέρνηση συνασπισμού που περιλαμβάνει το ακροδεξιό κόμμα της Ελευθερίας. Τον Σεπτέμβριο, οι ομοσπονδιακές εκλογές στην Γερμανία οδήγησαν σε πτώση 8 μονάδων στο Χρηστιανοδημοκρατικό κόμμα της Μέρκελ, και η αντιμεταναστευτική Εναλλακτική για τη Γερμανία, που δεν είχε κερδίσει προηγουμένως θέση στο Κοινοβούλιο, έγινε το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα της χώρας.

Φέτος, οι γενικές εκλογές στην Ιταλία τον Μάρτιο οδήγησαν σε μια κυβέρνηση συνασπισμού στην οποία η ακροδεξιά Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι-ο οποίος, ως υπουργός εσωτερικών, αρνήθηκε την ασφαλή προσάραξη του Aquarius- φαίνεται να είναι η κυρίαρχη μορφή.
Τελικά, και το πιο προβλέψιμο από όλα αυτά τα αποτελέσματα, ο Βίκτορ Ορμπάν, ο απολυταρχικός αντιμεταναστευτικός πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, επέστρεψε στο πόστο του, διατηρώντας τον έλεγχο του κόμματος Fidesz- σε συνεργασία με το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα των Πολιτών- των δύο τρίτων της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.

Η μετανάστευση έπαιξε έναν ρόλο-πιθανόν αποφασιστικό- σε κάθε ένα από αυτά τα αποτελέσματα. Αυτό είναι τραγικό,  όχι μόνο για εν δυνάμει μετανάστες, αλλά και για τον κόσμο. Όλοι ανταποκρινόμαστε στα κλάματα των παιδιών που χωρίστηκαν από τους γονείς τους εξαιτίας των μεταναστευτικών πολιτικών του Τραμπ. Δεν μπορούμε να ακούσουμε ακόμα τα κλάματα των παιδιών που θα πάνε στο κρεβάτι πεινασμένα επειδή η αποτυχία των  πλούσιων χωρών να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή έχει στεγνώσει τις βροχές που απαιτούνται για τους γονείς να καλλιεργήσουν τις σοδειές και να τα ταΐσουν.

Ούτε αυτά τα παιδιά ούτε οι γονείς τους θα μπορέσουν να διεκδικήσουν άσυλο στις χώρες που είναι υπεύθυνες για την κλιματική αλλαγή. Η Σύμβαση του 1951 σχετικά με το Καθεστώς των Προσφύγων ορίζει τους πρόσφυγες ως αυτούς που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να επιστρέψουν στις χώρες τους εξαιτίας «δεδικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων». Δεν υπάρχει απαίτηση να πάρουμε οικονομικούς πρόσφυγες, και αυτοί που έγραψαν την σύμβαση δεν σκέφτηκαν για τους πρόσφυγες λόγω της κλιματικής αλλαγής.

Είναι πολύ νωρίς να πούμε πόση ζημιά οι κυβερνήσεις που είναι εχθρικές στους μετανάστες-και σκεπτικές για την κλιματική αλλαγή, την Ε.Ε., και τα Ενωμένα Έθνη-θα προκαλέσουν εντέλει. Αλλά μπορούμε να δούμε ήδη, στους εμπορικούς πολέμους που έχει ξεκινήσει η κυβέρνηση του Τραμπ, τα αποτελέσματα του εθνικισμού. Οι λαϊκιστικές κυβερνήσεις στην Ουγγαρία και στην Πολωνία αλλάζουν τα συντάγματα των χωρών τους με τρόπους που υπονομεύουν την δημοκρατία. Ο Τραμπ δεν θα μπορεί να τροποποιεί το Σύνταγμα των Η.Π.Α., αλλά οι διορισμοί του στο Ανώτατο Δικαστήριο θα αλλάξουν τον τρόπο που ερμηνεύεται, το οποίο μπορεί τελικά να έχει το ίδιο αποτέλεσμα.

Ο αριθμός των μεταναστών που καταφτάνουν στην Ευρώπη χωρίς άδεια έχει πέσει στα επίπεδα που ήταν πριν το 2015, οπότε μπορούμε να ελπίζουμε και σε επιστροφή των πολιτικών πριν το 2015, επίσης. Αλλά, στην πολιτική, η προοπτική είναι τα πάντα, και οι πρόσφατες ουγγρικές και ιταλικές εκλογές δείχνουν ότι η πτώση στον αριθμό των μεταναστών δεν έχει ακόμα κάποιο αντίκτυπο.  

Οι πολιτικοί ηγέτες που θέλουν να δράσουν ανθρώπινα προς τους αιτούντες άσυλο και άλλους εν δυνάμει μετανάστες βρίσκονται τώρα αντιμέτωποι με ένα απαίσιο ηθικό δίλημμα. Είτε θα διανύσουν αρκετή απόσταση προς αυστηρότερους ελέγχους στα σύνορα για να αναστείλουν την υποστήριξη του κοινού στα ακροδεξιά κόμματα, είτε ρισκάρουν να χάσουν όχι μόνο αυτήν τη μάχη, αλλά και όλες τις υπόλοιπες αξίες που απειλούνται από τις αντιμεταναστευτικές κυβερνήσεις επίσης. Στο πλαίσιο των τριών τελευταίων θυελλωδών χρόνων της Ευρώπης, η δήλωση της Μέρκελ το 2015 αναδεικνύει και την αξία προτύπου που έχει το να κηρύσσονται δικαιώματα που είναι απαραβίαστα, και γιατί, σαν τελευταίο καταφύγιο, τα δικαιώματα πρέπει να έχουν όρια.

Η μετάφραση έγινε συλλογικά από μέλη της πλατφόρμας των 1101.