της Γεωργίας Κριεμπάρδη

Αυτό το κείμενο γράφεται ψύχραιμα αρκετές ώρες μετά τις δηλώσεις της Αφροδίτης Λατινοπούλου, η οποία αποφάσισε να τοποθετηθεί για τα πρότυπα ομορφιάς, αλλά και να μας πει πόσο πολύ σιχαίνεται τις αξύριστες μασχάλες και τα αξύριστα πόδια των γυναικών. Να σημειωθεί πως κανείς δε τη ρώτησε και μεταξύ μας δεν έλειπε και η τοποθέτηση της.

«Αφήνουν τρίχες στα πόδια και το φωτογραφίζουν, τρίχες στη μασχάλη, τρίχες στο μουστάκι, ραγάδες, πανάδες, κυτταρίτιδα και οτιδήποτε άλλο αντιαισθητικό υπάρχει πάνω τους» λέει ξεκινώντας το… μανιφέστο της και συνεχίζει λέγοντας ότι εκείνη, βλέποντας τέτοιες φωτογραφίες στα social media ως γυναίκα «νιώθει άβολα, αισθάνεται ντροπή και απεχθάνεται να βλέπει τέτοιου είδους φωτογραφίες». Για τέτοιες ακραίες αντιδράσεις, βέβαια, ας ενημερώσουμε την κ. Λατινοπούλου ότι τα κοινωνικά δίκτυα προσφέρουν μια τρομερή δυνατότητα που λέγεται unfollow ή block. Αν δεν της αρέσει κάτι που ανεβάζει κάποιος χρήστης μπορεί να δοκιμάσει να πατήσει το κουμπάκι του unfollow. Δεν μου αρέσει όλο αυτό που βλέπω. Και δεν καταλαβαίνω, αφού το αγαπάς τόσο πολύ το αξύριστο πόδι σου, εγώ γιατί πρέπει να το δω; Το βλέπεις εσύ και το χαίρεσαι. Εγώ γιατί να το βλέπω; Γιατί προσπαθείς να μου περάσεις ότι όλο αυτό είναι πάρα πολύ όμορφο και πάρα πολύ ωραίο και πάρα πολύ φυσιολογικό; Δεν είναι. Είναι άσχημο».

«Βλέπουμε από την άλλη, συνεχώς τους άνδρες, ολοένα και περισσότερο να γέρνουν προς τη γυναικεία φύση. Ξυρίζονται παντού. Και όταν λέμε παντού, παντού. Βάφονται. Φοράνε ολοένα και περισσότερο γυναικεία ρούχα και γενικότερα κάνουν πράγματα τα οποία συνηθίζουν να κάνουν οι γυναίκες. Από την άλλη οι γυναίκες γέρνουν προς τους άνδρες. Μένουν αξύριστες, προβάλλουν ότι είναι αξύριστες. Ντύνονται με oversized ρούχα και πολλές φορές με ανδρικά ρούχα. Και όλο αυτό θέλουν να δείξουν ότι είναι φυσιολογικό. Δεν είναι. Και δεν είναι όχι μόνο φυσιολογικό, είναι αποκρουστικό. Και για τις γυναίκες και για τους άνδρες».

Για να καταλήξει: «Ε, λοιπόν, μια νοσηρή μειοψηφία δεν θα καταφέρει να αλλάξει στην πλειοψηφία τα πρότυπα ομορφιάς, ούτε το φυσιολογικό που έχουμε μάθει έως τώρα. Όλοι μας. Εμείς θα συνεχίσουμε να πιστεύουμε αυτά που πιστεύαμε. Και αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι μιλούν για υποτιθέμενη εξέλιξη, ας κάτσουν να ξανασκεφτούν τι σημαίνει εξέλιξη, διότι σε καμία περίπτωση, αυτό το οποίο αναδεικνύουν δεν είναι εξέλιξη. Αυτό είναι εποχή των σπηλαίων. Γιατί τότε ήταν η τελευταία φορά που μία γυναίκα δεν περιποιούνταν τον εαυτό της».

Αυτές ήταν οι πρόσφατες δηλώσεις που με οδήγησαν να γράψω για το δίλημμα του δημοσιογράφου. Να σημειωθεί πως αυτή της η μισογυνίστικη τοποθέτηση, με δόσεις bodyshaming και διαπιστώσεις για την «εκθήλυνση» του αντρικού φύλου «άναψε φωτιές» στο διαδίκτυο, πυροδοτώντας τις αρνητικές αντιδράσεις χιλιάδων χρηστών. (Υπάρχουν τόσα να της καταλογίσετε. Μην απαντάτε με bodyshaming στο bodyshaming, αγαπητοί χρήστες του διαδικτύου που θεωρήσατε σωστό να σχολιάσετε τα υαλουρονικά κι όχι το περιεχόμενο του λόγου της)

Δηλώνει απόφοιτη Νομικής, ενώ τον Νοέμβριο του 2017, στο πλαίσιο της συμμετοχής της στην ΟΝΝΕΔ, ορίστηκε Γραμματέας Επαρχιακού. Υποψήφια Βουλευτής της Α’ Θεσσαλονίκης με τη Νέα Δημοκρατία, στις Εθνικές Εκλογές του Ιουλίου το 2019 και πλέον γνωστή περσόνα που αρέσκεται στο να προκαλεί με τις δηλώσεις της.

Φτάνοντας στα δημοσιογραφικά γραφεία αμέσως μετά την πρώτη καλημέρα ακούγεται η φράση «είδατε τι είπε πάλι η Λατινοπούλου;». Ακολούθησε σύντομη συζήτηση σχετικά με τη συνολική ειδησεογραφία της ημέρας και σύντομα στο επίκεντρο βρέθηκε και πάλι η Λατινοπούλου. «Είναι κλασικό παράδειγμα Μπογδάνου που θέλει να προκαλεί» θα πει κάποιος για να αναρωτηθεί ο διπλανός του αν πρέπει ως δημοσιογράφοι να αναπαράγουμε τέτοιους είδους χυδαία και ρατσιστικά αφηγήματα. «Μα είναι πολιτεύτρια της ΝΔ, ο κόσμος την ξέρει, είναι γνωστή περσόνα» θα πει κάποιος για να του απαντήσει ο διπλανός του ότι «δεν είναι σωστό να δώσουμε συνέχεια, ενώ ξεκάθαρα εκείνη το έκανε για να προκαλέσει την αναπαραγωγή του ονόματος της και πάλι».

Το πρίσμα

Συζητήσεις επί συζητήσεων και όσο όλες οι απόψεις έπεφταν στο newsroom, σκεφτόμουν το παράδειγμα της Χρυσής Αυγής. Το lifestyle της εγκληματικής οργάνωσης κατά την δυναμική εμφάνιση της το 2012 προβαλλόταν από τα κυρίαρχα μέσα, χαϊδεύοντας αυτιά σε «καλά παιδιά που περνάνε απέναντι στον δρόμο γριούλες». Σύντομα κατάλαβα πως η προβολή της Χρυσής Αυγής την έβαλε στο κοινοβούλιο. Οργίστηκα, αλλά το είδα πιο ψύχραιμα και καθαρά.

Το θέμα υπάρχει και δε μπορείς να κάνεις πως δε το βλέπεις. Το να επιλέξεις να το βάλεις κάτω από το χαλί, θα το ενισχύσει, δίνοντας του δυναμική και μονόπλευρη προβολή. Το θέμα θα είναι εκεί και θα κυκλοφορεί. Το ζήτημα είναι υπό ποιο πρίσμα. Ας πάρουμε το παράδειγμα της Χρυσής Αυγής που ανέφερα.

«Τα ΜΜΕ αντέδρασαν αδιάφορα, χωρίς ουσιαστικά ρεπορτάζ. Αρκούνταν στα δελτία τύπου της αστυνομίας. Γι’ αυτό τις πρώτες ώρες της δολοφονίας του Φύσσα έλεγαν ότι πρόκειται για διαφωνία στο ποδόσφαιρο» είχε δηλώσει για παράδειγμα, το 2018, η Ελευθερία Κουμάντου, δημοσιογράφος στον 9.84 και το Golden Dawn Watch, φέρνοντας ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στον Άγιο Παντελεήμονα τα Mέσα έλεγαν ότι οι αγανακτισμένοι κάτοικοι είχαν βγει στους δρόμους γιατί οι μετανάστες τους κλέβουν και δεν μπορούν ν’ αφήσουν τα παιδιά τους ελεύθερα να παίξουν στην πλατεία. «Γιατί όμως μένουν αυτοί οι άνθρωποι εκεί; Δεν έγινε ποτέ ρεπορτάζ για την περιοχή, ούτε για το Α.Τ. και το πως λειτουργούσε» δήλωσε η δημοσιογράφος.

Μετά την δολοφονία Φύσσα, τα ΜΜΕ έπεσαν από τα σύννεφα, άρχισαν να βγάζουν στη δημοσιότητα ειδήσεις και έγγραφα. «Όμως, δεν ήταν λίγα τα ρεπορτάζ που λείαιναν τις γωνίες της ΧΑ, όπως με τον γάμο του Παναγιώταρου, τις χορευτικές ικανότητες του Κασιδιάρη ή τις στιλιστικές επιλογές των βουλευτών» συμπλήρωσε η Ελευθερία Κουμάντου. «Τους αντιμετώπισαν σαν αξιοπερίεργο, κουτσομπολιό, σόουμπιζ, χωρίς να μελετήσουν τι έκαναν. Όταν μαθεύτηκε τι έκαναν, δεν άσκησαν κανένα έλεγχο στην δίκη, δεν ασχολήθηκαν με την ουσία, αλλά με τα δρακόντεια μέτρα και τα επεισόδια.» Αν κάποιος στο μέλλον ψάξει τι γράφτηκε και παίχτηκε από τα ΜΜΕ για τη δίκη, θα δει ότι τα περισσότερα δημοσιεύματα αφορούν στα επεισόδια που έγιναν κι όχι στο περιεχόμενο ή τις συνθήκες διεξαγωγής της δίκης.

«Η πολιτική βία δεν προκαλείται από θερμόαιμους οπαδούς, αλλά είναι δομικό στοιχείο δράσης της Χ.Α. και πραγματοποίησης του σκοπού της. Τα τάγματα εφόδου είναι ομάδες βίας που επιτίθενται σε όσους η ηγεσία της Χ.Α. θεωρεί αντίπαλους, όντας βασικός μοχλός άσκησης εξουσίας, μέσω της επίδειξης βίας», πρόσθεσε ο Κώστας Παπαδάκης.

Ο Μιχαλολιάκος ήταν γνωστός από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, είχε εμπλοκές και σε βομβιστικές επιθέσεις σε κινηματογράφους που έπαιζαν σοβιετικό κινηματογράφο και σε δημοσιογράφους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η επίθεση στον Κακαουνάκη που ερευνούσε ζητήματα ακροδεξιάς τότε. Η δράση ήταν γνωστή και πήρε μεγάλες διαστάσεις μετά τη δεκαετία του ’90 με φόντο το Μακεδονικό ζήτημα.

«Εκτιμώ πως πολλοί παράγοντες έπαιξαν ρόλο στην έντονη προβολή μελών της Χρυσής Αυγής από τα ΜΜΕ. Άτομα στα μίντια έχουν τέτοια ιδεολογία, άλλα συναλλάσσονταν με την οργάνωση με διάφορους τρόπους και μάλιστα στα τηλέφωνα τους βρέθηκαν αρκετά τηλέφωνα και μηνύματα με δημοσιογράφους. Είχε ένα σέξι λουκ. Είχε μια λογική “εμείς επεμβαίνουμε, είμαστε η αρχή, είμαστε οργανωμένοι. Η εικόνα του καλού παιδιού ήταν σέξι για τα κανάλια και κάποιοι το χρησιμοποίησαν με σκοπιμότητα να προωθήσουν την οργάνωση”» τόνιζε ο άνθρωπος με το χαρακτηριστικό ψευδώνυμο «Ύποπτο Μούσι» που κάλυψε όλες τις δικάσιμες της Χρυσής Αυγής, μιλώντας στο διαδικτυακό ραδιόφωνο Street Radio.

«Το “συστημικό” δέσιμο της εγκληματικής οργάνωσης με θεσμούς της ελληνικής πολιτείας και η αμεριμνησία των τελευταίων αποτέλεσε το κρίσιμο συστατικό για τα πογκρόμ της Χρυσής Αυγής» είχε σημειώσει ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης, Διευθυντής του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας.

«Η κανονικοποίηση της Χρυσής Αυγής μέσω life-style αφιερωμάτων στα ελληνικά μίντια και η ταυτόχρονη υπονοούμενη κατανόηση των εγκληματικών ενεργειών της οργάνωσης πάνω στο αφήγημα της «εισβολής λαθρομεταναστών» ήταν ένα σημαντικός κρίκος στην αλυσίδα. Αν υπάρχει λόγος να θεωρούμε τη δημοσιογραφία λειτούργημα σήμερα, θα ήταν σημαντικό όσοι/ες επιτελούν το ρόλο αυτό, να αποφεύγουν συγκυριακές και ευκαιριακές αποτυπώσεις των φαινομένων και να έχουν στοιχειώδη επίγνωση του φασισμού ως κοινωνικό φαινόμενο με ιστορικό παρελθόν, παρόν και ενδεχομένως μέλλον, αν ακολουθήσουν τις πρακτικές των περασμένων πρόσφατων χρόνων» σχολίαζε ο ίδιος.

Μίλα

Είναι σημαντικό να μιλάμε. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγω και στην περίπτωση της πολιτεύτριας της ΝΔ. Η αποσιώπηση γεγονότων και της αλήθειας δεν είναι προς την σωστή κατεύθυνση της δημοσιογραφίας. Είναι αντιδεοντολογικό και ανήθικο. Η ανάδειξη της αλήθειας και η αναπαραγωγή ενός γεγονότος χωρίς στρογγυλέματα είναι η μόνη σωστή κατεύθυνση. Κανένα δίλημμα λοιπόν. Ακόμα και τα χυδαία και επικίνδυνα αφηγήματα χρειάζεται να αναπαράγονται, ακριβώς για να γίνεται σαφής η χυδαιότητα τους.

Είναι σημαντικό να αναδεικνύονται οι χυδαιότητες, ακριβώς για να καθίσταται σαφές το χυδαίο ορισμένων αφηγημάτων. Δεν είναι μία άποψη που ένας στον κόσμο ξεστόμισε. Πέρα από τον θεσμικό ρόλο της συγκεκριμένης, αξίζει να εστιάσουμε στο περιεχόμενο του λόγου της. Όχι για να δώσουμε αξία, αλλά για να αναδειχθεί η μη αξία που κρύβει αυτός. Για να αναδειχθεί η χυδαιότητα απόψεων που δυστυχώς ακόμη τριγυρίζουν σε κοινωνικά πηγαδάκια.

Είναι σημαντικό να μην αποσιωπούνται μισογυνίστικες απόψεις, ακριβώς για να καταδεικνύεται η χυδαιότητά τους.

Είναι σημαντικό να μην αποσιωπούνται ομοφοβικές, σεξιστικές και ρατσιστικές απόψεις, ακριβώς για να καταδεικνύεται η χυδαιότητά τους.

Είναι σημαντικό να μην αποσιωπούνται τοποθετήσεις που αναβλύζουν από πατριαρχικά στερεότυπα, ακριβώς για να καταδεικνύεται η χυδαιότητά τους.

Είναι σημαντικό να μην αποσιωπούνται απόψεις που εμμέσως υποσκάπτουν τις ατομικές ελευθερίες -και τον έλεγχο του σώματος-, ακριβώς για να καταδεικνύεται η χυδαιότητά τους.

Είναι σημαντικό να μην αποσιωπούνται κακοποιητικές απόψεις, ακριβώς για να καταδεικνύεται η χυδαιότητά τους.

Είναι σημαντικό να μην αποσιωπούνται απόψεις που εμφορούνται από ναζιστικές/φασιστικές αντιλήψεις, ακριβώς για να καταδεικνύεται η χυδαιότητά τους.

Το θέμα είναι βαθιά κοινωνικό και ο δημοσιογράφος ως μέρος της κοινωνίας, επιτελώντας λειτούργημα με τον ρόλο του, οφείλει να μιλά. Η δημοσιογραφία που ασκείται ορθά με γνώμονες την αλήθεια, τη διαφάνεια, την αξιοπιστία, τη συνεχή αμφισβήτηση και έρευνα, δε «χαρίζει κάστανο».

Ας επιστρέψουμε στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής. Αν δεν υπήρχε -και- η πίεση της δημοσιογραφίας ώστε να αναδείξει και να καταδείξει την πραγματική ταυτότητα των μελών την εγκληματικής οργάνωσης, η κοινή γνώμη πιθανώς θα στρεφόταν προς την κατεύθυνση που της πιπίπλιζαν το μυαλό: «τα καλά παιδιά που αγαπούν την οικογένεια και τη χώρα τους». Όμως η ορθή δημοσιογραφία είναι εκεί για να φωτίσει την πραγματική διάσταση των πραγμάτων.

«Δικό σου σώμα, δική σου επιλογή»

Η αντίδραση των χρηστών ήταν άμεση. Εκατοντάδες γυναίκες έσπευσαν να αναρτήσουν φωτογραφίες με εμφανείς ραγάδες, κυτταρίτιδα ή αξύριστο σώμα, τονίζοντας το δικαίωμα του καθενός στην αυτοδιάθεση του σώματός του. Το όνομα της «γαλάζιας» πολιτεύτριας βρέθηκε στην πρώτη θέση των τάσεων του twitter, συγκεντρώνοντας χιλιάδες κριτικές. Γυναίκες του καλλιτεχνικού χώρου, infuencers, μουσικοί πήραν θέση, χαρακτηρίζοντας «σκοταδιστικές» τις συγκεκριμένες απόψεις.

Οι εταιρείες προϊόντων περιποίησης σώματος DOVE και Veet πήραν θέση.

 

Σήμερα είναι ο «προκλητικός» Μπογδάνος και η Λατινοπούλου «που έγινε viral στο διαδίκτυο». Αύριο θα είναι κάποιος άλλος. Κάποιος θα είναι εκεί ενίοτε να αποζητά την προβολή. Το χειρότερο είναι να την αποζητά με επικίνδυνο και χυδαίο τρόπο, αναπαράγοντας κατάπτυστα αφηγήματα που σε καμία περίπτωση δε συνάδουν με μία προοδευτική κοινωνία. Μετά απ’ αυτά, θεωρώ έχει καταστεί σαφές ότι δεν πρόκειται για κανένα δίλημμα. Ο δημοσιογράφος και η κοινωνία οφείλουν να απαντούν απέναντι στα κακώς κείμενα και να τα ξεγυμνώνουν.