των Θάνου Καραμπουρνιώτη και Νίκου Ναγκούλη
Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, με αποτέλεσμα πλέον ένα μεγάλο κομμάτι του ελλαδικού αλλά και του ευρύτερου ευρωπαϊκού κοινωνικού σχηματισμού να αναρωτιέται εάν ίσως ένα καλύτερο μέλλον θα το περίμενε περισσότερο εκτός παρά εντός ενωσιακού πλαισίου. Το βασικό ερώτημα που έλαβε σάρκα και οστά κατά κύριο λόγο μετά την καπιταλιστική κρίση του 2008, ήταν και παραμένει έκτοτε το κατά πόσο θα μπορούσε η συγκεκριμένη Ε.Ε. να ακολουθήσει φιλολαϊκή πολιτική, υπέρ των υποτελών και των εκμεταλλευομένων σε κάθε χώρα-μέλος της.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ένα ευρωσκεπτικιστικό κύμα αμφισβήτησης δείχνει να αποκτά αυξημένο ρόλο μετά και τις Ευρωεκλογές της 26ης Μάη και σε μια σειρά από χώρες να εδραιώνεται ως το κυρίαρχο ρεύμα. Παρόλα αυτά, ο ευρωσκεπτικισμός αυτός έχει καρπωθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου από ακροδεξιές δυνάμεις, με την Αριστερά να μη βρίσκεται σε θέση να κερδίσει κάτι από την ανυπακοή που επιδεικνύουν τα πληττόμενα από την κρίση στρώματα στις ελίτ των Βρυξελλών. Το δίλλημα συνεπώς στο μυαλό ενός μέσου πολίτη καταλήγει να είναι: καλύτερα μια συστημική Ευρωπαϊκή συμμαχία ή μια ακροδεξιά εθνικιστική διάσπαση; Καθώς το πρόβλημα όπως παρουσιάζεται καταλήγει να είναι ‘’μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα’’ έγινε καταχρηστικά δανεισμός του τίτλου από το γνωστό παίγνιο ‘’το δίλλημα του φυλακισμένου’’ για να περιγραφεί ακριβώς αυτό το ασφυκτικό αίσθημα ανελευθερίας που διακατέχει τους λαούς της Ευρώπης
Στην Ελλάδα η τάση αυτή δε δείχνει να έχει αποτυπωθεί ακόμη με μαζικά χαρακτηριστικά μιας και τα μοναδικά κόμματα στην κεντρική πολιτική σκηνή όπως σχηματίστηκε μετά τις Ευρωεκλογές που διατυπώνουν σαφή αντι-ενωσιακό λόγο είναι μόλις το ΚΚΕ και η ναζιστική Χρυσή Αυγή. Τα ιστορικά αστικά κόμματα της Νέας Δημοκρατίας και του Κινήματος Αλλαγής (ΠΑΣΟΚ) τάσσονται χωρίς περιστροφές υπέρ της συνύπαρξης στην Ε.Ε., ενώ η ελληνική σοσιαλδημοκρατία ή καλύτερα ο αυτοπροσδιοριζόμενος ως προοδευτικός χώρος (ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και ΜέΡΑ25) τηρεί μία πιο σύνθετη στάση. Αναγνωρίζει επί της αρχής πως η σημερινή ένωση είναι ένα ακραίο μίγμα συντηρητικής κοινωνικά και νεοφιλελεύθερης οικονομικά πολιτικής, μα θεωρεί πως είναι ζήτημα συσχετισμών και αυτοί στο μέλλον μπορούν να αλλάξουν και να δημιουργηθεί μία Ε.Ε. προοδευτική και φιλολαϊκή. Τώρα που τελείωσε όμως η εποχή των πλατειών και των σκισμένων μνημονίων προβάλει πιο επίκαιρο από ποτέ το ερώτημα: Είναι εφικτός ένας μετασχηματισμός της Ε.Ε;
Για-τι ψηφίζεις ;
Το πρόβλημα όμως ήταν ποτέ οι συσχετισμοί; Η ρίζα του προβλήματος είναι πολύ πιο βαθιά από όσο θα ήθελε να σκάψει ένας κομματικός φορέας και φτάνει μέχρι και τη συνείδηση του απλού πολίτη. Το θέμα είναι πως η μεγάλη μάζα του κόσμου τόσο σκέφτεται όσο και δρα εθνικά, ανεξαρτήτως χώρας καταγωγής, καθώς όταν γενικά στηρίζει ή ψηφίζει ένα κόμμα για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, το κάνει με σκοπό να υπερασπιστεί τα εθνικά συμφέροντα πρώτα από όλα και έπειτα το οποιοδήποτε ενδεχόμενο κοινό ευρωπαϊκό. Ουκ ολίγες φορές μάλιστα οι δυο μορφές αυτές συμφέροντος βρίσκονται σε σύγκρουση, αλλά πάντα το εθνικό φαίνεται να υπερνικά το ευρωπαϊκό. Αντιστοίχως και σχεδόν ντετερμινιστικά συναντώνται αντικρουόμενα συμφέροντα και σε διακρατικό επίπεδο, όπου και επιλύονται πλέον με όρους συσχετισμών δύναμης και επιβολής εξουσίας του ισχυρότερου στον πιο αδύναμο. Από τη στιγμή που ενυπάρχουμε σε μια ένωση με κυρίαρχο όρο την εθνική μας καταγωγή, είναι αυταπάτη να πιστεύουμε ότι η Ε.Ε. μπορεί μια ημέρα να γίνει το σπίτι όλων των λαών. Πάντα θα υπάρχουν Γερμανίες με μονίμως πλεονασματικά εμπορικά ισοζύγια και πάντα θα υπάρχουν Ελλάδες με μονίμως ελλειμματικά, ακόμη και εάν αλλάζουν ονομασία ανάλογα με τη δεδομένη χρονική συγκυρία.
Αλήθεια όμως, για ποιο «ευρωπαϊκό συμφέρον» και για ποιο ‘’κοινό συμφέρον’’ γίνεται λόγος; Ποιος πολιτικός χώρος πλέον πιστεύει πως δημοκρατικά ορίζεται πλέον το συμφέρον των λαών της ΕΕ μέσω της ισορροπίας των αλληλοαντικρουόμενων τάσεων; Η αμφισβήτηση πλέον της ΕΕ δεν έρχεται μόνο από την Αριστερά και την ακροδεξιά, αλλά και από αυτόν τον ευρύτερο χώρο του κέντρου, καθώς οι ψηφοφόροι «κατά παραχώρηση» ψηφίζουν τον λιγότερο ‘’κακό’’ ή την ‘’ελιά με το λιγότερο δάκο’’, για να συμμετέχει σε διαδικασίες και δομές που οι πολίτες δεν γνωρίζουν πότε συμβαίνουν, ποιοι αποφασίζουν και τι αποφάσεις παίρνονται. Η γενικότερη πολιτική παρακμή ανατροφοδοτείται από το δίλλημα ‘’τι να ασχοληθώ αφού τίποτα δεν αλλάζει’’ και ‘’τι να αλλάξει αφού κανείς δεν ασχολείται’’.
Σε αυτή την εποχή παρακμής των ιδεών, μια ιδέα μένει σταθερή, το ‘’έθνος’’. Πρόκειται για ένα έθνος φρέσκο κατά τον Πουλαντζά. Είναι το έθνος-κράτος των ιδεολογικών μηχανισμών, της βίας, της ομοιογένειας, των γενοκτονιών. Λίγα έχει να πει αυτό το έθνος για πολιτισμό και κουλτούρα, παράδοση και τέχνη. Αυτά υπάρχουν καλά ασφαλισμένα στα βιβλία και στην ΕΡΤ3 κάθε Κυριακή μεσημέρι, όπου τα κρατάμε με προσοχή μη μας τα κλέψει η παγκοσμιοποίηση. Έτσι την κρίσιμη ώρα, μπροστά στην κάλπη, θα ακούσει το κάλεσμα του υποκειμένου (έγκληση κατά τον Αλτουσέρ) ο Έλληνας και ο Γερμανός: ‘’Είσαι Πατριώτης’’. Όταν όλες οι άλλες ιδέες καταρρέουν πάντα η Πατρίδα θα βρίσκεται εκεί, ευάλωτη και έτοιμη να εκχυδαϊστεί για να προσφέρει άλλοθι στα πιο προδοτικά καλέσματα για ενότητα.
Η Αριστερά έχοντας υπόψιν της την αρχιτεκτονική της Ε.Ε. και πως ο όποιος εκδημοκρατισμός της έχει σαφώς περιορισμένα όρια, υποχρεούται να ανοίξει μαζικά τη συζήτηση για έξοδο της Ελλάδας από εκείνη, χωρίς αστερίσκους και μέσες άκρες. Εάν η Ε.Ε. δεν έχει τίποτα να προσφέρει στους λαούς της, τότε το σοφότερο θα ήταν να καταλήξει στον κάλαθο των αχρήστων της ιστορίας. Εξάλλου το ερώτημα παραμένει: σε μία ένωση με χαρακτηριστική δομή το μοντέλο συμμετοχής βάσει έθνους-κρατικής οντότητας, η ύπαρξη μιας αλυσίδας εξουσίας η οποία καθορίζει τους καταπιεστές και τους καταπιεζομένους (αρκετά ευδιάκριτα μάλιστα τις πλείστες των φορών) πρέπει να θεωρείται δεδομένη;
Πολλοί “καλοπροαίρετοι” θα μιλήσουν (όπως ανά περιόδους κάνουν εξάλλου) για ταύτιση των θέσεων της Αριστεράς με εκείνες της ακροδεξιάς, με σκοπό να τη λοιδορήσουν και να κανονικοποιήσουν τη λογική των δύο άκρων. Είτε συνειδητά βέβαια είτε όχι, παραγνωρίζουν το γεγονός πως ο καθοριστικός παράγοντας άσκησης πολιτικής σχεδόν ποτέ δεν είναι το αιτιατό μα το αίτιο. Ο λόγος για τον οποίο η ακροδεξιά κατά κόρον δηλώνει ευρωσκεπτικιστική είναι πως αποζητά όσο τίποτα την πλήρη εθνική περιχάραξη, στη βάση του έθνους-κράτους. Κάτι τέτοιο δε φαντάζει ιδιαιτέρως παράταιρο στη σκέψη πως το βασικό κριτήριο διαχωρισμού του ατόμου στα ενδότερα της ‘’ηθικής’’ της είναι η εθνική και φυλετική του καταγωγή.
Και μετά τι;
Εάν όμως η Αριστερά και δη η ελληνική δεν αναγνωρίζει κάποια θετική προοπτική στο υπάρχον ευρωπαϊκό οικοδόμημα, τότε τι; Υπάρχει εναλλακτική ή έστω είναι σε θέση να αντιπροτείνει κάτι ακόμη και σε ιδεατό επίπεδο;
Ας είμαστε ρεαλιστές, μέσα από αλλεπάλληλες συγκεντρώσεις, επεκτάσεις και αναδιπλώσεις, άλλοτε μέσω μιας φυσικής σμιθιανής ροπής να καλύψει τη ζήτηση, άλλοτε μέσω κρατικοδίαιτων μονοπωλίων και άλλοτε με ωμή στρατιωτική βία, το κεφάλαιο έχει δημιουργήσει έναν νέο καπιταλιστικό διεθνή χώρο, έναν χώρο όπου οι νόμοι της αγοράς είναι εγγεγραμμένοι, για τον Φουκώ, ακόμα και στα σώματα των υποκειμένων. Η Αριστερά, έχει καθήκον πλέον να αποδεχτεί πως στο παγκοσμιοποιημένο σύστημα του σήμερα, η πραγματικότητα επιτάσσει η απάντηση που θα δοθεί να είναι διεθνιστική. Μια κρατική οντότητα ολομόναχη, ακόμη και με εργατική εξουσία, δεν έχει καμία δυνατότητα να επιβιώσει χωρίς διεθνείς συμμαχίες.
Είναι αυτή, μια μοναδική ευκαιρία για την Αριστερά, για να τολμήσει τη μεγαλύτερη ρήξη. Πενήντα σχεδόν χρόνια μετά το Μάη του 68 είναι ανάγκη η Αριστερά με πρωτοπόρα τη νεολαία, να τολμήσει να σχεδιάσει ξανά το μέλλον του κόσμου. Η Αριστερά πρέπει να οραματιστεί και να παλέψει για τη δημιουργία μίας διεθνούς δομής, η οποία θα περιλαμβάνει όχι πλέον με εθνικούς αλλά με ταξικούς όρους τους υποτελείς του κόσμου στην αγκαλιά της. Μία δομή στην οποία θα συμμετέχουν από τα κάτω κόμματα, συνδικάτα και κινήματα, που απώτερο στόχο δε θα έχουν άλλον από την ανατροπή του υπάρχοντος κοινωνικοοικονομικού συστήματος και την αντικατάστασή του από ένα σύστημα που θα έχει ως ρίζα του τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, πέρα από κάθε είδους εργατική ή έμφυλη εκμετάλλευση.
Δεν τρέφουμε αυταπάτες, το ‘’εθνικό συμφέρον’’ ακούγεται πάντα πιο κοντά στο μέσο άνθρωπο από την «τάξη» και το κάλεσμα σε έναν αγώνα ενάντια στο εγχώριο κεφάλαιο θα βρίσκει πάντα ‘’ντόπιους’’ εχθρούς. Αλλά ταυτόχρονα είναι το ίδιο το εγχώριο κεφάλαιο που θα πουλήσει γη και ύδωρ στις ξένες επιχειρήσεις για λίγη «ανάπτυξη» και είναι αυτό το εγχώριο κεφάλαιο που δε θα δειλιάσει να προδώσει τους εργαζομένους του όταν ξεσπάσει η πρώτη κρίση. Πως είναι δυνατόν η συμμαχία με το εγχώριο κεφάλαιο να είναι ‘’εθνικά συμφέρουσα’’; Εθνικά συμφέρουσα είναι μόνο η ανατροπή του καπιταλισμού και η απελευθέρωση του λαού από τα δεσμά του κεφαλαίου. Εθνικά συμφέρουσα είναι η συμμαχία με την (καλύτερα αμειβόμενη) εργατική τάξη της Γερμανίας και την εξουθενωμένη εργατική τάξη της Τουρκίας για την ανάληψη της εξουσίας, για την παύση των πολέμων, για δωρεάν υγεία, παιδεία και ανθρώπινες συνθήκες εργασίας.
Η Αριστερά του αποκλειστικού ‘’-αντί’’ καλείται σήμερα να γίνει κομμουνιστική Αριστερά, λαμβάνοντας την ευθύνη της πρότασης κομμουνιστικού οράματος και προγράμματος για την ανάληψη της εξουσίας. Η στρατηγική ήττα που υπέστη το σχέδιο του ηγεμονικού έως τότε κομματιού της Αριστεράς το καλοκαίρι του 2015, πέρα από τον κατακερματισμό ο οποίος επήλθε ως απόρροια αυτής, προσέφερε και την ευκαιρία να αναδειχθούν τα όρια της όποιας φιλολαϊκής παρέμβασης στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι ψευδαισθήσεις για ένα καλύτερο μέλλον των ‘’από-κάτω’’ εντός του ενωσιακού τοίχους ως ζήτημα πολιτικών συσχετισμών, ανήκουν στο παρελθόν. Έχουν παραχωρήσει τη θέση τους στην αναγνώριση της αναγκαιότητας ενός αύριο εκτός Ε.Ε.
Μια νέα Ένωση με πυρήνα τις δυνάμεις της εργασίας είναι όχι μόνο εφικτή, μα απαραίτητη· μια Ένωση που έχει τη δυνατότητα να αναδυθεί μόνο μέσα από τα συντρίμμια της υπάρχουσας. Μια Ενωμένη Ευρώπη είναι εφικτή εάν θεμελιώνεται εκ βαθέων επάνω στα συμφέροντα των λαών της. Μια Ενωμένη Ευρώπη γνήσια φιλειρηνική είναι εφικτή μόνο αν αντικατασταθούν οι υπάρχουσες ολιγαρχίες με αληθινές δημοκρατίες. Η ευθύνη της Αριστεράς και δη, της ελληνικής Αριστεράς είναι πλέον ιστορικής σημασίας για την ενότητα των λαών της Ευρώπης.