Ανάπτυξη χαμηλότερη από τις προηγούμενες εκτιμήσεις στο 3,3% βλέπει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για την ελληνική οικονομία το 2021, με την κυβέρνηση να κάνει λόγο για 3,6%. Από την πλευρά του ο ΟΟΣΑ στην εξαμηνιαία έκθεση του εκτιμά ανάπτυξη 3,8%.

Την ίδια ώρα, αισιοδοξία για ανάπτυξη της Οικονομίας πάνω από 3,5% εξέφρασε το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, σε μία έκθεση όμως που χαρακτηρίζεται από την αβεβαιότητα για την πορεία των εμβολιασμών και κυρίως τα τουριστικά έσοδα.

Σημαντικό στοιχείο στην έκθεση του ΔΝΤ είναι η αδυναμία που αποτυπώνει στο να κάνει εκτιμήσεις για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους.

Μάλιστα, το ΔΝΤ διατύπωσε συστάσεις για μείωση συντάξεων και κονδυλίου για μισθούς δημοσίων υπαλλήλων και συντάξεων καθώς και για επιβολή φόρου εισοδήματος στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα.

Οι επιφυλάξεις βασίζονται και στο κόστος δανεισμού της ελληνικής κυβέρνησης, καθώς όσο τα επιτόκια παραμένουν χαμηλά κοντά με τα προγράμματα της ΕΕ δεν υπάρχει ζήτημα, αλλά εκφράζονται ανησυχίες όταν η Ελλάδα θα βγει στις αγορές με τα ανάλογα επιτόκια.

Τέλος, στην έκθεση του ΔΝΤ διατυπώνονται και αιχμές όσον αφορά τη μη εξυπηρετούμενα δάνεια και τις ελληνικές τράπεζες. Προτείνει να υπάρχουν εναλλακτικά σχέδια, στην περίπτωση που οι νέες προσπάθειες για αυξήσεις κεφαλαίου στις τράπεζες είναι ανεπαρκείς ή υλοποιηθούν άλλα ρίσκα εκτέλεσης.

Αναλυτικά, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναφέρει τα εξής:

1. Η αντίδραση της κυβέρνησης στην πανδημία ήταν γρήγορη και ενεργητική. Η Ελλάδα μπήκε στην πανδημία με μια ανάκαμψη που δεν είχε ολοκληρωθεί, αλλά η χώρα έχει δείξει ανθεκτικότητα στην αντιμετώπιση της Covid-19. Η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 8,2% το 2020, καλύτερα από το αναμενόμενο δεδομένης της υψηλής εξάρτησης της Ελλάδας από τον τουρισμό και των προϋπαρχουσών ευάλωτων σημείων.

Η κυβέρνηση παρείχε ένα από τα μεγαλύτερα δημοσιονομικά πακέτα τόνωσης στην ευρωζώνη, που απέτρεψε την εκτίναξη των εταιρικών προβλημάτων και διατήρησε τους εργαζόμενους στην αγορά εργασίας, αν και οι νεαρής ηλικίας και οι μερικώς εργαζόμενοι βίωσαν μια απότομη πτώση της απασχόλησης. Η εποπτική διευκόλυνση και η διευκόλυνση της ΕΚΤ προστάτευσαν τον τραπεζικό τομέα και διατήρησαν τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες εξαιρετικά υποστηρικτικές.

2. Η οικονομία αναμένεται να ανακάμψει το 2021-2022. Οι επενδύσεις μέσω των επιχορηγήσεων του Next Generation EU (NGEU), της εγκλωβισμένης κατανάλωσης και της επανέναρξης του τουρισμού, αναμένεται να είναι οι βασικοί «οδηγοί» της ανάκαμψης, με την ανάπτυξη να προβλέπεται στο 3,3% φέτος, που θα αυξηθεί στο 5,4% το 2022. Η μόνιμη απώλεια παραγωγής από την πανδημία προβλέπεται να φτάσει το 3%, υποδηλώνοντας πως οι ενέργειες πολιτικής θα πρέπει να επικεντρωθούν στη διευκόλυνση τόσο της ρύθμισης χρεών όσο και της ανακατανομής πόρων.

3. Υπάρχουν ουσιαστικές αβεβαιότητες και πτωτικά ρίσκα που συνεχίζουν να επισκιάζουν τις προοπτικές. Ενώ ο πλήρης εμβολιασμός προχωρά με ρυθμό άνω του ευρωπαϊκού μέσου όρου, μια πιο παρατεταμένη πανδημία θα πρόσθετε σημαντικά πτωτικά ρίσκα σε όλους τους κλάδους της οικονομίας. Επιπλέον, η αβέβαιη έκταση των μη εξυπηρετούμενων δανείων που συνδέονται με την πανδημία θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα σχέδια τιτλοποίησης των τραπεζών και να περιορίσουν την πιστωτική ανάπτυξη. Άλλοι κίνδυνοι είναι μια πιο αδύναμη από το αναμενόμενο απορρόφηση της χρηματοδότησης από το NGEU ενώ από τους εξωτερικούς κινδύνους, βασικός είναι η αντιστροφή των παγκόσμιων διευκολυντικών χρηματοπιστωτικών συνθηκών και η υλοποίηση γεωπολιτικών κινδύνων.

4. Τα «ανοδικά» ρίσκα για την ανάπτυξη πηγάζουν κυρίως από την πλήρη εκτέλεση των σχεδίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Η στρατηγική θα μπορούσε να ξεκλειδώσει συνέργειες που θα αντιμετώπιζαν πολλαπλές προκλήσεις. Οι υψηλότερες επενδύσεις, οι οικονομίες κλίμακας από το μεγαλύτερο μέγεθος εταιρειών και ο αυξανόμενος εξαγωγικός προσανατολισμός θα κρατούσαν υπό έλεγχο το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών και σε συνδυασμό με τη διαρθρωτική μεταρρυθμιστική ατζέντα του Ταμείου Ανάκαμψης, θα αύξαναν την ανάπτυξη της παραγωγικότητας, θα κατεύθυναν τη χώρα προς την επενδυτική βαθμίδα και θα παγίωναν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους.

Η επέκταση της παραγωγής, οι χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές και η ψηφιοποίηση θα διεύρυναν τη φορολογική βάση και θα απέφευγαν ορισμένες επιπτώσεις, όταν εξαντληθεί η χρηματοδότηση από το NGEU. Οι αυξημένες ευκαιρίες δανεισμού θα στήριζαν τα επιτοκιακά περιθώρια και η μείωση του επιπέδου των NPEs θα επέτρεπε στις τράπεζες να βελτιώσουν την ποιότητα του κεφαλαίου οργανικά. Ενώ ένας τέτοιος ενάρετος κύκλος δεν μπορεί να αποκλειστεί, ωστόσο η άποψη της αποστολής του ΔΝΤ είναι πως υπόκειται σε σημαντικά ρίσκα εκτέλεσης.

5. Το επίπεδο του δημόσιου χρέους προβλέπεται να μειωθεί μεσοπρόθεσμα και οι μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες και η ικανότητα αποπληρωμής του ΔΝΤ παραμένουν επαρκείς στην περίπτωση διαφόρων πτωτικών ρίσκων. Μετά από μια εκτίναξη το 2020, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας προβλέπεται να κορυφωθεί το 2021 και να μειωθεί σταδιακά μεσοπρόθεσμα, αν και παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα απ’ όσο προβλέπονταν πριν από την πανδημία. Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας παραμένει βιώσιμο μεσοπρόθεσμα, βασιζόμενο στην αρνητική διαφορά επιτοκίων-ανάπτυξης και στη σταδιακή επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα. Το μεγάλο μαξιλάρι ρευστότητας της κυβέρνησης και η ενεργή διαχείριση παθητικού μετριάζουν περαιτέρω τα ρίσκα αναχρηματοδότησης, ενώ η ικανότητα της Ελλάδας να εξυπηρετήσει το χρέος της σε ένα σοβαρό σοκ εξαρτάται από τη συνεχιζόμενη περιφερειακή στήριξη.

6. Λόγω της μεγάλης αβεβαιότητας, δεν μπορεί να υπάρξει οριστική εκτίμηση ως προς τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Ενώ μια εφικτή σειρά πολιτικών και η τροχιά των επιτοκίων θα μπορούσαν να φέρουν μια δυναμική βιώσιμου χρέους μακροπρόθεσμα, τα εναλλακτικά σενάρια υποδηλώνουν πως η αβεβαιότητα αναφορικά με το μακροπρόθεσμο ουδέτερο επιτόκιο και τα risk premia είναι πολύ υψηλή, για να υπάρξει κάποιο σταθερό συμπέρασμα. Αυτό συνιστά διαφοροποίηση από το προηγούμενο μακροπρόθεσμο DSA που δημοσιοποιήθηκε το 2018, που αναγνώριζε επίσης μια μεγάλη αβεβαιότητα, ωστόσο συμπέραινε πως η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους δεν διασφαλίζεται υπό μια ρεαλιστική σειρά μακροδημοσιονομικών υποθέσεων.

Ενώ οι ανησυχίες αναφορικά με την ικανότητα της Ελλάδας να διατηρήσει τους στόχους για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα έχουν μεγαλώσει λόγω της πανδημίας και η αβεβαιότητα αναφορικά με τον δυνητικό δρόμο της ανάπτυξης παραμένει, ωστόσο αυτά αντισταθμίζονται με το παραπάνω από τη σημαντική μείωση του risk-free rate και της πολύ μεγάλης συμπίεσης των spreads των ελληνικών ομολόγων. Αυτή η συμπίεση των αποδόσεων των ομολόγων ξεκίνησε πριν την πανδημία και συνεχίστηκε μετά την παρουσίαση των πανευρωπαϊκών οικονομικών και χρηματοπιστωτικών πακέτων στήριξης. Ωστόσο, η αβεβαιότητα ως προς το αν μπορεί να διατηρηθούν στο μέλλον επαρκώς χαμηλά επιτόκια εν μέσω μιας πρωτοφανούς μετάβασης από την επίσημη χρηματοδότηση στη χρηματοδότηση από την αγορά, αποτελεί έναν παράγοντα-κλειδί στην επικαιροποιημένη εκτίμηση της αποστολής του ΔΝΤ.

7. Οι συζητήσεις πολιτικής επικεντρώνονται στην αποτροπή του ενδεχόμενου να μείνουν σημάδια στην οικονομία και στην καλλιέργεια μιας περιεκτικής ανάκαμψης, φέρνοντας τη μετάβαση από τις «γραμμές ζωής» στις επενδύσεις που θα χρηματοδοτούνται με πόρους του NGEU. Η βραχυπρόθεσμη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στα υγειονομικά αποτελέσματα και πως οι στόχοι για τη μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική βιωσιμότητα δεν θα πρέπει να επιτευχθούν σε βάρος της ανάπτυξης, ιδιαίτερα δεδομένης της επίπτωσης των δυο κρίσεων στους νέους που βιώνουν υψηλά ποσοστά ανεργίας. Στην περίπτωση υλοποίησης των πτωτικών ρίσκων, θα πρέπει να υπάρχει μέριμνα μέσω των αυτόματων σταθεροποιητών καθώς και μέσω περαιτέρω στοχευμένης στήριξης, εάν είναι απαραίτητο. Παράλληλα, οι αρχές θα πρέπει να ενισχύσουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τις μεταρρυθμίσεις στον χρηματοοικονομικό τομέα, βάζοντας σε προτεραιότητα αυτές που ενθαρρύνουν μια ταχεία, βιώσιμη ανακατανομή κεφαλαίων και εργασίας και συμμετοχικής ανάπτυξης.

8. Η αποστολή του ΔΝΤ στήριξε τη διατήρηση της δημοσιονομικής διευκόλυνσης το 2022. Τα μέτρα που σχετίζονται με την πανδημία υποδηλώνουν ένα πρωτογενές έλλειμμα περίπου 7 1/4 του ΑΕΠ το 2021, με μεγάλο μέρος της στήριξης να είναι εμπροσθοβαρής, ενόψει των εκταμιεύσεων του NGEU, και ευθυγραμμίζεται με προηγούμενες συστάσεις της αποστολής. Ενώ το πρωτογενές έλλειμμα του 2022 αναμένεται να ανακάμψει στο 1% του ΑΕΠ, η υποκείμενη δημοσιονομική στάση, εξαιρουμένων των προσωρινών μέτρων για την Covid-19, παραμένει επεκτατική κατά περίπου 2% του ΑΕΠ. Από κυκλική άποψη, είναι αδύναμη η επιχειρηματολογία υπέρ της περαιτέρω παροχής μέτρων τόνωσης, δεδομένου ότι το χάσμα της παραγωγής κλείνει ταχύτατα υπό το βασικό σενάριο, αλλά θα μπορούσαν να βοηθήσουν να μειωθούν οι κίνδυνοι να μείνουν σημάδια στην οικονομία και να στηρίξουν τη δημιουργία θέσεων εργασίας, που αναμένεται να υστερήσουν έναντι της ανάκαμψης της παραγωγής, υπό την προϋπόθεση πως τα μέτρα τόνωσης θα δαπανηθούν σωστά.

9. Οι αρχές θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν την επιπλέον στήριξη για να ξεκινήσουν μια διαρκή βελτίωση στο μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής. H μείωση του συντελεστή φόρου εταιρικού εισοδήματος και της προκαταβολής φόρου είναι καλοδεχούμενα καθώς ενισχύουν τα επενδυτικά κίνητρα και διατηρούν μια ισχυρή ρευστότητα. Ωστόσο, η αποστολή του ΔΝΤ ζήτησε να δοθεί εξίσου έμφαση στον μακροπρόθεσμο στόχο της βελτίωσης του μείγματος δαπανών στον προϋπολογισμό. Βραχυπρόθεσμα, αυτό περιλαμβάνει την αντιμετώπιση των χασμάτων στο πρόγραμμα του εγγυημένου ελάχιστου εισοδήματος καθώς η στήριξη θα πρέπει να μεταφερθεί από τη διατήρηση θέσεων εργασίας προς τη στοχευμένη στήριξη εισοδήματος και την επανενεργοποίηση εργαζομένων, καθώς και στην αντιμετώπιση των αναγκών στις παροχές υγείας. Καθώς τα μέτρα αυτά έχουν διαρθρωτική δημοσιονομική επίπτωση, θα πρέπει να συνοδεύονται από μια ανανεωμένη ώθηση στη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου μεσοπρόθεσμα, μέσω και της διεύρυνσης της βάσης του φόρου προσωπικού εισοδήματος, της αντιμετώπισης των κενών στη συμμόρφωση με τον ΦΠΑ, και στη στόχευση προς εξοικονόμηση δαπανών από προγράμματα που δεν έχουν τόσο καλή στόχευση (περιλαμβανομένων των συντάξεων), από τους μισθούς του δημοσίου τομέα (με τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων να έχει αυξηθεί και πάλι στα προ κρίσεως επίπεδα) και από τις ΔΕΚΟ (που συνεχίζουν να αποστραγγίζουν τον προϋπολογισμό).

10. Η αργή πρόοδος στην αποκατάσταση της υγείας του τραπεζικού κλάδου προ πανδημίας αντανακλά τους βαθιά ριζωμένους θεσμικούς περιορισμούς και τους περιορισμούς πολιτικής. Η αδύναμη βασική κερδοφορία, οι αγοραίες αξίες των NPEs χαμηλότερα της λογιστικής αξίας και το μέτριο επενδυτικό ενδιαφέρον δεδομένου του κινδύνου dilution από το υψηλό και αυξανόμενο μερίδιο των DTCs στα τραπεζικά κεφάλαια, φρέναρε τις ταχύτερες οργανικές λύσεις. Σε επίπεδο πολιτικής, οι ελληνικές και ευρωπαϊκές αρχές βασίστηκαν σε χρηματοοιονομικές τεχνικές για να μειώσουν τα NPEs χωρίς να πυροδοτήσουν τη μετατροπή των DTCs ή να φέρουν υψηλά εμπροσθοβαρή δημοσιονομικά κόστη, τηρώντας παράλληλα τους πανευρωπαϊκούς κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις.

11. Ο «Ηρακλής» θα μπορούσε να επιτύχει μια ταχεία μείωση των NPEs, υπό την προϋπόθεση πως θα είναι επιτυχημένες οι προσπάθειες αύξησης κεφαλαίου. Η πανδημία θα μπορούσε να καθυστερήσει την περαιτέρω ομαλοποίηση των ισολογισμών των τραπεζών, απαιτώντας μια ενεργητική κρατική προσέγγιση που θα υποστηρίζεται από μια ολοκληρωμένη ανάλυση κόστους/οφέλους όλων των βιώσιμων λύσεων. Οι γενικοί στόχοι θα πρέπει να μειώνουν τους κινδύνους του χρηματοπιστωτικού τομέα και να αποφεύγουν μια παρατεταμένη και αθόρυβη οικονομική ανάκαμψη χωρίς πιστώσεις. Από αυτή την άποψη, η αποστολή του ΔΝΤ χαιρετίζει την επέκταση των επιπλέον κρατικών εγγυήσεων για την τιτλοποίηση των NPEs («Ηρακής ΙΙ») αλλά προτείνει να υπάρχουν εναλλακτικά σχέδια, στην περίπτωση που οι νέες προσπάθειες για αυξήσεις κεφαλαίου στις τράπεζες είναι ανεπαρκείς ή υλοποιηθούν άλλα ρίσκα εκτέλεσης.

Καθώς η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος για δημιουργία εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων μπήκε στο «συρτάρι», η αποστολή του ΔΝΤ ενθάρρυνε τις αρχές να εργαστούν με τους Ευρωπαίους εταίρους για να βρουν μια λύση για την αδύναμη ποιότητα των τραπεζικών κεφαλαίων. Εν μέσω αυξανόμενης τραπεζικής διαφοροποίησης, μετατροπή των stand-alone DTCs θα πρέπει να εξεταστεί ως ύστατη λύση, αν αποκαθιστά την εμπιστοσύνη των επενδυτών για τις τράπεζες εκείνες που δεν μπορούν να αξιοποιήσουν πλήρως τα υφιστάμενα εργαλεία. Η αποστολή του ΔΝΤ ενθάρρυνε επίσης τις αρχές να ολοκληρώσουν γρήγορα μια τροποποίηση του νόμου για τα DTCs, προκειμένου να διασφαλιστεί πως τα εργαλεία θα απορροφούν τις απώλειες στην περίπτωση εκκαθάρισης. Η αποτελεσματική εφαρμογή και χρήση του νέου πτωχευτικού κώδικα, και από τους servicers, θα είναι κρίσιμης σημασίας για την ουσιαστική διευθέτηση χρεών.

12. Η εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα είναι ουσιώδους σημασίας για να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι να μείνουν σημάδια στην οικονομία και για να υπάρξει μόχλευση των πόρων του NGEU. Οι μεταρρυθμίσεις έχουν προοδεύσει σε μια σειρά τομέων και η διεύρυνση των εξωτερικών ανισορροπιών της Ελλάδας πέρυσι αντανακλά κυρίως προσωρινούς παράγοντες που σχετίζονται με την πανδημία. Εντούτοις, η διευθέτηση της υπερτίμησης της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας και η ενίσχυση των προοπτικών σύγκλισης στην ευρωζώνη απαιτεί επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που τονώνουν την παραγωγικότητα, μειώνουν τα μη μισθολογικά κόστη και κλείνουν το επενδυτικό χάσμα. Η βελτίωση του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής θα βοηθούσε ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι των αρχών για τη συμμετοχή του εργατικού δυναμικού, ενθαρρύνοντας τη συμμετοχή των γυναικών (ιδιαίτερα μέσω της χρηματοδότησης της φροντίδας παιδιών) και επενδύοντας στις προοπτικές των νέων και της απόκτησης νέων δεξιοτήτων από τους μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενους. Οι πόροι του NGEU μπορούν δυνητικά να στηρίξουν τη μετάβαση της Ελλάδας σε ένα πλούσιο σε επίπεδο απασχόλησης, δικαιότερο και πιο «πράσινο» αναπτυξιακό μοντέλο, υπό την προϋπόθεση ότι θα αναβαθμιστεί το πλαίσιο δημοσίων επενδύσεων.

Η αποστολή του ΔΝΤ συνέστησε το νομοσχέδιο για τα εργασιακά να καλλιεργεί την ευελιξία στην αγορά εργασίας και η προσαρμογή του κατώτατου μισθού να είναι συνετή. Η αποστολή ενθάρρυνε επίσης τις αρχές να εφαρμόσουν σωστές δικλίδες ασφαλείας, για να διασφαλίσουν τη διαφάνεια και τη λογοδοσία των έκτακτων δαπανών που σχετίζονται με την Covid-19 και για να προστατεύσουν την ανεξαρτησία και αξιοπιστία τις στατιστικής υπηρεσίας και του προσωπικού της, καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια για να τηρηθεί η «Δέσμευση επί της Εμπιστοσύνης στη Στατιστική» που επικυρώθηκε από την κυβέρνηση το 2012.