Δημοσιεύτηκε στο The Intercept

Η θεωρία έχει ως εξής: Ψηφοφόροι της εργατικής τάξης, ειδικά σε ταλαντευόμενες πολιτείες της «Σκουριασμένης Ζώνης» (σ.τ.μ. υποτιμητικός όρος που χρησιμοποιείται για τις μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ και γενικότερα όλες τις περιοχές όπου μετά τη δεκαετία του 1980 άρχισε να παρακμάζει η βιομηχανία) επαναστάτησαν εναντίον του κόμματος που βρισκόταν στον  Λευκό Οίκο (σ.τ.μ. των Δημοκρατικών) ώστε να το τιμωρήσουν για την εξωτερική ανάθεση της εργασίας τους σε τρίτους (outsourcing) και τη στασιμότητα των μισθών τους. Αυτοί οι «ξεχασμένοι ψηφοφόροι» υποστήριξαν έναν λαϊκιστή «δισεκατομμυριούχο της εργατικής τάξης» που διαμαρτυρόταν εναντίον του ελεύθερου εμπορίου και της παγκοσμιοποίησης.   

Όλοι, από τον Jesse Waters, παρουσιαστή του Fox News, μέχρι τον σοσιαλιστή Γερουσιαστή Μπέρνι Σάντερς προώθησαν όλη αυτή τη θεωρία της «οικονομικής ανησυχίας». Όμως πρόκειται εντελώς για μύθο. Όπως τόνισα τον Απρίλιο του 2017, αναφέροντας τόσο τις προεκλογικές έρευνες όσο και τα στοιχεία των exit-polls, η εκλογή του Τραμπ σχετιζόταν λιγότερο με την οικονομική ανησυχία ή την απελπισία και πολύ περισσότερο με την πολιτιστική ανησυχία και τη φυλετική πικρία. Οποιοσδήποτε ασχοληθεί και μελετήσει τα εμπειρικά στοιχεία ή ακούσει τον Τραμπ να προσβάλει μαύρους αθλητές αποκαλώντας τους «π..ανας γιους» ή την Elizabeth Warren ως «Ποκαχόντας» μπροστά σε ζητοκραυγάζοντα πλήθη, γνωρίζει πολύ καλά την πηγή της ελκυστικότητάς του.

Το πρόβλημα, ωστόσο, με την προσπάθεια να αντικρούουμε διαρκώς όλη αυτήν τη συζήτηση για την «οικονομική ανησυχία» είναι ότι αυτό αποτελεί ένα επιχείρημα ζόμπι. Όπως παρατήρησε ο Paul Krugman, αυτά είναι επιχειρήματα «που έχουν αποδειχθεί λάθος, θα έπρεπε να είναι ξεπερασμένα, αλλά εξακολουθούν να υφίστανται  γιατί εξυπηρετούν έναν πολιτικό σκοπό». Ή διαφορετικά όπως το έθεσε ο μελετητής της επιστήμης Μπεν Γκόλντεϊκρ, επιχειρήματα που «επιβιώνουν ώστε να επανέρχονται αιωνίως ανεξαρτήτως με το πόσες φορές έχουν καταρριφθεί».

Για να είμαστε σαφείς: Η «οικονομική ανησυχία» έχει ήδη καταρριφθεί επανειλημμένα από τους ειδικούς τους τελευταίους 18 μήνες. Τέσσερις σχετικές μελέτες ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες. Η πρώτη εμφανίστηκε τον Μάιο του 2017, ένα μήνα αφότου έγραψα το αρχικό μου κομμάτι, όταν το περιοδικό The Atlantic και το Ινστιτούτο Δημόσιας Θρησκευτικής Έρευνας (PRRI) δημοσίευσαν τα αποτελέσματα μιας κοινής ανάλυσης δεδομένων που συλλέχθηκαν μετά τις εκλογές. Υποστήριξαν τον Τραμπ ορδές φτωχών, λευκών, ψηφοφόρων της εργατικής τάξης; Ήταν η οικονομία, ηλίθιε;

Όχι. Η ανάλυση του PRRI, στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από 3.000 ψηφοφόροι, συνοψίζει την άποψη της Έμα Γκριν στο The Atlantic, η οποία «υποστηρίζει ότι οι ψηφοφόροι της λευκής εργατικής τάξης που ανησυχούν για τα οικονομικά τους ήταν πιθανότερο να προτιμήσουν την Κλίντον από τον Τραμπ». Κατανοητό; Τη Χίλαρι από τον Τραμπ. Εν τω μεταξύ, βάζοντας στην άκρη τις κομματικές προτιμήσεις, «η πολιτιστική ανησυχία – η αίσθηση ότι είσαι ξένος στην Αμερική, η υποστήριξη των απελάσεων των μεταναστών και ο δισταγμός για επενδύσεις στην εκπαίδευση –ήταν οι βασικοί λόγοι που υποστηρίχθηκε ο Τραμπ».

Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, οι λευκοί ψηφοφόροι της εργατικής τάξης που εξέφραζαν φόβους για «πολιτιστικό εκτοπισμό» ήταν τρεισήμισι φορές πιο πιθανό να ψηφίσουν τον Τραμπ απ’ ό,τι εκείνοι που δεν συμμερίζονται αυτούς τους φόβους.

Έκπληξη!

Δεύτερον, τον Ιανουάριο του 2018, μια μελέτη τριών πολιτικών επιστημόνων του Amherst – του Μπράιαν Φ. Σάφνερ, του Μάθιου ΜακΟυίλιαμς και του Τάτισε Ντέτα – ρωτούσε: «Τι ήταν αυτό που έκανε λευκούς χωρίς πανεπιστημιακή μόρφωση να στηρίξουν πολύ περισσότερο τον Τραμπ απ’ ό,τι λευκοί με πτυχίο;». Ακολουθεί η απάντησή τους η οποία βασίζεται στα στοιχεία έρευνας σε σύνολο 5.500 ενήλικων Αμερικανών:

«Διαπιστώνουμε ότι οι απόψεις για τον ρατσισμό και τον σεξισμό συνδέθηκαν στενά με την επιλογή της ψήφου το 2016, ακόμη και αφού λαμβάνονταν υπόψη οι κομματικές προτιμήσεις, η ιδεολογία και άλλοι τυπικοί παράγοντες. Αυτοί οι παράγοντες ήταν πιο σημαντικοί το 2016 απ’  ό,τι το 2012, γεγονός που υποδηλώνει ότι η σεξιστική και η φυλετική ρητορική της εκστρατείας του 2016 χρησίμευσε για να ενεργοποιήσει αυτές τις αντιλήψεις στο μυαλό πολλών ψηφοφόρων. Πράγματι, η στάση απέναντι στον ρατσισμό και τον σεξισμό αντιπροσωπεύει περίπου τα δύο τρίτα του εκπαιδευτικού χάσματος στην επιλογή ψήφου το 2016».

Ο ρατσισμός και ο σεξισμός. Ποιος να το περίμενε;
 
Τρίτον, τον Απρίλιο του 2018, η πολιτική επιστήμονας του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, Νταϊάνα Ματζ, δημοσίευσε μια μελέτη στα Πρακτικά της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών, όπου παρατηρούσε ότι «όσοι ζουν σε μια περιοχή με υψηλό μέσο εισόδημα ήταν πιο πιθανό να ψηφίσουν τους Ρεπουμπλικάνους το 2016», κάτι που έρχεται σε αντίθεση «με αυτό που θα περίμενε κανείς βασιζόμενος στο θεώρημα “αυτών που έχουν μείνει πίσω”».

Η Ματζ δεν βρήκε στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι η μείωση του εισοδήματος ή η επιδείνωση «της προσωπικής οικονομικής κατάστασης» οδήγησαν τους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης στη φιλόξενη αγκαλιά του δισεκατομμυριούχου του real estate. Ούτε η μείωση στον τομέα των κατασκευών ή των θέσεων εργασίας στις περιοχές όπου ζούσαν οι ψηφοφόροι του Τραμπ.

Ποιο ήταν λοιπόν το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε;

Σε αυτές τις εκλογές, η εκπαίδευση αποτελούσε απειλή για το στάτους μίας ομάδας, και όχι το ενδεχόμενο να μείνει πίσω οικονομικά. Όσοι πίστευαν ότι χαλάει η ιεραρχία –με τους λευκούς να γίνονται θύματα διακρίσεων περισσότερο από τους μαύρους, τους Χριστιανούς να γίνονται θύματα διακρίσεων περισσότερο από τους μουσουλμάνους και τους άνδρες να γίνονται θύματα διακρίσεων περισσότερο από τις γυναίκες–  ήταν πιο πιθανό να στηρίξουν τον Τραμπ.

Ακόμη δεν έχετε πειστεί; Εξακολουθείτε να προτιμάτε να μένετε προσκολλημένοι στον ψευδή ισχυρισμό που δεν λέει να εξαφανιστεί; Η τελευταία έρευνα που σκοτώνει το ζόμπι δημοσιεύθηκε την προηγούμενη εβδομάδα από την Democracy Fund’s Voter Study Group με τη συμμετοχή του Τζον Σάιντς, του πολιτικού επιστήμονα του πανεπιστημίου Τζορτζ Ουάσινγκτον. Η έκθεση του VSG κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «η κρατούσα άποψη» για τις εκλογές του 2016, και η οποία επικεντρώνεται κυρίως «στις οικονομικές ανησυχίες των Αμερικανών» και προπαντός «της λευκής εργατικής τάξης», είναι «λανθασμένη» και «με λάθος στόχο».

Ο Σάιντς και ο συνεργάτης του Ρόμπερτ Γκρίφιν κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι  «οι οικονομικές ανησυχίες στην πραγματικότητα μειώνονταν και δεν αυξάνονταν» καθώς πλησίαζε η διεξαγωγή των προεδρικών εκλογών και ότι «η διαφορά στη συμπεριφορά των ψηφοφόρων το 2016 δεν ήταν η οικονομική ανησυχία», αλλά ότι «οι απόψεις για τη φυλή και την εθνότητα» είχαν περισσότερη σχέση «με το πώς ψήφισαν οι άνθρωποι».

Σύμφωνα με την έρευνά τους (η οποία επικεντρώθηκε στην πολύ πιο συγκεκριμένη θεωρία της «οικονομικής ανησυχίας» βάσει των άμεσων εμπειριών των ψηφοφόρων με την οικονομική αστάθεια ή τις δυσκολίες):

Αντίθετα με τη διαδεδομένη άποψη, τα αποτελέσματα των ερευνών για τους ψηφοφόρους δείχνουν ότι η οικονομική ανησυχία δεν επικρατεί μεταξύ των λευκών της εργατικής τάξης. Είναι περισσότερο ένα γεγονός που επηρεάζει τη ζωή των έγχρωμων ψηφοφόρων. Εν μέρει εξ αιτίας αυτού του γεγονότος οι ψηφοφόροι του Τραμπ το 2016 δεν ανέφεραν ότι έχουν μεγαλύτερη ανησυχία για τα οικονομικά από τους ψηφοφόρους της Κλίντον. Μάλλον το αντίθετο ισχύει…

Οι πολιτικές συνέπειες της οικονομικής ανησυχίας είναι κυρίως αρνητικές για τον πρόεδρο Τραμπ. Ιδιαίτερα μεταξύ των ανεξάρτητων ψηφοφόρων, όσοι αντιμετωπίζουν οικονομικές ανησυχίες είναι πιο πιθανό να μην εγκρίνουν τις ενέργειες του Τραμπ στην προεδρία. Συνεπώς η οικονομική ανησυχία φαίνεται να ενεργεί περισσότερο σαν δημοψήφισμα για την προεδρία του Τραμπ, παρά ένα κίνητρο για τη στήριξή του. Στην πραγματικότητα η οικονομική ανησυχία ενδέχεται να κοστίσει ψηφοφόρους στον Τραμπ.

Πρέπει πραγματικά να συνεχίσω; Πρέπει να αναφέρω και άλλες έρευνες; Περισσότερες έρευνες; Πώς μπορεί ακόμη να το συζητάμε;
Για να είμαστε ξεκάθαροι, και επαναλαμβάνοντας όσα έγραψα πέρυσι, αυτό δεν σημαίνει ότι οι οικονομικές ανησυχίες δεν έχουν σχέση, ή ότι οι ανησυχίες αναφορικά με το φυλετικό ζήτημα και την κουλτούρα είναι οι μόνοι λόγοι κινητοποίησης των υποστηρικτών του Τραμπ.

Για να επικαλεστώ τρεις ακαδημαϊκούς του πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης Άμχερστ «θα ήταν λάθος να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την επιτυχία του Τραμπ στις προεδρικές εκλογές του 2016 μέσω ενός πρίσματος. Ωστόσο, σε μια εκστρατεία που σημαδεύτηκε από μια εξαιρετικά ωμή φρασεολογία αναφορικά με τη φυλή και τα δύο φύλα, ίσως δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι απόψεις των ψηφοφόρων για τη φυλή και τα δύο φύλα σχετίστηκαν τόσο πολύ με τις επιλογές τους».

Όμως για ποιο λόγο αυτό έχει ακόμη σημασία το 2018; Κατ΄αρχάς, όπως επισημαίνει η Ματζ, «μπορεί κανείς να θαυμάσει περισσότερο τη νίκη του Τραμπ, αν αυτή αποδοθεί στη στήριξη από εργαζόμενους τους οποίους μέχρι πρότινος αγνοούσαν, αντί να αποδοθεί σε αυτούς το καθεστώς των οποίων απειλείται από τις μειονότητες και τις ξένες χώρες».

Επιπλέον, προσθέτει, «οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι που υιοθέτησαν τη ρητορική “αυτών που έχουν μείνει πίσω” ίσως να αισθάνονται ότι πρέπει να ακολουθήσουν πολιτικές που δεν θα κατευνάσουν παρά μόνο πολύ λίγο τις ανησυχίες των λιγότερο μορφωμένων Αμερικανών».

Αυτό είναι το βασικό επιχείρημα που πρέπει να σκεφτούν όσοι στην αριστερά έχουν ανοήτως, αν και ίσως με τις καλύτερες προθέσεις, υιοθετήσει την άποψη «αυτών που έχουν μείνει πίσω».

Θεωρούν την οικονομική και δημοσιονομική ανασφάλεια ως βασική αιτία του τραμπισμού, κάτι που στη συνέχεια πιστεύουν ότι δικαιολογεί τη στήριξή τους σε οικονομικές πολιτικές όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού και ένα σύστημα υγείας για όλους.

Αυτές οι προοδευτικές οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές όμως αξίζουν τη στήριξή μας διότι είναι ηθικά και οικονομικά σωστές και όχι επειδή ίσως κερδίσουν τους ψηφοφόρους του Τραμπ το 2020. (Προειδοποίηση: δεν θα το κάνουν και ενδέχεται μάλιστα να ενισχύσουν τον ανταγωνισμό των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης που θα τις θεωρήσουν «ελεημοσύνη» για τους μη λευκούς ψηφοφόρους της εργατικής τάξης).

Τόσο το φυλετικό ζήτημα όσο και η τάξη παίζουν ρόλο, και τα δύο αυτά θέματα πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο μιας αριστερής πολιτικής, υπέρ των φτωχών και κατά του Τραμπ. Όμως αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι το 2016 το φυλετικό ζήτημα ήταν πιο σημαντικό από το ταξικό. Η πραγματικότητα είναι, όπως μας υπενθυμίζει η Ματζ, ότι η εκλογή του Τραμπ «ήταν μια προσπάθεια από τα μέλη των ήδη ισχυρών ομάδων να διασφαλίσουν ότι η κυριαρχία τους θα συνεχιστεί και από αυτούς που ζουν ήδη σε μια ισχυρή και πλούσια χώρα να διασφαλίσουν ότι η κυριαρχία της θα συνεχιστεί».

Αυτή την άποψη πρέπει να αμφισβητήσει η Αριστερά. Φυσικά η Δεξιά επιθυμεί να αθωώσει τους ψηφοφόρους του Τραμπ από τις κατηγορίες για ρατσισμό, μισαλλοδοξία και μισογυνισμό, όμως η Αριστερά πρέπει να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Η εκλογή του Τραμπ ήταν μια αντίδραση των λευκών για τα επιτεύγματα των μαύρων (whitelash). Έχει έρθει η ώρα να καταστρέψουμε αυτή το ζόμπι «της οικονομικής ανησυχίας» μια για πάντα.

Μεταφράστηκε συλλογικά από μέλη της πλατφόρμας των 1101.