του Κωνσταντίνου Πουλή
Τα Snopes, η περίφημη ιστοσελίδα που συνεργάστηκε επίσης με το Facebook, ανακοίνωσε ότι διακόπτει τη συνεργασία λόγω οικονομικών δυσκολιών, αλλά η διευθύντριά τους, Brooke Binkowski, δήλωσε πως αυτό που καλούνταν να κάνουν ήταν διαχείριση της επικοινωνιακής ζημιάς του προφίλ του Facebook, κάποιου τύπου λίφτινγκ για τα επικοινωνιακά πλήγματα που είχε δεχτεί το 2016, χωρίς κάποια διάθεση να αντισταθεί στη διασπορά ψευδών ειδήσεων. Το ίδιο προκύπτει και από το γεγονός ότι εκτός από τα παράπονα των δημοσιογράφων που έχουν συνεργαστεί με το Facebook και ισχυρίζονται ότι αποτελούν τον φερετζέ της επικοινωνιακής προσπάθειας της εταιρείας, η εταιρεία δεν δημοσίευε τα στατιστικά για τις ψευδείς ειδήσεις και την αντιμετώπισή τους.
H Facebook αντιμετώπισε κάποια στιγμή το πρόβλημα ότι οι ρεπουμπλικάνοι τούς επιτίθενταν λέγοντας ότι στοχοποιούνται ειδικά αυτοί, με αποτέλεσμα η εταιρεία να προσλάβει και ιστοσελίδες ελέγχου και επαλήθευσης που προέρχονται από τη δεξιά, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σάιτ που αμφισβητεί την κλιματική αλλαγή (και βεβαίως δέχεται χρήματα γι’ αυτό) να κάνει έλεγχο αξιοπιστίας στις αναρτήσεις άλλων.
Ο οργανισμός που πιστοποιεί αυτές τις ιστοσελίδες επιθεωρεί και τη διαφάνεια ως προς τη χρηματοδότηση, αλλά δεν περιλαμβάνει ως κριτήριο τη «σύγκρουση συμφερόντων». Έτσι, στις ΗΠΑ η Facebook συνεργάζεται με fact checkers που είναι αρνητές της κλιματικής αλλαγής, όπου η ενημέρωση συμβαίνει πάνω από τα 127 εκατομμύρια δολάρια που έχουν ξοδευτεί σε δημοσιογραφικό λόμπινγκ για την κλιματική αλλαγή.
Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν η Facebook προσέλαβε εταιρεία Δημοσίων Σχέσεων για να οργανώσει εκστρατεία σπίλωσης αυτών που του ασκούσαν κριτική, αντλώντας από το αντισημιτικό συνωμοσιολογικό οπλοστάσιο περί Τζορτζ Σόρος. Την ίδια στιγμή που ο Ζάκερμπεργκ απολογούνταν για το σκάνδαλο της διαρροής προσωπικών δεδομένων, η εταιρεία του προσλάμβανε μια ερευνητική ομάδα που χρηματοδοτούνταν από τους ρεπουμπλικάνους προκειμένου να υπονομεύει τους επικριτές της συνδέοντάς τους με τον Σόρος.
Τα περιστατικά αυτά θα είχαν αξία περιπτωσιολογική, αν δεν χαρακτηρίζονταν από ένα κοινό νήμα, που είναι η αφελής αισιοδοξία για την αποκατάσταση της αλήθειας στην ενημέρωση. Το να νουθετεί κανείς το Facebook δεν νομίζω ότι έχει νόημα. Αυτό που έχει κατά την άποψή μου νόημα είναι να αντιληφθούμε τους όρους της συζήτησης και ιδίως το πολιτικό πρόβλημα που κρύβεται πίσω από τις εκκλήσεις για καλύτερη διασταύρωση των ειδήσεων.
Στη σχετική συζήτηση που έγινε στις ΗΠΑ, καθώς το Facebook ανέθεσε την αντίστοιχη συνεργασία με fact checkers μεταξύ άλλων σε ένα σάιτ που χρηματοδοτείται από τον Tucker Carlson, δηλαδή από την αμερικανική mainstream ακροδεξιά, η απάντηση της Facebook στην κριτική που δέχτηκε γι’ αυτό ήταν πως θέλουν να έχουν συνεργάτες από όλο το πολιτικό φάσμα.
Στην περίπτωση της συνεργασίας των Ellinika Hoaxes με τη Facebook, η κριτική εστίασε είτε στο ότι η ομάδα τους δεν απαρτίζεται από επαγγελματίες δημοσιογράφους είτε στο ότι πρόκειται για μία ομάδα με σαφή πολιτικό προσανατολισμό, τον οποίον επισφράγισε και η συνεργασία με την (όλο και πιο αμαρτωλή πολιτικά) Αthens Voice.
Να ξεκινήσω από τα βιογραφικά των συνεργατών της ομάδας. Το να κρίνει κανείς αν αυτοί είναι ή όχι κανονικοί δημοσιογράφοι σημαίνει ότι θα ήταν διατεθειμένος να προτείνει ότι μία τέτοια δουλειά πρέπει να την κάνουν είτε απόφοιτοι σχολών δημοσιογραφίας είτε έστω μέλη της ΕΣΗΕΑ ή της ΕΣΠΗΤ. Θα ήταν αστείο να το λέω αυτό χρησιμοποιώντας ως όχημα το σάιτ που δημιούργησε ένας άνθρωπος που ήταν απόφοιτος Λυκείου.
Δεν θεωρώ επίσης πως θα πρέπει να καταδικαστούν επειδή έχουν στο παρελθόν κάνει λάθη. Όποιος γράφει κάνει λάθη, αυτός είναι ο κανόνας, και όποιος δεν το γνωρίζει αυτό ή δεν το παραδέχεται ή απλώς δεν έχει γράψει αρκετά.
Στο σύντομο άρθρο που δημοσιεύθηκε στο TPP για την συνεργασία της Facebook με τα Hoaxes περιέχεται και μία αναφορά στην διαμάχη της ιστοσελίδας με τους αρθρογράφους μας που είχαν γράψει για την γλυφοσάτη. Αυτό είναι κατά την άποψή μου το πιο κρίσιμο ζήτημα και αφορά την ίδια την συζήτηση για τις ψευδείς ειδήσεις. Το πρόβλημα με την συνεργασία του Facebook με τα Hoaxes δεν είναι αν η ομάδα αυτή είναι επαρκώς καταρτισμένη ή επαρκώς προοδευτική. Φαντάζομαι ότι ένα μεγάλο μέρος των αναγνωστών του διαδικτύου θα θεωρούσε πως αν κάναμε εμείς αυτή τη δουλειά, θα την κάναμε επίσης μεροληπτικά, με άλλες ευαισθησίες. Ίσως δεν θα είχαμε αφήσει να μας ξεφύγει το αν απαγορεύτηκε ή δεν απαγορεύτηκε το «Μακεδονία ξακουστή» στις παρελάσεις, αλλά μπορεί να μας ξέφευγε κάτι άλλο.
Η απλή λύση είναι να ανατίθεται μια τέτοια εργασία σε περισσότερους φορείς, ώστε να αντιμετωπίζεται και το πρόβλημα ότι τα Ellinika Hoaxes είναι μια σταλιά και ότι έχουν κρατήσει συχνά μια στάση μεροληπτική. Ωστόσο, το ουσιαστικό πρόβλημα αυτής της διαμάχης, που δεν έχει να κάνει με την περιπτωσιολογία, αλλά με τον πυρήνα του θέματος, είναι πως όλη η δημόσια συζήτηση γύρω από τις ψευδείς ειδήσεις θέλει να περιγράψει το πρόβλημα της επικοινωνίας ως έναν ποιοτικό ανταγωνισμό για τη διασταύρωση και τεκμηρίωση των ειδήσεων. Μοιραία λοιπόν όταν κάνεις προσπαθεί να προσποιηθεί πως το πρόβλημα της ενημέρωσης είναι η αποκατάσταση της αλήθειας, θα ξεκινάει από περιπτώσεις αφελούς χειραγώγησης των πολλών, όπως είναι η ανακάλυψη για το Άγιο Φως, και θα επεκτείνεται όμως σε ζητήματα που είναι πιο αμφιλεγόμενα.
Τα μόνα ζητήματα που ενδιαφέρουν πραγματικά την επικοινωνία και την πολιτική είναι τα αμφιλεγόμενα. Δεν θα τελειώσουν οι διαφωνίες μόλις διασταυρώνουμε καλύτερα τις ειδήσεις μας. Η παραπληροφόρηση στην Ελλάδα, και αυτό δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο, προέρχεται από αίτια συστημικά και πολιτικά, και όχι από παρανοϊκούς που διασπείρουν συνωμοσιολογικές θεωρίες στο διαδίκτυο. Δεν έχει σημασία αν θεωρεί κανείς ότι η απόκρυψη της μη βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, που παραδέχθηκε ο δημοσιογράφος Γιάννης Πρετεντέρης στο βιβλίο του, εμπίπτει ή όχι στην κατηγορία των fake news. Σημασία έχει ότι η ενημέρωση είναι πολιτικό πεδίο μάχης, όχι τηλεπαιχνίδι γνώσεων.
Το πρόβλημα λοιπόν με την εκστρατεία του Facebook κατά των fake news είναι ότι προϋποθέτει έναν δημόσιο διάλογο στον οποίο ισχυρά, αξιοπρεπή, συστημικά μέσα με επαγγελματίες δημοσιογράφους θα υποβιβάζουν την ερασιτεχνική συνωμοσιολογία των μικρών. Αυτό παραβλέπει ότι σε καμία περίπτωση δεν περιγράφεται ως fake news η αντιμετώπιση που έχει ο Guardian για τη Λατινική Αμερική ή οι New York Times για την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Δεν έχω καμία απολύτως αμφιβολία ότι πρόκειται για ολωσδιόλου ευυπόληπτα Μέσα. Τα χρησιμοποίησα κι εγώ στο άρθρο, μόλις πιο πάνω. Αλλά πιστεύω ταυτοχρόνως ότι η κατάσταση στη Λατινική Αμερική, οι παρεμβάσεις των ΗΠΑ στα εσωτερικά άλλων χωρών, τα Όπλα Μαζικής Καταστροφής, ο πολλαπλασιαστής του ΔΝΤ, είναι ζητήματα πιο κρίσιμα από το αν πίνει αίμα παιδιών η Χίλαρυ Κλίντον. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, το ζήτημα βρίσκεται στον πυρήνα της πολιτικής ενημέρωσης, και οι ένοχοι είναι πάντα υπεράνω πάσης υποψίας.
Πρόκειται για παραδείγματα που θα έλεγα (και έχω πει) πως είναι εξίσου τρανταχτά από τη δική μου οπτική γωνία, αλλά που εγώ θα προτιμούσα να τα περιγράψω ως διαφωνία πολιτικής αποτίμησης και όχι ως fake news. Και το λέω αυτό διότι πολύ απλά η αντιμετώπιση που προτείνω είναι ο πολιτικός ανταγωνισμός με όσους πρεσβεύουν μία διαφορετική θέαση του κόσμου. Όσοι νομίζουν ότι η λύση για αυτά τα προβλήματα είναι η καλύτερη διασταύρωση από επαγγελματίες δημοσιογράφους, νομίζω ότι «γαβγίζουν σε λάθος δέντρο», όπως θα έλεγε ίσως ο Τσακαλώτος. Το πρόβλημά μας δεν είναι η βελτίωση της ποιότητας της δημοσιογραφίας. Σε αυτό δεν διαφωνεί κανείς. Χρειάζεται να σκεφτούμε αυτά στα οποία διαφωνούμε.
Μια δουλειά τέτοιου τύπου στην καλύτερη περίπτωση θα μας απάλλασσε από ένα μέρος της σαβούρας που παράγεται καθημερινά στο διαδίκτυο. Από κει και πέρα, το μόνο που χρειάζεται για να πετύχει αυτό που υπόσχεται μια τέτοια συνεργασία, είναι πολύ απλό: να διαχωρίσουμε την άποψη από τα στοιχεία. Επειδή αυτό είναι αδύνατο, εκτιμώ ότι πιο πιθανό είναι να υπάρξουν και άλλα περιστατικά, όπως αυτό με το Think Progress, του οποίου το άρθρο σημάνθηκε ως ψευδές επειδή θεωρήθηκε αναντίστοιχος ο τίτλος με το περιεχόμενο. Καταλαβαίνουμε ότι όλα αυτά δεν είναι πολύ εύκολο να κριθούν με ένα ναι και ένα όχι.
Κατά βάθος, η υπερβολική έμφαση στη διασταύρωση δεν έχει κανέναν εχθρό. Κι εγώ πιστεύω ότι καλύτερο είναι να λέμε αλήθεια αντί για ψέματα ή ότι είναι καλύτερο να διασταυρώνουμε όσα λέμε αντί να μιλάμε στον βρόντο. Η ανησυχία μου είναι πως οι πολιτικά κρισιμότερες στρεβλώσεις της ενημέρωσης δεν προκύπτουν μόνο με αυτόν τον τρόπο, λοιπόν δεν θεωρώ καλή ιδέα να αφήνουμε τους συστημικούς παίκτες στο απυρόβλητο, ηθικολογώντας λες και το μόνο πρόβλημα της ενημέρωσης είναι η ποιότητα και η προσοχή.