Η επιτυχία των τοπικών τζιχαντιστικών ομάδων εξαρτάται από το κατά πόσο επιτυγχάνουν να ανταποκριθούν σε παρόμοιες προκλήσεις και να λάβουν ένα μέρος λαϊκής υποστήριξης. Αντιθέτως, τα δίκτυα παγκόσμιας τζιχάντ, όπως η Αλ Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος, κηρύττουν ένα ολομέτωπο ιδεολογικό πόλεμο στη Δύση, προκειμένου να γίνουν άξονες συσπείρωσης. Σε πολλές περιπτώσεις ο συνασπισμός είναι ζήτημα επιβίωσης, καθώς οι δυτικές επεμβάσεις στις κοινωνίες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής επιτυγχάνουν να ξεριζώσουν δίκτυα που έχουν μόνο τοπική υποστήριξη. Επιπλέον, η παγκοσμιοποίηση προσελκύει ξένους εθελοντές και από τις χώρες της Δύσης, συχνά από απογοητευμένους νέους δεύτερης ή τρίτης γενιάς μουσουλμάνων μεταναστών, αλλά όχι μόνο.
Το αποτέλεσμα της διάδρασης μεταξύ των δύο μοντέλων είναι ότι πολύ συχνά εγκαθίσταται ένα μοντέλο της τζιχάντ που ομοιάζει με σύστημα ενοποιημένης παρουσίας (franchising). Όποια τοπικά δίκτυα δεν εμείνουν έως τέλους στην αυτόνομη δράση τους, λαμβάνουν το όνομα και τα διακριτικά μιας παγκόσμιας οργάνωσης (συνήθως της Αλ Κάιντα ή του Ισλαμικού Κράτους) και λειτουργούν ως υποκαταστήματά τους. Το φαινόμενο αυτό μοιάζει με μια ισλαμιστική εκδοχή της παγκοσμιοτοπικοποίησης (glocalization) του καπιταλισμού της ύστερης νεωτερικότητας, δηλαδή της ανάγκης για συνύπαρξη μεταξύ αφενός ενός αφηρημένου οικουμενικού δικτύου που να υπερβαίνει τα έθνη-κράτη, έστω ως όνομα μιας φίρμας ή ως βασική «συνταγή» για την παραγωγή προϊόντων και την επίλυση προκλήσεων, και, αφετέρου, μία συγκεκριμένη τοπική δράση στο υποεθνικό φυλετικό, εθνοτικό και κοινοτικό επίπεδο. Στο Σαχέλ έχουμε μια ελαφρώς διαφορετική περίπτωση καθώς η ανάγκη μεταπολεμικής σταθερότητας συντήρησε κράτη με αυθαίρετα σύνορα από τον καιρό της γαλλικής κυρίως αποικιοκρατίας, ενώ οι πραγματικές διακρίσεις είναι αυτές μεταξύ εθνοτήτων, όπως οι Τουαρέγκ, οι Ίγκμπο, οι Μπαμάρα, οι Γιορούμπα, οι Ασάντι κ.ά. Το εκρηκτικό μίγμα είναι ότι μια φτωχή περιοχή είναι πλουσιότατη σε πόρους, όπως πετρέλαιο, ουράνιο (απαραίτητο για τη γαλλική πυρηνική ενέργεια), λίθιο και σπάνιες γαίες. Το γεγονός αυτό αποτελεί την αιτία της διαρκούς γαλλικής παρουσίας, των τοπικών αντιδράσεων που τις καρπώνονται οι διεθνείς τζιχαντιστές, αλλά και του αυξημένου κινεζικού ενδιαφέροντος που εκδηλώνεται κυρίως μέσα από έργα υποδομής. Στο πλαίσιο αυτό κύριο κριτήριο επιτυχίας είναι η κατοχή περιοχών με πλουτοπαραγωγικούς πόρους ή η αποτροπή αντιπάλων.
Σημειωτέον ότι το να επιτύχει ένα τοπικό δίκτυο να λάβει την εκπροσώπηση του παγκοσμίου μπορεί να σημάνει επίσης ότι ενδυναμώνεται σε σχέση με ανταγωνιστές του στην ίδια χώρα. Αυτό το μοντέλο της παγκοσμιοτοπικοποίησης έχει δουλευτεί πιο αποτελεσματικά από το Ισλαμικό Κράτος, του οποίου αναπαράγονται κόπιες σε μία σειρά από χώρες της Μέσης Ανατολής. Η παγκοσμιοτοπικοποίηση εν προκειμένω σημαίνει ότι αφενός υπάρχει μία συνολική οικουμενική σύγκρουση με τη Δύση στο ιδεολογικό επίπεδο, καθώς και θεαματικές πράξεις πολύνεκρων τρομοκρατικών ενεργειών. (Βεβαίως, η δράση του Ισλαμικού Κράτους λ.χ. στη Συρία έχει αντικειμενικά ωφελήσει τους δυτικούς σχεδιασμούς εναντίον του καθεστώτος Άσαντ, αλλά αυτό είναι μία άλλη περίπλοκη ιστορία). Και αφετέρου βασίζεται στην τοπική του παρουσία σε συγκεκριμένες προνομιακές θέσεις και στη δυνατότητά του να οχυρώνεται σε αυτές σε συνεργασία με ισχυρούς τοπικούς παράγοντες. Επίσης, βασίζεται στη δυνατότητα τοπικών οργανώσεων να δανείζονται το όνομά του. Το Ισλαμικό Κράτος εδράζεται περισσότερο σε μία λογική κυριαρχίας σε έναν συγκεκριμένο τόπο, ενώ η Αλ Κάιντα ήταν πιο αφηρημένη και απλώς «φιλοξενείτο» σε διάφορες περιοχές χωρίς να φτάνει να ασκεί κυριαρχία επ’ αυτών.
Σε κάθε περίπτωση αυτό που αξίζει να καταλάβουμε είναι ότι οι διεθνείς αυτές τζιχαντιστικές οργανώσεις, οι οποίες παρασιτούν επίσης επί της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και επί της δύναμης του θεάματος, αποτελούν συχνά μία επιφανειακή κρούστα έναντι των τοπικών παραγόντων, οι οποίοι παρουσιάζουν μεγαλύτερη συνέχεια στο διαχρονικό επίπεδο. Λ.χ. η επιτυχία των Ταλεμπάν στο Αφγανιστάν βασίζεται σε τοπικούς παράγοντες, όπως τα ερείσματά τους στη φυλή των Παστούν, αλλά και στις πακιστανικές μυστικές υπηρεσίες, στο γεγονός ότι μπορούσαν να αποδίδουν φθηνή και συνεπή δικαιοσύνη για τους φτωχούς βασιζόμενη στον ισλαμικό νόμο και στο ότι είχαν μακροχρόνια αντοχή στις ξένες επεμβάσεις η οποία εδραζόταν στα τοπικά τους δίκτυα. Η απώτερη καταγωγή της δύναμής τους οφείλεται εξάλλου στην προσπάθεια της σουνιτικής Σαουδικής Αραβίας να περιορίσει την επιρροή του σιιτικού Ιράν στα δυτικά του, μέσω της χρηματοδότησης μεντρεσέδων όπου διδάσκονταν οι ιεροσπουδαστές (αυτή είναι η σημασία του όρου «ταλεμπάν»). Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Αφγανιστάν η μεν Αλ-Κάιντα ήταν «φιλοξενούμενη» και όχι κυρίαρχη, υποτασσόμενη αυτή στις βουλήσεις των Ταλεμπάν αντί για το αντίστροφο. Το δε Ισλαμικό Κράτος συγκρούστηκε με τους Ταλεμπάν, με τους δεύτερους εν προκειμένω να συνεργάζονται ακόμη και με τις Η.Π.Α. εναντίον του. Αλλά και οι Ρώσοι που πολεμούν το Ισλαμικό Κράτος στη Συρία προσβλέπουν σε μία συνεργασία με τους Ταλεμπάν. Η κατάσταση αυτή στο Αφγανιστάν δείχνει τρεις διαφορετικές λογικές: Η Αλ-Κάιντα επιθυμούσε έναν θεαματικό παγκόσμιο ακτιβισμό που ήταν απλώς παρεπίδημος σε διαφορετικές χώρες χωρίς να ασκεί κυριαρχία. Το Ισλαμικό Κράτος επιθυμούσε μία μεγαλύτερη σύνθεση ανάμεσα στην οικουμενική τζιχάντ και την κατίσχυση σε μία επικράτεια. Τελικά, οι Ταλεμπάν επεκράτησαν μακροπρόθεσμα λόγω της δυνατότητάς τους να επιβιώνουν, καθώς είχαν λιγότερο φιλόδοξους στόχους και μεγαλύτερα κοινοτικά ερείσματα. Κατά έναν τρόπο κάπως παράδοξο, αλλά όχι παράλογο, η απόσυρση των Η.Π.Α. από τις δυναμικές επεμβάσεις, την οποία βλέπουμε κατά τις δύο τελευταίες προεδρίες των Donald Trump και Joe Biden, καθρεφτίζεται και σε μία αντίστοιχη υποχώρηση των διεθνών τζιχαντιστών και μία επικράτηση των πιο εν-τοπισμένων παικτών.
Ακολουθώντας μία διάγνωση του Olivier Roy, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ενώ στην Αλ Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος βλέπουμε υβριδικές συμβιώσεις νεωτερικών και παραδοσιακών στοιχείων, οι Ταλεμπάν αναδύθηκαν περισσότερο ως μία πουριτανική επιστροφή σε ένα μυθικό παρελθόν. Ακόμη κι αν αυτό το παρελθόν γινόταν αντικείμενο επίκλησης απέναντι σε σύγχρονες προκλήσεις, όπως ο ξένος ιμπεριαλισμός, σύμφωνα με μια πολιτική ερμηνεία του Ισλάμ. Είναι βεβαίως ενδιαφέρον ότι οι πρώτοι Ταλεμπάν ήταν συχνά πρόσφυγες σε μία ξένη χώρα στο Πακιστάν, λόγω του πολέμου με τη Σοβιετική Ένωση, και φοιτούσαν σε σχολές οργανωμένες εκεί και με τη βοήθεια της Σαουδικής Αραβίας. Επανερχόμενοι έξωθεν του Αφγανιστάν επικράτησαν στις τοπικές κοινότητες επειδή είχαν τη φήμη του αδέκαστου μεταξύ διεφθαρμένων τοπικών παραγόντων σε πλαίσιο εμφυλίου. Ο φονταμενταλισμός της σαρία υπήρξε μία μασίφ απάντηση στα ζητήματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης που είχαν προκύψει στο χάος του εμφυλίου, η απαγόρευση κάθε οπτικοακουστικού μέσου θεωρήθηκε ως αντίσταση στις αυτοκρατορίες που έρχονταν να επιβάλουν την ιδεολογία τους από το εξωτερικό, είτε ήταν η Σοβιετική Ένωση, είτε οι Η.Π.Α. Η δύναμη των Ταλεμπάν εντοπιζόταν στη σταθερότητα και την επιμονή στην επιβίωση. Τόσο η σοσιαλιστική Σοβιετική Ένωση όσο και οι καπιταλιστικές Η.Π.Α. βασίστηκαν στα αστικά κέντρα για την εδραίωση του εκάστοτε εκσυγχρονιστικού τους προγράμματος χωρίς επαρκή διείσδυση στην επαρχία.
Η επικράτηση των Ταλεμπάν φέρνει πάντως γεωπολιτικές ανακατατάξεις, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες μετατοπίζονται από τον παραδοσιακό τους σύμμαχο το Πακιστάν περισσότερο προς την Ινδία του Ναρέντρα Μόντι, η οποία αναδεικνύεται σε αντίβαρο της Κίνας στη Νοτιοανατολική Ασία, ενώ την ίδια στιγμή η Κίνα διεισδύει στο Αφγανιστάν (μέσω και της εμβολιαστικής πολιτικής για τον κορονοϊό) και προσεγγίζει το Πακιστάν που έχει πετύχει έναν εντυπωσιακό έλεγχο του βόρειου γείτονά του. Μια μετατόπιση, πάντως, που είναι τουλάχιστον εξίσου σημαντική είναι και ο τρόπος που διεξάγονται πλέον οι πόλεμοι με τη χρήση drones αντί για εκτενείς χερσαίες επεμβάσεις, το οποίο συνιστά ένα νέο γεωπολιτικό τοπίο.