Ο εικοστός αιώνας κληρονόμησε και στη συνέχεια μας φόρτωσε κι εμάς την ιδέα της προόδου: πίστεψε πως ό,τι ακολουθεί θα είναι καλύτερο απ’ ό,τι προηγήθηκε. Κουσούρια του Διαφωτισμού αυτά, που γενικεύτηκαν στη διάχυτη πεποίθηση πως το μέλλον μάς επιφυλάσσει καλά μαντάτα. Κανείς λοιπόν δεν μας έχει προετοιμάσει για το ότι φέτος, καθώς μας μπαίνει βαρύς ο καινούργιος χρόνος, όλοι προβλέπουν ότι τα πράγματα θα είναι χειρότερα, όχι καλύτερα. Οι τυπικές, μηχανικές ευχές μας είχαν πάντοτε έναν επιφανειακό αέρα αισιοδοξίας. Αυτό το αεράκι λοιπόν δεν πνέει πια. Όλοι είναι βέβαιοι πως το άμεσο παρελθόν μας ήταν καλύτερο από το μέλλον μας. Για μας που μεγαλώσαμε ακούγοντας με αδιάφορη συγκατάβαση ιστορίες από την κατοχή ή τις παιδικές αναμνήσεις φτώχιας των γονιών μας, μοιάζει απίστευτο ότι τώρα τα πράγματα χειροτερεύουν στα σοβαρά. Βεβαίως, το διαφωτιστικό ιδεώδες της προόδου έχει φάει χειρότερα χαστούκια: το πιο γερό ήταν πως η χώρα του Χέγγελ και του Καντ έγινε η χώρα του Χίτλερ, λίγες δεκαετίες αργότερα. Μόνο που αυτή τη φορά η διάψευση χτυπά την πόρτα μας.
Στην τελευταία του ταινία ο Γούντι Άλλεν, τα «Μεσάνυχτα στο Παρίσι», ασχολείται με αυτό που ονομάζει «πλάνη του χρυσού αιώνος», την εσφαλμένη κατά τη γνώμη του πεποίθηση πως στο παρελθόν τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα, σε αντίθεση με σήμερα. Δείχνει λοιπόν έναν ήρωα που νοσταλγεί το Παρίσι του ’20, μεταφέρεται κατά μαγικό τρόπο εκεί και ανακαλύπτει ότι οι καλλιτέχνες τότε νοσταλγούν την «Μπελ Επόκ», τα τέλη του 19ου αιώνα, και εκείνοι με τη σειρά τους την Αναγέννηση. Κοινό κίνητρο της νοσταλγίας είναι, εξηγεί, πως απλώς δεν μας αρέσει η ζωή μας. Μ’ όλη την ευλογοφάνεια της άποψης, όμως, οι εποχές δεν είναι ίδιες. Άλλες είναι καλύτερες και άλλες χειρότερες. Άλλες πιο δημιουργικές καλλιτεχνικά, άλλες λιγότερο. Φτωχότερες και πλουσιότερες. Η άποψη πως όλες οι εποχές έχουν τα καλά τους και τα κακά τους και απλώς οι άνθρωποι πάντοτε γκρινιάζουν αναπολώντας το παρελθόν, δεν επαληθεύεται ιστορικά. Στις αρχές του 20ου αιώνα δεν αναπολούσαν το παρελθόν. Το περιφρονούσαν και θεωρούσαν τα επιτεύγματα του βιομηχανικού πολιτισμού, φουγάρα εργοστασίου και κανόνια, ως αισθητικά αριστουργήματα! Μετά την επανάσταση του ’21 ή μετά τη χούντα στην Ελλάδα δεν αναπολούσαν το παρελθόν, αντιθέτως πίστευαν ότι έφτιαχναν έναν καινούργιο κόσμο, καλύτερο από αυτόν που αποχαιρετούσαν. Εμείς; Τι θα εννοούμε φέτος λέγοντας «καλή χρονιά»;
Μια που είμαι ιδιοσυγκρασιακώς ακατάλληλος για να παρηγορώ τους απαισιόδοξους (θα ήμουν τελείως ακατάλληλος για να αναλάβω την τηλεφωνική γραμμή παρέμβασης για την αυτοκτονία), να πω μια σκέψη. Σε μία από τις λίγες ποιητικές στιγμές του ο Καντ γράφει πως ο ηθικός χαρακτήρας είναι αυτό που μας θωρακίζει απέναντι στα χτυπήματα της τύχης, διότι ακόμη και όταν η τύχη μάς τσακίζει, η ηθική πρόθεση «λάμπει σαν διαμάντι». Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι να ευτυχήσουμε, διότι αυτό είναι στα χέρια της τυφλής τύχης, όχι στα δικά μας, αλλά να γίνουμε άνθρωποι «άξιοι της ευτυχίας». Ο Δον Κιχώτης πάει να ελευθερώσει τον μικρό Αντρέα, όταν βλέπει να τον μαστιγώνουν. Μόλις απομακρύνεται όμως, ο δύστυχος μικρός τις τρώει δέκα φορές χειρότερα και καταριέται τον Δον Κιχώτη που ανακατεύτηκε και εξαγρίωσε το αφεντικό του – κι εκεί ο Καντ επιμένει πως η πρόθεση λάμπει σαν διαμάντι, ακόμη και όταν το αποτέλεσμα είναι ολέθριο. Ε λοιπόν αυτό που μπορεί να επιδιώξει κανείς είναι να γίνει «άξιος της ευτυχίας», να γίνει ο τύπος του ανθρώπου που δεν είναι γαϊδούρι, που του αξίζει να είναι ευτυχισμένος. Αυτό θα πει να επιμένουμε με ατσαλάκωτο φρόνημα, με κόντρα τον καιρό, ακόμη και όταν όλα είναι εναντίον μας. Τι μας επιφυλάσσει η μοίρα δεν το ξέρω ούτε εγώ ούτε κανένας. Ξέρω ότι η συνήθης πολιτική παρηγοριά πως «το μέλλον δεν θα είναι άσπρο ή μαύρο αλλά κόκκινο», πως τέλος πάντων κάπως θα επικρατήσουν επιτέλους οι δυνάμεις του καλού, δεν με πείθει. Όλα τα σωτηριολογικά σχήματα είναι κατά βάσιν αισιόδοξα: ξεκινάμε από τον απωλεσθέντα παράδεισο, την αταξική κοινωνία, έχουμε την πτώση, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, την επανάσταση και την επάνοδο στον παράδεισο. Δεν συμμερίζομαι την αισιοδοξία, παρότι ξέρω πως «η πρόθεση που λάμπει σαν διαμάντι την ώρα που η τύχη μάς τσακίζει» είναι μια πολύ φτωχή παρηγοριά. Αλλά δεν είναι δουλειά της σκέψης να παρηγορεί, τουλάχιστον όχι της δικής μου. Αν κάτι μας κρατήσει όρθιους, είναι νομίζω δύο πράγματα: Το πρώτο είναι να μπορέσουμε να γευόμαστε ακόμα τις χαρές που προσφέρουν οι σπάνιες στιγμές που μια συλλογικότητα πάλλεται σε δρόμους και πλατείες και η φωνή των αδυνάτων ακούγεται, όσο εύθραυστη κι αν είναι αυτή η φωνή. Να την ενισχύσουμε όσο μπορούμε για να δυναμώσει, να διεκδικήσει και μαζί να μεταμορφώσει τους ανθρώπους που συμμετέχουν. Το δεύτερο είναι να καταφέρουμε εμείς να μη γίνουμε σαν την εποχή μας, σκληροί και σκατόψυχοι, λύκοι. Γιατί στο τέλος, τι απομένει; Να απαντήσουμε όχι μόνο τι καταφέραμε αλλά και τι άνθρωποι γίναμε, μέσα σ’ όλ’ αυτά.