του Νίκου Γκλεζάκου

Έχει ανοίξει εδώ και κάμποσο καιρό ένας δημόσιος διάλογος γύρω από το βιβλίο για το 1821 που πρόσφατα εξέδωσε η Σύγχρονη Εποχή, με την επιμέλεια του τμήματος ιστορίας της Κ.Ε του Κ.Κ.Ε. Όχι άδικα, εάν αναλογιστούμε ότι πριν κλείσει έτος κυκλοφορεί ήδη μια δεύτερη έκδοση 3.000 αντιτύπων. Στη σύντομη έκταση του (ένας τόμος, 371 σελ. μαζί με το χρονικό), το συλλογικό αυτό έργο καταφέρνει με επιτυχία να παρουσιάσει συνοπτικά μια πλήρη εικόνα για την επανάσταση του 1821 και τα πρώτα βήματα του νέου Ελληνικού κράτους. Τόσο επιτυχημένα μάλιστα που πιθανώς να μην χρειαστεί να εκδώσει κάτι διαφορετικό η επιτροπή στην οποία ηγείται η κ. Αγγελοπούλου.

Στον παρόν σημείωμα δεν πρόκειται να ασχοληθούμε και να κρίνουμε αυτά που αναφέρονται στο βιβλίο. Αυτή είναι μια δουλειά που θα την αφήσουμε στους πιο «ειδικούς», τουλάχιστον προς το παρόν. Στόχος του παρόντος σημειώματος είναι να βοηθήσει τον διάλογο που έχει ανοίξει παρουσιάζοντας τα δεδομένα του βιβλίου. Να τον τραβήξει πάλι από την αρχή δηλαδή, ξεκινώντας από τα «μαθηματικά», όπως λέγεται, του έργου αυτού. «Μαθηματικά» που δεν ψεύδονται και δεν δέχονται παρερμηνείας, ελπίζοντας στο τέλος να έχει σχηματιστεί μια σαφή εικόνα ώστε να μπορούν να εξαχθούν πιο στέρεα συμπεράσματα, για όποιον ενδιαφέρεται.

Το βιβλίο λοιπόν αποτελείται από έναν πρόλογο, δέκα σημειώματα που αποτελούν και αντίστοιχα κεφάλαια, καθώς και ένα ιστορικό χρονικό των γεγονότων που ξεκινάει το 1814 και φτάνει ως το 1833.
Συγκεκριμένα αναπτύσσεται ως εξής.

-) Πρόλογος, σελ. 7-15 (Τμήμα Ιστορ. Κ.Ε του Κ.Κ.Ε.)

  1. Η Κομματική ιστοριογραφία για το χαρακτήρα και τις κινητήριες δυνάμεις της Επανάστασης του 1821 και η στρατηγική του Κ.Κ.Ε. σελ. 17-42 (υπογ. κομμ. ιδιοτ.)
  2. Η ιδιοκτησία γης στο μετέπειτα Ελλαδικό χώρο κατά την Οθωμανική περίοδο, σελ. 43-60 (υπογ. Κομματ. Ιδιοτ.)
  3. Οι αλλαγές στο Οθωμανικό εποικοδόμημα στις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης, σελ. 61-88 (υπογ. Επιστημ. Ιδιοτ.)
  4. Η λειτουργία του Ορθόδοξου Οικουμενικού Πατριαρχείου μέσα στο πλαίσιο της Οθωμανικής φεουδαρχικής εξουσίας, σελ. 89-106 (δυο συγγραφείς, ο ένας με κομμ. Ιδιοτ. Ο άλλος με επιστημ.)
  5. Η οικονομική ανάπτυξη τα χρόνια πριν την Επανάσταση (18ος – αρχές 19ου αιώνα). Η διαμόρφωση της ελληνικής αστικής τάξης, σελ. 107-154 (υπογ. επιστημ. Ιδιοτ.)
  6. Ο ρόλος και η στάση των κοινωνικών δυνάμεων της εποχής στην Επανάσταση του 1821. Ο χαρακτήρας της επανάστασης, σελ. 155-214 (υπογ. Κομματ. Ιδιοτ.)
  7. Σχετικά με το ρόλο των ξένων Δυνάμεων, σελ. 215-232 (υπογ. επιστημ. ιδιοτ.)
  8. Τα Συντάγματα της αστικής Επανάστασης του 1821, σελ. 233-258 (υπο. Κομματ. Ιδιοτ.)
  9. «Εμφύλιες» συγκρούσεις και «εμφύλιοι» πόλεμοι στην Επανάσταση του 1821, σελ. 259-302 (υπογ. Κομματ. Ιδιοτ)
  10. Η περίοδος διακυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια, σελ. 303-340 (υπογ. Κομμ. Ιδιοτ.

-) Χρονολόγιο, σελ. 341-378

Έχουμε λοιπόν 10 σημειώματα αλλά 11 συγγραφείς, μιας και το τέταρτο σημείωμα το συνυπογράφουν δυο συγγραφείς, ο ένας μάλιστα είναι και ο συγγραφέας του τρίτου σημειώματος. Έντεκα συγγραφείς λοιπόν αλλά μόνο δύο εξ αυτών είναι γένους θηλυκού. Δέκα σημειώματα αλλά δύο μόνο από γυναικείο χέρι, ή όπως αλλιώς θέλετε. Αυτό που δεν αλλάζει πάντως είναι ότι στη συνολική έκταση του έργου, 323 σελ. (εκτός χρονικού), τα γυναικεία κείμενα αποτελούν κάτι παραπάνω από το 19% (62 σελ.). Προφανώς λοιπόν είναι «αντρική» υπόθεση η επανάσταση του 1821 για το Κ.Κ.Ε; Ασφαλώς και δεν ξέρουμε την στόχευση που θέλει να εξυπηρετήσει η έκδοση του βιβλίου, ασχέτως του κειμένου του προλόγου και πως παρουσιάζεται βέβαια, ανάμεσα στους 11 όμως συγγραφείς, μόνο οι τρεις υπογράφουν με την επιστημονική τους ιδιότητα. Σίγουρα υπάρχει αντίστοιχο επιστημονικό βάθος και στους υπόλοιπους συγγραφείς, η επιλογή όμως να υπογράψουν τα κείμενα των σημειωμάτων με κομματική ιδιότητα παρουσιάζει μια άλλη εικόνα. Εξάλλου πολύ πιθανόν και οι συγγραφείς που υπογράφουν με την επιστημονική τους ιδιότητα να έχουν αντίστοιχα και κομματική. Όπως και να έχει πάντως οι επιστημονικές υπογραφές στο σύνολο του βιβλίου είναι μόνο 27%, και αυτόματα αυτό κατατάσσει το βιβλίο σε μια άλλη κατηγορία. Έστω και με μια ευρεία και σε βάθος προσπάθεια επιστημονικής τεκμηρίωσης, ακόμα και αν η έκταση της προσπάθειας αυτής (σημειώματα με επιστημονική ιδιότητα υπογράφοντα) καλύπτει το 30,5% των σημειωμάτων.

Η επίμονη συγγραφική προσπάθεια που έχει γίνει, αποτυπώνεται ευκρινώς στο τέλος του βιβλίου στην παράθεση των πηγών και της βιβλιογραφίας, ελληνικής και ξένης. Αντίστοιχα μοιρασμένες είναι και οι παραπομπές των υποσημειώσεων σε ένα ποσοστό 70% – 30% ανάμεσα σε όσους υπογράφουν με κομματική και επιστημονική ιδιότητα. Συγκεκριμένα αναφέρονται ως πηγές 21 ελληνικά περιοδικά και εφημερίδες και 13 ξενόγλωσσα αντίστοιχα. Παρουσιάζονται επίσης 239 τίτλοι ελληνόγλωσσων βιβλίων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, καθώς και 82 ξενόγλωσσοι τίτλοι, ξένων και Ελλήνων συγγραφέων αντίστοιχα.

Εδώ λοιπόν, στην παρουσίαση των πηγών παρατηρούμε τα εξής: Το 75% σχεδόν της ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας που παρατίθεται προέρχεται από τα σημειώματα υπογραφόντων με επιστημονική ιδιότητα, από το 30,5% δηλαδή της συνολικής έκτασης του έργου. Στο σύνολο των 321 τίτλων που παρατίθενται (239+82), το ποσοστό των πρώην σοβιετικών πηγών, συγγραφέων και εκδόσεων ανέρχεται μόλις στο 1,24%. Αν μετρήσουμε δε, την συχνότητα αναφοράς των πηγών της βιβλιογραφίας, το ποσοστό προερχόμενων πηγών από την Σοβιετική Ένωση ή την Ρωσία μειώνεται στο εκπληκτικό 0,96% . ‘Ολες ελληνόγλωσσες, πλην μίας. Αντίφαση ίσως εδώ ότι ακόμα και αυτό το μικρό ποσοστό επιτυγχάνεται χάρη στα σημειώματα που υπογράφονται με επιστημονικό τίτλο, κυρίως το έβδομο. Το ζήτημα εδώ δεν είναι η πασιφανής απόρριψη της Σοβιετικής ή Ρωσικής βιβλιογραφίας. Το κύριο πρόβλημα εντοπίζεται στην μονομερή, σχεδόν αποκλειστική αξιοποίηση, αγγλόφωνης. Συγκεκριμένα από τους 82 συνολικά τίτλους της ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας, το 73% αποτελούν εκδόσεις που έχουν γίνει στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις Η.Π.Α, κυρίως πανεπιστημιακών ιδρυμάτων (Oxford, Cambridge η πλειοψηφία) περίπου τα 60 δηλαδή, ενώ το ποσοστό των συνολικά αγγλόφωνων (εκδόσεις και τίτλοι π.χ από Κωστ/πολη, Κάιρο) ανέρχεται στο 86%. Υπάρχει και ένας Γιουγκοσλάβικος τίτλος του 1965, από το Σεράγεβο, όχι το Βελιγράδι.

Το θέμα, λοιπόν, είναι να δούμε αν εξηγείται με κάποιο τρόπο η παραπάνω «παραδοξότητα». Πως γίνεται το Κ.Κ.Ε να είναι ίσως ο φορέας που γύρω του συσπειρώνονται οι περισσότεροι ‘Έλληνες ακαδημαϊκής μόρφωσης με γνώση ρωσικών, έχοντας σπουδάσει και οι περισσότεροι στην πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. και σε ένα τόσο σπουδαίο εγχείρημα όπως αυτό το βιβλίο να λείπουν οι Σοβιετικές και Ρώσικες πηγές. Θεωρούμε περιττό να αναφέρουμε εδώ τον ρόλο της Ρωσίας τότε, το κάνει εξάλλου αυτό όλος ο υπόλοιπος κόσμος.

Γυρνώντας λοιπόν στα «μαθηματικά» βλέπουμε στο ευρετήριο ονομάτων στο τέλος του βιβλίου να παρουσιάζεται το όνομα του γνωστού, σαφώς, ιστορικού Braudel έξι φορές, σε αντιδιαστολή με το όνομα του σοβιετικού ιστορικού Arsh, τρεις (η μια στο χρονικό), ουσιαστικά δύο λοιπόν. Ο Braudel όμως δεν ερεύνησε των αγώνα των Ελλήνων, ενώ ο Arsh αφιέρωσε τη ζωή του στην ιστορική έρευνα για τον αγώνα των Ελλήνων και γενικά των λαών της Βαλκανικής. Σίγουρα το Κ.Κ.Ε. έχει υπόψιν του και τον Arsh και το έργο του, πρόσφατα εξάλλου η Σύγχρονη Εποχή έκδοσε ένα βιβλίο του για την ιστορία της Φιλικής Εταιρείας στην Ρωσία. Ας μου επιτραπεί εδώ να παραθέσω μερικούς από τους τίτλους του έργου του Arsh για να κατανοηθούν τα λεγόμενά μου από τους αναγνώστες καλύτερα.

-) Μυστική εταιρεία «Φιλική Εταιρεία». Από την Ιστορία του Αγώνα των Ελλήνων για την ανατροπή του Οθωμανικού ζυγού.
-) Ο απελευθερωτικός αγώνας του ελληνικού λαού στις αρχές του 19ου αιώνα. Ρωσο – ελληνικοί δεσμοί.
-) Ι. Καποδίστριας και το ελληνικό εθνικό απελευθερωτικό κίνημα 1809-1822.
-) Ιωάννης Καποδίστριας στη Ρωσία.
-) Ρήγας Βελεστινλής. Ο Έλληνας επαναστάτης, δημοκράτης, μαχητής, ενάντια στον οθωμανικό ζυγό. Οι πρακτικές και οι επαναστατικές του δραστηριότητες.
-) Ελληνική μετανάστευση στη Ρωσία τα τέλη του 18ου, αρχές του 19ου αιώνα.
-) Ελληνική Επανάσταση 1821-1829.
-) Σχηματισμοί εθνικών ανεξάρτητων κρατών στα Βαλκάνια στα τέλη του 18ου και 19ου αιώνα.
-) Εθνικές απελευθερωτικές εξεγέρσεις στα Βαλκάνια το πρώτο τρίτο του 19ου αιώνα.
-) Μυστικός κρατούμενος των δικαστηρίων της Βιέννης. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στα Αυστριακά φρούρια.
-) Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και η σχέση του με την Ρωσική Κυβέρνηση (νέα αρχειακά δεδομένα 1995). Στο «Ρωσία και Βαλκάνια, από την ιστορία των κοινωνικοπολιτικών και πολιτικών σχέσεων».
-) Η εποχή της Αικατερίνης της Μεγάλης. Ρωσία και Βαλκάνια.
-) Ο ελληνικός πολιτισμός στην Ρωσία από τον 17ο εως τον 20ο αιώνα. (συλλογικό)
-) Ελληνικές αποικίες της Νέας Ρωσίας και ο ρόλος τους στην απελευθέρωση της Ελλάδας. Ελλάδα, έθνος, ιδέα, κοινωνία, κράτος.
-) Έλληνες της Ρωσίας και της Ουκρανίας. (το 2004)
-) Ιστορία των Βαλκανίων. (το 2004)
-) Ο Ρωσικός στόλος του Λάμπρου Κατσώνη στη Μεσόγειο, μια προσπάθεια απελευθέρωσης της Ελλάδας.
-) Ρώσοι απεσταλμένοι στην Πελοπόννησο και στην αποστολή του Αρχιπελάγους το 1770 – 1774.

Αδυνατώ να πιστέψω ότι ανάμεσα σε όλο αυτό τον όγκο της πολύ εξειδικευμένης και ταυτόσημης με το κείμενο βιβλιογραφίας δεν υπήρχε χώρος για παραπάνω αναφορές. Ο Arsh βέβαια, όπως μπορούμε να δούμε, δεν χρησιμοποιεί τον όρο αστική (τουλάχιστον στους τίτλους) για να προσδιορίσει τον χαρακτήρα της επανάστασης. Ίσως ο όρος εθνικοαπελευθερωτική που χρησιμοποιεί να θεωρούσε ότι κάλυπτε και συνεπαγόταν και τον όρο αστική. Αλλά ο Arsh ήταν σοβιετικός ίσως να μην ήξερε…. Πολύ πιθανόν το γεγονός αυτό, (της μη αξιοποίησης δηλαδή των σοβιετικών πηγών), να αποτελεί μια συνειδητή επιλογή, πλέον.

Μπορώ να κατανοήσω, σίγουρα και πολλοί αναγνώστες το ίδιο, ότι ο «προοδευτισμός» της Οξφόρδης και του Cambridge ασκεί μεγάλη «επιρροή», ακόμα και σε υπεραιωνόβιους φορείς βαθιά ριζωμένους όπως το Κ.Κ.Ε. Το γεγονός όμως που κεντρίζει το ενδιαφέρον είναι η υποσημείωση με αριθ. 304 στην σελ. 119 του πέμπτου σημειώματος. Η υποσημείωση μεταξύ άλλων παραπέμπει σε μια βιβλιογραφία σχετική με του πληθυσμούς των Ελλήνων στις πόλεις της Νότιας Ρωσίας, μια έκδοση του Harvard Ukrainian Research Institute του 1987 (!!!!). Το 1987 υπάρχει ακόμα η Σοβιετική Ένωση, ο Αrsh συγγράφει αντίστοιχες μελέτες όπως είδαμε παραπάνω. Τι είναι όμως αυτό το Ουκρανικό Ινστιτούτο Ερευνών του Harvard;;;; ‘Όπως διαβάζουμε από τον ιστότοπο του ίδιου του Ινστιτούτου που ιδρύθηκε το 1973, πρωτοστάτησε στη δημιουργία αντι-σοβιετικής προπαγάνδας με επίκεντρο τα εδάφη της Ουκρανίας, μέσω προσφύγων που αυτομολούσαν στη Δύση, με ιδιαίτερη έμφαση στην Ιστορία. Αποτέλεσμα της «πολύ καλής» δουλειάς του Ινστιτούτου, προφανώς μπορούμε να δούμε στην σημερινή Ουκρανία.

Εντασσόμενο σε αυτή την τάση, λοιπόν, επανεγγραφής της Ιστορίας, επηρεασμένο από τον «προοδευτισμό» των δυτικών πανεπιστημίων, πιθανώς μετά από την «…εξέταση καλύτερα του ρόλου των Η.Π.Α στην εφταετία….» αναζητήσουμε και την «…..διερεύνηση του θετικού ρόλου συνολικά της Ε.Σ.Σ.Δ στην Ιστορία…;;». Δεν έχω υπ΄ όψιν μου καμία άλλη αναφορά στο παρελθόν, από επίσημο κείμενο του Κ.Κ.Ε. σε κανένα τόσο ανοιχτά και δραστήρια αντισοβιετικό φορέα όπως αυτό το Ινστιτούτο, και θα έχει αξία να μάθουμε εάν είναι η πρώτη φορά…. Σίγουρα πολλοί θα θέλουν να καλωσορίσουν το Κ.Κ.Ε. σε αυτό το νέο μονοπάτι…

Η αλήθεια είναι ότι παρατηρούμε στο ύφος ορισμένων συγγραφέων ένα έντονο, και ουσιαστικά, αναίτιο υφέρποντα αντιρωσισμό. Στις αναφορές για παράδειγμα στις τρεις ισχυρές Δυνάμεις της εποχής, Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, μόνο στην τελευταία αναφέρονται με πολιτικοκοινωνικό συνθετικό του τύπου «τσαρική Ρωσία». Σε κανένα σημείο του βιβλίου δεν αναφέρεται κάτι αντίστοιχο για καμιά άλλη χώρα. Ούτε για την Γαλλία της εποχής με παλινορθωμένη τη μοναρχία, ούτε όμως και για τη γηραιά Αλβιώνα, η οποία ακόμα και σήμερα διατηρεί το θεσμό της βασιλείας και στερείται, ακόμα, Συντάγματος. Δεν αναφέρονται πουθενά ως αυτοκρατορική η Αγγλία ούτε ως βασιλική η Γαλλία, μόνο η Ρωσία χαρακτηρίζεται τσαρική.

Θέλοντας να πιστέψουμε ότι για τα παραπάνω ευθύνεται ο δαίμων του τυπογραφείου, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι έχουμε να κάνουμε με τον πιο δραστήριο δαίμονα τέτοιου τύπου. Έχει εξαφανίσει από το ευρετήριο των ονομάτων τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Μακρυγιάννη. Ο μεν πρώτος συνηθισμένος, κατάφεραν να αφανίσουν τη γενιά του και τους απογόνους του, γενικά, εδώ γιατί να άλλαζε αυτό; Ο δεύτερος όμως γιατί; Το μόνο που μπορούμε να σκεφτούμε είναι λόγω της «ιδιαιτερότητας» που είχε με την τοκογλυφία. Από μόνο του όμως, ούτε αυτό φτάνει γιατί ο γνωστός Φίνλεϋ αναφέρεται 16 φορές. Ο γνωστός και μη εξαιρετέος Φίνλεϋ θεωρείται αξιόπιστη πηγή πληροφοριών!

Στο ευρετήριο των ονομάτων λοιπόν παρουσιάζεται η εξής εικόνα αναφορικά με τους πρωταγωνιστές. Δικαίως τον μεγαλύτερο αριθμό αναφορών κατέχει ο Καποδίστριας (59), ακολουθεί, και πολύ λογικά ο Κολοκοτρώνης (42), και ύστερα….. Μαυροκορδάτος (29), Υψηλάντης Αλ. (21), Υψηλάντης Δ. (20), Λόντος (19), ΖαΪμης (19), Κουντουριώτης (16), Κοραής (16). Ο Νικηταράς το σύμβολο της ανιδιοτέλειας της επανάστασης (5), Καραϊσκάκης (7), Μπότσαρης (5), Ρήγας (8). Ο Μαυρομιχάλης, η οικογένεια με τους περισσότερους νεκρούς στην επανάσταση (19), και ο Κωλέττης (16). Αναφέρονται ο Κροπότκιν και ο Γκράμσι, όχι όμως η Μαντώ και η Μπουμπουλίνα. Ο Παπαφλέσσας (13) όσες και ο Μάρξ. Οι τρείς «Φιλικοί» Τσακάλωφ, Ξάνθος, Σκουφάς (11) φορές και οι τρείς μαζί, μια παραπάνω από τον Όθωνα (10). Νομίζω είναι πασιφανής η διάσταση των συναισθημάτων της πλειοψηφίας του λαού μας, σε σχέση με τον αριθμό συχνότητας εμφάνισης των ονομάτων των Ηρώων της επανάστασης…. Η παραπάνω αποτύπωση νομίζω αποτελεί την καλύτερη υπηρεσία στην άποψη που ισχυρίζεται ότι «…..προσωπικότητες σαν τον Μαυροκορδάτο είναι αδικημένες σε σχέση με τον ρόλο που διαδραμάτισαν…». Φυσικά γι΄ αυτό το λόγω π.χ. στο χρονικό, στην αναφορά για τη μάχη στο Πέτα, ο Μαυροκορδάτος δεν αναφέρεται καν, οι ευθύνες, δήθεν, δεν τον βαραίνουν προσωπικά.

Σαφώς όλα τα παραπάνω δείχνουν μια επικρατούσα αντίληψη. Μπορεί ο οποιοσδήποτε να επικαλείται όποιες πηγές θεωρεί ότι είναι πιο αξιόπιστες. Παραμένει όμως αναφαίρετο δικαίωμα όλων εμάς να κρίνουμε αυτές τις επιλογές. Στο παρόν βιβλίο, αν αφαιρέσουμε τις αναφορές του πρώτου σημειώματος, ο Κορδάτος αναφέρεται λιγότερο από σύγχρονους ιστορικούς. Ο Σιμόπουλος καθόλου, έστω και αν μόνο το έργο του «Πως είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ΄21» αναπτύσσεται σε πέντε τόμους με συνολική έκταση σχεδόν 3000 σελίδων. Έργο για το οποίο επιλέχτηκε να βραβευτεί από την Ακαδημία Αθηνών, βραβείο που όμως το αρνήθηκε ο Μακρονησιώτης συγγραφέας, στηλιτεύοντας μάλιστα το έργο και τον ρόλο της Ακαδημίας.

Σημαντικό είναι το γεγονός ότι πολλές από τις πηγές των παραπομπών είναι κοινός παρονομαστής για αρκετούς από τους συγγραφείς. Επίσης αναφέρονται και αξιοποιούνται ως πηγές εννέα διδακτορικές διατριβές (τέσσερις Πάντειο, δύο Ιόνιο Πανεπ., δύο Καποδιστριακό, μία εξωτερικού), και εδώ έχουμε κοινές αναφορές ανάμεσα στους συγγραφείς. Επιπλέον στο ένατο σημείωμα παρουσιάζεται το φαινόμενο της αυτοαναφοράς. Συγκεκριμένα το εν λόγω σημείωμα έχει επτά υποσημειώσεις που παραπέμπουν σε προηγούμενα κεφάλαια -σημειώματα του ίδιου του βιβλίου. Το συγκεκριμένο σημείωμα έχει 87 υποσημειώσεις παραπομπών βιβλιογραφίας, οι 13 είναι αγγλόφωνες, 10 είναι ξένων συγγραφέων μεταφρασμένες στα ελληνικά. Τρεις είναι «εσωτερικές» πηγές, συγκεκριμένα, το Δοκίμιο Ιστορίας του Κ.Κ.Ε, τα υλικά από ένα συμπόσιο με αντίστοιχη θεματολογία του 1981 τα οποία έκδοσε η Σύγχρονη Εποχή το 1985 και ένα άρθρο του «Οδηγητή». Συνεπώς ένα 11% είναι αυτοαναφορές. Αντιστοίχως το όγδοο σημείωμα από τις συνολικά 54 υποσημειώσεις, 21 σχεδόν παραπομπών βιβλιογραφίας του, οι 11 είναι «εσωτερικές» (Δοκίμιο Ιστορίας, ΚΟΜ.ΕΠ), δηλαδή σχεδόν 20%.

Η εγγραφή της Ιστορίας είναι καθοριστική για το μέλλον, ακόμα σημαντικότερη είναι η επανεγγραφή της. Ο τρόπος εγγραφής της, ήταν και είναι επίδικο ανάμεσα στις συγκρουόμενες κοινωνικές τάξεις. Η Ιστορική αφήγηση καθορίζει εν πολλοίς την μελλοντική πορεία μιας κοινωνίας. Τα βιβλίο για το 1821 του τμήματος της Κ.Ε του Κ.Κ.Ε παραμένει το μοναδικό βιβλίο μέχρι στιγμής από πολιτικό φορέα, ίσως γενικότερα από κάποιον εγνωσμένο κοινωνικό φορέα. Θα έχει αξία να δούμε αν θα ακολουθήσουν αντίστοιχα εγχειρήματα και από άλλους φορείς, αναπτύσσοντας ένα αντίλογο ίσως, ή καλυπτόμενοι από το παρόν. Σε κάθε περίπτωση το Κ.Κ.Ε έδειξε με την παρούσα έκδοση τα αντανακλαστικά του, δήλωσε παρόν με συνέπεια στα ζητήματα ιστορικής κυρίως μνήμης και δημόσιας Ιστορίας, ανεξάρτητα από τη θέση που κρατάει και την οπτική του στα γεγονότα.

Μετά από πολύ καιρό ένα κομμάτι του λεγόμενου ανταγωνιστικού κινήματος προσπαθεί να θέσει το ίδιο την ατζέντα στη σφαίρα της δημόσιας συζήτησης.