της Τζένης Τσιροπούλου

Κατεβαίνω μισονυσταγμένη στο περίπτερο και μέσα στη μέση του δρόμου βλέπω πεταμένο ένα καφέ πορτοφόλι. Το σηκώνω, το ανοίγω και μόλις βλέπω ότι δεν έχει χρήματα μέσα, είμαι σίγουρη ότι έχει κλαπεί και έπειτα πεταχτεί. Ανεβαίνω πίσω στο σπίτι και αποφασίζω να κάνω την καλή πράξη της ημέρας: αναζητώ τον κάτοχό του για να του το δώσω ώστε να ανακτήσει έστω τα έγγραφα και τις κάρτες που υπάρχουν μέσα στο πορτοφόλι. Για την ιστορία, κάποτε μου είχε συμβεί κι εμένα αυτό και είχα νιώσει μια μικρή παρηγοριά που κάποιος είχε βρει το κλεμμένο πορτοφόλι μου και μου το επέστρεψε χέρι με χέρι.

Μέσω μιας κάρτας μέλους σε κάποιο φαρμακείο που είχε ο κάτοχος του πορτοφολιού, πράγματι ήρθαμε σε επαφή μέσα σε λίγα λεπτά με τη βοήθεια του φαρμακοποιού.

Στην άλλη γραμμή του τηλεφώνου ήταν μία δικαστικός. Ας την λέμε κυρία Δ. για την ιστορία μας. Της είχαν κλέψει ολόκληρη την τσάντα, μαζί κι ένα Ipad με υποθέσεις και ήταν αγχωμένη αλλά δήλωνε ευγνώμων που τουλάχιστον εγώ είχα βρει το πορτοφόλι με τις κάρτες της κλπ.

Με ρώτησε πού μπορούμε να συναντηθούμε για να της το παραδώσω.

«Έχω μια πολυάσχολη μέρα και θα ’μαι στους δρόμους, όμως στις 5 θα βρίσκομαι στη σχολή χορού μου γιατί έχουμε παράσταση απόψε. Ελάτε εκεί στις 5, σας παρακαλώ. Η σχολή μου βρίσκεται στην οδό Β. αριθμός τάδε. Είναι λίγο ερημικό σημείο, αλλά μην ανησυχήσετε. Πάρτε με να κατέβω» της είπα και κλείσαμε το ραντεβού μας.

Ήταν ακόμα 12 το μεσημεράκι όταν η κυρία Δ. με πήρε πάλι τηλέφωνο, λέγοντάς μου αυτή τη φορά:

«Συγγνώμη, δε θα μπορέσω να έρθω στις 5 εκεί που μου είπατε γιατί προέκυψε κάτι. Μπορείτε άλλη ώρα κάπου αλλού;»

«Έχω ραντεβού στη 1.15' στο κομμωτήριο στην οδό τάδε. Ελάτε εκεί να με βρείτε».

«Σας ευχαριστώ πολύ. Τα λέμε εκεί» μου είπε και κλείσαμε.

Βρίσκομαι πια, λοιπόν, στο κομμωτήριο και ενώ η κομμώτρια πλέκει τις κοτσίδες μου, ανοίγει η πόρτα του μαγαζιού.

«Είναι εδώ καμία Τζένη που έχει βρει ένα πορτοφόλι;» ρώτησε μια αντρική φωνή.

«Ναι, εγώ είμαι» λέω χωρίς να μπορώ να στρίψω το κεφάλι μου να κοιτάξω.

«Μπορώ να έχω την ταυτότητά σας παρακαλώ και το πορτοφόλι;»

Εκεί γύρισα πια το κεφάλι μου για να δω ότι ο άντρας που με έψαχνε στο κομμωτήριο ήταν αστυνομικός.  

«Ωχ, είστε αστυνομικός!» εξεπλάγην. «Μα γιατί; Τι συνέβη;»

Ο αστυνομικός μόλις αντίκρισε μια νεαρή κοπέλα να φτιάχνει τα μαλλιά της και είχε πια και στα χέρια του την ταυτότητά μου καθώς και το πορτοφόλι, φάνηκε ανακουφισμένος, σε σημείο που γελούσε.

«Συγγνώμη που γελάω αλλά δε φαντάζεστε τι έχει συμβεί για εσάς και το πορτοφόλι…»

Κατάλαβα ότι παρ’ ολίγο θα προσγειώνονταν κυριολεκτικά ελικόπτερα για να με περικυκλώσουν μιας και όλη η Ασφάλεια της Αθήνας καθώς και όλοι οι αστυνομικοί ήταν στο πόδι, γιατί η δικαστικός κυρία Δ. είχε διατάξει ότι εγώ μαλλον ανήκω σε κάποιο κύκλωμα που ήθελε να την απαγάγει.

Ο αστυνομικός μού ζήτησε συγγνώμη για την αναστάτωση και αποχώρησε.

Σε λίγη ώρα τελείωσα κι εγώ με τις κοτσίδες μου, άνοιξα τη μία και μοναδική πόρτα του κομμωτηρίου κι έφυγα. Κοιτώντας πάνω από τον ώμο μου, είδα ότι έξω από το κομμωτήριο βρίσκονταν αρκετές μηχανές και ένστολοι της ομάδας Ζήτα και από τη γλώσσα του σώματός τους διέκρινα μια αναστάτωση. Εγώ όμως δεν είχα λόγο να ανησυχώ νόμιζα. Εδώ γελάμε.

Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και ένας άγνωστος αριθμός με κάλεσε στο κινητό. 

«Γεια σας, είμαι ο αστυνομικός που ήρθα στο κομμωτήριο. Πότε φύγατε; Σας παρακαλώ πείτε μου πού είστε και περιμένετε εκεί γιατί πρέπει να σας ρωτήσω κάτι. Σας παρακαλώ πολύ μη φύγετε».

Και όντως δεν έφυγα. Περίμενα μέσα στη μέση του δρόμου, στη γειτονιά μου, εκεί που μένω, ψωνίζω, βγαίνω για καφέ, αλλά και εργάζομαι. Έφτασαν μηχανές της ομάδας Ζήτα και ένα περιπολικό στο οποίο με έβαλαν μέσα, με όλους τους περαστικούς να κοιτάνε φυσικά. «Δε φταίτε σε τίποτα, είναι αδιανόητο αυτό που συμβαίνει, αυτό που υποχρεωνόμαστε κι εμείς να κάνουμε και ό,τι και να πείτε θα έχετε δίκιο» ήταν τα λόγια των αστυνομικών προς εμένα (τα διατυπώνω και πιο κομψά από ό,τι τα έλεγαν όσο έκαναν την κριτική και την αυτοκριτική τους).

Όλα αυτά συνέβαιναν αποκλειστικά και μόνο γιατί η κυρία Δ. είναι δικαστικός και από τις καθόλου τυχαίες μάλιστα. Δε νομίζω κανείς να φαντάστηκε ότι όλη η ελληνική αστυνομία θα ήταν ποτέ με διαταγή όλων των ανωτέρων στο πόδι για μια κοινή θνητή.  

Στην Ασφάλεια πια όλοι απορούσαν με το τι είναι αυτή η ιστορία που εκτυλίσσεται σήμερα. Ένιωθα ότι αν οι αστυνομικοί δεν φόραγαν εκείνη τη στιγμή τις υπηρεσιακές στολές τους θα είχαν πολλά ενδιαφέροντα πράγματα να μου πουν και πολλά «γαλλικά» να ξεστομίσουν. Οφείλω να πω ότι μου συμπεριφέρθηκαν με ευγένεια και απόλυτη κατανόηση για το ότι δεν έφταιγα σε τίποτα για να τα τραβάω όλα αυτά. (Δε θέλω να σκεφτώ τι αντιμετώπιση θα είχα βέβαια αν υπήρχε έστω κι ένας αστυνομικός που θα του είχα κάτσει στραβά στο μάτι.) Τουλάχιστον όμως εκείνοι έχουν τριβή με τον δρόμο. Γιατί η δικαστικός της ιστορίας μας, εκ βορείων προαστίων ορμώμενη, δεν ήξερε καλά-καλά κατά πού πέφτουν οι μεγαλύτερες γειτονιές του ιστορικού κέντρου της Αθήνας και της εξηγούσα πώς να έρθει σαν να επρόκειτο να χρειαστεί διαβατήριο.

Στην Ασφάλεια με κράτησαν γεμάτες δύο ώρες και ούτε κι οι ίδιοι δεν ήξεραν γιατί με κρατούσαν. Κάποια στιγμή μία κυρία κατέφτασε αναστατωμένη, θέλοντας να δηλώσει την εξαφάνιση ενός ανθρώπου. Δε γινόταν όμως. Έπρεπε να περιμένει γιατί εκείνη την ώρα «υπήρχε κρατούμενος». Εγώ δηλαδή. Ο εξαφανισμένος άνθρωπος μπορούσε να περιμένει γιατί προείχε το ακριβό, το «ταμπά» το πορτοφόλι το κλεμμένο και το κύκλωμα απαγωγής δικαστικών που συντόνιζα.

Φυσικά ανησύχησα. Φυσικά πήρα τηλέφωνο μια φίλη δικηγόρο για κάθε ενδεχόμενο. Φυσικά τρελάθηκα για το πού μπορείς να βρεθείς μπλεγμένος στα καλά καθούμενα για μια καλή πράξη που πήγες να κάνεις ανθρώπινα και χωρίς γραφειοκρατικές διαμεσολαβήσεις. Και φυσικά εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα κυνικά: «ποτέ ξανά».

Η δικαστικός κυρία Δ. ήρθε κι αυτή μετά από δύο ώρες στην Ασφάλεια. Δεν ανταλλάξαμε ούτε ένα βλέμμα.

Και τώρα να σας πω ποια ήταν τα ενοχοποιητικά στοιχεία εις βάρος μου, όπως διαπίστωσα στην πορεία της ανάκρισης που επέβαλε η δικαστικός:

  1. Η κυρία Δ. είχε πάει στη σχολή χορού μου πολύ νωρίτερα από το αρχικό ραντεβού μας στις 5, για να τσεκάρει. Δεν της γέμισε το μάτι απ’ έξω, δε βρήκε και καμία Τζένη εκεί -προφανώς, εφόσον πήγε ώρες νωρίτερα- και έκρινε ότι μάλλον πρόκειται για γιάφκα.
     
  2. Οι αστυνομικοί όταν με βρήκαν στο κομμωτήριο, την ενημέρωσαν ότι υπάρχω, ότι έχω το πορτοφόλι της, ότι όλα καλά και ότι είχαν την ταυτότητά μου στα χέρια τους, η οποία έλεγε «Τσιροπούλου Ευγενία». Ώπα. Παύση και τρόμος. Η ταυτότητα έγραφε «Ευγενία» ενώ εγώ της είχα συστηθεί ως «Τζένη». Βατερλό. Εκεί διέταξε να τρέξουν να με ξαναβρούν για να καταλήξω τελικά στην Ασφάλεια. Μα γιατί είχα δώσει «ψεύτικο» όνομα. Τι δεν καταλαβαίνετε;
  1. Κλήθηκα να της αποδείξω ότι όντως υπάρχει σχολή χορού εκεί όπου την είχα στείλει, δείχνοντας μέχρι και το Facebook event της παράστασής μας για να επιβεβαιώσουν ότι όντως χορεύω. Εντάξει, δε ζήτησε να σηκωθώ να χορέψω κι επιτόπου.
  1. Είχα πει στη δικαστικό σε ένα χαλαρό στιγμιότυπο στο πρώτο μας τηλεφώνημα ότι έχω τελειώσει κι εγώ Νομική. Μετά λοιπόν έπρεπε να αποσαφηνιστεί και το «ύποπτο» δίπολο «Νομική αλλά δημοσιογράφος στο επάγγελμα;» Βλέπε «Ευγενία» vs «Τζένη».

Γύρω στις 5 το απόγευμα, και ούσα εξαντλημένη πια, οι αστυνομικοί με έστειλαν στο καλό.

Η κυρία δικαστικός δεν μου έστειλε ποτέ μια συγγνώμη. Μάλλον γιατί στα μάτια της τη γλίτωσα από τύχη ή είμαι αθώα μέχρι αποδείξεως εκ νέου του αντιθέτου.

Αλλά εκείνη έχει την εξουσία να αποφασίζει για τις ζωές των ανθρώπων, εκείνη έχει την εξουσία να κρατάει απασχολημένο όλη μέρα ένα ολόκληρο σώμα ασφαλείας – το οποίο πληρώνουμε οι φορολογούμενοι- για μια υπόθεση-αποκύημα της φαντασίας της, και ενώ άκουγα τους αστυνομικούς να επιβεβαιώνουν ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος ανησυχίας και κράτησής μου.

Οι δηλώσεις εξαφάνισης των κανονικών ανθρώπων και τα ποταπά προβλήματα των κοινών θνητών, ας περιμένουν. Η κυρία δικαστικός είπε και ελάλησε. Όλοι σούζα.