«Νοιώθω κληρονόμος μιας ιστορικής τροχιάς, αυτών που, από διάφορες πλευρές, ζήτησαν δικαιοσύνη, υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθερίες. Θα είμαι πρόεδρος όλων των Χιλιάνων».

Ήταν μιά πολύ σημαντική φράση, του νεοεκλεγέντος προέδρου της Χιλής, Γαβριήλ Μπόριτς, στο χαιρετισμό τους προς τους Χιλιάνους, με την ανακοίνωση της νίκης του. Για μας μοιάζει τετριμμένη. Όμως δεν είναι, γιατί η Χιλή δεν είναι μια ομοιογενής κοινωνία.

Ο συμβολισμός του πρώτου χαιρετισμού του, που τον απηύθυνε στα ισπανικά αλλά και στις γλώσσες των Μαπούτσε του νότου, των Αϋμάρα του βορρά και των Ραπανούι της γης που οι αποικιοκράτες ονομάζουν «Νήσο του Πάσχα», έδειχνε κάποιες από αυτές τις πλευρές που ανέφερε, που διαφοροποιούν τη Χιλή σήμερα, αναδυόμενες μέσα από το ζόφο της αποικιοκρατίας. 

Μια κοινωνία με ισονομία και δικαιοσύνη, βεβαίως, δε θα ανέφερε καν ως «Χιλή» ή ως «Χιλιάνους» τους αγωνιστές Μαπούτσε, που 500 χρόνια τώρα υπερασπίζονται τη γη και την ελευθερία τους – την «Παλαιστίνη της Λατινικής Αμερικής» όπως σοφά την χαρακτηρισε η παλαιστίνιοχιλιανή φίλη, Κλαούντια Ελντίτ. Ομως, αυτή τη στιγμή, σε αυτή τη συγκυρία, κάτι τέτοιο είναι ακόμη μακρυά. Κανένα κράτος δε χάνει μετά χαράς εδάφη, άλλωστε. Όμως, το θέμα των ιθαγενικών λαών είναι ουσιώδες και αποτελούσε ένα από τα αιτήματα της μεγάλης λαϊκής εξέγερσης του Οκτώβρη του 2019. 

Το μεγάλο κέρδος της εξέγερσης ήταν ακριβώς η νομιμοποίηση των αιτημάτων και διεκδικήσεων που έθεταν οι δεκάδες κοινωνικές ομάδες που συναποτελούν τη Χιλή, χωρίς πρόσημα πια, ως λαϊκές διεκδικήσεις. Με πρώτο το νέο σύνταγμα, που κερδήθηκε με το δημοψήφισμα που έδωσε στην αλλαγή 80%, και να ακολουθούν δεκάδες ακόμη – όπως σε κάθε εξέγερση, τα δικαιώματα των γυναικών, της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, των ιθαγενών, των εργατών, των ακτιβιστών για δικαιοσύνη στα θύματα της δικτατορίας, ενώθηκαν σε ένα σύνολο, για το οποίο αγωνίζονται όλοι. Το σύνταγμα παραμένει ουσιώδες πρόταγμα και σημείο αναφοράς στη νίκη Μπόριτς. Γιατί, ένα προοδευτικό σύνταγμα, που θα αναιρεί τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, το νεοφιλελεύθερο στάτους, θα στηρίξει τη νέα κυβέρνηση και μια προοδευτική κυβέρνηση θα πραγματώσει όσα ορίσει το νέο σύνταγμα.  

Εκει, στο δημοψήφισμα, αναμετρήθηκαν ουσιαστικά οι δυνάμεις της αλλαγής με τις δυνάμεις της συντήρησης του πινοτσετικού καθεστώτος, που ακόμη κυβερνά τη Χιλή. Κι από αυτό το 80% προήλθαν οι ψηφοφόροι που έδωσαν τη νικη στο Μπόριτς. Όσοι δεν τον ψήφισαν, όσοι δεν προσήλθαν στις κάλπες, ήταν αυτοί που αν και τον είδαν ως «το μη χείρον βέλτιστο», αρνήθηκαν να μπουν στο παιγνίδι, αλλά και αυτοί που τρόμαξαν από τη λαϊκή ισχύ, που εμφανίστηκε ξανά μεγαλόπρεπη σε πρώτο πλάνο, και προτίμησαν να «νίψουν τας χείρας». 

Για το κομμάτι των «μαξιμαλιστών», εκείνων που είναι η αιχμή του δόρατος στη μεγάλη διεκδίκηση της υλοποίησης των λαϊκών αιτημάτων, και που βρίσκουν «χλιαρό» το Μπόριτς, το βασικότερο ζήτημα, που μπαίνει άμεσα και πρώτο, είναι η απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, των ανθρώπων που η βάρβαρη κυβέρνηση του νεοφιλελεύθερου, δεξιού, πολυεκατομμυριούχου Πινιέρα έριξε στα κελιά. Και ήδη, μόλις τρεις μέρες μετά τις εκλογές, αποτελεί κυρίαρχο ζήτημα σε όλο τον Τύπο της χώρας. Γιατί εδώ θα κριθεί, για πολλούς, η αποφασιστικότητα του Μπόριτς να προχωρήσει σε αληθινές αλλαγές – εδώ θα δοθεί η πρώτη ένδειξη. 

Η εξέγερση, που κατέβασε εκατομμύρια λαού στους δρόμους, αντιμετωπίστηκε από τον Πινιέρα, τον σημερινό πρόεδρο, με ακραία βία. Η χώρα μπήκε σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης, ο στρατός κατέβηκε μαζί με την αστυνομία στους δρόμους, οι αστυνομικοί δολοφονούσαν, τύφλωναν, βασάνιζαν παραμένοντας ατιμώρητοι, οι καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η βαρβαρότητα του καθεστώτος καταγγέλθηκαν διεθνώς, ενώ παράλληλα ξύπνησαν τις μνήμες Πινοτσέτ στους μεγαλύτερους και αφύπνισαν πολιτικά τους νεώτερους. (Τότε, ακούστηκαν και φωνές υπέρ ενός νέου πραξικοπήματος, παρά την δεξιά κυβέρνηση και τη βία – κάποιοι, οι οπαδοί της τάξης, το έβλεπαν ως «απαραίτητο». Στον φόβο που έσπειραν οι ελίτ, άλλωστε,  οφείλεται και η άνοδος του Καστ, ενός ακροδεξιού που ως τώρα είχε πολύ χαμηλά ποσοστά και θεωρούνταν μάλλον γραφικός).

Η κυβέρνηση Πινιέρα είχε κάνει 25.000 συλλήψεις τις μέρες της εξέγερσης, χρησιμοποιώντας τον νόμο «Περί της Ασφάλειας του Κράτους». Από αυτούς, 1.073 παραμένουν στις φυλακές, ενώ 426 είναι σπίτι τους και αναμένουν δίκη. Επίσης, 63 είναι οι καταδικασμένοι χωρίς άλλο στοιχείο από την κατάθεση κάποιου αστυνομικού, οι υπόλοιποι περιμένουν ακόμη τη δίκη τους. Όλοι οι εγκληματίες αστυνομικοί, αυτοί που σκότωσαν, βασάνισαν, ακρωτηρίασαν, είναι στο σπίτι τους κι έχουν, ακόμη, το ακαταδίωκτο. Οι διωκτικές αρχές έχουν φροντίσει στο 95% των συλληφθέντων και κρατηθέντων να «φορτώσουν» και ποινικά αδικήματα, για να έχουν την ευκολία της καταδίκης. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη κι αν η νέα κυβέρνηση δώσει χάρη ή αποσύρει τις κατηγορίες για τη συμμετοχή στην εξέγερση, υπάρχουν αδικήματα για τα οποία οι ακτιβιστές θα πρέπει να διωχθούν γιατί είναι «καθαροαιμα» ποινικά. 

Στην πρώτη προεκλογική περίοδο, μόλις τον Ιούλιο που μας πέρασε, ο ίδιος ο Μπόριτς μιλούσε στις συνεντεύξεις του για γενική αμνηστία σε όσους διώκονται «στο πλαίσιο της εξέγερσης του 2019 και των ακολούθων διαμαρτυριών». Έτσι απλά, ξεκάθαρα και χωρίς άλλες διευκρινήσεις.  

Το βράδυ των εκλογών, ο υπεύθυνος της προεκλογικής καμπάνιας του Μπόριτς, Τζόρτζιο Τζάκσον, αλλά και η Καμίλα Βαγιέχο – που αναμένεται να λάβει υπουργική θέση στη νέα κυβέρνηση – μίλησαν για απελευθερώσεις πολιτικών κρατουμένων «με την ανάληψη καθηκόντων της νέας κυβέρνησης», στις 11 Μαρτίου του 2022, αλλά και «εξέταση της κάθε υπόθεσης χωριστά» – κάτι που ήδη προκαλεί αντιδράσεις στην αριστερά, από όταν είχε κάνει αντίστοιχη δήλωση ο Μπόριτς στη β’ προεκλογική περίοδο αλλά και μετά τη συνάντησή του με τον απερχόμενο πρόεδρο, και υπεύθυνο για την βάρβαρη καταστολή, Σεμπαστιάν Πινιέρα. Για την ακρίβεια, ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος είχε πει πως «είναι προτεραιότητα η αλήθεια, η δικαιοσύνη, οι αποζημιώσεις και η δημιουργία συνθηκών ώστε αυτά να μην ξανασυμβούν» προσθέτοντας ότι μαζί με το Εθνικό Ινστιτούτο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων «κάθε περίπτωση θα εξεταστεί λεπτομερώς».

Η Βαγιέχο, ερμηνεύοντας τη δήλωση Μπόριτς, είπε μάλιστα τότε ότι οφείλει να εξεταστεί «το πολιτικό πρίσμα» της δράσης των συλληφθέντων, γιατί «δεν μπορούμε να δώσουμε χάρη σε όσους λήστευαν και λεηλατούσαν». Κι ότι η χάρη που θα δοθεί θα αφορά «στους νεολαίους που παραμένουν δύο χρόνια τώρα στη φυλακή χωρίς να υπάρχει κανένα στοιχείο εναντίον τους, κρατούμενοι μαζί με δολοφόνους, βιαστές..». Σημαντική λεπτομέρεια: το ζήτημα της μη παροχής αυτόματης γενικής αμνηστίας – που διεκδικεί η πρωτοπορία του κινήματος – είχε τεθεί και το σοσιαλιστικό κόμμα, που θέλει «μηδενική ανοχή στο έγκλημα», έτσι γενικώς, και που η συμμαχία του με το νέο πρόεδρο είναι εύθραυστη. 

Ωστόσο, υπάρχουν στοιχεία – και σοβαρά στοιχεία- που δείχνουν ότι οι δηλώσεις αυτές είναι μάλλον προσπάθεια να πέσουν οι τόνοι και ότι η γενική αμνηστία θα δοθεί. Πρώτο και κυριότερο, η στάση της Φαβιόλας Καμπιγιάι, της γυναίκας – συμβόλου όσων έχουν υποστεί οι χιλιάνοι από την αστυνομική βία, από το ’19 ως σήμερα. 

Η Φαβιόλα, που εξελέγει ως ανεξάρτητη στη Γερουσία, ανακοίνωσε ότι θα στηρίξει το Μπόριτς μολις δύο εβδομάδες πριν το β’ γύρο των εκλογών. Είχε πει, λίγες μέρες πριν, ότι το βασικότερο προαπαιτούμενο για εκείνην, για να τον στηρίξει, ήταν να δοθεί η γενική αμνηστία. Πριν ανακοινώσει τη στήριξή της, τον συνάντησε. Αντίστοιχη είναι και η στάση του έτερου συμβόλου των αγώνων, του Γουσταύου Γκάτικα. Μετά τις συναντήσεις μαζί τους, ο Μπόριτς τους ανέφερε ως βασικους διαμορφωτές της στάσης που θα κρατήσει στο θέμα των διωκόμενων ακτιβιστών. 

Αν οι δηλώσεις Μπόριτς και στελεχών του μετά την νίκη είναι ένας απλός κατευνασμός του συντηρητικού κομματιού της κοινής γνώμης μένει να φανεί. Η εξέταση «κάθε περίπτωσης χωριστά» μπορεί να μη σημαίνει γενική αμνήστευση, όμως δεν αποκλείει το τελικό αποτέλεσμα να είναι το ίδιο. Μένει να φανεί τον Μάρτιο. Με υψηλή την πιθανότητα, αν οι πολιτικοί κρατούμενοι δεν απελευθερωθούν, η Χιλή να ξαναβγεί στους δρόμους μαζικά. 

 

 

Υγ Στα υπέρ του Μπόριτς οι επιθέσεις από Ισραηλινές εφημερίδες που τον κατηγορούν γιατί έχει χαρακτηρίσει το Ισραήλ «κράτος δολοφόνο» κατά την προεκλογική του εκστρατεία. Επίσης, έχει στηρίξει στη Γερουσία, ως ανεξάρτητος, την πρόταση για μποϋκοτάρισμα προϊόντων και υπηρεσιών από περιοχές εποικισμών Ισραηλινών.