Η Νέα Δημοκρατία κατάφερε να πετύχει μία νίκη που πριν από μία τετραετία ακριβώς θα φάνταζε όνειρο θερινής νυκτός. Παίρνοντας τα πρώτα και πιο κρίσιμα καύσιμά τις από εκείνες ακριβώς τις στιγμές, το «μέτωπο της λογικής» ανασυντάχθηκε, οργανώθηκε, συσπειρώθηκε και πέρασε στην αντεπίθεση. Το γεγονός πως η κυβέρνηση Τσίπρα ολοκλήρωσε τη… στροφή της στον ρεαλισμό αποδεχόμενη το τρίτο μνημόνιο, τις μνημονιακές συνταγές και τη «συνέχεια του κράτους» που στις εκλογές που την έφεραν στην εξουσία απορρίφθηκαν, ήταν όπως φάνηκε η πρώτη εξέλιξη που έδωσε κουράγιο σε ένα ολόκληρο οικονομικό, πολιτικό και μηντιακό σύστημα που τότε βρισκόταν στο καναβάτσο.

Έκτοτε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Με την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στο τιμόνι της Νέας Δημοκρατίας και την απουσία αριστερής (πλην ΚΚΕ και της δικής του -κατά Νίκο Βασιλόπουλο- σταθεράς του «πι», ήτοι το γνωστό 5,5%) αντιπολίτευσης μέσα στη Βουλή, ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνησή του δεν άργησε να διαρρήξει και τους τελευταίους ουσιαστικούς δεσμούς με τις αριστερές του ρίζες. Λίγους μήνες πριν, ο κόσμος βρέθηκε απέναντι σε ολόκληρο το σύστημα εξουσίας της χώρας με σημαίες κατά της λιτότητας, του χρέους, των πολλαπλών διασώσεων των τραπεζών, των ανισοτήτων, της αποδόμησης του κοινωνικού κράτους και μία σειρά λαϊκών αιτημάτων. Προς έκπληξη όλο και λιγότερων, η κυβέρνηση Τσίπρα εγκατέλειψε την πλειοψηφία των παραπάνω θέσεων, δεχόμενη όλο και περισσότερο την αντιπαράθεση με την εκ δεξιών της αντιπολίτευση. Μπορεί σημαντικό μέρος της κριτικής που δεχόταν η κυβέρνηση Τσίπρα από τα δεξιά της να αντλούσε ψευδεπίγραφα τις καταβολές της από την αριστερή κριτική, όμως το ίδιο ψευδεπίγραφος ήταν και ο τρόπος «κι εσείς τι κάνατε;» που όλο και περισσότερο κυρίευε την «πρώτη φορά αριστερά».

Σε αυτό το πλαίσιο, η στρατηγική της Νέας Δημοκρατίας δεν χρειαζόταν και πολλά για να ανασυνταχθεί, να παλινορθωθεί που έγραφε πριν λίγες εβδομάδες ο Θάνος Καμήλαλης. Η συνταγή του ώριμου φρούτου σε συνδυασμό με την πλήρη υποστήριξη της πλειοψηφίας του συστημικού Τύπου και της οικονομικής ολιγαρχίας του τόπου, με μαθηματική ακρίβεια θα την οδηγούσε και πάλι στην εξουσία. «Παραιτηθείτε», Βενεζουέλα, άσυλο, συνεχή fake news, μετά κι άλλα ψέματα με το Μακεδονικό και τους όψιμους «Μακεδονομάχους», οι «λαθρομετανάστες» επένδυση τις τραγωδίες στο Μάτι και τη Μάνδρα και μία σειρά ζητήματα, σε μια αντιπολιτευτική κριτική που ακουμπούσε στο κοινό που μπορούσε (και τελικά συγκίνησε) η Νέα Δημοκρατία. Τους ψηφοφόρους -κυρίως- που όλα αυτά τα χρόνια βρίσκονταν στα δεξιά της, ακόμα και εάν είχαν ακολουθήσει τον Τσίπρα που «και ένα από τα δέκα να κάνει».

Παρά το ύψος – ρεκόρ της αποχής, κοιτάζοντας τα εκλογικά αποτελέσματα είναι ασφαλές να πούμε πως αυτή δεν προήλθε από τα δεξιά. Τουναντίον, μάλλον ευρύτατη θα έλεγε κανείς τη συμμετοχή της ακροδεξιάς στις εκλογές. Η κατάρρευση των «μάτσο» χρυσαυγιτών στις δικαστικές αίθουσες με λιποθυμίες και κλάματα, η διακριτική απόσυρση της πλειοψηφίας άλλων δεξιών κομμάτων από την εκλογική μάχη, και φυσικά, η φιλική προς την ακροδεξιά ατζέντα της Νέας Δημοκρατίας ως αξιωματική αντιπολίτευση, κατάφερε τελικά να βρει στόχο, αναδιατάσσοντας τον χώρο της ευρύτερης Δεξιάς. Διότι, και αυτό θα πρέπει να είναι καθαρό, η συμβολή του ΣΥΡΙΖΑ ήταν σημαντική στην επάνοδο της μεγάλης Δεξιάς παράταξης, η οποία όμως δεν θα είχε κατορθώσει τόσο μεγάλη ανασύνταξη εάν δεν ολοκλήρωνε πλήρως τη στροφή της προς την ακροδεξιά.

Εξ ου και ενώ μέχρι εχθές είχαμε μία εύρωστη κοινοβουλευτική ομάδα ναζιστών στη Βουλή, σήμερα έχουμε μόνο μερικούς έμπορες επιστολών του Ιησού και κηραλοιφών. Προφανώς, πολλοί από τους μέχρι χθες χρυσαυγίτες με τις σβάστικες, σήμερα προβάρουν ξανά τις γραβάτες. Φυσικά, μόνο μικρό πράγμα δεν είναι που η ελληνική Βουλή πλέον δεν περιλαμβάνει ναζιστικό κόμμα στις τάξεις της, και μάλιστα την ώρα που στην υπόλοιπη Ευρώπη, αρκετοί ομοϊδεάτες τους μπαίνουν ακόμα και στην κυβέρνηση. Όμως το κατά πόσο οι απόψεις της Χρυσής Αυγής έπαψαν να έχουν έρισμα σε αυτό το ακροατήριο είναι κάτι που μένει να φανεί πολύ σύντομα, αφού η κυβέρνηση Μητσοτάκη προτίθεται να «τρέξει» μεταρρυθμίσεις και αποφάσεις που δεν διακρίνονται για τον φιλολαϊκό τους χαρακτήρα.

Για το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας έχουν ειπωθεί πολλά και θα ειπωθούν ακόμα περισσότερα. Από την ιδιωτικοποίηση κρίσιμων τομέων του κλάδου της Υγείας και του Ασφαλιστικού, την επαναφορά της αστυνομοκρατίας, την κατάργηση του ασύλου και την πλήρη είσοδο της ιδιωτικής οικονομίας και των επιχειρήσεων μέσα στα πανεπιστήμια, την αμφισβήτηση της επιδοματικής πολιτικής και του κοινωνικού κράτους, έως την περικοπή δαπανών και υπηρεσιών και του υπόλοιπου δημοσίου και την εκ νέου υποστήριξη των τραπεζών με το μαξιλαράκι των 37 δισ. ευρώ και τα θολά σχέδια για πιστοληπτική γραμμή (δηλαδή νέο μνημονιακό πρόγραμμα), το σίγουρο είναι πως το προσεχές διάστημα δεν θα βαρεθούμε. Πάντα στο φόντο της πλήρους εφαρμογής των (με πανηγυρική αποδοχή από την ίδια) συμφωνηθέντων που της παρέδωσε η απερχόμενη κυβέρνηση.

Ακριβώς αυτή η ατζέντα, μαζί με ένα μεγάλο μέρος της που ακόμα μένει στο σκοτάδι αλλά θα φανερωθεί από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες, είναι που δημιουργούν την απόλυτη ανάγκη για την ανασύνταξη όλου του αριστερού χώρου. Τόσο εντός, και ειδικά εκτός κοινοβουλίου, οι δυνάμεις που αποστρέφονται την λιτότητα και τον νεοφιλελευθερισμό που πρεσβεύει η κυβέρνηση αυτή θα πρέπει σύντομα να έχουν την απάντηση, και μάλιστα με τρόπο που να αναγκάζουν τους πολίτες να τεντώνουν τα αυτιά τους στο άκουσμά της.

Μοιραία, οποιαδήποτε αριστερή αντιπολίτευση δεν μπορεί να μην περιλαμβάνει τις κατακτήσεις των τελευταίων χρόνων. Ακόμα και εάν αυτές έγιναν πραγματικότητα χάρη στις «αριστερές ενοχές» της κυβέρνησης Τσίπρα, την επόμενη ημέρα ανήκουν σε όλους, και ειδικά σε εκείνους που τις είχαν πραγματικά ανάγκη. Ζητήματα όπως η πρόσβαση των ανασφάλιστων στο σύστημα Υγείας, η προστασία των συντάξεων, η επιδοματική πολιτική, η επιχείρηση εξισορρόπησης των δικαιωμάτων μειοψηφιών και η προστασία των πλέον αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων θα πρέπει από την πρώτη στιγμή να μπουν ψηλά στην ατζέντα της αντιπολίτευσης σε αυτή την κυβέρνηση, ως οι ελάχιστες κόκκινες γραμμές σε κάθε περίπτωση. Σε συνδυασμό με τα αιτήματα των εργαζόμενων που ξεκινούν από τους τηλεφωνητές και τις τηλεφωνήτριες στα υπόγεια των εταιρειών τηλεφωνίας, των ντελιβεράδων που σκοτώνονται στους δρόμους, τους υπαλλήλους των τραπεζών που ως ανασφάλιστοι έγιναν αιτία για βαριά πρόστιμα στις τράπεζες και κάθε εργασιακό κλάδο που ήδη βοά και θα στενάζει υπό το βάρος της «ανάπτυξης» που ευαγγελίζονται κυβερνώντας και επιχειρήσεις. Είμαι της άποψης πως αυτή θα πρέπει να είναι η ελάχιστη μαγιά για κάθε αμφισβήτηση, και σίγουρα δεν θα είναι αρκετή από μόνη της.

Εξίσου μοιραία, στο παραπάνω πλαίσιο, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έρθει αντιμέτωπος με τις αντιφάσεις του. Αντιφάσεις που κόστισαν πρώτα στον κόσμο της Αριστεράς, στον τρόπο που γίνεται πλέον η δημόσια συζήτηση και η πολιτική αντιπαράθεση, και οπωσδήποτε θα τον φέρουν αντιμέτωπο με τους παλιούς συντρόφους του -και όχι μόνο- πρωτίστως στον δρόμο. Σε κάθε περίπτωση όμως, το γεγονός πως δεν ακολούθησε την πορεία των άλλων μνημονιακών κυβερνήσεων και κατάφερε να παραμείνει η επιλογή τριών στους δέκα ψηφοφόρων δημιουργεί ένα ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί από κάθε πλευρά. Όλους αυτούς τους πολίτες κάθε άλλο παρά μνημονιακούς μπορεί να τους χαρακτηρίσει κανείς, ειδικά εάν λάβει υπόψιν του πως αρκετοί πράγματι ανακουφίστηκαν από αυτή την κοινωνική πολιτική. Κάτι που μπορεί ως ένα βαθμό να εξηγήσει τα υψηλά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ.

Παραφράζοντας το κατάπτυστο, συκοφαντικό και εντέλει εντελώς χυδαίο σποτάκι του Κινήματος Αλλαγής με τα τενεκεδάκια που τρέχουν στην εξοχή φωνάζοντας «ΠΑΣΟΚ», η επόμενη ημέρα μας καλεί να απαντήσουμε εάν το καύσιμο της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία ήταν πράγματι «καυτερές πιπεριές» για ευρεία κατανάλωση, ή καίρια και επιτακτικά αιτήματα που υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν, παρά την υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στα περισσότερα από αυτά.

Σε μία από τις προεκλογικές μας συνεντεύξεις εδώ στο TPP, η Νάντια Βαλαβάνη περιέγραψε με προφανή θλίψη πως το παράθυρο που άνοιξε διάπλατα το 2015, στις ημέρες μας πλέον κλείνει. Σίγουρα, μετά την επικράτηση αυτής της Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη αυτό μοιάζει σχεδόν ακριβές. Ωστόσο, οι μνημονιακές πολιτικές συνεχίζουν να εφαρμόζονται, σύντομα πρόκειται να διανθιστούν με σειρά «μεταρρυθμίσεων» που θα τις κάνουν πιο ασφυκτικές, ενώ στο βάθος, η διεθνής οικονομία ετοιμάζεται για μία νέα παγκόσμια κρίση. Σύντομα, η ελληνική κοινωνία ενδέχεται να έρθει μπροστά σε ερωτήματα που την συνάντησαν και τα προηγούμενα χρόνια, με τις απαντήσεις όμως να προκύπτουν πλέον πιο δύσκολες, αφού η τετραετία που πέρασε δεν τις άφησε αλώβητες. Γι’ αυτό και όποιος προτίθεται να απευθύνει ξανά τα ερωτήματα αυτά στην ελληνική κοινωνία θα πρέπει σύντομα να δέσει αυτές τις πληγές χωρίς κόμπλεξ, χωρίς ρεβανσισμό και με πλήρη ειλικρίνεια.

Λένε πως άμα πάρεις λάθος τρένο, όπου και να κατέβεις λάθος θα είναι. Έχω την αίσθηση πως σήμερα είναι αρκετοί εκείνοι που αλλού γι’ αλλού ξεκίνησαν και αλλού βρέθηκαν τελικά. Μια αρχή θα είναι λοιπόν να κοιτάξουν γύρω τους, να καταλάβουν που βρίσκονται, και σύντομα θα διαπιστώσουν πως έχουν βρεθεί πολύ μακριά από τον αρχικό τους προορισμό, όποιος και αν ήταν αυτός και όσο «αγνές» προθέσεις κι αν είχαν. Μένει να φανεί εάν θα ψάξουν να βρουν το κοντινότερο αεροδρόμιο, ή εάν θα συνεχίσουν να κινούνται με ωτοστόπ -και ενίοτε λαθραία.