Παρά την –ποιητική αδεία- υπερβολή του γνωστού συνθήματος, η Χούντα τελείωσε το ‘73• για την ακρίβεια, ένα χρόνο μετά. Τότε βέβαια δεν το έβλεπαν όλοι έτσι. Η μείζων Αριστερά της εποχής, για παράδειγμα, έβλεπε στην αποκατάσταση του κοινοβουλευτισμού «αλλαγή νατοϊκής φρουράς», ενώ το νέο Σύνταγμα και οι κατοπινές κυβερνητικές παρεμβάσεις επιχειρούσαν να θέσουν όρια στην κοσμογονία. Ακόμα κι έτσι, όμως, η αντικομμουνιστική εθνικοφροσύνη κατέρρεε μαζί με τους μηχανισμούς που επί δεκαετίες τη στήριζαν (στρατός, παλάτι, παρακρατικές οργανώσεις) και ο αέρας ελευθερίας της Μεταπολίτευσης, μολονότι ανεπαρκής για την περίφημη «λαϊκή εξουσία», δημιουργούσε εντούτοις πρωτόγνωρες κοινωνικές προσδοκίες. Έθετε όλα τα ερωτήματα εξαρχής, στήριζε εκατοντάδες πειράματα αυτοοργάνωσης σε κάθε κοινωνικό χώρο, εγγραφόταν στην ταυτότητα των νέων κομμάτων – έδειχνε, τέλος πάντων, να ξαναφτιάχνει τον κόσμο (σχεδόν) απ’ την αρχή.

Αυτός ο αέρας ελευθερίας υπερέβαινε κατά πολύ το κοινοβουλευτικό παιχνίδι• κι αυτό, παρά το γεγονός ότι η επάνοδος των μαζών στο προσκήνιο είχε ως κύριο όχημα τα νέα κόμματα. Η δημοκρατία, ωστόσο, κάθε άλλο παρά εξαντλείτο στις ολομέλειες της Βουλής.

Αν πιάσει κανείς το νήμα από εκείνη την εποχή, μπορεί να καταλάβει καλύτερα γιατί η τρέχουσα κρίση της δημοκρατίας έχει να κάνει με κάτι πολύ σοβαρότερο από την ηθική ακεραιότητα των εκλεγμένων «αντιπροσώπων του λαού». Παρά τον (ακρο)δεξιάς προέλευσης αντικοινοβουλευτικό κρετινισμό, λοιπόν, και σε πείσμα του επί δικαίων και αδίκων «κλέφτες-προδότες», το πρόβλημα είναι αλλού.

Μακράν του να αποτελεί το χώρο όπου αρχίζει και τελειώνει η δημοκρατία, η Βουλή παρουσιάζει εδώ και χρόνια μια όλο και πιο περιορισμένη «ικανότητα» αντιπροσώπευσης, που αφορά εξίσου όλους τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς (κόμματα, συνδικάτα, τοπική αυτοδιοίκηση): «Η μηχανική του Κοινοβουλίου είναι βραδύτατη, ζητήματα σπουδαία λύνονται στους διαδρόμους, δεκάδες νομοσχέδια ψηφίζονται χωρίς να είναι καν γνωστό το περιεχόμενό τους, η γραφειοκρατία τα επεξεργάζεται εκ των προτέρων και τα διορθώνει εκ των υστέρων, οι βουλευταί ενδιαφέρονται για την πελατεία τους και οι συνεδριάσεις παρουσιάζουν πολλές φορές το θέαμα καφενίου μετά το μεσονύκτιο. Κανένα συλλογικό ζήτημα δεν βρίσκει τη θέσι του. Αναβάλλονται άμεσα προβλήματα από κομματική ή προσωπική σκοπιμότητα [και] οι βουλευταί ενεργούν για επιρροές και συμφέροντα αντίθετα προς τα συμφέροντα εκείνων που τους εξέλεξαν».

Το παραπάνω είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Σεραφείμ Μάξιμου «Κοινοβούλιο ή δικτατορία», που κυκλοφόρησε στα 1930. Θα μπορούσε, ωστόσο, να είχε γραφτεί σε οποιοδήποτε φύλλο εφημερίδας των τελευταίων χρόνων.

Αναλύοντας διεξοδικά τις αιτίες της κρίσης του κοινοβουλευτισμού της εποχής του, ο Μάξιμος επιχειρεί μια κριτική σε αυτό που ο Γκράμσι θα ονόμαζε, εκείνα τα χρόνια, «κοινοβουλευτικό κρετινισμό». Η τάση αυτή, χαρακτηριστική για μερίδα της τότε προοδευτικής διανόησης, στην Ελλάδα απέτυχε να διαγνώσει, τόσο την επικίνδυνη αυτονόμηση του Βενιζέλου, όσο και την ανάδειξη, από τους κόλπους του Κοινοβουλίου, του Μεταξά.

Το 2011 δεν είναι βεβαίως το ’30: άλλος ο ρόλος του στρατού στην πολιτική ζωή τότε και τώρα, άλλος ο ρόλος του περίφημου «εθνικού ζητήματος» και η θέση της Ελλάδας στον κόσμο, άλλη η πολυπλοκότητα της κοινωνίας και η αντανάκλασή της στην ιδεολογία και τους θεσμούς. Η υπόμνηση, ωστόσο, διατηρεί στο έπακρο την αξία της: Η τυπική λειτουργία της Βουλής δεν αποτελεί από μόνη της ικανή προϋπόθεση για τη δημοκρατία – τουλάχιστον όχι για την «πραγματική δημοκρατία», που σήμερα διεκδικούν πρακτικά, στις συγκεντρώσεις και τις συνελεύσεις τους, οι «Αγανακτισμένοι».

Δεν θα αρκούσε έτσι κι αλλιώς: η καθολική ψηφοφορία, εκτός από «κάλεσμα του κράτους για διαρκή επανάσταση» (όπως φοβόταν ο Jakob Burkhardt), είναι ταυτόχρονα και διαδικασία διά της οποίας οι κυριαρχούμενοι βλέπουν «τη δημοκρατία της αγοράς, αλλά όχι το δεσποτισμό του εργοστασίου» (Πασουκάνις). Ακόμα περισσότερο, όμως, δεν αρκεί σήμερα. Το αίτημα των «Αγανακτισμένων» και οι μέχρι τώρα πρακτικές απαντήσεις τους, όσο ατελείς κι αν είναι αυτές, είναι πάνω απ’όλα ένα μάθημα προς τα κόμματα –και δη της Αριστεράς: η πορεία τους από την κοινωνία προς το κράτος και τους θεσμούς, που στη δεκαετία του ’90 έφτασε στο απόγειό της (εν πολλοίς όμως συνεχίζεται και σήμερα), σε καιρούς κρίσης της (αντιπροσωπευτικής) δημοκρατίας δεν είναι παρά πολιτική καθήλωση, αιτία συρρίκνωσης, και τελικά λόγος συμπερίληψης της Αριστεράς στο κάδρο της απαξίωσης.

Εν κατακλείδι: Η πολιτική εκείνη παράδοση που επιμένει στην ανάγκη μορφές άμεσης και έμμεσης δημοκρατίας να συνδυάζονται, ώστε η μια να εγγυάται την άλλη, διατηρεί την επικαιρότητά της στο ακέραιο: η εμπειρία του «υπαρκτού» από τη μια, και ο πάντοτε υπαρκτός κίνδυνος η δημοκρατία να εκπίπτει σε τυραννία της πλειοψηφίας, από την άλλη, νομίζω ότι αρκούν για να τεκμηριώσουν τον ισχυρισμό. Οι «Αγανακτισμένοι» υπενθυμίζουν το μάθημα, στρέφοντας το ραβδί απ’την ανάποδη: θέτοντας στην Αριστερά (εκόντες άκοντες: ακόμα κι αν δεν θέλουν να σχετίζονται μαζί της) το ερώτημα για τον τρόπο οργάνωσης, λειτουργίας και παρέμβασής της στο πολύπλοκο σήμερα. Έπρεπε κάποιος να το κάνει.


* Ο Δημοσθένης Παπαδάτος είναι Αρχισυντάκτης του RedNotebook