Υπενθυμίζεται ότι για τον κ.Βερβεσό η θέση που πήρε στην αγόρευση της επί της ενοχής των δύο κατηγορουμένων χθες η εισαγγελέας, «προσβάλει  στο σύνολό του το δικηγορικό σώμα και το ρόλο του υπερασπιστή δικηγόρου, που αποτελεί πυλώνα του νομικού μας πολιτισμού, στο οποίο (δικηγορικό σώμα) προσδίδει συμπεριφορά αντίθετη προς τον  θεσμικό του ρόλο και τις επιβαλλόμενες από το νόμο υποχρεώσεις του ως συλλειτουργού της δικαιοσύνης, έλαβε χώρα καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων της, παραβιάζει ευθέως τις διατάξεις του ΚΠΔ  και του ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων και απάδει στον εισαγγελικό θεσμό».

«Επαναφορά στην τάξη» της εισαγγελέα στη δίκη Τοπαλούδη ζητούν δικηγόροι

Μάλιστα, όπως αναφέρει η «Εφημερίδα των Συντακτών» στη σημερινή συνεδρίαση στη δίκη εισέβαλε στην αίθουσα ο σύμβουλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας, Γιώργος Κλεφτοδήμος διαμαρτυρόμενος για την χθεσινή τοποθέτηση στην αγόρευση της εισαγγελέως της έδρας  Αριστοτελείας Δόγκα ήταν το αντικείμενο της παρουσίας του στο δικαστήριο και μάλιστα διαρκούσης της αγόρευσης των δικηγόρων της Πολιτικής Αγωγής.

Από την παρέμβαση Καμπαγιάννη, προκύπτει ότι η επιστολή του κ.Βερβεσού, είναι προσωπική θέση και δεν λήφθηκε με ενημέρωση του Διοικητικού Συμβουλίου. «Διαφωνώ με την ανακοίνωση του Προέδρου. Κατά πρώτον, δεν είναι ανακοίνωση “των δικηγόρων”. Δεν ειναι καν ανακοίνωση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΔΣΑ, καλοδεχούμενο βέβαια να έρθει το θέμα να το συζητήσουμε. Είναι προσωπική ανακοίνωση του Δ. Βερβεσού, που έχει φυσικά ψηφιστεί ως Πρόεδρος και κατέχει θεσμική θέση» αναφέριε συγκεκριμένα ο δικηγόρος, μέλος της παράταξης «Εναλλακτική Παρέμβαση – Δικηγορική Ανατροπή».

Ολόκληρο το κείμενο του κ.Καμπαγιάννη:

Το μεγαλύτερο λάθος που μπορεί να γίνει σε μια δίκη σαν και αυτή του βιασμού και της δολοφονίας της Ελένης Τοπαλούδη είναι τα δευτερεύοντα ζητήματα να συγκαλύψουν την ουσία.

Με δεδομένη μάλιστα την πορεία που ελεύθερα επέλεξαν οι κατηγορούμενοι, αυτήν της συγκάλυψης και της διάχυσης της ευθύνης αντί για την ειλικρινή μεταμέλεια, τίποτα δεν πρέπει να επισκιάσει τις πράξεις τους. Σημεία της χτεσινής εισαγγελικής αγόρευσης με την οποία συμφωνώ έδωσαν λαβές, που δεν μπορούσαν να μείνουν ασχολίαστες. Προσωπικά, αυτόν τον σχολιασμό τον έκανα. Το πρωί εκδόθηκε ανακοίνωση του Προέδρου του ΔΣΑ Δημήτρη Βερβεσού. Είμαι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΔΣΑ με την Εναλλακτική Παρέμβαση και βλέπω ειδήσεις με τίτλο “Οργή δικηγόρων κατά της εισαγγελέως”, οπότε οφείλω μια δημόσια γνώμη.

Διαφωνώ με την ανακοίνωση του Προέδρου. Κατά πρώτον, δεν είναι ανακοίνωση “των δικηγόρων”. Δεν ειναι καν ανακοίνωση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΔΣΑ, καλοδεχούμενο βέβαια να έρθει το θέμα να το συζητήσουμε. Είναι προσωπική ανακοίνωση του Δ. Βερβεσού, που έχει φυσικά ψηφιστεί ως Πρόεδρος και κατέχει θεσμική θέση.

Οι πολιτικοσυνδικαλιστικές ανακοινώσεις δεν κρίνονται από μια στενή αντίληψη περί της ορθότητας ή μη του σκεπτικού τους. Κρίνονται στη συνάφειά τους. Κρίνονται από τις σιωπές που προηγήθηκαν και θα ακολουθήσουν κι από τα θέματα που επιλέγονται για να εκδοθούν. Κρίνονται τελικά από το συνολικό τους αποτύπωμα.

Αυτό, λοιπόν, το συνολικό αποτύπωμα των παρεμβάσεων του Προέδρου σε πλήθος περιπτώσεων τα τελευταία χρόνια είναι λάθος και αποτυπώνει την στραβή πορεία του δικηγορικού συνδικαλισμού τις τελευταίες δεκαετίες, μια πορεία που φυσικά μένει και εκλογικά να αλλάξει. Είναι το αποτύπωμα που ανησυχεί για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης στην υπόθεση Novartis, την ίδια στιγμή που το έγκλημα του λευκού κολάρου μένει ατιμώρητο με ευθύνη του παλιού πολιτικού συστήματος. Είναι το αποτύπωμα που ανοίγει πολεμική με τον πρόεδρο της ΕΔΕ Χριστόφορο Σεβαστίδη ως τον μεγάλο “εχθρό” του δικηγορικού σώματος, την ίδια στιγμή που δεν τολμάει να ζητήσει την παραίτηση του Βρούτση. Είναι το αποτύπωμα που αντιδικεί με την εισαγγελέα στη δίκη Τοπαλούδη μετά από μια αγόρευση που σπάει το αφήγημα των απανταχού βιαστών, τη στιγμή που οι αντιδικηγορικές αποστροφές της επαναλαμβάνονται σε πολλες δικαζόμενες υποθέσεις ανά την Ελλάδα χωρίς εκεί να τυχαίνουν αντίστοιχης προβολής και ανακοίνωσης. Σε όλες αυτές τις παρεμβάσεις, υπάρχουν βέβαια ορθές όψεις. Αλλά, το ζητούμενο είναι το συνολικό αποτύπωμα.

Κερασάκι στην τούρτα αυτού του είδους των παρεμβάσεων είναι η “πάγια θέση” της “μη παρέμβασης του ΔΣΑ σε υπό εξέλιξη δίκη”. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι, κατανοώντας τις συνθήκες μιας ανοιχτής δίκης και της παράστασης μελών τους σε αμφότερες τις πλευρές, πρέπει να είναι φειδωλοί στις τοποθετήσεις τους. Σε εμβληματικές ωστόσο υποθέσεις, πρέπει να τοποθετούνται με τρόπο που να μην υπεισέρχεται στα πραγματικά περιστατικά αλλά εκφράζοντας τη φωνή της δικαιοσύνης. Το άγος της έμφυλης βίας, των βιασμών και των γυναικοκτονιών, πρέπει να αναδειχθεί από τους Δικηγορικούς Συλλόγους και να τύχει παραδειγματικής αντιμετώπισης και τιμωρίας από την έννομη τάξη. Αυτή είναι μια γενική θέση που δεν μπορεί να λείπει από την ανακοίνωση ενός Δικηγορικού Συλλόγου που σέβεται τον εαυτό του, αν δεν επιθυμεί να αντιμετωπιστεί σαν μια ανησυχούσα συντεχνία. Ποιός, αλήθεια, θα μπορούσε να διανοηθεί την ιστορία του Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας, χωρίς τις δημοκρατικές παρεμβάσεις του στην διάρκεια των Δικών της Χούντας; Ευτυχώς που ο ΔΣΑ δεν είχε τότε συνδικαλιστές που θα εξέφραζαν την “πάγια θέση” της “μη παρέμβασης σε υπό εξέλιξη δίκη”…

Το έργο του συνηγόρου υπεράσπισης οριοθετείται από τις υποχρεώσεις αλήθειας, συνηγορίας και εχεμύθειας. Το τρίπτυχο αυτών των υποχρεώσεων και η αλληλουχία τους επιτάσσουν και θωρακίζουν το έργο του συνηγόρου. Η υποχρέωση συνηγορίας απο μόνη της θα σήμαινε διαστρέβλωση, στρεψοδικία, χάλκευση στοιχείων, προσβολή του θύματος – οριοθετείται όμως από την υποχρέωση αλήθειας (που δεν την έχει ο κατηγορούμενος αλλά την έχει ο συνήγορός του). Η υποχρέωση αλήθειας από μόνη της θα σήμαινε αποκάλυψη στοιχείων σε βάρος του κατηγορούμενου/εντολέα – οριοθετείται όμως από την υποχρέωση εχεμύθειας που επιτάσσει την προβολή μόνο των θετικών αποδεικτικών στοιχείων που κατατείνουν στην αθώωση.

Ο συνήγορος υπεράσπισης αναδεικνύεται έτσι σε παράγοντα και συλλειτουργό της δικαιοσύνης, κομμάτι της, κατά Μαγκάκη, “τριχορδίας θεσμών” που μαζί με τον εισαγγελέα και τον δικαστή συνθέτουν την διαλεκτική της ποινικής δίκης για την ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας. Είναι χρέος του συνήγορου να υπηρετήσει τον ρόλο αυτό, του εισαγγελέα να τον σεβαστεί και του συνδικαλιστή να τον υπερασπιστεί σε όλο του το βαθύ νόημα.