«Σαν την ομίχλη στους εφιάλτες, το μίσος αστραπιαία διατρέχει τις παραδοσιακές γειτονιές της αστικής μεσαίας τάξης της Βολιβίας. Τα μάτια τους είναι γεμάτα οργή. Δεν φωνάζουν, φτύνουν. Δεν απαιτούν, επιβάλλουν. Τα συνθήματά τους δεν είναι αυτά της ελπίδας για αδελφοσύνη. Είναι αυτά της περιφρόνησης και των διακρίσεων κατά των Ινδιάνων. Ανεβαίνουν στις μηχανές τους, μπαίνουν στα αμάξια τους, μαζεύονται στις αδελφότητές τους στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, και ξεκινούν το κυνήγι των ανταρτών Ινδιάνων που τόλμησαν να τους αφαιρέσουν την εξουσία.
Στη Σάντα Κρουζ οργανώνουν μηχανοκίνητες ορδές με παλούκια στα χέρια, για να τιμωρήσουν τους Ινδιάνους, αυτούς που αποκαλούν «collas» [χωριάτες], αυτούς που ζουν στις περιφερειακές γειτονιές και στις αγορές. Φωνάζουν «Να σκοτώσουμε τους collas», κι αν στο δρόμο τους βρεθεί καμμιά γυναίκα που να φορά την πογιέρα [την παραδοσιακή φούστα των ιθαγενών γυναικών], την χτυπούν, την απειλούν και απαιτούν να φύγει αμέσως από την περιοχή τους.
Στην Κοτσαμπάμπα οργανώνουν κομβόυ, για να επιβάλλουν την φυλετική τους ανωτερότητα στη νότια ζώνη, εκεί που ζουν οι πιο στερημένες τάξεις, και πλήττουν – σα να ήταν σύνταγμα ιππικού – τις χιλιάδες απροστάτευτες χωρικές που διαδηλώνουν ζητώντας ειρήνη. Κουβαλάνε μπαστούνια του μπέηζμπολ, αλυσίδες, δακρυγόνα, κάποιοι κουβαλάνε και όπλα. Η γυναίκα είναι το θύμα που προτιμούν. Άρπαξαν μια γυναίκα δήμαρχο αγροτικής περιοχής, την ταπείνωσαν, την έσυραν στους δρόμους. Την χτύπησαν, κατούρησαν πάνω της όταν έπεσε στο έδαφος, της έκοψαν τα μαλλιά, απείλησαν να τη λυντσάρουν, και όταν κατάλαβαν ότι τους κινηματογραφούν, αποφάσισαν να την περιλούσουν κόκκινη μπογιά, συμβολίζοντας όσα θα έκαναν με το αίμα της.
Στη Λα Παζ, φοβούνται τους οικιακούς τους βοηθούς, και δεν μιλούν όταν αυτοί τους φέρνουν το φαγητό στο τραπέζι. Κατά βάθος τους φοβούνται, αλλά παράλληλα τους περιφρονούν κιόλας. Αφού φάνε, θα βγουν στους δρόμους, φωνάζοντας, προσβάλλοντας τον Έβο και, μαζί του, όλους αυτούς τους Ινδιάνους που τόλμησαν να χτίσουν μια διαπολιτισμική δημοκρατία με ισότητα. Αν είναι πολλοί, θα σκίσουν τη βιφάλα, το σύμβολο των ιθαγενών, θα την φτύσουν, θα την πατήσουν, θα την κόψουν κομμάτια, θα την κάψουν. Είναι ενστικτώδες το μίσος που εκδηλώνουν πάνω στο σύμβολο των Ινδιάνων, που θα ήθελαν να το εξαφανίσουν από προσώπου γης, μαζί με όλους όσους αντιπροσωπεύει.
Το φυλετικό μίσος είναι η πολιτική γλώσσα αυτής της μεσαίας τάξης. Σε τίποτε δε βοηθούν ακαδημαϊκοί τίτλοι, ταξίδια, και πίστη, αφού, σε τελική ανάλυση, εκείνο που μετράει είναι η καθαρότητα της καταγωγής.. Βαθιά μέσα τους, η φαντασιακή αυτή καταγωγή υπερισχύει, και εκδηλώνεται στην γλώσσα που χρησιμοποιούν αυθορμήτως, περί του βρώμικου δέρματος, των ενστικτώδων χειρονομιών, και των διεφθαρμένων ηθών [των Ινδιάνων].
Όλα κορυφώθηκαν την Κυριακή 20 Οκτωβρίου, όταν ο Έβο Μοράλες κέρδισε τις εκλογές με 10% περισσότερο από το δεύτερο, αλλά όχι πια με το τεράστιο αβαντάζ που είχε πριν, ούτε έστω με άνω του 51% των ψήφων. Ήταν το σημάδι που περίμενε ο οπισθοδρομικός όχλος: ο σεμνός φιλελεύθερος αντίπαλος, οι ακραίοι συντηρητικοί, ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών (ΟΑΚ), και η αχαρακτήριστη παραδοσιακή μεσαία τάξη. Ο Έβο είχε και πάλι κερδίσει, αλλά δεν είχε μαζί του πια το 60% του εκλογικού σώματος. Ήταν πιο αδύναμος και έπρεπε να τον κυνηγήσουν. Ο χαμένος δεν αναγνώρισε την ήττα του. Ο ΟΑΚ μίλησε για «καθαρές εκλογές» αλλά ασθενική νίκη, και ζήτησε δεύτερο γύρο, βάζοντάς τα με το Σύνταγμα που λέει πως, αν ένας υποψήφιος έχει άνω του 40% και περισσότερο από 10% διαφορά από τον δεύτερο, εκλέγεται. Κι ύστερα, η μεσαία τάξη ξεκίνησε το κυνήγι των Ινδιάνων. Τη νύχτα της Δευτέρας 20 Οκτωβρίου [την επομένη των εκλογών] , έκαψαν πέντε από τα εννέα εκλογικά κέντρα, μαζί με τις ψήφους.
Στη Σάντα Κρουζ, συγκέντρώθηκαν οι κάτοικοι των κεντρικών ζωνών της πόλης, και κατόπιν η συγκέντρωση διακλαδίστηκε στις οικιστικές ζώνες της Λα Παζ και της Κοτσαμπάμπα. Και τότε ξέσπασε ο Τρόμος. Παραστρατιωτικές οργανώσεις άρχισαν να πολιορκούν θεσμούς, να καίνε τα γραφεία των σωματείων, να βάζουν φωτιά στα σπίτια υποψηφίων και πολιτικών στελεχών του κυβερνώντος κόμματος [Κίνημα προς το σοσιαλισμό, Movimiento Al Socialismo, MAS]. Ακόμη και η ιδιωτική κατοικία του Προέδρου λεηλατήθηκε. Σε άλλα μέρη, οικογένειες, τα παιδιά τους, απήχθησαν, και απειλήθηκαν ότι θα τα κάψουν ζωντανά αν ο πατέρας τους, που ήταν υπουργός ή στέλεχος εργατικού σωματείου, δεν παραιτούνταν. Μια ατελείωτη νύχτα των μεγάλων μαχαιριών είχε ξεκινήσει κι ο φασισμός σήκωνε κεφάλι.
Οι λαϊκές δυνάμεις, εργάτες, ανθρακωρύχοι, χωρικοί, Ιθαγενείς, κάτοικοι των αστικών κέντρων, αντιστάθηκαν στο πραξικόπημα και άρχισαν να κερδίζουν και πάλι τον έλεγχο των πόλεων. Αλλά, ενώ η ζυγαριά έγερνε προς το μέρος τους, ήρθε η ανταρσία της αστυνομίας.
Η αστυνομία είχε, επί εβδομάδες, επιδείξει μεγάλη αδυναμία και ανικανότητα να προστατεύσει τους ταπεινούς ανθρώπους, όταν επλήγησαν και διώχθησαν από τις φασιστικές συμμορίες. Αλλά από την Παρασκευή [8 Νοεμβρίου], επέδειξε εξαιρετική ικανότητα να επιτεθεί, να συλλάβει, να βασανίσει και να σκοτώσει αυτούς τους ίδιους λαικούς ανθρώπους. Όπως φαίνεται, αυτή την ικανότητα δεν την είχε απέναντι στα παιδιά της μεσαίας τάξης. Αλλά όταν ήρθε η ώρα να καταπιέσει εξεγερμένους Ινδιάνους, η ανάπτυξη των δυνάμεών της, η βία και η αλαζονεία της ήταν μνημειώδεις.
Το ίδιο συνέβη και με το στρατό. Όλα τα χρόνια που είμασταν στην κυβέρνηση, ουδέποτε τους επιτρέψαμε να καταστείλουν λαϊκές κινητοποιήσεις, ούτε καν την εποχή του πρώτου πραξικοπήματος, το 2008. Και τώρα, χωρίς να τους έχουμε ζητήσει τίποτε εμείς [ως κυβέρνηση], μας δήλωσαν, σύσσωμοι, ότι δεν έχουν δυνατότητα αντιμετώπισης ταραχών, ότι έχουν μονο οκτώ σφαίρες ο καθένας και ότι ήταν απαραίτητο προεδρικό διάταγμα για να κατέβουν στο δρόμο, ακόμη και για να προστατεύσουν.
Ωστόσο, δεν δίστασαν ούτε στιγμή να ζητήσουν την παραίτησή του, από τον πρόεδρο Έβο Μοράλες, κατά παραβίαση της συνταγματικής τάξης. Έκαναν τα πάντα, προσπαθώντας να τον απαγάγουν, ενώ ταξίδευε και ακόμη κι όταν έφτασε στο Τσαπαρε. Και, όταν το πραξικόπημα ολοκληρώθηκε, βγήκαν στους δρόμους με χιλιάδες σφαίρες, να πυροβολούν, να στρατιωτικοποιούν πόλεις, να δολοφονούν αγρότες. Και όλα αυτά χωρίς κανένα προεδρικό διάταγμα. Για να προστατεύσουν τους Ινδιάνους, χρειάζονταν διάταγμα. Για να καταπιέσουν και να σκοτώσουν τους Ινδιάνους, αρκούσε να υπακούσουν στο φυλετικό και ταξικό τους μίσος. Και σε μόλις πέντε ημέρες είχαμε ήδη πάνω από 18 νεκρούς, 120 τραυματίες από αληθινά πυρά. Φυσικά, όλα τα θύματα ήταν ιθαγενείς.
Το ερώτημα που όλοι καλούμαστε να απαντήσουμε είναι, πώς αυτή η παραδοσιακή μεσαία τάξη εξέθρεψε τόσο μίσος και αηδία προς τον λαό, ώστε να αγκαλιάσει τον φυλετικό φασισμό, που στοχοποιεί τον Ινδιάνο ως εχθρό; Τι έκαναν για να απλώσουν τις ταξικές τους απογοητεύσεις στην αστυνομία και το στρατό, πως μετατράπησαν σε κοινωνική βάση αυτής της πορείας προς το φασισμό, αυτής της οπισθοδρόμησης και αυτού του ηθικού εκφυλισμού;
Η απάντηση βρίσκεται στην απόρριψη της ισότητας, δηλαδή στην απόρριψη των ίδιων των θεμελιωδών αρχών μιας Δημοκρατίας με περιεχόμενο.
Τα τελευταία 14 χρόνια, στα οποία κυβέρνησαν τα κοινωνικά κινήματα, το κύριο χαρακτηριστικό [των κυβερνητικών πολιτικών] ήταν η διαδικασία προς την κοινωνική ισορροπία, προς την άμεση και μεγάλη μείωση της ακραίας φτώχειας (από 38% σε 15%), την διεύρυνση των βασικών δικαιωμάτων σε όλους (καθολική πρόσβαση στην υγεία, την παιδεία και την κοινωνική πρόνοια), την Ινδιανοποίηση του κράτους μέσω ποσόστωσης (περισσότεροι από το 50% των δημοσίων υπαλλήλων να είναι Ινδιάνοι, δημιουργία μια νέας εθνικής αφήγησης γύρω από τον αυτόχθονα λαϊκό κορμό), και τη μείωση των οικονομικών ανισοτήτων (η πτώση της διαφοράς εισοδήματος μεταξύ πλουσιότερων και φτωχότερων έπεσε από το 130 στο 45). Κι όλα αυτά σήμαιναν συστηματικό εκδημοκρατισμό του πλούτου, πρόσβαση για όλους στα δημόσια αγαθά και τις ευκαιρίες, και την εξουσία στο κράτος. Η οικονομία έχει αυξηθεί από εννέα δισεκατομμύρια δολάρια σε 42 δις, η αγορά έχει διευρυνθεί, η εσωτερική αποταμίευση αυξήθηκε, κι αυτό επέτρεψε σε πολλούς ανθρώπους να έχουν το δικό τους σπίτι και να βελτιώσουν την εργασιακή τους κατάσταση.
Και έτσι, σε μια δεκαετία, το ποσοστό των ανθρώπων της λεγόμενης μεσαίας τάξης, βάσει του εισοδήματος, αυξήθηκε από 35% σε 60%, με το μεγαλύτερο νέο ποσοστό να προέρχεται κυρίως από τους Ιθαγενείς και την εργατική τάξη. Επρόκειτο, ουσιαστικά, για μια διαδικασία εκδημοκρατισμού των κοινωνικών πόρων μέσω της οικοδόμησης υλικής ισότητας. Όμως, μοιραία, [η βελτίωση της ζωής τόσων ανθρώπων] προκάλεσε τη ραγδαία υποτίμηση των οικονομικών, εκπαιδευτικών και πολιτικών κεφαλαίων που κρατούσε παραδοσιακά η μεσαία τάξη.
Στο παρελθόν, ένα διάσημο επώνυμο ή το μονοπώλιο της «αποδεκτής» γνώσης ή οι σχέσεις μεταξύ οικογενειών, επέτρεπε στην παραδοσιακή μεσαία τάξη να έχει [άμεση] πρόσβαση στη δημόσια διοίκηση, να δανείζεται, να κερδίζει υποτροφίες, να μειοδοτεί σε εργολαβίες.. Σήμερα, ο αριθμός των ανθρώπων που διαγωνίζονται για την ίδια θέση στο δημόσιο ή για την ίδια ευκαιρία, όχι μόνο διπλασιάστηκε, μειώνοντας τις ευκαιρίες [της παραδοσιακής μεσαίας τάξης] στο μισό, αλλά, επιπροσθέτως, οι «αρριβίστες», η νέα μεσαία τάξη με Ινδιάνικες ρίζες ή ρίζες στην εργατική τάξη, είχαν και σημαντικότερα όπλα στη διεκδίκηση αυτών των θέσεων, όπως τη γνώση των ιθαγενικών γλωσσών ή την συνδικαλιστική δράση, που αναγνωρίζονταν ως μεγαλύτερης αξίας από την Πολιτεία.
Και αυτό σήμαινε την κατάρρευση όλων των χαρακτηριστικών μιας αποικιοκρατικής κοινωνίας: η εθνικότητα ως κεφάλαιο, η φαντασιακή θέσμιση της ιστορικής ανωτερότητας της μεσαίας τάξης, υπεράνω των τάξεων των υπηρετών. Γιατί, στη Βολιβία η κοινωνική τάξη γίνεται κατανοητή και ορατή μέσω της φυλετικής ιεραρχίας. Το γεγονός ότι τα παιδιά αυτής της [λευκής] μεσαίας τάξης ήταν η κινητήρια δύναμη της αντιδραστικής εξέγερσης, αποτελεί τη βίαιη κραυγή μιας νέας γενιάς που βλέπει πως το επίθετο που κληρονόμησε και το χρώμα του δέρματος δεν έχουν πια δύναμη μπρος στην δίκαιη/δημοκρατική κατανομή του πλούτου.
Παρ’ ότι ανεμίζουν τη σημαία της Δημοκρατίας, την οποία κατανοούν ως ψήφο, εκείνο στο οποίο έχουν ξεσηκωθεί ενάντια είναι η κοινωνική ισότητα και η δίκαιη ανακατανομή του πλούτου, δηλαδή αυτή καθ΄αυτή η Δημοκρατία. Γι’ αυτό και βλέπουμε τόσο μίσος να περισσεύει, τόση βία να ξεχειλίζει – γιατί η φυλετική υπεροχή δεν μπορεί να αιτιολογηθεί με επιχειρήματα, είναι μια πρωτόγονη παρόρμηση του σώματος, ένα τατουάζ της αποικιοκρατίας στο δέρμα τους. Γι αυτό, εδώ ο φασισμός δεν είναι μόνο η έκφραση της αποτυχίας μια επανάστασης: παραδόξως, είναι επίσης, στις μεταποικιοκρατικές κοινωνίες, η έκβαση ενός επιτυχημένου υλικού εκδημοκρατισμού.
Μετά από όλα αυτά, δεν μπορεί να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ενώ τουλάχιστον 20 ιθαγενείς έχουν δολοφονηθεί, οι άμεσοι δολοφόνοι τους αλλά και όσοι δίνουν την εντολή της δολοφονίας τους, δηλώνουν πως κάνουν ότι κάνουν για να προστατεύσουν τη Δημοκρατία. Αλλά, αυτό που όντως έπραξαν, είναι να προστατεύσουν το προνόμιο της κάστας και του επιθέτου τους.
Το φυλετικό μίσος μπορεί μόνο να καταστρέψει. Δεν είναι δρόμος για το μέλλον. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από την πρωτόγονη εκδίκηση μιας τάξης, που παρακμάζει ιστορικά και ηθικά, που δείχνει ξεκάθαρα ότι ένας υποστηρικτής πραξικοπημάτων είναι έτοιμος να ξεπροβάλλει από κάθε μετριοπαθή φιλελεύθερο.».-
Reunión de víctimas de la Dictadura de Áñez con la CIDH: "cómo le digo a mi hijo que su papá está muerto" #Bolivia pic.twitter.com/4S0989IHZ4
— Larissa Costas (@Larissacostas) November 25, 2019
Ποιός είναι ο Αλβάρο Γκαρσία Λινέρα
O Αλβάρο Γκαρσία Λινέρα είναι ο διανοούμενος αντιπρόεδρος του Έβο Μοράλες, από το 2005. Επισκέφθηκε την Ελλάδα το 2015, ως αντιπρόεδρος, και μίλησε στο Resistance Festival. Υπήρξε ηγέτης του Αντάρτικου Στρατού Τουπάκ Καταρι, της Βολιβίας, το οποίο δημιουργήθηκε από τους αντάρτες που εκπαίδευσε ο ίδιος ο Τσε Γκεβάρα στη χώρα. Στόχος του Αντάρτικου Στρατού ήταν η κοινωνική ισότητα στη Βολιβία και η ισότιμη ένταξη των Ινδιάνων. Ο Αλβάρο Γκαρσία Λινέρα καταδικάστηκε για ένοπλη βία και φυλακίστηκε για τη δράση του από το 1992 έως το 1997. Οι πραξικοπηματίες απαίτησαν να μην είναι ούτε εκείνος υποψήφιος για την Προεδρία, στις ερχόμενες εκλογές του 2020, κάτι πρωτοφανές για δημοκρατικά καθεστώτα.
Ο Τουπάκ Καταρι, που έδωσε το όνομά του στην οργάνωση στην οποία ηγήθηκε ο Λινέρα, χρεώνεται με την ιστορική επαναστατική φράση «Πεθαίνω, μα θα γυρίσω και θα είμαι εκατομμύρια», που ήταν και οι τελευταίες του λέξεις.
Το κείμενο του αντιπροέδρου της Βολιβίας δημοσιεύτηκε στα ισπανικά στο CELAG και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τη Λαμπρινή Θωμά. Tην αγγλική απόδοση μπορείτε να τη βρείτε εδώ.