του Άρη Βασιλά
Ποιο είναι λοιπόν το μεγάλο μυστικό της επιτυχίας, της χώρας πρότυπο και ζηλευτού ειδώλου και καταπιεστή μας; Γενιές Γερμανών κοινωνικών επιστημόνων και οικονομολόγων προσπάθησε να απαντήσει στο καυτό ερώτημα. Και βέβαια όπως λέει και το εθνικό στερεότυπο, οι Γερμανοί όταν προσπαθούν είναι επίμονοι και τα καταφέρνουν. Η πλέον σεβαστή απάντηση φαίνεται πώς δόθηκε από τον θρυλικό διευθυντή του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ της Κολονίας, Βόλφγκαγκ Στρέεκ: Είναι τα πανίσχυρα συνδικάτα μας και οι κλαδικές συμβάσεις με τους μεγάλους κατώτατους ανά ειδικότητα μισθούς που επιβάλλουν, αποφάνθηκε ο σημαντικός καθηγητής! Μαα, πώς, θα αναρωτηθείτε; Είναι λογικό αυτό; Χμ, όταν το βρίσκει απολύτως λογικό ο πλέον αρμόδιος κριτής και συνάμα «αντίπαλος» του Στρέεκ, Πήτερ Χολ, κορυφαίος ειδικός του Χάρβαρντ στον τομέα των παραλλαγών του Ευρωπαϊκού καπιταλισμού, τότε μάλλον πρέπει να το πάρουμε κι εμείς πολύ σοβαρά. Το μυστικό είναι ότι το άκαμπτο σύστημα υψηλών κλαδικών μισθών, βάζει στους Γερμανούς επιχειρηματίες και εργοδότες δύσκολα! Τους ζορίζει δηλαδή να σπάσουν το κεφάλι τους, να δοκιμάσουν τα πάντα, ώστε να βρουν προϊόντα και υπηρεσίες εξαιρετικά υψηλής προστιθέμενης αξίας, γιατί μόνο με τέτοια θα μπορούν να καλύψουν το ανελαστικό τους κόστος. Ουσιαστικά τους απαγορεύει να βολευτούν στην φτήνια και τους οδηγεί να ξεχωρίσουν κάθετα τον εργάτη από τη μηχανή: Ο εργάτης είναι τόσο ακριβός, που πρέπει να κάνει μόνο τις πιο… «ενδιαφέρουσες» εργασίες, οι υπόλοιπες συμφέρουν ΜΟΝΟ αν γίνονται αυτόματα. Το αποτέλεσμα είναι ότι η βιομηχανία της χώρας κατευθύνεται αναγκαστικά προς μια πολύ ανταγωνιστική παραγωγή, αυτήν που ο πόλεμος τιμών και οι κρίσεις αγγίζουν δυσκολότερα.
Ναι, θα μου πείτε αλλά μετά από την επανένωση των Γερμανιών και ειδικά μετά από το νέο «κοινωνικό συμβόλαιο» Σρέντερ, τα συνδικάτα εκβιάστηκαν και δέχτηκαν να αυτοπεριοριστούν και να συμφωνήσουν σε πάγωμα μισθών: Πώς λοιπόν η μαγική φόρμουλα συνέχισε να δουλεύει; Η απάντηση βρίσκεται στον όρο που έβαλαν τα συνδικάτα: Όχι μειώσεις σε πρώην ανατολικογερμανούς ή ξένους και κυρίως όχι απολύσεις. Η απαράβατη συνθήκη ήταν ότι η ανεργία θα έπρεπε ολοένα να μειώνεται. Κι άλλο! Αλλιώς οι εργαζόμενοι απείλησαν ότι θα τίναζαν την κοινωνική ειρήνη στον αέρα. Ακόμα κι αν οι Γερμανοί μετέφεραν εργοστάσια σε Σλοβακία, Σλοβενία, Πολωνία, οι εργάτες θα έμεναν στη χώρα και θα συνέχισαν να δουλεύουν! Νέα άσκηση για ισχυρούς λύτες για τους Γερμανούς βιομήχανους. Έπρεπε να μηχανευτούν λύσεις χωρίς το εύκολο πασπαρτού του downsizing, χωρίς το no-brainer να πληρώνουν τους «πρόθυμους» πρώην ανατολικογερμανούς λιγότερο και χωρίς τα «άλλα» τα εξοργιστικά ή παράνομα ατού των βολεμένων Ελλήνων συναδέλφων τους. Οπότε, πρόσω ολοταχώς, έκαναν την ανάγκη φιλοτιμία, έβαλαν τις μηχανές της παραγωγής στο φουλ, διάλεξαν προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας και είπαν… βουρ και τους φάγαμε! Και μας έφαγαν…
Ναι, μας έφαγαν είναι ο σωστός τεχνικός όρος, γιατί οι δύο παραπάνω συνθήκες που αναλύσαμε, δεν έφταναν από μόνες τους. Χρειάστηκε και μία τρίτη. Αυτή την κατάλαβαν στο πετσί τους οι Γερμανοί βιομήχανοι τη διετία 1992-93, όταν μια υποτίμηση του Ισπανικού νομίσματος πλημμύρισε τη Γερμανική αγορά με ελκυστικά ισπανικά προϊόντα και τους ρήμαξε εξ αδοκήτω τα προσδοκώμενα κέρδη. Έντρομοι οι εκπρόσωποί τους, έσπευσαν να βάλουν τις φωνές στη Γερμανική κυβέρνηση και έθεσαν έναν μη διαπραγματεύσιμο όρο: Δεν ξέρουμε τι θα κάνετε αλλά, πάση θυσία, δεν πρέπει η Ισπανία να είναι μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και έξω από το κοινό νόμισμα. Από τότε η Γερμανική πολιτική ήξερε ποιος είναι ο στόχος και οι Γερμανικές κυβερνήσεις έμαθαν καλά που εδράζεται η δύναμή τους. Το μεγάλο ερώτημα είναι γιατί δεν κατάλαβαν ποτέ τη δική τους δύναμη οι Ισπανικές κυβερνήσεις…