Μετατροπή του ασφαλιστικού από αναδιανεμητικό σε ανταποδοτικό- κεφαλαιοποιητικό
Στο πλαίσιο αυτό μπορεί να παρατηρηθεί ότι στο παρόν νομοσχέδιο δεν κυριαρχεί το πνεύμα της αλληλεγγύης και της ισότητας μεταξύ και εντός των γενεών. Και αυτό, γιατί το νέο ασφαλιστικό αφενός δεν επιτρέπει ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο και αφετέρου δεν αποτρέπει τη φτώχεια του συνταξιοδοτικού πληθυσμού. Στην πραγματικότητα, αφήνει μία ολόκληρη γενιά ξεκρέμαστη, μετατρέποντας το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης από αναδιανεμητικό σε ανταποδοτικό- κεφαλαιοποιητικό. Εκτός αυτού, το παρόν νομοσχέδιο, συνεχίζει και ισχυροποιεί τις πολιτικές των προηγούμενων μνημονιακών Κυβερνήσεων.
Tο ασφαλιστικό νομοσχέδιο, που προτάθηκε από την κυβέρνηση, είναι γνήσιο τέκνο του Μνημονίου. Στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά εφαρμοστικός νόμος του νόμου Κατρούγκαλου, καθώς εφαρμόζει και ισχυροποιεί την προηγούμενη νομοθεσία με μόνη εξαίρεση την αποσύνδεση των ασφαλιστικών εισφορών από το φορολογητέο εισόδημα. Και πάντως συμμορφώνεται κατά το δοκούν με την ετυμηγορία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία είχε κρίνει ως αντισυνταγματικό τον Νόμο Κατρούγκαλου. Δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να ονομαστεί «μεταρρύθμιση».
Εκτός αν ως «μεταρρύθμιση» εννοηθεί η μεταρρύθμιση του κράτους πρόνοιας σε κράτος φιλανθρωπίας. Το τελευταίο όντως συμβαίνει γιατί με το νέο νομοσχέδιο: α) συρρικνώνεται ανησυχητικά το κοινωνικό κράτος, β) αυξάνεται αισθητά ο αριθμός των φτωχών συνταξιούχων, γ) αυξάνονται οι κοινωνικές και εισοδηματικές ανισότητες και δ) εμπεδώνεται στους πολίτες το αίσθημα της αδικίας. Είναι σαφές πως στο πνεύμα του νομοθετήματος δεν κυριαρχεί το πνεύμα της αλληλεγγύης και της ισότητας μεταξύ και εντός των γενεών που να επιτρέπει ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο και ταυτόχρονα να αποτρέπει τη φτώχεια του συνταξιοδοτικού πληθυσμού.
Για να κατανοήσουμε πάντως καλύτερα τις αλλαγές που επέρχονται χρειάζεται να επικεντρωθούμε πιο συγκεκριμένα με σχόλια και παρατηρήσεις στα επιμέρους άρθρα του σχεδίου νόμου, επιμένοντας στα σημαντικότερα.
Προσχηματική η συμμόρφωση με το Συμβούλιο της Επικρατείας
Ιδιαίτερη σημασία έχει το άρθρο 24 για την ανταποδοτική σύνταξη και τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης. Όσοι συνταξιοδοτήθηκαν με τον Νόμο Κατρούγκαλου, και ιδιαίτερα οι ελεύθεροι επαγγελματίες, είδαν τις συντάξεις τους να μειώνονται σε ποσοστό άνω του 40%. Με το νέο νομοσχέδιο, όμως, η αποκατάσταση μέρους των σημαντικών αυτών απωλειών, που έχουν υποστεί οι συνταξιούχοι, αφορά μικρό αριθμό τους. Μάλιστα, οι μικρές αυτές αυξήσεις θα χρηματοδοτηθούν από την κατάργηση της έστω κουτσουρεμένης 13ης σύνταξης. Η συντριπτική πλειοψηφία των συνταξιούχων, δηλαδή αυτών που συνταξιοδοτήθηκαν πριν τον Νόμο Κατρούγκαλου, και έχουν υποστεί όλες τις μνημονιακές οριζόντιες περικοπές, θα δουν αύξηση, η οποία θα είναι απλώς μια παραπάνω γραμμή στο ενημερωτικό τους, μια λογιστική αύξηση. Στην τσέπη τους, στο νοικοκυριό τους, όλα θα παραμείνουν μνημονιακά.
Ειδικότερα ως προς τα ποσοστά αναπλήρωσης, για όσους έχουν ασφαλιστικό χρόνο άνω των 40 ετών και έχουν καταθέσει αίτημα συνταξιοδότησης μετά την 1/10/2019, διαπιστώνεται μείωσή τους κατά μιάμιση ποσοστιαία μονάδα, δηλαδή από 2 τοις εκατό που ήταν για κάθε χρόνο, μειώνεται στο 0,5%. Έχουμε κατά συνέπεια και αναδρομική και στο μέλλον μείωση σύνταξης, αναδρομική χειροτέρευση της θέσης τους, αφού η εφαρμογή ξεκινάει από 1η Οκτωβρίου 2019.
Η δημόσια διαβούλευση ανάγκασε την κυβέρνηση να υιοθετήσει με το άρθρο 36Α ευμενέστερη μεταχείριση των ενστόλων. Πάλι, όμως, δεν επιλύεται το πρόβλημα των λοιπών υποψηφίων συνταξιούχων με χρόνο ασφάλισης άνω των 40 ετών. Με τη συγκεκριμένη επιλογή στην οποία εμμένει η κυβέρνηση, τίθενται εν αμφιβόλω θεμελιώδεις αρχές της κοινωνικής ασφάλισης, όπως η αρχή της ανταποδοτικότητας. Η επιλογή αυτή έρχεται σε αντίθεση με το Συμβούλιο της Επικρατείας, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι κυρίως ότι η εμμονή αυτή τίθεται εκτός συνταγματικών αρχών και ορίων.
Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει κρίνει ότι τα ποσοστά αναπλήρωσης που προβλέπονταν στον Νόμο Κατρούγκαλου (4387/2016) είναι αυτά καθαυτά ιδιαιτέρως χαμηλά και ότι με τα δεδομένα αυτά, τα συγκεκριμένα ποσοστά αναπλήρωσης παραβιάζουν την αρχή της ανταποδοτικότητας. Αυτή η παραβίαση της αρχής της ανταποδοτικότητας, πάντα κατά το Συμβούλιο της Επικρατείας, δεν αναιρείται από τη χορηγούμενη από το σύστημα του Νόμου 4387/2016 εθνική σύνταξη, μια εθνική σύνταξη της οποίας το ύψος παραμένει σταθερό.
Όμως, πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι πουθενά στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν προβλεπόταν η αύξηση των ποσοστών αναπλήρωσης μόνο για τους έχοντες από 30 ασφαλιστικά χρόνια και πάνω. Και ενώ η πρόβλεψη για τη μείωση του συντελεστή αναπλήρωσης για τους έχοντες ασφαλιστικό χρόνο πάνω από 40 έτη έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές της κοινωνικής ασφάλισης, η πολιτική επιλογή για τους έχοντες κάτω από 30 χρόνια ασφάλισης είναι ομοίως αντισυνταγματική.
Ας δούμε, όμως, ένα παράδειγμα ενός ασφαλισμένου με 31 έτη ασφάλισης και συντάξιμες αποδοχές 1000 Ευρώ. Θα διαπιστώσουμε ότι τελικά για τα μικρά και μεσαία εισοδήματα δεν υπάρχει πραγματική αύξηση. Ένας ασφαλισμένος με 31 έτη ασφάλισης και συντάξιμες αποδοχές 1000 Ευρώ με τον Νόμο Κατρούγκαλου λάμβανε κύρια σύνταξη 662 Ευρώ. Ενώ με το νέο νομοσχέδιο, ο ίδιος ασφαλισμένος θα λάβει μεικτή σύνταξη 667 Ευρώ. Ουσιαστικά η αύξηση μεικτά θα είναι 5 Ευρώ.
Παρομοίως, για να έχουμε μια εικόνα. Ένας άλλος ασφαλισμένος με 33 έτη ασφάλισης και συντάξιμες αποδοχές 900 Ευρώ, με τον Νόμο Κατρούγκαλου λάμβανε 659 Ευρώ. Με το νέο νομοσχέδιο, ο ίδιος ασφαλισμένος θα λάβει μεικτή σύνταξη 674 Ευρώ. Σημειωτέον ότι ειδικά οι συντάξιμες αποδοχές των ελευθέρων επαγγελματιών που πλήρωναν εισφορές μέχρι το 2016 με ασφαλιστικές κλάσεις κυμαίνονται κατά μέσο όρο στα 900 με 1000 Ευρώ.
Κατά συνέπεια, στα μικρά και μεσαία εισοδήματα, που είναι η πλειονότητα, δεν υπάρχει ουσιαστικό κέρδος. Η συμμόρφωση με το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι τυπική και όχι ουσιαστική.
Ως προς τις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, τους ανθρώπους με προβλήματα αναπηρίας, το νομοσχέδιο δεν φροντίζει να διορθώσει ακραίες αδικίες εναντίον τους. Η εθνική σύνταξη των συνταξιούχων αναπηρίας, των 384 Ευρώ, μειώνεται ανάλογα με το ποσοστό αναπηρίας τους. Και ειδικά στους συνταξιούχους με ποσοστό αναπηρίας 50% η εθνική σύνταξη ανέρχεται στα 192 Ευρώ. Μειώνεται, δηλαδή, στο μισό. Όμως, θα έπρεπε να είναι κεκτημένο ενός κράτους προνοίας, ότι στα άτομα με αναπηρία η εθνική σύνταξη δεν θα πρέπει να εξαρτάται από τα ποσοστά αναπηρίας τους.
Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τους Πόντιους και Βορειοηπειρώτες ως Έλληνες δεύτερης κατηγορίας
Αντίστοιχο ζήτημα αντιμετωπίζουν και οι συμπατριώτες μας, οι Πόντιοι και οι Βορειοηπειρώτες, που βλέπουν το κράτος να τους αντιμετωπίζει ως Έλληνες δεύτερης κατηγορίας. Και αυτό γιατί η εθνική τους σύνταξη, με τον Μνημονιακό Νόμο Κατρούγκαλου, μειώνεται ανάλογα με τα χρόνια μόνιμης και νόμιμης διαμονής τους στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα κανένας εξ αυτών να μην λαμβάνει 384 Ευρώ που προϋποθέτουν 40 χρόνια μόνιμης και νόμιμης διαμονής. Δεν αναφέρουμε λοιπόν τυχαία ότι δεν υπάρχει απόκλιση, αλλά, όλως αντιθέτως, εφαρμογή και ισχυροποίηση της προηγούμενης μνημονιακής πολιτικής.
Υποκριτικό αποδεικνύεται το ενδιαφέρον της κυβέρνησης για τους πολύτεκνους
Ιδιαίτερα σημαντικό είναι, επίσης, το άρθρο 28 για την απασχόληση των συνταξιούχων. Αν θέλει να μιλήσει κανείς ανοιχτά, η μείωση του 30% στις συντάξεις αφορά όλους τους απασχολούμενους συνταξιούχους. Ο μνημονιακός νόμος Κατρούγκαλου προέβλεπε εξοντωτική μείωση ύψους 60% στη σύνταξη των απασχολούμενων συνταξιούχων μετά τις 13.5.2016. Με το νέο νομοσχέδιο έχουμε ένα βήμα παραπέρα. Από τη μια περιορίζεται το ποσοστό της μείωσης στο 30%. Αλλά από την άλλη, η κυβέρνηση φροντίζει να υποστούν τη συγκεκριμένη μείωση και οι ανυποψίαστοι που συνταξιοδοτήθηκαν πριν τις 13.5.2016, δηλαδή πριν το νόμο Κατρούγκαλου. Μετά τη διαβούλευση και τη διαπίστωση του προβλήματος, η νέα απόφαση της κυβέρνησης ήταν όχι να προστατεύσει αυτούς τους ανθρώπους, αλλά να μεταθέσει χρονικά το πρόβλημα από την 1.3.2021. Άρα από την 01/03/2021 και εφεξής, όλοι οι απασχολούμενοι συνταξιούχοι, ανεξαρτήτως του χρόνου που συνταξιοδοτήθηκαν, θα υποστούν μείωση της τάξεως του 30% χωρίς κανένα κατώτερο πλαφόν. Είναι προφανές, όμως, ότι η χρονική μετατόπιση δεν αλλάζει ούτε την ουσία ούτε το αντισυνταγματικό της διάταξης. Παρά, λοιπόν, τα επικοινωνιακά παιχνίδια, είναι προφανές ότι το νομοσχέδιο προβλέπει μειώσεις στις συντάξεις.
Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση φροντίζει με τρόπο σκανδαλώδη να τακτοποιήσει τους δικούς της ανθρώπους/συνταξιούχους, που θα απασχοληθούν στους Φορείς Γενικής Κυβέρνησης και έχουν συμπληρώσει το 61ο έτος της ηλικίας τους μέχρι 28/02/2021 και το 62ο έτος της ηλικίας τους από 01/03/2021 και μετά. Με το νέο νομοσχέδιο η κυβέρνηση τους τάζει και την καταβολή της σύνταξης, έστω μειωμένη κατά 30%, και τον παχυλό μισθό τους. Πρόκειται για μια διάταξη που εμφανώς βολεύει τους «ημετέρους» της κυβέρνησης.
Ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα είναι η απασχόληση των συνταξιούχων πολυτέκνων. Καθώς η κυβέρνηση έγινε αποδέκτης έντονης διαμαρτυρίας κατά το στάδιο της διαβούλευσης, αποφάσισε, πολιτικά και όχι κοινωνικά, να εξαιρέσει από τις μειώσεις των συντάξεων τους συνταξιούχους πολυτέκνους που απασχολούνται, εφ’ όσον όμως έχουν ένα ανήλικο ή ανίκανο ή σπουδάζον τέκνο. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι το ποσοστό ανεργίας βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα και σε πολλές πολύτεκνες οικογένειες οι συνταξιούχοι γονείς απασχολούνται για να προσφέρουν τμήμα της σύνταξής τους στα άνεργα παιδιά τους. Ας μας επιτραπεί να παρατηρήσουμε ότι η συγκεκριμένη πρόβλεψη καθιστά «πουκάμισο αδειανό» το επίδομα γέννησης που πριν λίγες μέρες ψήφισε η κυβέρνηση.
Ταξική και μη βιώσιμη η λογική των 6 κατηγοριών
Σημαντικότατο είναι, εξάλλου, το Άρθρο 35 για τις εισφορές των ελευθέρων επαγγελματιών. Για τους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολουμένους, στο νομοσχέδιο προβλέφθηκε το σύστημα της ελεύθερης επιλογής ασφαλιστικών κλάσεων με 6 επίπεδα ασφάλισης για την καταβολή των ασφαλιστικών τους εισφορών. Πιο συγκεκριμένα, προβλέπονται ως κατώτερη μηνιαία ασφαλιστική εισφορά τα 210 Ευρώ και ως ανώτερη τα 556 Ευρώ τον μήνα. Ας μην παραγνωρίζουμε εδώ το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ασφαλισμένων ελευθέρων επαγγελματιών, της τάξεως του 90%, κατέβαλλαν τις ελάχιστες εισφορές. Και τώρα θα αναγκαστούν να πληρώνουν εισφορές κατά 20% μεγαλύτερες με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται σημαντικά οι οικονομικά ασθενέστερες μερίδες του ενεργού εργατικού δυναμικού. Αν τούτο συνδυασθεί και με τις δεδομένες υπόλοιπες οικονομικές εκκρεμότητες των ασφαλισμένων (ρυθμίσεις 120 δόσεων και τα λοιπά), οδηγούμαστε σε ένα δυσμενές οικονομικό περιβάλλον. Είναι, δυστυχώς, βέβαιο ότι χιλιάδες ασφαλισμένοι θα οδηγηθούν σε αδυναμία πληρωμής.
Το αποτέλεσμα είναι ένα: Όσοι από τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αυτοαπασχολουμένους διαθέτουν υψηλά εισοδήματα θα επιλέξουν τη χαμηλότερη ασφαλιστική κλάση και θα προσανατολιστούν στην ιδιωτική ασφάλιση.
Χαρακτηριστικά να αναφέρουμε ότι προκειμένου να λάβει κάποιος σύνταξη πάνω από τα 1000 Ευρώ με 35 έως 40 χρόνια ασφάλισης, απαιτείται να καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές από την 4η ασφαλιστική κλάση και επάνω, δηλαδή 297 Ευρώ τον μήνα. Η δυνατότητα που δίνεται με το νέο ασφαλιστικό να κατατάσσονται οι ασφαλισμένοι με ελεύθερη επιλογή τους σε μια από τις έξι ασφαλιστικές κατηγορίες ουσιαστικά συνιστά αναγνώριση της κατάρρευσης του ασφαλιστικού συστήματος.
Δημιουργείται έξοδος κινδύνου προς την ιδιωτική ασφάλιση στον «έχοντα» ελεύθερο επαγγελματία, γιατί οι οικονομικώς ισχυρότεροι θα έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν τα ελάχιστα, ενώ για τους οικονομικώς ασθενέστερους τα ελάχιστα βάρη αυξάνονται. Οπότε η υποτιθέμενη επιλογή δεν είναι δικαίωμα, είναι προνόμιο για τους ισχυρούς και επιβάρυνση, αβάστακτη υποχρέωση, για τους αδύναμους.
Βεβαίως το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε κρίνει ότι δεν πρέπει να πλήττεται υπέρμετρα το παραγόμενο εισόδημα. Και είναι όντως αλήθεια ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες είχαν επιβαρυνθεί δυσανάλογα από τον Νόμο Κατρούγκαλου, καθώς έπρεπε να καταβάλουν αβάσταχτο ποσοστό εισφορών. Πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι η διέξοδος που δίνει το νέο νομοσχέδιο δεν είναι η μοναδική δυνατή, αλλά αποτελεί μία επιλογή μεταξύ πολλών δυνατών και εφικτών. Και μάλιστα είναι η λύση η πιο ταξική και η πιο νεοφιλελεύθερη, που ουσιαστικά καταργεί την κοινωνική αλληλεγγύη και μετατρέπει το ασφαλιστικό σε μια προσομοίωση ιδιωτικής ασφάλισης. Σε αυτούς που έχουν την ικανότητα να συνεισφέρουν παραπάνω, και πάντως ανάλογα με τις δυνάμεις τους, δημιουργούνται οι άριστες συνθήκες για να επιλέξουν την κατώτερη ασφαλιστική κατηγορία των 210 Ευρώ, ενώ την ανταποδοτικότητα θα μπορούν να την εξασφαλίσουν σε ιδιωτική εταιρεία παροχής ασφαλίσεων.
Αυτό που πρέπει να συλλάβουμε, όμως, είναι ότι αν όλοι, έχοντες και μη, επιλέξουν την κατώτερη ασφαλιστική κατηγορία, το ασφαλιστικό σύστημα δεν θα είναι βιώσιμο. Όταν οι έχοντες θα επιλέγουν την κατώτερη ασφαλιστική κατηγορία, θα επιβαρύνονται αμέσως υπέρμετρα οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα. Εγκαθιδρύεται ένας νέος τύπος ανισότητας στο εσωτερικό του ασφαλιστικού συστήματος και καταφέρεται καίριο πλήγμα στην κοινωνική συνοχή. Χαρακτηριστικά οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι με μηνιαίο και ασφαλιστέο εισόδημα άνω των 900 Ευρώ θα χρηματοδοτούν την ασφάλιση υγείας των ελευθέρων επαγγελματιών. Προκύπτει, επομένως, ξεκάθαρα ζήτημα ανισορροπίας στην ανταποδοτικότητα των εισφορών – παροχών των μισθωτών με αυτή των ελευθέρων επαγγελματιών και αυτοαπασχολουμένων. Για όλους τους παραπάνω λόγους λέμε ότι πρόκειται για ένα ταξικό νομοσχέδιο.
Ανακεφαλαιώνοντας, χρειάζεται να τονιστεί πως το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα δεν μπορεί να μετατρέπεται σε δημοσιονομική πλευρά της οικονομικής πολιτικής. Τα νομοσχέδια και οι νόμοι δεν πρέπει και δεν επιτρέπεται να τείνουν στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων, αλλά θα πρέπει να είναι ένα μετερίζι ακόμα στο μέτωπο της αντιμετώπισης των δομικών προβλημάτων της κοινωνίας. Γι’ αυτό λοιπόν θα πρέπει με τα νομοθετήματα που ευαγγελίζονται τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, να λύνονται και προβλήματα που αφορούν τους πυλώνες της κοινωνικής ασφάλισης, όπως η μείωση της αδήλωτης μαύρης εργασίας, η μείωση της μακροχρόνιας δομικής ανεργίας που στερεί πόρους από εισφορές, η εξάλειψη της μερικής απασχόλησης που στερεί πλήρεις εισφορές.
Για παράδειγμα, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ως αντισυνταγματικό το ύψος του ποσοστού των ασφαλιστικών εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Από την άλλη, η επαφή με την κοινωνία μας έδωσε τη γνώση ότι η μαύρη εργασία ήταν αποτέλεσμα και των υψηλών εισφορών. Τώρα που αυτές θα εκλείψουν, διερωτώμαστε αν θα υπάρξει φροντίδα για τη μείωση της ανασφάλιστης εργασίας.
Στόχος τα αποθεματικά του ΕΤΕΑΕΠ
Μελέτη αξίζουν, επίσης, τα πρώτα άρθρα του σχεδίου νόμου, ξεκινώντας από το άρθρο 1 και συνεχίζοντας με τα άρθρα 10-18, που αφορούν τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Μια αλήθεια που υποκρύπτεται επιμελώς είναι ότι με τη δημιουργία του e-ΕΦΚΑ, δηλαδή την ένταξη του ΕΤΕΑΕΠ στον ΕΦΚΑ, η κυβέρνηση «στοχεύει» στα αποθεματικά του πρώτου, γεγονός το οποίο αποτελεί εφαλτήριο για την είσοδο της ιδιωτικής ασφάλισης από την πίσω πόρτα.
Εκτός αυτού, με τη διατήρηση της λογιστικής αυτοτέλειας των κλάδων του ΕΤΕΑΕΠ (Επικουρική, Εφάπαξ) θα δημιουργηθούν άμεσα περισσότερα λειτουργικά προβλήματα απ’ ό,τι επιδιώκεται να λυθούν. Και αυτό γιατί δεν έχει γίνει η προετοιμασία που απαιτεί ένα τέτοιο εγχείρημα ενοποίησης. Σε σχέση με τη διαδικασία ψηφιοποίησης του ΕΦΚΑ, σημειωτέον καταρχήν ότι αποτελεί ένα υπεραισιόδοξο σενάριο που απέχει πολύ από την ελληνική πραγματικότητα. Δυστυχώς δεν αρκεί ψηφιοποίηση για να λυθούν δομικά προβλήματα της ελληνικής ασφαλιστικής καθημερινότητας, αλλά θα πρέπει να ληφθούν νομοθετικές πρωτοβουλίες ουσιαστικού τύπου. Η ψηφιοποίηση, όταν δεν έρχεται σε ώριμο χρονικό σημείο, φέρνει αντίστροφα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Επιδιώκεται η ψηφιοποίηση του χάους και να γίνουν πολίτες και υπάλληλοι διαχειριστές του χάους με επικίνδυνα αποτελέσματα. Η κυβέρνηση κώφευσε στα συμπεράσματα της δημόσιας διαβούλευσης και στο πεδίο αυτό.
Βεβαίως, πρέπει να στηριχθεί οποιαδήποτε νομοθετική πρωτοβουλία αποσκοπεί στη διευκόλυνση της καθημερινότητας. Υπάρχει, όμως, απόσταση της κυβέρνησης από την κοινωνία κατά την συναλλαγή με τους ασφαλιστικούς φορείς. Πέρα από το πόσο ωραία ακούγονται προτάσεις για τον «ψηφιακό μετασχηματισμό», χρειάζεται προβληματισμός σχετικά με την επιτυχή ολοκλήρωση της ψηφιοποίησης.
Πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη τη συγκεκριμένη πραγματικότητα που δυστυχώς ισχύει: Υπάρχει τεράστια καθυστέρηση στην ικανοποίηση κάθε είδους αιτημάτων από τις συντάξεις μέχρι τις παροχές υγείας. Χρειάζεται αντιμετώπιση της υποστελέχωσης και της παντελούς έλλειψης προσωπικού σε υπηρεσίες αιχμής, που εξυπηρετούν τους ασφαλισμένους. Χαρακτηριστικά μπορεί να αναφερθεί το Ι.Κ.Α. Ομονοίας. Εκεί οι ελάχιστοι υπάλληλοι πέρα από τον έλεγχο των επιχειρήσεων, έχουν να διεκπεραιώσουν χιλιάδες αιτήματα ασφαλισμένων που έχουν απολέσει τα ασφαλιστικά τους βιβλιάρια, με αποτέλεσμα να μένουν σε εκκρεμότητα αιτήματα πάνω από 5 χρόνια. Και δεν είναι μόνο αυτό, είναι οι αλυσιδωτές αντιδράσεις που φέρνει αυτή η κατάσταση, όπως το ότι εγκλωβίζονται οι εν δυνάμει συνταξιούχοι, αφού δεν μπορούν να λάβουν σύνταξη χωρίς την προηγούμενη διεκπεραίωση των ως άνω αιτημάτων.
Ένα άλλο ζήτημα είναι ότι δεκάδες χιλιάδες ασφαλισμένοι ταλαιπωρούνται, ενώ επιχειρούν να ρυθμίσουν οφειλές τους με τις διατάξεις του Νόμου 4611/2019. Υπάρχουν σοβαρότατες καθυστερήσεις στην καταχώριση των οφειλών από τα Ταμεία Αυταπασχολουμένων, ενώ συχνοί είναι και οι εσφαλμένοι υπολογισμοί και είναι ανοικτό το ενδεχόμενο ακόμα και η ήδη δοθείσα παράταση μέχρι τον Μάιο του 2020 να μην είναι αρκετή για να λυθούν τα προβλήματα αυτά. Τέλος, χιλιάδες αιτήματα συνταξιοδότησης παραμένουν σε εκκρεμότητα καθώς τα υποκαταστήματα του ΕΦΚΑ δεν έχουν την κατάλληλη τεχνική/λογιστική υποδομή για να τα επεξεργαστούν. Η κυβέρνηση έχει μετακυλίσει στον ασφαλισμένο τη μη εκτέλεση από τον ανάδοχο των προγραμμάτων επεξεργασίας για την έκδοση συνταξιοδοτικών παροχών.
Είναι, λοιπόν, προφανές ότι η επέκταση των ηλεκτρονικών υπηρεσιών δεν πρόκειται να επιλύσει τα προβλήματα σε εύλογο χρόνο. Για αυτό και η Πολιτεία οφείλει να δώσει πραγματικές απαντήσεις και λύσεις, με γνώμονα πάντα την καλύτερη εξυπηρέτηση του ασφαλισμένου. Τέλος μία παρατήρηση: Το επίμαχο νομοσχέδιο θέτει ασφυκτικές προθεσμίες κατά το στάδιο της ψηφιοποίησης. Λόγω των ασφυκτικών αυτών προθεσμιών κινδυνεύουν να χαθούν θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών. Δημιουργούνται προβλήματα και διαιωνίζεται η καθυστέρηση της επίλυσής τους σε βάρος του ασφαλισμένου.
Ένα συγκεκριμένο και επείγον ερώτημα που χρειάζεται να απευθυνθεί στην κυβέρνηση είναι το εξής: Υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες ασφαλισμένοι που τα αιτήματά απώλειας ενσήμων εκκρεμούν στα υποκαταστήματα του πρώην Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ. και που σύμφωνα με το νέο ασφαλιστικό θα έχουν την υποχρέωση εντός 15 ημερών από την υποβολή του αιτήματος συνταξιοδότησης να προσκομίσουν φυσικά παραστατικά που θα αποδεικνύουν τον επιπλέον χρόνο ασφάλισης. Τι θα γίνει με όλους αυτούς τους ασφαλισμένους;
Ενσωμάτωση και εμπέδωση των μνημονιακών περικοπών
Περαιτέρω, ως προς τα άρθρα 25 και 29 για την αναπροσαρμογή- επανα-υπολογισμό των καταβαλλόμενων συντάξεων: Δυστυχώς το ασφαλιστικό νομοσχέδιο, στην ίδια νοοτροπία με τον Νόμο Κατρούγκαλου, τεχνηέντως ενσωματώνει τις μνημονιακές περικοπές που κρίθηκαν αντισυνταγματικές από το Συμβούλιο της Επικρατείας το 2015. Επιχειρείται επανανομοθέτηση των περικοπών του Νόμου 4052 και του Νόμου 4093/2012. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, το ποσό που συγκρίνεται για να γίνει ο επαναϋπολογισμός των συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων, είναι το ποσό μετά τις αντισυνταγματικές περικοπές και όχι το ποσό της αρχικής σύνταξης που έλαβε ο συνταξιούχος. Με τον τρόπο αυτό επανα-νομοθετούνται περικοπές που έχουν χαρακτηριστεί αντισυνταγματικές από το Συμβούλιο της Επικρατείας και έχουν μειώσει δραματικά τα ποσά των συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων. Να τονίσουμε δε ότι αυτές οι κατηγορίες, που αποτελούν την πλειονότητα, δεν πρόκειται να δουν αλλαγή στην τσέπη τους παρά μόνο στα εκκαθαριστικά τους σημειώματα.
Κατάργηση της 13ης σύνταξης
Σε αυτό το σημείο, αξίζει να κάνουμε μία αναφορά στο πολυσυζητημένο άρθρο 47 και στην κατάργηση της έστω «κουτσουρεμένης» 13η σύνταξης: Στο νομοσχέδιο που τέθηκε στην διαβούλευση υπήρχε πρόβλεψη για δαπάνη ύψους 0,5% του ΑΕΠ η οποία θα κάλυπτε: Αφενός τη δαπάνη που δημιουργείται κατά τη συμμόρφωση με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και αφετέρου τη δαπάνη για εφάπαξ παροχή, η οποία θα καταβαλλόταν τον Δεκέμβριο κάθε έτους (δηλαδή τη θεσμοθετημένη το Μάιο του 2019 13η σύνταξη). Ωστόσο το νομοσχέδιο που κατατέθηκε ως δια μαγείας εξαλείφει την πρόβλεψη για εφάπαξ παροχή κάθε Δεκέμβριο. Ουσιαστικά δηλαδή καταργεί της 13η σύνταξη. Αλήθεια, τελικώς θα ενισχύονται οι ασθενέστερες ομάδες συνταξιούχων; Γιατί το νομοσχέδιο αρκείται σε μία γενικόλογη πρόβλεψη για πολιτικές πρόνοιας; Γιατί η κυβέρνηση πήρε πίσω την υπό κρίση διάταξη που προέβλεπε νομοθετικά την εφάπαξ καταβολή ενός ποσού στους οικονομικά ασθενέστερους;
Τα ερωτήματα είναι προφανώς ρητορικά. Για να λάβει κανείς απαντήσεις αρκεί να δει τον προϋπολογισμό του 2020, από τον οποίο προκύπτει ότι τα «ανώτατα όρια δαπανών» του Υπουργείου Εργασίας για το 2020 είναι 19 δισεκατομμύρια 892 εκατομμύρια Ευρώ, δηλαδή είναι μειωμένα κατά 382 εκατομμύρια Ευρώ σε σχέση με το 2019. Επιπροσθέτως, μειωμένη κατά 192 εκατομμύρια Ευρώ προβλέπεται η συνταξιοδοτική δαπάνη για το 2020, δηλαδή είναι μειωμένη κατά 121 εκατομμύρια Ευρώ για κύριες συντάξεις και κατά 71 εκατομμύρια Ευρώ για επικουρικές σε σχέση με το 2019. Ακόμα και η σχετική δαπάνη που προκύπτει για τις επικουρικές συντάξεις και αποτελεί συμμόρφωση με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, στο πλαίσιο του ουδέτερου δημοσιονομικού αποτελέσματος που επιβάλλουν οι δανειστές, θα χρηματοδοτηθεί από την κατάργηση της ελλιπούς «13ης σύνταξης» που αντιστοιχεί σε 971 εκατομμύρια Ευρώ για το 2019.Φαίνεται ότι την πρόνοια την κράτησε η κυβέρνηση για την «εμπειρία» εκείνων των συνταξιούχων που θα εισπράττουν διπλά από το Δημόσιο, από τη μία το μεγαλύτερο ποσοστό τη σύνταξής τους και από την άλλη το μισθό τους.
Ελλείψεις και αδικίες
Τελειώνοντας, επιβάλλονται κάποιες επιμέρους παρατηρήσεις σχετικά με τις ελλείψεις και κυρίως τη μη διόρθωση ακραίων αδικιών που υπήρχαν και στο προηγούμενο ασφαλιστικό Νόμο:
α) Ιδιαιτέρως σημαντικό είναι το ζήτημα που προκύπτει για το επίδομα ανασφάλιστων υπερηλίκων του άρθρου 93 του Νόμου 4387/2016. Για την χορήγηση του επιδόματος από τον ΟΠΕΚΑ ελέγχεται το τεκμαρτό εισόδημα των αιτούντων και όχι το πραγματικό τους εισόδημα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα πολλές αιτήσεις να απορρίπτονται, ενώ οι άνθρωποι πληρούν τα πραγματικά κριτήρια για τη χορήγησή τους. Είναι μια διάταξη τιμωρητική, μια διάταξη που αναιρεί το σκοπό της νομοθέτησης του συγκεκριμένου επιδόματος. Δεν είναι συνταγματικά και πολιτικά ορθό να γίνεται ανεκτή η ανέχεια με την επιλογή του τεκμαρτού αντί του πραγματικού εισοδήματος.
β) Ένα ακόμη ζήτημα είναι το δικαίωμα προσωρινής σύνταξης για ασφαλισμένους με χρόνο εργασίας στο εξωτερικό (Ευρωπαϊκή Ένωση, χώρες με διακρατική σύμβαση). Mε το σημερινό υπάρχον καθεστώς, οι ασφαλισμένοι που δικαιούνται σύνταξη λόγω γήρατος, έχουν το δικαίωμα να αιτηθούν και να λάβουν προσωρινή σύνταξη μέχρι την έκδοση της οριστικής.
Όλα τα παραπάνω ισχύουν για τους ασφαλισμένους που ο εργασιακός τους χρόνος είναι μόνο στην Ελλάδα. Υπάρχουν χιλιάδες εργαζόμενοι που έχουν ασφαλιστικό χρόνο και στο εξωτερικό. Δυστυχώς όμως αυτή εξαιρέθηκαν από την δυνατότητα για χορήγηση προσωρινής σύνταξης. Το νέο νομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή δεν προβλέπει την ένταξή τους με αποτέλεσμα χιλιάδες ασφαλισμένοι να μένουν χωρίς προσωρινή. Σε αυτό ας σημειωθεί ότι οι καθυστερήσεις στην έκδοση οριστικών αποφάσεων σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πέραν του ανεκτού ορίου. Ποιος ακριβώς είναι ο λόγος αυτής της ανισότητας μεταξύ πολιτών αυτής της χώρας; Έλληνες είναι αυτοί. Έλληνες που η πολιτική που όλες οι κυβερνήσεις εφάρμοσαν τους ανάγκασε να γίνουν οικονομικοί μετανάστες. Υπάρχει αδήριτη ανάγκη για αυτήν την κατηγορία των δικαιούχων, να ενταχθούν στο καθεστώς της προσωρινής σύνταξης.
γ) Κλείνοντας, χρειάζεται να αναφερθούμε στο θέμα με τις μητέρες που σύμφωνα με το άρθρο 141 του Νόμου 3655/2008 είχαν μείωση κατά 50% στις ασφαλιστικές τους εισφορές το πρώτο δωδεκάμηνο από τον τοκετό. Το άρθρο αυτό ουδέποτε καταργήθηκε. Το επιβεβαιώνουν άλλωστε πέντε τουλάχιστον εγκύκλιοι του Υπουργείου Εργασίας. Εφαρμοζόταν μάλιστα κανονικά. Ήρθε όμως η απαράδεκτη εγκύκλιος του κ. Μηταράκη στις 14/01/2020 και μίλησε χωρίς αιτιολογία για αναδρομική κατάργηση της διάταξης από 01/01/2017. Προφανώς, ο θόρυβος που προκλήθηκε από την εξοργιστική εγκύκλιο, ανάγκασε την κυβέρνηση να αναδιπλωθεί και να προσθέσει την παράγραφο 15 στο άρθρο 39, που μιλάει για μη κατάργηση της έκπτωσης εισφορών των μητέρων ένα χρόνο μετά τον τοκετό. Προφανώς, η κυβέρνηση δεν νομοθετεί υπέρ των ευπαθών ομάδων, όταν η ίδια με εγκυκλίους καταργεί εφαρμοζόμενες διατάξεις και μετά με νομοσχέδια αναδιπλώνεται.
Συμπερασματικά, σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, ο λόγος που είναι απορριπτέο το νομοσχέδιο για το ασφαλιστικό είναι ότι ενσωματώνει όλες τις μνημονιακές περικοπές και εμπεδώνει μια σκληρή νεοφιλελεύθερη λογική, που καταργεί τη διαγενεακή αλληλεγγύη και την κοινωνική συνοχή για χάρη ενός ατομικού κεφαλαιοποιητικού συστήματος. Το τελευταίο είναι στην ουσία προθάλαμος για την παράδοση όλων στην ιδιωτική ασφάλιση.
Η Μαρία Απατζίδη είναι Βουλευτής Ανατολικής Αττικής με το ΜέΡΑ25.