Ο πολιτικός Φεβρουάριος στη Βόρειο Ιρλανδία ξεκίνησε με εντάσεις και την προοπτική πρόωρων εκλογών, μετά τις παραιτήσεις, την Πέμπτη που μας πέρασε, πρώτα του πρωθυπουργού (επισήμως Πρώτου Υπουργού, First Minister), Πωλ Γκίβαν, και  κατόπιν, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, της αντιπροέδρου της κυβέρνησης Μισέλ Ο’Νηλ. Παρ’ ότι οι πρόωρες εκλογές βρίσκονται ante portas, μετά τις παραιτήσεις, δεν είχαν τη μερίδα του λέοντος στις ειδήσεις και αναλύσεις που ακολούθησαν. Αντιθέτως, το Ιρλανδικό ζήτημα, λόγω του Brexit και του Βορειοϊρλανδικού Πρωτοκόλλου, μπήκε από κάθε πλευρά στο τραπέζι. 

Εξαρχής, οι μεγαλύτεροι εχθροί του Πρωτοκόλλου ήταν οι Ενωτικοί, ο σκληρός πυρήνας των οποίων είδε τη συμφωνία ως αποκοπή από τη Βρετανία, που άρα υποσκάπτει την ίδια την Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής. O Πωλ Γκίβαν ανήκει στο Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα (ΔΕΚ, DUP, Democratic Unionist Party, υπέρ της βρετανικής κυριαρχίας), που είχε ιδρύσει ο διαβόητος Ίαν Πέισλι, και η Μισέλ Ο’Νηλ ανήκει στο ιστορικό βορειοϊρλανδικό Σιν Φέιν (Εμείς Οι ίδιοι, Sinn Fein) των αγώνων για ανεξαρτησία από τη βρετανική αποικιοκρατία. 

Και οι δύο παραιτήθηκαν λόγω του Βορειο-Ιρλανδικού πρωτοκόλλου, του πρωτόκολλο ΕΕ- Βρετανίας που υπεγράφη ώστε να αντιμετωπίσει τα ζητήματα που προέκυπταν από το Brexit στην Β. Ιρλανδία, δεν τηρείται. Στέκονται όμως στις αντίθετες πλευρές του φάσματος: οι Ενωτικοί θεωρούν εαυτούς χαμένους, και είναι εναντίον του πρωτοκόλλου, γιατί «χωρίζονται» τελωνειακά από τη Βρετανία, ενώ το Σιν Φέιν είναι υπέρ του, καθώς συντηρεί το καθεστώς τελωνειακής ένωσης με την ελεύθερη Ιρλανδία. 

Η Β. Ιρλανδία είναι το μόνο σύνορο, στην ξηρά, μεταξύ ΕΕ (κράτους της Ιρλανδίας) και Βρετανίας. Το πρωτόκολλο προβλέπει τελωνειακούς ελέγχους στα εμπορεύματα από Βρετανία προς Β. Ιρλανδία, ώστε να μην υπάρξουν αυστηρά τελωνειακά σύνορα επί του συνολικού εδάφους του νησιού. Πρέπει, δηλαδή, να γίνονται επί βρετανικού εδάφους οι έλεγχοι στα προϊόντα που φτάνουν στη Β. Ιρλανδία από Σκωτία, Ουαλλία και Αγγλία. 

Καταργώντας ντε φάκτο το Πρωτόκολλο, ο υπουργός Γεωργίας της Β. Ιρλανδίας, Έντουιν Πουτς, που ανήκει στο φιλοβρετανικό ΔΕΚ, διέταξε την διακοπή οποιουδήποτε ελέγχου στα αγαθά που φτάνουν στα λιμάνια της περιοχής ευθύνης του, την Τετάρτη που μας πέρασε. Η πορεία προς πρόωρες εκλογές είχε ξεκινήσει, και μάλιστα σε μια περίοδο που η κυβέρνηση Μπόρις Τζόνσον, στη Βρετανία, δεν περνάει τις καλύτερες στιγμές της, με τον Τζόνσον να επιδιώκει δημοφιλία, ζητώντας επαναδιαπραγμάτευση του Πρωτοκόλλου και την Λιζ Τρας, να προτείνει να καταργηθούν οι έλεγχοι και να αντικατασταθούν από «ευκολότερη διαδικασία», στην οποία θα αρκεί η συμπλήρωση μιας φόρμας από τους ίδιους τους εμπόρους. 

Υπενθυμίζεται ότι η Λιζ Τρας, υπουργός Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου και αρμόδια για το Brexit, από τις αρχές του χρόνου έχει ανεβάσει τους τόνους, κάνοντας λόγο για ανάγκη αναστολής του πρωτοκόλλου: «Δεν θα υπογράψω τίποτα που θα προβλέπει ότι οι κάτοικοι της Βόρειας Ιρλανδίας δε θα μπορούν να επωφεληθούν από τις ίδιες αποφάσεις για τη φορολογία και τις δαπάνες με το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο ή που θα διαιωνίζει τους ελέγχους σε αγαθά που διακινούνται εντός της χώρας μας», είχε πει τότε. Οι δηλώσεις της έγιναν όταν άρχισε να καταρρέει πλήρως η όποια δημοφιλία του Μπόρις Τζόνσον, και η εκ νέου σύγκρουση με την ΕΕ μπορεί να θεωρούνταν ενισχυτική για την κυβέρνησή του. 

Την Παρασκευή, το αρμόδιο δικαστήριο του Μπέλφαστ, αναίρεσε την εντολή του υπουργού Γεωργίας, αποφασίζοντας πως οι έλεγχοι πρέπει να συνεχιστούν, και η απόφαση του Πουτς παραβιάζει το Πρωτόκολλο και τις νομοθετικές ρυθμίσεις που το ακολούθησαν. «Βρετανικά αγαθά δεν επιτρέπεται να μπουν στην ΕΕ χωρίς να ελεγχθούν», τόνισε ο δικαστής Άντριαν Κόλτον. Όμως ο πολιτικός πόλεμος ήδη κλιμακώνεται και η απόφαση, που ήταν αναμενόμενη, δεν μετριάζει τις συνέπειες. 

Η πράξη του υπουργού Γεωργίας τον κατατάσσει αυτομάτως στους σκληροπυρηνικούς Ενωτικούς, οι οποίοι εξαρχής αντέδρασαν στο Πρωτόκολλο, γιατί «χώριζε» εμπορικά την Β. Ιρλανδία από την υπόλοιπη Βρετανία, και την κρατούσε «δέσμια» της ΕΕ, στην οποία ανήκει η ελεύθερη Ιρλανδία. Η στάση του και η παραίτηση του πρωθυπουργού απειλούν – όπως επιμένουν να θυμίζουν όλοι- τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, με την οποία ειρήνευσε, μετά από δεκαετίες βίας, η Β. Ιρλανδία και βάσει της οποίας έχει δημιουργηθεί το ισχύον σύστημα διαμοιρασμού της εξουσίας μεταξύ των δύο πλευρών, των ενωτικών προτεσταντών και των Ιρλανδών ρωμαιοκαθολικών που επιθυμούσαν την απελευθέρωση της περιοχής. Η ένταξη στην ΕΕ έμοιαζε, άλλωστε, να λύνει αυτό το ζήτημα, καθώς κάτω από την ευρωπαϊκή ομπρέλα και οι Ιρλανδίες ήταν ενωμένες με έναν τρόπο και η Βρετανία δεν έχανε την κυριαρχία της στα βόρεια του νησιού. Ίσως αξίζει εδώ να θυμίσουμε ότι με αντίστοιχο τρόπο είχε δει και ο τότε πρωθυπουργός, Κώστας Σημίτης, την είσοδο της Κύπρου στην ΕΕ, κάνοντας λόγο για την έλευση της κάποτε πολυπόθητης ένωσης με την Ελλάδα.  

Από την «απογοήτευση» της Ντάουνινγκ Στρητ ως τις καταδικαστικές δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών της Ιρλανδίας, Σάιμον Κόβενυ, που έκανε λόγο για «παραβίαση του διεθνούς δικαίου», η πράξη του υπουργού Γεωργίας της Β. Ιρλανδίας δεν βρήκε ανταπόκριση δημοσίως από κανέναν. Ωστόσο, το αίτημα του Μπόρις Τζόνσον για επαναδιαπραγμάτευση του Πρωτοκόλλου και η θέση της Τρους αφήνει να αιωρείται η υποψία ότι πίσω από την πράξη του υπουργού Γεωργίας και την παραίτηση Γκίβαν, υπάρχει και βρετανικός δάκτυλος. Οι αντιδράσεις των λοιπών βορειοϊρλανδικών κομμάτων ήταν ενδεικτικές της άποψής τους πως, όλα ξεκινούν από το Λονδίνο. Η κοινή αντίληψη είναι πως η κυβέρνηση Τζόνσον δεν ενδιαφέρεται για την επιβίωση της συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής και άρα την επιβίωση της ειρήνευσης στη Β. Ιρλανδία. Πιο ξεκάθαρα από όλους έθεσε το ζήτημα η υπουργός Δικαιοσύνης της Β. Ιρλανδίας, Ναόμι Λονγκ, που ηγείται του κεντρώου, φιλειρηνικού και φιλο-ΕΕ Συμμαχικού Κόμματος (Alliance Party), που ανέφερε χαρακτηριστικά πως «το Μπόρις Τζόνσον δεν τον νοιάζει η Βόρεια Ιρλανδία, δεν τον νοιάζει τίποτε πλην της επιβίωσής του». 

Μόνος σύμμαχος του Τζόνσον παραμένουν οι Ενωτικοί, οι οποίοι και θα συνεχίσουν, όπως φαίνεται, να ρίχνουν λάδι στη φωτιά, απειλώντας να οδηγήσουν στα αζήτητα και τη συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής. Ήδη άλλωστε, οι πρώτοι πυρήνες βίας έχουν εμφανιστεί, από πλευράς Ενωτικών, και έχουν προκαλέσει, προ μηνών, ακόμη και την επέμβαση του Λευκού Οίκου που είχε εκφράσει την «ανησυχία του για τη βία στη Β. Ιρλανδία» και τον φόβο πως «η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής μπορεί να πέσει θύμα του Brexit». Ήταν η περίοδος κατά την οποία μέλη του Σιν Φέιν έσπασαν τα μέτρα κατά της πανδημίας για να παραστούν στην κηδεία κορυφαίου στελέχους του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA, Irish Republican Army). Αντιδρώντας οι Ενωτικοί – κυρίως νεολαίοι και με την προτροπή των μεγαλυτέρων τους – έκαψαν το Μπέλφαστ. Οι ταραχές είχαν κρατήσει περίπου μια εβδομάδα, με εκατοντάδες τραυματίες, μεταξύ των οποίων και 56 αστυνομικοί. Μετά από αυτές το Σιν Φέιν εμφανίζεται όλο και πιο ισχυρό στις δημοσκοπήσεις και είναι η πρώτη φορά που έχει πολύ σοβαρές πιθανότητες να είναι πρώτο κόμμα σε ψήφους και στις δύο Ιρλανδίες. 

Τα οικονομικά στοιχεία 

Οι εισαγωγές αγαθών από την Βρετανία στην Ιρλανδία έχουν πέσει άνω του 20% από την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ και μετά. Χαρακτηριστικά, το 2021 οι εισαγωγές έφτασαν τα 12.500 εκατομμύρια ευρώ, περίπου 3.500 εκατομμύρια ευρώ λιγότερα απ’ ότι το 2020. Παράλληλα, οι εξαγωγές στη Βρετανία έχουν ανέβει πάνω από 20% και το εμπόριο μεταξύ Ιρλανδίας και Β. Ιρλανδίας ανθεί, με αύξηση των εισαγωγών στο 64%. Οι εξαγωγείς της Β. Ιρλανδίας έχουν διπλό γήπεδο – πλήρη πρόσβαση και στη Βρετανία και στην ΕΕ – ενώ οι εισαγωγές υποβάλλονται σε διπλό έλεγχο, και από τις δύο πλευρές των συνόρων, αλλά και σε ΦΠΑ, όπου προβλέπεται, αυξάνοντας το κόστος και δημιουργώντας προσκόμματα στη ροή των αγαθών. Κοινώς, το Πρωτόκολλο έβλαψε κυρίως τους βρετανούς επιχειρηματίες, «πετώντας» έξω από την βορειοϊρλανδική αγορά το 20% των βρετανικών εταιριών.