*Αποσπάσματα από το νέο βιβλίο του Νίκου Σμυρναίου «Το ολιγοπώλιο του διαδικτύου: Πώς οι Google, Apple, Facebook, Amazon και Microsoft πήραν τον έλεγχο της ψηφιακής μας ζωής» που κυκλοφορεί από τις Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις.
Η μαρτυρία αυτή ήταν αποτέλεσμα της αυξανόμενης πολιτικής πίεσης που δέχεται το Facebook μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ και το δημοψήφισμα του Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η κοινή γνώμη, οι δημοσιογράφοι, οι ΜΚΟ και οι κυβερνήσεις φαίνεται να συνειδητοποίησαν τελικά τους κινδύνους που δημιουργεί ο σχεδόν απόλυτος έλεγχος του διαδικτύου από μια μια χούφτα γιγαντιαίων πολυεθνικών.
Το διαδίκτυο ως πολιτικό διακύβευμα
Εδώ και μια δεκαετία παρατηρείται ο πολλαπλασιασμός των ψηφιακών εργαλείων που κατακλύζουν την καθημερινότητά μας: κοινωνικότητα, εργασία, ψυχαγωγία, εκπαίδευση, όλες μας οι δραστηριότητές που εμπεριέχουν επικοινωνία -δηλαδή σχεδόν το σύνολο της κοινωνικής μας ζωής- σταδιακά καθορίζεται και διαμορφώνεται από ψηφιακές τεχνολογίες. Οι συσκευές, τα δίκτυα και οι online υπηρεσίες μετατρέπονται σε χρήσιμα εφόδια της καθημερινότητας αλλά ταυτόχρονα αποτελούν δυνάστες της προσωπικής και επαγγελματικής μας ζωής αλλά και της δημόσιας έκφρασής μας. Αυτή η εξέλιξη λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο μιας παγκοσμιοποιημένης και απορυθμισμένης οικονομίας που ευνοεί την ακραία συγκέντρωση πόρων. Βρισκόμαστε συνεπώς μακριά από τον ιδεατό τύπο, που είχε ιδιαιτέρως υμνηθεί στο παρελθόν, ενός εκ φύσεως δημοκρατικού, συμμετοχικού και αποκεντρωμένου μέσου επονομαζόμενου και «Web 2.0». Αυτό που έχει συμβεί είναι ακριβώς το αντίθετο: τα τελευταία χρόνια, το διαδίκτυο έχει μετατραπεί σε ένα πεδίο σκληρού ανταγωνισμού μεταξύ κοινωνικών και πολιτικών ομάδων, κυβερνήσεων και πολυεθνικών εταιρειών με διακύβευμα τον έλεγχο πάνω στους διαύλους της ψηφιακής επικοινωνίας. Κατά συνέπεια, η παρούσα μορφή του διαδικτύου δεν ορίζεται από τα υποτιθέμενα εγγενή τεχνικά χαρακτηριστικά του αλλά είναι το αποτέλεσμα περίπλοκων σχέσεων και αντιπαλοτήτων μεταξύ φορέων με μεγάλα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα.
Σε αυτό το πλαίσιο, ορισμένες πολυεθνικές που ξεκίνησαν ως συμπαθείς νεοφυείς εταιρίες (startups) μετατράπηκαν μέσα σε λίγα χρόνια σε παίχτες ενός ολιγοπωλίου που ελέγχει τον πυρήνα του πληροφοριακού συστήματος των κοινωνιών μας, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που, στη Γαλλία, δημιουργήθηκε και ένα αρκτικόλεξο, το GAFAM (από τα αρχικά των Google, Apple, Facebook, Amazon και Microsoft), ειδικά για αυτές. Ο έλεγχος τεράστιων ψηφιακών τομέων από το διαδικτυακό ολιγοπώλιο ασκείται κυρίως μέσω της οικονομικής τους δύναμης αλλά και μέσω της πνευματικής ιδιοκτησίας, που ολοένα επεκτείνεται και ενισχύεται προκαλώντας ενίοτε και «πολέμους ευρεσιτεχνίας». Είναι λοιπόν βάσιμο να θεωρήσουμε ότι το διαδίκτυο βρίσκεται σε μια πορεία ιδιωτικοποίησης, και περιχαράκωσης στο πλαίσιο μιας ευρύτερης τάσης συγκέντρωσης πληροφοριακών πόρων.
[…]
Η απελευθέρωση των αγορών κι η ταυτόχρονη απορρύθμιση που συντελέστηκε στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική δημιούργησαν ένα ευνοϊκό πλαίσιο για την αύξηση της εμπορικής δύναμης των ολιγοπωλίων. Επίσης, οδήγησαν σε μη ανταγωνιστικές πρακτικές όπως η δημιουργία εμποδίων για την είσοδο νέων εταιριών στον τεχνολογικό τομέα, η αναγκαστική αγορά συμπληρωματικών προϊόντων, η καταχρηστική διεκδίκηση πνευματικών και βιομηχανικών δικαιωμάτων, η μη διαλειτουργικότητα, κλπ. Σε γενικές γραμμές, οι πρακτικές αυτές παραμένουν ατιμώρητες ή απλώς περιορίζονται εν μέρει. Η έλλειψη πολιτικής βούλησης εκ μέρους των ρυθμιστικών αρχών και τα ανεπαρκή μέσα που διαθέτουν οδηγούν σε κυρώσεις που είτε αργούν πολύ να επιβληθούν είτε καταλήγουν σε ανώδυνους συμβιβασμούς.
Η μη αμφισβήτηση του ολιγοπωλίου από τις ρυθμιστικές αρχές
Για παράδειγμα, παρά τις αποδεδειγμένες παραβάσεις του νομικού πλαισίου περί ανταγωνισμού, η Microsoft κατάφερε να μην εφαρμόσει τη δικαστική απόφαση που προέβλεπε την διχοτόμηση της, υπογράφοντας ως αντάλλαγμα μια συμβιβαστική συμφωνία με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ ([1]). Μια αντίστοιχη διαδικασία προσφυγής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της ίδιας εταιρείας, η οποία άρχισε το 2004, έληξε επτά χρόνια αργότερα με την επιβολή προστίμου € 860 εκατ. Ένα μεγάλο ποσό που καθόλου όμως δεν επηρέασε την εταιρία καθώς τα κέρδη της Microsoft έφτασαν τα $ 23 δις μόνο για το 2011 ([2]). Αλλά και η Google βρέθηκε στο στόχαστρο της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών (FCC) των ΗΠΑ για πιθανή κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης. Το 2012, μια εσωτερική έκθεση της FCC έδειξε πως η καλιφορνέζικη εταιρεία χειραγωγεί τα αποτελέσματα της μηχανής αναζήτησης της για να προωθήσει τις δικές της υπηρεσίες εις βάρος των ανταγωνιστών ([3]). Ωστόσο, το 2013 η Επιτροπή απέσυρε τελικά την καταγγελία με τον αντιπρόεδρό της να δηλώνει ότι οι εθελοντικές αλλαγές που πραγματοποίησε η Google θα ωφελούσαν τους καταναλωτές περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη επιλογή (δηλαδή οποιαδήποτε δεσμευτική απόφαση που θα μπορούσε να έχει επιβληθεί στην Google). Οι συζητήσεις που διεξήχθησαν, με την ευκαιρία αυτή, εντός της επιτροπής αθέμιτου ανταγωνισμού της Γερουσίας των ΗΠΑ κατέδειξαν την αδυναμία τόσο των εκλεγμένων αξιωματούχων όσο και της κυβέρνησης να κατανοήσουν και να ελέγξουν τη λειτουργία της μηχανής αναζήτησης της Google ([4]).
[…]
Η τεράστια οικονομική δύναμη του ολιγοπωλίου
Πράγματι, τα οικονομικά μέσα που διαθέτουν οι ολιγοπωλιακοί παίχτες για να αντιμετωπίσουν τις ρυθμιστικές αρχές είναι κολοσσιαία. Οι στρατηγικές σύγκλισης που εφαρμόζονται στις βιομηχανίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας έχουν οδηγήσει τα τελευταία είκοσι χρόνια σε εντατική συγκέντρωση κεφαλαίου[5]. Με κίνητρο τα υψηλά μερίσματα, πολλοί διεθνείς επενδυτές χρηματοδότησαν αφειδώς τις εταιρείες της Σίλικον Βάλεϊ. Αν και το σκάσιμο της φούσκας του διαδικτύου το 2000 επιβράδυνε προσωρινά αυτή την τάση, η εισαγωγή της Google στο χρηματιστήριο τον Αύγουστο του 2004 σηματοδότησε ένα νέο κύκλο έντονης χρηματιστικοποίησης που τροφοδοτήθηκε από την πλήρη απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος που είχε ξεκινήσει από τη δεκαετία του '90[6]. Εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια προερχόμενα από διαφορετικές πηγές όπως κρατικά επενδυτικά κεφάλαια των πετρελαιοπαραγωγών χωρών του Κόλπου, Ρώσους ολιγάρχες, αμερικανικά hedge funds ή ευρωπαϊκές τράπεζες, επενδύθηκαν στις μεγάλες εταιρίες του διαδικτύου. Τα ηνία των εταιρειών πέρασαν στα χέρια στελεχών που διατηρούν εξαιρετικές σχέσεις με τη Wall Street. Ο Τιμ Κουκ ανέλαβε διευθύνων σύμβουλος της Apple, η Σέριλ Σάντμπεργκ του Facebook ενώ η Ρουθ Πόρατ, προερχόμενη από την επενδυτική τράπεζα Morgan Stanley, ανέλαβε την οικονομική διεύθυνση της Google. Η προάσπιση των συμφερόντων των μετόχων έγινε η πρώτη προτεραιότητα αυτών των εταιρειών έναντι άλλων υποχρεώσεων όπως η ικανοποίηση των χρηστών τους. Έτσι, σε μόλις έντεκα χρόνια η αξία της μετοχής της Google δεκαπενταπλασιάστηκε ενώ του Facebook, από το 2012 έως σήμερα, τριπλασιάστηκε.
Εταιρεία | Χρηματιστηριακή αξία Φεβ.2018 ($ δις) | Τζίρος 2017 ($ δις) | Καθαρόκέρδος 2017 ($ δις) | Περιθώριοκέρδους 2016 |
Apple | 905 | 229,2 | 48,4 | 21,9% |
Alphabet | 777,5 | 110,8 | 12,6 | 21% |
Microsoft | 725,3 | 89,5 | 21,2 | 20% |
Amazon | 731 | 178 | 2 | 2% |
527 | 40,6 | 16 | 36% |
Πίνακας 1: δεδομένα για τις 5 μεγαλύτερες εταιρείες του πλανήτη με βάση τη χρηματιστηριακή τους αξία.
Ο κύριος λόγος για αυτή τη μαζική εισροή επενδύσεων είναι τα πολύ υψηλά ανταποδοτικά κέρδη των εταιριών του διαδικτυακού ολιγοπωλίου και τα ανάλογα μερίσματα για τους μετόχους. Τόσο υψηλά που μπορεί να συγκριθούν μόνο με μια χούφτα πολυεθνικών του φαρμακευτικού και χρηματοπιστωτικού τομέα. Πράγματι, ο κύκλος εργασιών των Apple, Google, Facebook, Microsoft και Amazon αυξάνεται με εκθετικό ρυθμό τα τελευταία χρόνια φτάνοντας, από τα $ 192,7 δις το 2010, στα $ 648 δις το 2017, εν μέσω μάλιστα μιας τεράστιας οικονομικής κρίσης, ενώ τα περιθώρια κέρδους, με εξαίρεση την Amazon, βρίσκονται σταθερά πάνω από το 20%, γεγονός πραγματικά εντυπωσιακό[7]. Το 2016 το μέσο περιθώριο κέρδους του S&P 500 (βασικού δείκτη της Wall Street) που αφορά τις 500 μεγαλύτερες εισηγμένες εταιρείες στις Ηνωμένες Πολιτείες άγγιξε το 6,1% στο τρίτο τρίμηνο. Το ίδιο έτος ο συγκεκριμένος δείκτης έφθασε στο 21% για τη Google, στο 21% για την Apple, στο 36% για το Facebook και στο 20% για τη Microsoft.
[…]
Οι τακτικές φοροαποφυγής
Ένα από τα πλεονεκτήματα που απολαμβάνει το ολιγοπώλιο του διαδικτύου εξαιτίας της παγκοσμιοποιημένης και απορυθμισμένης οικονομίας είναι η δυνατότητα του να αποφεύγει σε μεγάλο βαθμό τη φορολόγηση. Η πρακτική της φοροαποφυγής εκμεταλλεύεται τις διαφορές στα φορολογικά και νομικά πλαίσια σε διεθνές επίπεδο, κάνοντας πλασματικές τιμολογήσεις μεταξύ θυγατρικών ([8]). Για παράδειγμα, η Google βελτιστοποιεί τη φορολογική της εισφορά προς το γαλλικό κράτος χρησιμοποιώντας θυγατρικές με έδρα την Ιρλανδία, τις Κάτω Χώρες και τις Βερμούδες ενώ επωφελείται από ειδικές φορολογικές συμβάσεις που έχουν θεσπιστεί από τις χώρες αυτές και έχουν εγκριθεί από τον ΟΟΣΑ ή την ΕΕ. Η Apple αποθηκεύει τα συσσωρευμένα κέρδη της ($ 250 δις το 2017) σε φορολογικούς παραδείσους ενώ παράλληλα περιμένει την ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ να συμφωνήσει σε ένα ευνοϊκό πλαίσιο που θα καταστήσει δυνατό τον επαναπατρισμό των κεφαλαίων, όπως είχε γίνει και το 2005 ([9]).
[…]
Οι ολιγοπωλιακοί παίχτες του διαδικτύου δεν είναι οι μόνοι που χρησιμοποιούν πολύπλοκες τεχνικές φοροαποφυγής αφού πρόκειται για μια ευρέως διαδεδομένη πρακτική μεταξύ των πολυεθνικών. Όμως το γεγονός ότι τα περιουσιακά στοιχεία των εταιριών του διαδικτύου είναι κατά κύριο λόγο άυλα (εμπορικά σήματα, πατέντες ευρεσιτεχνίας ή ηλεκτρονικές υπηρεσίες) διευκολύνει περαιτέρω αυτές τις πρακτικές. Επομένως, η φοροαποφυγή αποτελεί αναπόσπαστό μέρος του οικονομικού μοντέλου τους και συμβάλλει ουσιαστικά στην τεράστια κερδοφορία τους.
[…]
Η εργασιακή εκμετάλλευση θεμέλιο της κερδοφορίας του ολιγοπωλίου
Οι ολιγοπωλιακοί παίχτες του διαδικτύου εκμεταλλεύονται στο έπακρο τις δυνατότητες που προσφέρει η παγκοσμιοποιημένη οικονομία και στον τομέα της οργάνωσης της παραγωγής. Πράγματι, όλοι χρησιμοποιούν, σε διαφορετικό βαθμό, υπεργολάβους σε χώρες χαμηλού κόστους. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι εκείνο της Apple, του μεγαλύτερου παραγωγού εξοπλισμού πληροφορικής παγκοσμίως που όμως δεν διαθέτει ούτε ένα ιδιόκτητο εργοστάσιο. Η Apple θεωρεί ότι o κλάδος της κατασκευής δεν αποτελεί στρατηγικό τομέα για την ίδια αφού τα περιθώρια κέρδους που προσφέρει είναι χαμηλά. Ως εκ τούτου η εταιρεία επικεντρώνει τη δραστηριότητά της στην έρευνα και ανάπτυξη νέων προϊόντων, τη σχεδίαση και το μάρκετινγκ ενώ από νωρίς άρχισε να αναθέτει την κατασκευή των συσκευών της στην κορεατική Samsung (οθόνες, σκληρούς δίσκους, επεξεργαστές κλπ.) και στην κινεζική Foxconn (συναρμολόγηση των iPod, iPhone και iPad).
Οι πιέσεις, ωστόσο, για μείωση του κόστους κατασκευής από τον κύριο ανάδοχο προκειμένου να μεγιστοποιηθεί το περιθώριο κέρδους ανά προϊόν σε συνδυασμό με την απουσία εργασιακών δικαιωμάτων στην Κίνα έχει ως αποτέλεσμα οι 1,4 εκατομμύρια υπάλληλοι της Foxconn να εργάζονται υπό απάνθρωπες συνθήκες: ατελείωτα ωράρια, ψυχολογική πίεση για αύξηση της παραγωγικότητας, καταναγκαστική εργασία και πενιχροί μισθοί [10].
[…]
Η κατασκευή συσκευών δεν είναι ωστόσο το μόνο έργο που ανατίθεται σε εργαζόμενους χωρών χαμηλού κόστους από τους διαδικτυακούς κολοσσούς. Ένα σημαντικό τμήμα των εξωτερικών αναθέσεων αφορά και τον έλεγχο περιεχομένου που οι χρήστες ανεβάζουν σε πλατφόρμες όπως το YouTube. Πράγματι, οι μεγάλες διαδραστικές πλατφόρμες είναι απαραίτητο να «καθαρίζονται» από το ανάρμοστό περιεχόμενο (βία, πορνογραφία, ρητορική μίσους, κλπ.) που παρεισφρέει ανάμεσα στις 350 εκατομμύρια φωτογραφίες που κοινοποιούνται ημερησίως στο Facebook ή στα εκατοντάδες gigabytes βίντεο που ανεβαίνουν στο YouTube κάθε λεπτό. Όταν οι αλγόριθμοι αυτόματης ανίχνευσης δεν επαρκούν για την εξάλειψη του αμφιλεγόμενου περιεχομένου, οι εταιρίες απευθύνονται σε ανθρώπους που διαθέτουν την ανάλογη πολιτισμική κατανόηση αλλά και την τεχνική κατάρτιση για να κρίνουν αν το περιεχόμενο είναι όντως ακατάλληλο. Με δεδομένες τις υψηλές απαιτήσεις κερδοφορίας των μετόχων, το κόστος μιας τέτοιας δραστηριότητας θα ήταν απλώς απαγορευτικό στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη όπου βρίσκονται όμως και οι περισσότεροι χρήστες των υπηρεσιών τους.
Συνεπώς, ο έλεγχος και το φιλτράρισμα του περιεχομένου ανατίθεται σε εργολάβους όπως η TaskUS σε χώρες χαμηλού κόστους (Φιλιππίνες, Ινδία, κλπ.) ή σε εταιρείες όπως η CrowdSource που συνεργάζεται με αυτοαπασχολούμενους εργαζόμενους σε όλο τον κόσμο οι οποίοι πληρώνονται με το κομμάτι. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, ο αριθμός αυτών των διαχειριστών χαμηλού κόστους υπερβαίνει τις 100.000[11]. Όμως, αν και το οικονομικό κόστος αυτού του είδους της εργασίας είναι πολύ χαμηλό, το ψυχολογικό κόστος για τους ίδιους τους εργαζόμενους είναι πολύ υψηλό όπως αναφέρει η Sarah T.Roberts[12]. Η δουλειά αυτή είναι εξαιρετικά απαιτητική αφού οι διαχειριστές καλούνται να συντονίζουν πολύπλοκες εφαρμογές και εκτίθενται σε ένα πολιτισμικό περιβάλλον διαφορετικό από το δικό τους ενώ ταυτόχρονα υφίστανται τεράστιες πιέσεις για να αυξήσουν την παραγωγικότητα και τον ρυθμό εργασίας τους. Επίσης, η μόνιμη έκθεση σε βίαιο ή προσβλητικό περιεχόμενο έχει επιβλαβείς ψυχολογικές επιπτώσεις και είναι πηγή στρες.
[…]
Υποβαθμισμένες και επισφαλείς συνθήκες εργασίας, με στόχο την ελαχιστοποίηση του κόστους προς όφελος του ολιγοπωλίου, δεν συναντάμε όμως μόνο στις χώρες του Νότου. Πρόκειται για ένα συνηθισμένο φαινόμενο τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Βόρεια Αμερική. Για παράδειγμα, η εταιρική κουλτούρα της Amazon συχνά επικρίνεται γιατί ενθαρρύνει τον αδυσώπητο ανταγωνισμό και την αμοιβαία παρακολούθηση ενώ προτρέπει το μάνατζμεντ να εισβάλει στην προσωπική ζωή των στελεχών της[13]. Οι πρακτικές αυτές δημιουργούν στρες και καχυποψία μεταξύ συναδέλφων αλλά παράλληλα αυξάνουν την κερδοφορία της εταιρείας. Η Amazon είναι επίσης γνωστή για τις εργασιακές συνθήκες «αντάξιες του 19ου αιώνα»[14] που επικρατούν στα κέντρα διανομής της. Εκεί η επισφάλεια είναι κανόνας, οι συνθήκες σκληρές, οι ρυθμοί εξαιρετικά εντατικοί και η πίεση για την αύξηση της παραγωγικότητας ακατάπαυστη.
[…]
H συλλογή και εκμετάλλευση ψηφιακών δεδομένων
Το πιο γνωστό σύστημα παρακολούθησης (tracking) των χρηστών του διαδικτύου είναι το cookie. Πρόκειται για ένα μικρό αρχείο κειμένου που στέλνεται ως κεφαλίδα HTTP από το διακομιστή (server) στον πλοηγό του χρήστη (browser) και το οποίο αποθηκεύεται στο τερματικό καταγράφοντας τις κινήσεις του στο διαδίκτυο. Η μεγάλη ανάπτυξη που γνώρισε η online διαφήμιση και η συνεχής αναβάθμιση των τεχνολογιών συλλογής και εκμετάλλευσης ψηφιακών δεδομένων οδήγησαν στην τελειοποίηση των μηχανισμών παρακολούθησης, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε η πιθανότητα αποφυγή τους κατά την πλοήγηση στο διαδίκτυο να καθίσταται σχεδόν αδύνατη[15]. Αυτοί οι μηχανισμοί παρακολούθησης και καταγραφής των χρηστών χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: Αφενός, υπάρχουν τα συστήματα που διέπονται από τη λογική των cookies, δηλαδή αρχεία αποθηκευμένα στο τερματικό του χρήστη (third-partycookies, ETags, LocalSharedObjects, HTML5 WebStorage, Evercookies, widjets). Αφετέρου υπάρχουν οι μέθοδοι που βασίζονται στο αποτύπωμα της συσκευής (device finger printing), δηλαδή στην καταγραφή ενός πλήθους χαρακτηριστικών του πλοηγού ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε ένα συγκεκριμένο υπολογιστή ή σε μια κινητή συσκευή, από τα διαφορετικά plug-ins που χρησιμοποιούνται έως τις εγκατεστημένες γραμματοσειρές. Στόχος και των δύο αυτών μηχανισμών είναι η αναγνώριση, η ταυτοποίηση και η παρακολούθηση του χρήστη.
[…]
Όλες αυτές οι τεχνικές παρακολούθησης οδηγούν στην ανάδυση αγορών όπου τεράστιες ποσότητες πληροφοριών που αφορούν τα προσωπικά στοιχεία και τις συνήθειες των χρηστών του διαδικτύου ανταλλάσσονται και πωλούνται αδιάκοπα από εξειδικευμένες εταιρείες. Οι περισσότερες από αυτές τις εταιρίες είναι άγνωστες στο ευρύ κοινό, όπως η BlueKai που διαθέτει μια βάση δεδομένων με ένα δισεκατομμύριο καταναλωτικά προφίλ, το καθένα με περίπου πενήντα χαρακτηριστικά (κοινωνικοδημογραφικά δεδομένα, πεδία ενδιαφέροντος, κ.λπ.) ή η Datalogix που διαθέτει πληροφορίες εμπορικών συναλλαγών (ποιος αγόρασε τι, πού, πότε, κλπ.) αξίας 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων[16].
[…]
Είναι αυτονόητο ότι το ολιγοπώλιο του διαδικτύου βρίσκεται ανάμεσα στους κορυφαίους παίχτες και αυτής της αγοράς. Για παράδειγμα, το 2011 η Google είχε εγκαταστήσει third-party cookies σε ογδόντα εννέα από τις εκατό δημοφιλέστερες ιστοσελίδες των ΗΠΑ και το Doubleclick, που επίσης ανήκει στη Google, σε εβδομήντα επτά από αυτές, συμπεριλαμβανομένων του υπουργείου Υγείας των ΗΠΑ αλλά και της φορολογικής υπηρεσίας της χώρας[17]. Το 2016, μια μελέτη που ανέλυσε δείγμα ενός εκατομμυρίου ιστοτόπων έδειξε ότι οι πέντε πιο διαδεδομένοι μηχανισμοί tracking ανήκουν στην Google[18]. Το Facebook από την πλευρά του ανακοίνωσε το 2013 τη σύναψη σύμπραξης με τέσσερις από τους μεγαλύτερους μεσάζοντες δεδομένων στις ΗΠΑ (Datalogix, Epsilon, BlueKai και Acxiom) προκειμένου να διασταυρώσει τις πληροφορίες που διαθέτει για δύο δισεκατομμύρια ενεργούς χρήστες με τα δικά τους δεδομένα ώστε να τελειοποιήσει περαιτέρω τη διαφημιστική του στόχευση[19].
[…]
Προφανώς, ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που προκαλεί η διαδικτυακή διαφήμιση είναι ότι διευρύνει συνεχώς τα όρια της ψηφιακής παρακολούθησης αλλά και της μαζικής εμπορευματοποίησης των προσωπικών δεδομένων[20]. Στην πραγματικότητα, αρκεί ένας χρήστης να βρεθεί απλώς online και αυτόματα παράγει δεδομένα που δεν μπορεί να ελέγξει και τα οποία αποτελούν αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης. Πρόκειται για μια μορφή ψηφιακής εργασίας (digital labor), δηλαδή μιας δραστηριότητας που καθιστά τις ψηφιακές μας σχέσεις κομμάτι της παραγωγής και σηματοδοτεί την «τεχνολογική υποταγή της κοινωνικής διάστασης των ανθρωπίνων σχέσεων στην εμπορική»[21]. Η τάση αυτή ενισχύεται από την πολλαπλότητα και πολυπλοκότητα του ψηφιακού εξοπλισμού, ο οποίος παράγει όλο και περισσότερα δεδομένα, αλλά και από τους ειδικούς αλγόριθμους που έχουν τη δυνατότητα να αποσπάσουν όλο και υψηλότερο οικονομικό κέρδος από τις ανθρώπινες σχέσεις. Πρόκειται λοιπόν για ένα εξόχως πολιτικό ζήτημα αφού αγγίζει τα ίδια τα θεμέλια του συστήματος εξαγωγής υπεραξίας στον σύγχρονο καπιταλισμό ενώ επηρεάζει τη ζωή εκατοντάδων εκατομμυρίων χρηστών του διαδικτύου.
*Ο Νίκος Σμυρναίος από το 2004 διδάσκει πολιτική οικονομία, ιστορία και κοινωνιολογία των ΜΜΕ και του διαδικτύου στο πανεπιστήμιο Université Toulouse 3 και είναι ερευνητής στο εργαστήριο Laboratoire d’études et de recherches appliquées en sciences sociales (LERASS) και στο Advanced Media Institute.
Paris, Fayard, 2013.