της Μίκας Αγραφιώτου
Τον έλεγαν Άλκη Καμπανού, ήταν 19 χρονών και φοιτητής στο τμήμα Οικονομικών του ΑΠΘ. Είχε μια ολόκληρη ζωή μπροστά του, αλλά πλήρωσε με το αίμα του την επιλογή του να είναι φίλαθλος του ΑΡΗ, καθώς δολοφονήθηκε από ακραίους οπαδούς του ΠΑΟΚ. Οπαδοί που, εν τέλει, αποδείχτηκαν αυτό που προβλέπαμε οι περισσότεροι. Οι δράστες δεν έχουν μόνο την ταυτότητα του «οπαδού», αλλά είναι φασίστες τραμπούκοι που έχουν άμεση σχέση με τα επεισόδια στα ΕΠΑΛ και με ένα σωρό παρόμοιες τέτοιες επιθέσεις.
Ένα εκκωφαντικό «Σας παρακαλώ, μη με χτυπάτε άλλο…» πλανιέται πάνω από την Θεσσαλονίκη, ένα φάντασμα που θα μας στοιχειώνει για πολλά χρόνια. Μια πόλη που προστατεύει βιαστές επειδή είναι γόνοι των πλούσιων οικογενειών της, υπερασπίζεται νέο-ναζιστικές συμμορίες που εφορμούν στα ΕΠΑΛ, κλείνει τα μάτια και τα αυτιά της σε εμπρηστικές επιθέσεις σε καταλήψεις στο κέντρο της πόλης, χειροκροτεί την επέμβαση της αστυνομίας στα πανεπιστήμια και τον ξυλοδαρμό φοιτητών, ανέχεται καθημερινά τον ρατσισμό κάθε είδους στα σχολεία, στα μέσα μεταφοράς, στους δρόμους.
Τώρα θρηνεί τον βάναυσο θάνατο ενός 19χρονου παιδιού επειδή απάντησε το «λάθος» όνομα ομάδας. Πώς μαύρισε έτσι η πόλη μας, ρε παιδιά; Πώς φτάσαμε να βαφτεί με αίμα για ακόμα μια φορά;
Δεν είναι η πρώτη φορά που χύνεται αίμα στην Θεσσαλονίκη για «οπαδιλίκια». Τον Γενάρη του ’20, οπαδοί του ΠΑΟΚ δολοφόνησαν τον 28χρονο Τόσο Μποζατζίσκι, τον Βούλγαρο οπαδό της Μπότεφ Πλόβντιβ, αδελφής ομάδας του ΑΡΗ. Ότι μέσα στην πόλη υπάρχουν συμμορίες που διψάνε για σύγκρουση και με το παραμικρό μπορούν να μετατρέψουν ένα μαγαζί σε συντρίμμια γιατί στο διπλανό τραπέζι έτυχε να κάθονται οπαδοί κάποια άλλης ομάδας, είναι ένα σκηνικό που έχουμε ζήσει -λίγο-πολύ- όλοι όσοι περπατάμε στο κέντρο και τις γειτονιές της Θεσσαλονίκης. Αντίστοιχα, τυχαία συγκρουσιακά επεισόδια μεταξύ ομάδων μπορεί να λάβουν χώρα οπουδήποτε. Σπάνια κάποιος τρίτος εμπλέκεται στους οπαδικούς καυγάδες, εκτός και αν καλέσει την αστυνομία, η οποία, μέχρι να φτάσει στο σημείο, δεν θα προλάβει και το πατιρντί, με το κακό να έχει γίνει.
Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι η αυτή καθαυτή «οπαδική βία», ο χουλιγκανισμός, η σωματοποίηση του μίσους για την άλλη ομάδα. Το οπαδικό μίσος δεν είναι αυθαίρετο και απλαισίωτο, δεν γεννιέται από την απλή εκκεντρική ακρότητα των φανατισμένων οπαδών. Δεν οπλίζονται χέρια με σκοπό να δολοφονήσουν, εάν αυτό δεν υπήρχε ως νόρμα, ως φυσική απόληξη της υποτιθέμενης αγάπης για την ομάδα. Εάν δεν εκκολάπτονταν ήδη στις προηγούμενες φράσεις και πράξεις, εάν δεν δολοφονούνταν εικονικά και λεκτικά οι «αντίπαλοι» σε κάθε ομάδα, αν δεν άνοιγαν κεφάλια μέσα και έξω από το γήπεδο σαν κάποιου είδους άτυπο γούρι για να πάει καλά το ματς. Και, κυρίως, αν δεν προετοιμάζονταν από κάποιους, ακροδεξιάς πολιτικής στάσης, συνδέσμους.
Δεν ξεφύτρωσε τώρα ο φασισμός στα γήπεδα. Δεν χρειάζεται να έχεις διαρκείας της ομάδας σου για να βλέπεις τι γίνεται, πως όποιες ΠΑΕ -εκούσια ή ακούσια- άφησαν το αυγό του φιδιού να εκκολαφτεί, τώρα αυτά τα καλοταϊσμένα, μπρατσωμένα φίδια σουλατσάρουν ανενόχλητα σε κάθε γωνία της πόλης. Ακούμε τα ρατσιστικά, σεξιστικά και ομοφοβικά συνθήματα που φωνάζονται αβέρτα. Βλέπουμε τα σύμβολα που κρύβονται κάτω από μπλουζάκια, τα κρεμαστά, τα δαχτυλίδια, τα τατουάζ. Τα σουγιαδομάχαιρα και τις σιδερογροθιές που χρειάζεται ένα τσακ για να βγουν από την τσέπη και να σκορπίσουν τον πόνο και τον θάνατο.
Δεν είναι ένας βεντετικού τύπου κύκλος της βίας που διαιωνίζεται από τους πιο σκληροπυρηνικούς, όπως λένε στις διάφορες ανακοινώσεις τους οι ΠΑΕ. Ούτε η διαστρέβλωση της αγάπης για την ομάδα με τη «θυσία» για την ομάδα, που ακούγεται στα ΜΜΕ. Η «ρομαντικοποίηση» της οπαδικής βίας δεν αποτελεί ούτε προνόμιο, ούτε και κάποιου είδους εκμοντερνισμένο ηρωϊσμό. Στην πραγματικότητα, οι πιο βίαιες κλίκες είναι λυσσαλέες συμμορίες, μπλεγμένες σε κάθε είδους παρανομία, από στημένα στοιχήματα μέχρι διακίνηση ναρκωτικών, από διαρρήξεις σε σπίτια μέχρι συστηματικές ενέδρες σε συνδέσμους και οπαδούς άλλων ομάδων, όπως έγινε με τον Άλκη. Αν θέλουμε να ονομάσουμε αυτά τα ακραία στοιχεία ως τα λούμπεν τμήματα της κοινωνίας, μπορούμε, αλλά αυτό δεν αρκεί. Ούτε να στοχοποιήσουμε ταξικές ή εθνικές καταγωγές -όπως και φυσικά θα γινόταν, με μια τέλεια ενορχηστρωμένη ρατσιστική υποκρισία-, περιορίζοντας το πρόβλημα των ακραίων συνδέσμων ως κάτι που γίνεται στα «δυτικά», οπότε δεν μας αφορά άμεσα, αρκεί για να βγάλουν την ουρά τους απέξω οι ιθύνοντες και εμείς, οι υπόλοιποι, να στρουθοκαμηλίσουμε για ακόμα μια φορά.
Υπάρχουν οπαδικοί σύνδεσμοι ομάδων που συσχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την άκρα-δεξιά, με το νέο-ναζισμό. Συγκεκριμένοι σύνδεσμοι που πλαισιώνουν εδώ και χρόνια ομάδες, οι οποίοι καλύπτονται και συγκαλύπτονται από τους παράγοντες των ΠΑΕ. Νησίδες που λειτουργούν μόνο κατ’ όνομα ως σύλλογοι φιλάθλων, αλλά στην ουσία αποτελούν φυτώρια της ακροδεξιάς ιδεολογίας και πρακτικής. Δεν είναι η θέση μου να ξετυλίξω ένα κουβάρι ενδεχόμενης συνομωσίας για το ποιοι εμπλέκονται και ποιοι καλύπτουν αυτούς τους συνδέσμους, όπως και κάθε ανθρώπου που βρίσκεται έξω από τον χορό. Οι κοινωνιολογικές γενικεύσεις μπορεί να γράφονται και να ακούγονται ωραία, αλλά δεν λύνουν το πρόβλημα. Το γεγονός, όμως, ότι οι ΠΑΕ, και ειδικά συγκεκριμένων ομάδων, δεν αποπαρασιτώνονται από τα φασιστοειδή στοιχεία τους, αποτελεί και δικό μας πρόβλημα, τόσο κοινωνικό όσο και πολιτικό.
Δεν υπάρχει καλή και κακή βία στα γήπεδα, στα μέρη όπου παίζονται κάθε φορά τζίροι εκατομμυρίων, σε ποδοσφαιρικά εργοστάσια που συντελούν τα πιο βαρβάτα εμπορευματικά κεφάλαια της αγοράς και βρίσκονται στα χέρια των πιο νοσηρών τμημάτων της αστικής τάξης. Υπάρχει μόνο η εσκεμμένη κοινωνική διαίρεση, όπου το χρώμα της φανέλας που φοράει κάποιος μπορεί να μετατραπεί σε εισιτήριο θανάτου, ειδικά αν είναι μέλος του προοδευτικού συνδέσμου και όχι της μαυρίλας του.
Ναι, υπάρχει υγιές κομμάτι στα γήπεδα, αλλά τόσο ο αθλητισμός όσο και η κοινωνία η ίδια, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με εξίσου αφηρημένους βιολογικούς όρους, ως ένας ασθενής που το άρρωστο κομμάτι του πρέπει να μπει σε κάποιου είδους «θεραπεία». Η βιολογικοποίηση του φασισμού στα γήπεδα και στην κοινωνία καταλήγει και στην αποδοχή του, στη συγκατάθεση ότι «πάντα υπήρχαν αυτά και πάντα θα υπάρχουν». Και την ανάθεση του γκρεμίσματος του φασισμού μέσα στα γήπεδα στις πλάτες των προοδευτικών συνδέσμων, στα λεγόμενα «υγιή» κομμάτια του αθλητισμού, λες και μας το χρωστάνε να σπάνε τα κεφάλια τους ή να παίζουν τους δεσμοφύλακες, κάθε φορά που το κράτος, η αστυνομία και η κοινωνία κοιτάζει ηθελημένα αλλού. Όσο το φίδι δεν τσακίζεται στο κεφάλι, θα συνεχίζει να παίρνει διάφορες μορφές μέσα στην κοινωνία και να δαγκώνει όποιον δεν κόβεται και ράβεται στα πολύ στενά μέτρα του. Θα δολοφονεί την άλλη ομάδα, την άλλη ιδεολογία, την άλλη εθνικότητα, την άλλη σεξουαλικότητα. Θα τσακίζει την διαφορετικότητα με κάθε τρόπο.
Κανένας μας δεν είναι ασφαλής σε αυτές τις συνθήκες. Και κανένας μας δεν μπορεί να ξεπλύνει το αίμα και τη ντροπή για τον χαμό του Άλκη, όση «οπαδική» χλωρίνη και να ρίξουν τα ΜΜΕ, οι ΠΑΕ και οι ισαποστάκηδες. Όσα κεριά και να ανάψουμε στη μνήμη του, ποτέ δεν θα είναι αρκετά για να κάψουν από μόνα τους την σαπίλα μιας πόλης, την σαπίλα μιας ολόκληρης κοινωνίας που έχει μάθει να στρέφει το κεφάλι της αλλού και να σκουπίζει τους λεκέδες από τα αίματα.