Ο Φαμπιάν Τομάσι είχε υποστεί σοβαρά προβλήματα υγείας εξαιτίας της έκθεσής του σε φυτοφάρμακα εργαζόμενος ως αγρότης, χωρίς αυτά τα προβλήματα να τον αναγκάσουν να το βάλει κάτω. Αντιθέτως, πολέμησε την χρήση επικίνδυνων αγροχημικών από εταιρείες αγροτικών επιχειρήσεων, περιλαμβανομένης της γλυφοσάτης, πασχίζοντας να ενημερώσει τον κόσμο για τον αντίκτυπο των χημικών ουσιών στο βόρειο τμήμα της Αργεντινής, ακόμα και όταν η υγεία του εμπόδισε την κίνησή του. 
 
«Τελικά τον δολοφόνησαν. Ο Φαμπιάν ήταν άρρωστος για περισσότερα από δέκα χρόνια και συνέχισε να πεθαίνει καταγγέλοντας την γεγοκτονική αγροτική πολιτική που τον κατέστρεψε» δήλωσε ο προσωπικός του ιατρός, μέλος του Δικτύου γιατρών των θειαφισμένων χωριών, Μεντάρντο Αβίλα.
 
Ο Φαμπιάν Τομάσι εργαζόταν για χρόνια σε μια επιχείρηση αγροκαλλιέργειας στην επαρχία Έντρε Ρίος της Αργεντινής, εκεί όπου αποκαλυπτικό ρεπορτάζ του Associated Press είχε φέρει στο φως την εκτεταμένη χρήση γλυφοσάτης στα ζιζανιοκτόνα, προκαλώντας πλήθος προβλημάτων υγείας στους κατοίκους. Σημειώνεται πως στην εν λόγω επαρχία και άλλα μέρη της Αργεντινής, διαπιστώθηκαν υψηλά ποσοστά γενετικών ανωμαλιών, υπογονιμότητας, αποβολών, χρόνιων αναπνευστικών ασθενειών και καρκίνων, που οδήγησαν στην οργάνωσης της αγροτικής κοινότητας κατά της αγροβιομηχανίας, και στον σχηματισμό οργανισμών όπως η Medicos de Pueblas Fumigados.
 
Συγκεκριμένα, από το 1996, την καλλιέργεια σόγιας στη χώρα είχε ηγεμονεύσει ο κολοσσός της αγροκαλλιέργειας, Monsanto, που πρόσφατα εξαγοράστηκε από την γερμανική Bayer, όπως και σημαντικό μέρος της καλλιέργειας σε τμήματα της Βραζιλίας, της Ουρουγουάης και της Παραγουάης. 
 
Στην Αργεντινή, από το 1996 έως το 2016 η Monsanto κατείχε σχεδόν όλη την παραγωγή σόγιας, με τις μετρήσεις να δείχνουν την αύξηση της χημικής ουσίας της γλυφοσάτης από 19,9 εκατ. λίτρα σε 237,6 εκατ. λίτρα, μια αύξηση της τάξης του 1.089%. Παράλληλα, η καλλιέργεια της σόγιας αυξήθηκε από 14,7 εκατ. στρέμματα σε 47 εκατ. στρέμματα.
 
Το 2013, δημοσίευμα του AP για την αργεντινική κρίση της δημόσιας υγείας περιελάμβανε την ιστορία του Τομάσι, συνοδευόμενη από φωτογραφίες. Σε αυτές, ο ακτιβιστής εμφανιζόταν «ως ζωντανός σκελετός, τόσο αδύναμος που δύσκολα μπορεί να καταπιεί ή να πάει μόνος του στο μπάνιο». 
 
Στα χρόνια πριν τον θάνατό του, ο Τομάσι μίλησε σε σχολεία και δημόσιους χώρους για τις καταστροφικές ιδιότητες της γλυφοσάτης. Μάλιστα, σε επιστολή του στους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου του Μπασαβιλμπάζο, στη γενέτειρά του, ο Τομάσι καλούσε τους μαθητές να «μην με ξεχάσετε», τονίζοντας πως «οι ψεκασμοί στη σόγια σκοτώνουν τα πάντα με δηλητήριο». 
 
«Αν βλάπτουμε τη φύση, καταλήγουμε να βλάπτουμε τους εαυτούς μας. Καθώς γερνάτε και παίρνετε αποφάσεις για τη ζωή σας, είτε πρόκειται να δουλέψετε είτε να συνεχίσετε τις σπουδές σας, να θυμάστε αυτή την επιστολή. Και να συνειδητοποιήσετε πως εμείς, οι ενήλικες, κάναμε πολλά πράγματα λάθος. Ότι δεν πρέπει να μας μιμηθείτε. Δεν μπορείτε να να φτιάξετε το μονοπάτι σας εάν βλάπτετε τους άλλους. Με απλά λόγια: Μην σκοτώνετε» κατέληγε η επιστολή, με τον Τομάσι να συμπληρώνει «Μια μεγάλη αγκαλιά για εσάς, τους νέους φίλους μου. Το όνομά μου είναι Φαμπιάν Κάρλος Τομάσι. Ελπίζω να μην με ξεχάσετε».
 
Ο Τομάσι ήταν ο πρωταγωνιστής του βιβλίου του δημοσιογράφου, Πατρίτσιο Ελεϊσεγκουι (Οι δηλητηριασμένοι- 2013), με τον ίδιο να εμφανίζεται στο εξώφυλλό του. «Δεν θέλω να καταπιώ τα λόγια μου. Θέλω να ουρλιάξω» έγραψε σε άρθρο του τον Μάρτιο του 2018, με τίτλο «Δεν θέλω να πεθάνω» και επιμύθιο «Δεν είναι επιχειρηματίες, είναι πράκτορες θανάτου».