Χωρίς καθαρό νικητή, με τουλάχιστον δύο ηγέτες να μιλούν για δική τους νίκη και το στρατιωτικό κατεστημένο σε εγρήγορση, η περίοδος που ξεκίνησε με τις εκλογές της 8ης Φεβρουαρίου στο Πακιστάν προμηνύεται ιδιαίτερα ταραγμένη. Κανένα κόμμα δεν κέρδισε την πλειοψηφία, και αυτοί που κέρδισαν τις περισσότερες έδρες, ως “ανεξάρτητοι” απαγορεύεται να εκφραστούν ως κόμμα, καθώς εκπροσωπούν το απαγορευμένο Κίνημα της Δικαιοσύνης, του Ιμράν Χαν.  Ο φυλακισμένος ηγέτης ήδη έχει καλέσει σε διαδηλώσεις, ενώ παρά τους περιορισμούς στο ίντερνετ, οι οπαδοί του οργανώνονται και πάλι κατά το δυνατόν διαδικτυακά, ενώ οι πρώτες τους διαδηλώσεις έγιναν την Παρασκευή στο Μπανού.

Σύμφωνα με τα επίσημα κρατικά αποτελέσματα, οι ανεξάρτητοι υποψήφιοι που εκλέγονται, όλοι εκ του κόμματος του Χαν (Κίνημα της Δικαιοσύνης, Τεχρίκ ε Ινσαφ, PTI) είναι 97, σε σύνολο 265 εδρών του πακιστανικού κοινοβουλίου. Το κόμμα του πρώην πρωθυπουργού Ναουάζ Σαρίφ*, Πακιστανική Μουσουλμανική Λήγκα (PMLN) κερδίζει 75 έδρες και το Λαϊκό Κόμμα του Πακιστάν 54.

Ωστόσο, οι εκλογές δεν ήταν αδιάβλητες και οι προβλέψεις / προβολές, μετά τις πρώτες “κανονικές” ώρες της καταμέτρησης έδειχναν ότι οι “ανεξάρτητοι” θα λάβουν πάνω από 136 έδρες, έχοντας πλειοψηφία. Το διαβλητό ήταν τόσο εμφανές ώστε ακόμη και κυβερνήσεις φίλες προς το στρατιωτικό κατεστημένο της χώρας έχουν εκφράσει την “ανησυχία τους για έλλειψη συμπεριληπτικότητας στις εκλογές”.

Το Κίνημα της Δικαιοσύνης του Χαν είχε απαγορευτεί να συμμετάσχει στις εκλογές. Ο ίδιος είναι καταδικασμένος σε 14 χρόνια φυλακή πρόσφατα – από μάλλον στημένο δικαστήριο- και του απαγορεύτηκε να μετέχει σε εκλογές για μια δεκαετία. Σύμβολα συνδεόμενα με τον ίδιο ή το κόμμα του απαγορεύτηκαν, με πρώτο το μπαστούνι του κρίκετ: ο Χαν είχε μια εξαιρετική καριέρα ως αθλητής του σπορ αυτού και στην χώρα που οι αναλφάβητοι ξεπερνούν το 40% το μπαστούνι του κρίκετ ήταν βασικό για την αναγνώριση των δικών του “ανεξάρτητων” υποψηφίων από τους ψηφοφόρους.

Κάπως έτσι, οι εκλογές της 8ης Φεβρουαρίου 2024 στο Πακιστάν είναι οι πιο σκανδαλωδώς διαβλητές εκλογές που έχουμε παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια. Και δεν ήταν θέμα μόνον των απαγορεύσεων που προηγήθηκαν, των φυλακίσεων, συλλήψεων, εξαφανίσεων, αλλά και θέμα της ίδιας της διεξαγωγής και της καταμέτρησης. Το πρώτο κύμα των αποτελεσμάτων, που ερχόταν κανονικά, έδειξε πολύ μεγάλα ποσοστά στους ανεξάρτητους. Σε αυτούς που κατέβαιναν ως ανεξάρτητοι, όντας de facto υποψήφιοι του PTI, του κόμματος του Ιμραν Χαν. Ήταν τόσο μεγάλα που φαινόταν ότι η αντίσταση στη φυλάκιση του Χαν και τις απαγορεύσεις είχε νικήσει στην κάλπη.

Μετά το πρώτο κύμα των καταμετρήσεων, παρενέβη ο στρατός, ο ακοίμητος φρουρός των ΗΠΑ στην ασιατική χώρα. Για δεκαπέντε ώρες δεν ανακοινώθηκε κανένα αποτέλεσμα. Στα μέσα ενημέρωσης – που έτσι κι αλλοιώς ζουν σε καθεστώς τρόμου και που απαγορευόταν ακόμη και η απλή αναφορά στο όνομα του ανατραπέντος πρωθυπουργού – έγινε ακόμη αυστηρότερος ο έλεγχος. Τα αποτελέσματα σταμάτησαν να έρχονται, τρόπος να επικοινωνήσει κανείς με τα εκλογικά κέντρα δεν υπήρχε, και τα πράγματα άλλαξαν δραματικά στις προβολές των αποτελεσμάτων, όταν ξανάρχισαν τελικά να έρχονται, μέχρι που οι έδρες των ανεξαρτήτων να “πέσουν” στο 97.

Όπως έγινε και όταν τον έριξαν σκανδαλωδώς, το 2022, στρατός και “δικαιοσύνη” εργάστηκαν μαζί για να κρατήσουν τον Ιμραν Χαν μακρυά από την εξουσία, όπως είχε γράψει ο Οίκος Τσάθαμ, που αναρωτιέται γιατί “ο πρόεδρος των ΗΠΑ, που χαρακτήρισε την προώθηση της Δημοκρατίας διεθνώς ως καθοριστική πρόκληση των καιρών μας δεν πήρε σκληρότερη θέση” έναντι των στρατιωτικών.

Η θέση των ΗΠΑ, όμως, θα παραμείνει υποστηρικτική του στρατού, όπως το Πακιστάν περνάει ξανά στην πρώτη γραμμή.

Οι εκκλήσεις για “δημοκρατία” στη χώρα της Ασίας, πέμπτη πολυπληθέστερη χώρα του πλανήτη και πυρηνική δύναμη, θα μείνουν μόνον εκκλήσεις. Η στρατοκρατία θα συνεχιστεί. Αυτό, άλλωστε, δείχνει και το γεγονός ότι όταν επισκέφτηκε την χώρα ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονυ Μπλίνκεν, δεν συναντήθηκε με τον ομόλογό του, αλλά με τον γενικό επιτελάρχη της χώρας, κατά παράβαση της διεθνούς διπλωματικής τακτικής. Όπως έγραψε το ΤΙΜΕ, «σε τελική ανάλυση, δεν έχει μεγάλη σημασία ποιος κατέχει πολιτικό αξίωμα στο Πακιστάν, επειδή η πραγματική δύναμη βρίσκεται στον στρατό του, ο οποίος έχει κυβερνήσει το έθνος για πάνω από τη μισή του ιστορία του και σήμερα είναι ο πολιτικός ρυθμιστής (kingmaker). Όπως είπε πρώην κορυφαίος διπλωμάτης των ΗΠΑ στο Ισλαμαμπάντ: “Όταν είχαμε [κρίση], δεν καλέσαμε τον πρωθυπουργό – καλέσαμε τον Αρχηγό του Επιτελείου Στρατού”».

Η πρώτη γραμμή στην οποία ξαναμπαίνει το Πακιστάν, είναι αυτή των “συνεργασιών από ανάγκη” των ΗΠΑ. Ειδικά μετά την διπλωματική αναγνώριση της κυβέρνησης των Ταλεμπάν από την Κίνα, τα τέλη του Γενάρη που μας πέρασε. Η Δημοκρατία, ως πολίτευμα, δεν έχει πέσει μόνο μια φορά θύμα Ψυχρού Πολέμου, και οι ΗΠΑ ποτέ δεν είχαν τέτοιες ευαισθησίες όταν χρειαζόταν να ελέγξουν κυβερνήσεις, άλλωστε. Κάποτε ήταν οι Σοβιετικοί. Τώρα είναι οι Κινέζοι.

Από την ΕΣΣΔ στην Κίνα

Η βαθύτερη συνεργασία πακιστανικού στρατιωτικού κατεστημένου και ΗΠΑ ξεκινά μετά την σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν. Το Πακιστάν έγινε τότε το στρατηγείο των αμερικάνων. Τότε το λιμάνι του Καράτσι γίνεται “αμερικάνικο” και παραμένει κρίσιμο σε όλες τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ στην περιοχή επί δεκαετίες. Από κει ξεκινούσε και η βοήθεια προς τους Ταλεμπάν και λοιπούς μουτζαχεντίν, εκεί σχεδιάζονταν και οργανώνονταν οι επιχειρήσεις, από κει περνούσαν τα όπλα. Όταν ήρθε η ώρα των Ταλεμπάν και της αλ Κάιντα, και πάλι ο πόλεμος στο Αφγανιστάν είχε ως αμερικάνικη βάση και βοήθεια το Πακιστάν. Όμως, η εποχή της σοβιετικής εισβολής, και η συνεργασία των ΗΠΑ τότε με τον δικτάτορα του Πακιστάν Μουχάμαντ Ζία ουλ Χακ, που κατέληξε στη διαπλοκή ΗΠΑ- μυστικών υπηρεσιών του Πακιστάν – Στρατού του Πακιστάν και ταλεμπάν, είχε αφήσει “δεσμούς” μεταξύ Ταλεμπάν, αλ Κάιντα και πακιστανικών μυστικών υπηρεσιών, που κατά καιρούς αποτελούσαν πρόβλημα για τους αμερικάνους. Όχι ανυπέρβλητο: και γι αυτό προτιμούσαν την συνεργασία με το στρατιωτικό κατεστημένο και το στήριζαν ενάντια στην όποια πολιτική αλλαγή.

Ήταν ο λόγος για τον οποίο, στο Πακιστάν, μέχρι και την δεύτερη χρονιά της πρωθυπουργίας του Ιμράν Χαν, όποιος ήθελε να κυβερνήσει αποδεχόταν την ιδιότυπη διαρχία, αφήνοντας την εξωτερική πολιτική πλήρως στα χέρια του στρατού. Από κει και πέρα, ήταν ελεύθερος να κάνει ότι θέλει. Ειδικά τις διεθνείς σχέσεις της χώρας τις καθορίζει ο στρατός. Τον Τύπο τον ελέγχει ο στρατός. Ο στρατός έχει το ελεύθερο να δρα εκτός συστήματος δικαιοσύνης. Ο στρατός, λοιπόν, είναι αυτός τον οποίο ελέγχουν και με τον οποίο συνομιλούν οι ΗΠΑ. Ο στρατός επιθυμεί να εξαφανίσει από το πολιτικό σκηνικό τον Ιμραν Χαν και τους ακολούθους του, από τη στιγμή που ο ηγέτης του ΡΤΙ αποφάσισε να “ανακατευτεί” στην εξωτερική πολιτική.

Όταν ο Χαν ανέλαβε, το 2020, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, δεν τηλεφώνησε ούτε απέστειλε τηλεγράφημα για να τον συγχαρεί. Η απάντηση ήταν η άρνηση του Ιμραν Χαν να παραστεί στην διεθνή συνδιάσκεψη για τη Δημοκρατία που είχε καλέσει ο Μπάιντεν, και οι πρωτες, έμμεσες ακόμη, δηλώσεις Χαν περί προσπάθειας των ΗΠΑ να τον ρίξουν . Οι σχέσεις ήταν τεταμένες. Κι έγιναν ακόμη πιο “άγριες” όταν ο Ιμπραν Χαν χαρακτήρισε “ρατσιστή” και “Ινδουιστή εθνικιστή” (hindu supremacist) τον ινδό πρωθυπουργό, Ναρέντρα Μόντι, την περίοδο που ο τελευταίος είχε ξεκινήσει πογκρόμ κατά των μουσουλμάνων στη χώρα του.

Σε άρθρο που κατέγραφε, κυνικά, τα“εγκλήματα” του Ιμραν Χαν** το περιοδικό ΤΙΜΕ  αναφερόταν και στην “καλή του σχέση τόσο με τον Βλαντίμίρ Πούτιν όσο και με τον Ζι Ζινπινγκ”. Ειδικά η τελευταία όφειλε να ανησυχήσει τον αμερικάνικο παράγοντα.

Η αναγνώριση των Ταλεμπάν από την Κίνα ως νόμιμης κυβέρνησης του Αφγανιστάν, είναι στρατηγικής σημασίας. “Συμπληρώνει” τις οικονομικές διαδρομές που έχουν ανοίξει οι κινέζοι με το νέο Δρόμο του Μεταξιού (Belt and Road Initiative) και τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης. Η ασφάλεια και η ολοκλήρωση των κινεζικών σχεδίων απαιτούν την συνεργασία της όποιας αφγανικής κυβέρνησης. Η γεωπολιτική σημασία του Αφγανιστάν είναι δεδομένη από την εποχή του Μεγάλου Παιγνιδιου (Great Game). Η Κίνα έχει καλλιεργήσει σχέσεις με τους ταλεμπάν από την εποχή που στήριζε τον πόλεμο κατά των σοβιετικών και οι τελευταίοι είναι μεγάλοι υποστηρικτές του Νέου Δρόμου του Μεταξιού, που τον βλέπουν ως υπόσχεση εξόδου από την φτώχεια. Και, βεβαίως, το Αφγανιστάν προσφέρει άλλη μία δίοδο προς τις χώρες του Κόλπου και τις ενεργειακές τους πηγές.

Ήταν αναμενόμενη, λοιπόν, η αναγνώριση και οι λόγοι προφανείς. Αποτελούν, δε, πολύ σοβαρό πρόσκομμα και στις καθυστερημένες αμερικάνικες προσπάθειες επιστροφής στο Αφγανιστάν (“αποθαρρύνουμε την υποστήριξη νέας ένοπλης σύγκρουσης μέσω αντιστασιακών ομάδων στο Αφγανιστάν, περισσότερη βία ή αλλαγή καθεστώτος δεν είναι η λύση για τους Ταλιμπάν” και “Υποστηρίζουμε την προξενική πρόσβαση στους Ταλεμπάν”).

Με αυτά τα δεδομένα, το Πακιστάν αποκτά ξανά πρωτεύουσα σημασία και άνθρωποι σαν τον Ιμραν Χαν – και θελήσεις σαν τη λαϊκή θέληση- είναι ιδιαιτέρως ενοχλητικές. Το Πακιστάν ξαναγίνεται η “είσοδος” των ΗΠΑ στην Κεντρική Ασία, απέναντι στον ρωσοκινεζικό άξονα που αναδύεται ισχυρότερος.

Σε όλα αυτά, αξίζει κανείς να δει και τη σημασία της κινεζικής αναγνώρισης σε σχέση με την Δυτική Ασία / Μέση Ανατολή, σήμερα που η γενοκτονία των Παλαιστινίων βρίσκεται εν εξελίξει και η ισλαμοφοβία και δαιμονοποίηση των μουσουλμάνων και των απελευθερωτικών τους κινημάτων κυριαρχεί στη Δύση, και η Κίνα αναγνωρίζει μιαν σκληρά ισλαμιστική κυβέρνηση.

Ως κατακλείδα, ο γνωστός τραγέλαφος…

Λίγο πριν τις εκλογές στο Πακιστάν, ο εκπρόσωπος του Στέητ Ντηπάρτμεντ, Βεντάντ Πατέλ, ερωτήθηκε από δημοσιογράφο για την κατάσταση που επικρατούσε προεκλογικά στο Πακιστάν: την απαγόρευση του Κινήματος της Δικαιοσύνης, την απαγόρευση των συμβόλων του ή συμβόλων που αποτελούσαν σημείο αναφοράς για τους/τις ψηφοφόρους του, την αστυνομική και στρατιωτική παρουσία παντού, τις συλλήψεις και εξαφανίσεις στελεχών, τις απόπειρες δωροδοκίας υποψηφίων ώστε να πάνε σε άλλα νόμιμα κόμματα… Το Στέητ Ντηπάρτμεντ ανησυχεί, είπε ο εκπρόσωπος, κυρίως για τους περιορισμούς στα κινητά και το ίντερνετ, όμως όλα όσα αναφέρθηκαν “επηρέαζαν και τα άλλα κόμματα” και φυσικά “ώσπου να ανακοινωθεί το αποτέλεσμα δεν πρόκειται να ανακατευτούμε στις εκλογές, είναι πολύ σημαντικό αυτό”, να βγει το τελικό αποτέλεσμα. Παραλλήλως, είπε, η βία “καταδικάζεται” είτε λαϊκή είτε στρατιωτική και αστυνομική.

Λίγες μέρες πριν οι ΗΠΑ είχαν επαναφέρει μέρος των κυρώσεων που είχαν άρει εις βάρος της Βενεζουέλας, γιατί κεντρική υποψήφια της (ακροδεξιάς) αντιπολίτευσης είχε τεθεί εκτός εκλογών – όχι το κόμμα της, προσωπικά η ίδια- για ποινικά αδικήματα, όπως έκρινε δικαστήριο της χώρας. Ήταν ο λόγος που, ομολογώ, θυμάμαι τις δηλώσεις του κυρίου εκπροσώπου. Ξέσπασα στα γέλια ακούγοντας τον Βεντάντ Πατέλ να λέει πως ειδικά στο Πακιστάν αρκούσε η “ανησυχία”, με τον Ιμράν Χαν και τη σύζυγό του στη φυλακή (“η σύλληψη του είναι εσωτερικό ζήτημα του Πακιστάν” είχε ανακοινώσει τότε το αμερικάνικο υπουργείο Εξωτερικών) , διώξεις και εξαφανίσεις ανθρώπων, και, μη το ξεχνάμε, απαγόρευση προσωπικά στον Χαν να κατέβει σε εκλογές για μία δεκαετία.

Να θυμήσουμε εδώ πως, λίγες μέρες πριν την ανατροπή του, ο Χαν είχε υπογραψει ενεργειακή συμφωνία με τη Ρωσία, η οποία εξασφάλιζε ενεργειακά και σε βάθος χρόνου το Πακιστάν. Και, μετά την ανατροπή του, ο Χαν όχι μόνο κατήγγειλε ότι από πίσω βρίσκονταν οι ΗΠΑ, αλλά επέδειξε και διαβαθμισμένο έγγραφο που το αποδείκνυε. Είναι ένα από τα κακουργήματα για τα οποία καταδικάστηκε: δημοσιοποίηση διαβαθμισμένου εγγράφου. Η δημοσιοποίηση αυτή, όμως, μαζί με την οργή προς το στρατιωτικό κατεστημένο, οδήγησε και σε κατακόρυφη αύξηση του αντι-αμερικάνικου κλίματος στη χώρα…

 

 

*το κόμμα που “νίκησε” είναι όντως το κόμμα του διεφθαρμένου, προερχόμενου από τους “Μητσοτάκηδες” του Πακιστάν, Ναουάζ Σαρίφ, Κι αυτό γιατί οι αληθινοί νικητές, οι “ανεξάρτητοι” δεν αποτελούν κόμμα… Γιός του Μουχάμαντ Σαρίφ, πρώην υπουργού και κεντρικού προσώπου στο ανέβασμα και κατέβασμα κυβερνήσεων, ο Ναουάζ Σαρίφ δεν είναι ο μονος πρωθυπουργός που έχει βγάλει η οικογένεια.  Από τους τρεις ιούς Σαρίφ δύο έχουν υπηρετήσει ως πρωθυπουργοί – o έτερος αδελφός, Σεμπάζ, ανέλαβε με την πτώση του Χαν – ενώ ο τρίτος αδελφός υπήρξε μόνον υπουργός, αφού έφυγε από τη ζωή το 2013, στα 50 του. Πριν την ανατροπή του Ιμραν Χαν, το 2022, οι Σαρίφ είχαν μπει στο στόχαστρο λόγω των στοιχείων που είχαν έρθει στο φως για τις ληστρικές τους υπουργικές θητείες και πρωθυπουργίες, με την αποκάλυψη των Αρχείων του Παναμά (Panama Papers).

**Στηριγμένος στη λαοφιλία του, ο Χαν έκανε πολλές και μεγάλες “γκάφες”, κάποιες ενδεικτικές και της πολιτικής του απειρίας. Σε συνέντευξή του στο pbs, λόγου χάριν, μετά την έξοδο των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν, τις κατηγόρισε ότι “επεδίωξαν στρατιωτική λύση στο Αφγανισταν, ενώ δεν υπήρχε καμμία ένδειξη, ποτέ, ότι κάτι τέτοιο θα έφερνε αποτέλεσμα” και πρόσθεσε πως “όσοι το λέγαμε αυτό θεωρούμασταν αντιαμερικανοί, εμένα έφτασαν να με αποκαλούν Χαν Ταλεμπάν”. Μίλησε ακόμη για το τεράστιο προσφυγικό ζήτημα που δημιούργησαν στο Πακιστάν οι πολυετείς συγκρούσεις στο Αφγανιστάν (αυτή τη στιγμή το Πακιστάν φιλοξενεί περί τα τρία εκατομμύρια αφγανούς πρόσφυγες) και στην πιθανότητα “ένας εμφύλιος στο Αφγανιστάν να περάσει και τα σύνορα”.