Η συνέντευξη με το γιό του Γιώργου Μπίζου, τον καθηγητή ιατρικής Δάμωνα Μπίζο, έγινε έξω απο το Μουσείο του Απαρτχάιντ. Μαζί περάσαμε αίθουσα την αίθουσα, μαζί σταθήκαμε μέσα και έξω από την μεγάλη πτέρυγα που φέρει το όνομα του πατέρα του. Σεμνός και ήρεμος, μιλούσε με την αγάπη και το φως που κληρονόμησε, ήταν φανερό. Ήθελε να μου δείξει τι πέρασαν, ήθελε να καταλάβω πως ο πατέρας του, ένα ελληνόπουλο που έφυγε από τη χώρα πρόσφυγας στο Β’ ΠΠ κι έφτασε στα 15 του στη Νότιο Αφρική, χρησιμοποίησε ως πυλώνα μιας ολόκληρης ζωής τις εμπειρίες που τον ανάθρεψαν, από τη φτώχεια της Κορώνης και το κυνήγι των ναζί, ως τις εικόνες του άδικου και του ρατσισμού με την άφιξή του στη νέα πατρίδα.
Ο “έλληνας δικηγόρος του Μαντέλα”, όπως τον έμαθε η Ελλάδα, ήταν πολύ περισσότερα από αυτό. Μια από τις υποθέσεις του, μετά την πτώση του Απαρτχάιντ, ήταν η σφαγή της Μαρικάνα, τον Αύγουστο του 2012. Οι τρεις χιλιάδες εργάτες στα ορυχεία πλατίνας Λονμίν, στη Μαρικάνα, στα βορειοδυτικά της χώρας, απεργούσαν, ζητώντας αυξήσεις, για έβδομη μέρα, σε μια απεργία “παράνομη”, που κηρύχθηκε χωρίς την κάλυψη του σωματείου τους, που αρνήθηκε καν να τους δει και να συζητήσει μαζί τους. Οι εργασιακές συγκρούσεις οδήγησαν στην επίθεση των κρατικών δυνάμεων ασφαλείας, στις 16 Αυγούστου 2012. Τριαντατέσσερις εργάτες δολοφονήθηκαν, εβδομήντα οκτώ τραυματίστηκαν σοβαρά. Όλοι οι αστυνομικοί γύρισαν ζωντανοί στο σπίτι τους. Το παραμύθι περί «αυτοάμυνας» των αστυνομικών, ήταν ο Τζωρτζ Μπίζος που ανέλαβε να το αποδείξει. Πάντα παρών. «Πρέπει να αποδοθεί Δικαιοσύνη. Τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους. Κάποιος πρέπει να απαντήσει για αυτές τις 34 ζωές που χάθηκαν.. για τα βασανιστήρια και τους φόνους», θα πει τότε.
Πάντα παρών: χαρακτήρισε την υπόθεση πυλώνα στο χτίσιμο της μετά το Απαρτχάιντ Νοτίου Αφρικής. «Είναι πολύ βαρύ για μένα. Από το 1954 δουλεύω σε υποθέσεις για την κοινωνική δικαιοσύνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα, και δεν πίστευα ποτέ πως 50 και 60 χρόνια μετά θα χρειαζόταν ακόμη να υπερασπιστώ ανθρώπους που κάθε δικαίωμά τους καταπατήθηκε. Με λυπεί βαθιά», θα πει σε εφημερίδα της εποχής.
Είχε λόγους να λυπάται: ήταν από τους βασικούς δημιουργούς του Συντάγματος της Νοτίου Αφρικής, μετά το Απαρτχάιντ, και ήξερε κάθε άρθρο του, είχε φροντίσει να προστατεύονται τα ανθρώπινα δικαιώματα με κάθε δυνατό νομικό τρόπο. Ήταν όλη του η ζωή. «Ποιός θα μας προσέχει τώρα;» αναρωτιόταν η λεζάντα της Μέηλ εν Γκάρντιαν, στη νεανική του φωτογραφία, όπου μαζί με τον άλλο αντάρτη λευκό δικηγόρο, τον Σύντνεϋ Κέντριτζ, πήγαιναν στο δικαστήριο για τη δίκη ενός συναδέλφου τους, επίσης λευκού δικηγόρου, του κομμουνιστή Μπράαμ Φίσερ, το 1966.
Η περίπτωση Φίσερ ήταν από τις πιο δύσκολες, γιατί ο κατηγορούμενος δεν ήταν ένας απλός κομμουνιστής: ήταν από μία από τις οικογένειες της λευκής ελίτ, με διοικητές αποικιών στο παρελθόν τους, είχε υπάρξει ο επικεφαλής δικηγόρος του Νέλσονα Μαντέλα στη δικη της Ριβόνιας, ήταν ο ηγέτης του παράνομου ΚΚ της Νοτίου Αφρικής, και το 1966 είχε συλληφθεί και κατηγορούνταν για “διάδοση των κομμουνιστικών ιδεών”. Μπορούσε να διαφύγει, αλλά δεν το έκανε. «Είμαι αφρικάνερ, πατρίδα μου είναι η Νότιος Αφρική. Δεν θα φύγω εγώ από την πατρίδα μου, γιατί οι πολιτικές μου ιδέες δεν αρέσουν στην κυβέρνηση»..
Ο Τζωρτζ Μπίζος, ο «δικηγόρος του Μαντέλα» για τους πολλούς, δεν ήταν απλά και μόνον αυτό, ούτε καθορίστηκε ποτέ από το επώνυμο ή μη των πελατών του. Ήταν παρών σε δεκάδες υποθέσεις, ήταν το όνομα που ερχόταν στο μυαλό όλο και περισσότερων αγωνιστών, όταν βρισκόταν αντιμέτωποι με το κτήνος του κράτους του Απαρτχάιντ. Από τον Στηβ Μπίκο και το Νέλσον Μαντέλα, από τον Γουώλτερ Σισούλου ως τη Γουίνυ Μαντέλα, από τον λευκό Μπρααμ Φίσερ μέχρι τους εργάτες των ορυχείων το 2012, από τον Αχμεντ Τιμόλ που ακόμη δεν έχουν βρεθεί οι δολοφόνοι του, υπήρξε «Ανιδιοτελής, Γενναιόδωρος.. Ένας νομικός Τιτάνας», όπως έγραφε το Ραπ. Και, πάνω από όλα, ένας έντιμος και γενναίος άνθρωπος, σε κάθε έκφανση της ζωής του.
Στα σκίτσα που τον αποχαιρετούσαν, ξεχωρίζει η κεντρική φωτογραφία του άρθρου, που κάθε υφάδι της είναι το όνομα μιας από τις εκατοντάδες υποθέσεις στις οποίες διέθεσε τη ζωή του.
“Ο Τζωρτζ Μπίζος ερχόταν από τη γενιά των ηγετών της ακεραιότητας και της ανιδιοτέλειας, που διαρκώς φθίνει. Πέρασε όλη του τη ζωή υπερασπίζοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα, προσφέροντας τη νομική του πείρα ενάντια στην αδικία. Κατά τη διάρκεια του Απαρτχάιντ, ο Μπίζος διέθεσε χρόνια, ερευνώντας θανάτους και παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ήταν μέλος της συλλογικότητας που συνέταξε το σύνταγμα της Νότιας Αφρικής, το οποίο σήμερα επαινείται ως ένα από τα καλύτερα στον κόσμο. Ακόμη και όταν το Ενωμένο Δημοκρατικό Μέτωπο (UDF) δήλωσε ότι κανείς δικηγόρος δεν πρέπει να αναλάβει την μάνα μας, Γουίνι Μαντέλα… ο Μπίζος διαφώνησε: η επαναστατική του συνείδηση δεν άντεχε την αδικία που της επιβλήθηκε. .. Η πίστη του στην υπόθεση της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας δεν μπορεί ποτέ να αμφισβητηθεί, και η ακεραιότητά του επιβεβαιώθηκε εκ νέου όταν αρνήθηκε τις δικαστικές και πολιτικές θέσεις που του προσφέρθηκαν στην αυγή της δημοκρατίας». Τζούλιους Μαλέμα, Μαχητές της Οικονομικής Ελευθερίας.