Σε μια κίνηση που εγείρει σοβαρά ερωτήματα για τη δημοκρατική λογοδοσία και τη συνταγματική προστασία της ελευθερίας του Τύπου, ο Υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Πιτ Χέγκσεθ, προχώρησε σε μια σαρωτική αναθεώρηση της σχέσης του Πενταγώνου με τους διαπιστευμένους δημοσιογράφους.

Με ένα υπόμνημα 17 σελίδων που δημοσιεύτηκε την Παρασκευή, το Πεντάγωνο απαιτεί από όλους τους διαπιστευμένους δημοσιογράφους να υπογράψουν δέσμευση ότι δεν θα δημοσιοποιούν καμία πληροφορία, ακόμα και μη διαβαθμισμένη, εάν δεν έχει προηγουμένως εγκριθεί από τις αρμόδιες στρατιωτικές αρχές. Η παραβίαση της εντολής συνεπάγεται απώλεια της διαπίστευσης και κατ’ επέκταση της πρόσβασης στο Πεντάγωνο. Ουσιαστικά, η απαίτηση αυτή εξαναγκάζει τους δημοσιογράφους να περιοριστούν στην απλή αναπαραγωγή επίσημων δελτίων Τύπου, ακυρώνοντας τον ρόλο της ανεξάρτητης και ερευνητικής δημοσιογραφίας.

Η αντίδραση υπήρξε άμεση και σφοδρή, με αντιρρήσεις να προέρχονται όχι μόνο από τα μέσα ενημέρωσης αλλά και από βουλευτές και των δύο κομμάτων. Ο Ρεπουμπλικανός Ντον Μπέικον (Νεμπράσκα), που έχει στρατιωτικό υπόβαθρο, χαρακτήρισε την απόφαση «τόσο χαζή που δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι είναι αληθινή» και υπογράμμισε ότι «δεν θέλουμε εφημερίδες που αναπαράγουν μόνο την επίσημη κυβερνητική θέση». Ο Μπέικον πρόσθεσε ότι μια ελεύθερη δημοσιογραφία «κάνει τη χώρα μας καλύτερη» και η κίνηση αυτή «μοιάζει με ερασιτεχνισμό».

Ακόμα πιο επικριτικός ήταν ο επικεφαλής της μειοψηφίας στην Επιτροπή Ενόπλων Δυνάμεων της Γερουσίας, Τζακ Ριντ (Δημοκρατικός, Ρόουντ Άιλαντ), ο οποίος χαρακτήρισε την πολιτική «ανόητη και προσβλητική για την ελευθερία του Τύπου». Σύμφωνα με τον ίδιο, πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο από μια προσπάθεια καταστολής της κριτικής: «Ο στόχος του κυρίου Χέγκσεθ φαίνεται να είναι η εξάλειψη ενός κρίσιμου ελέγχου απέναντι στη διαφθορά, τις παράνομες πρακτικές και την κακοδιαχείριση δημόσιου χρήματος». Όπως υπογράμμισε, «οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι δεν είναι, δεν πρέπει να είναι και δεν επιτρέπεται να γίνουν απλοί στενογράφοι του κόμματος που κυβερνά ή του ίδιου του Πενταγώνου».

Μέσα ενημέρωσης πρώτης γραμμής – όπως οι New York Times, το Reuters, η Washington Post, το Wall Street Journal και το NPR – καταδίκασαν επίσης την πολιτική. Οι Times σημείωσαν πως πρόκειται για «άλλο ένα βήμα σε μια ανησυχητική τάση περιορισμού της πρόσβασης στις ενέργειες του αμερικανικού στρατού, που πραγματοποιούνται με χρήματα των φορολογουμένων». Το Reuters ανέφερε ότι οι δημοσιογράφοι και οι συντάκτες του είναι «βαθιά ανήσυχοι» και ότι οποιαδήποτε προσπάθεια της κυβέρνησης να περιορίσει την κάλυψη των ειδήσεων «υπονομεύει τις θεμελιώδεις προστασίες της Πρώτης Τροπολογίας και περιορίζει την ελεύθερη ροή πληροφοριών που είναι κρίσιμες για τον δημόσιο διάλογο».

Ο αρχισυντάκτης του NPR, Τόμας Έβανς, δήλωσε ότι ο οργανισμός του «θα συνεργαστεί με άλλα μέσα ενημέρωσης για να αντιδράσει δυναμικά», προαναγγέλλοντας πιθανή νομική μάχη. Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του National Press Club, Μάικ Μπαλσάμο, μίλησε για «άμεση επίθεση κατά της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας ακριβώς εκεί που έχει τη μεγαλύτερη σημασία: στο αμερικανικό στρατιωτικό επιτελείο». Η Ένωση Δημοσιογράφων του Πενταγώνου δήλωσε ότι έχει λάβει γνώση της νέας οδηγίας και τη μελετά.

Η σύγκρουση αυτή δεν έρχεται ως κεραυνός εν αιθρία. Ο Χέγκσεθ, πρώην παρουσιαστής του Fox News και πιστός υπέρμαχος του Ντόναλντ Τραμπ, έχει δημιουργήσει από την αρχή της θητείας του ένα κλίμα δυσπιστίας και περιορισμού απέναντι στον Τύπο. Από τον Ιανουάριο, αφαίρεσε την πρόσβαση σε τέσσερα μεγάλα ειδησεογραφικά δίκτυα στους χώρους εργασίας του Πενταγώνου, δίνοντας τη θέση τους σε μέσα φιλικά προς την κυβέρνηση, όπως τα Breitbart News και One America News Network. Όταν οι δημοσιογράφοι αντέδρασαν, το γραφείο του Χέγκσεθ απέκλεισε επιπλέον τέσσερα μέσα, μεταξύ αυτών και το The Hill.

Τον Μάιο, απαγόρευσε την ελεύθερη πρόσβαση δημοσιογράφων σε συγκεκριμένους διαδρόμους του Πενταγώνου, επιβάλλοντας συνοδούς για οποιαδήποτε μετακίνηση, ακόμα και για συνεντεύξεις. Παράλληλα, περιόρισε τη χρήση της αίθουσας ενημέρωσης του Πενταγώνου αποκλειστικά για τις λίγες επίσημες ενημερώσεις – μέχρι στιγμής, κάτω από δέκα από την αρχή του έτους, στερώντας στους ρεπόρτερ ακόμη και τη δυνατότητα πρόσβασης σε ίντερνετ εντός του κτιρίου.

Η πολιτική Χέγκσεθ χτίζει ένα τοίχος ανάμεσα στον αμερικανικό λαό και τις ενέργειες του στρατού του, λειτουργώντας με λογική φίμωσης και ελέγχου πληροφορίας. Ο ίδιος έφτασε στο σημείο να κατηγορήσει τους δημοσιογράφους ότι προσπαθούν να «σαμποτάρουν την ατζέντα του Προέδρου Τραμπ». Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Χ, έγραψε χαρακτηριστικά: «Ο Τύπος δεν διοικεί το Πεντάγωνο – ο λαός το κάνει», ξεχνώντας ότι όντως ο Τύπος δεν διοικεί, αλλά ελέγχει.