του Κωνσταντίνου Πουλή

Αυτή η λεπτομέρεια με τις τιράντες μού φάνηκε σαν μία πολύ χαρακτηριστική απαίτηση ενός τυραννικού ανθρώπου, που έχει μικρές εμμονές για το πώς πρέπει τα παιδιά του να διαχειρίζονται την καθημερινότητά τους: να μην τρως το μήλο με κανέλα, να μη διπλώνεις τα μανίκια, λεπτομέρειες. Όμως πιο σημαντική είναι η σχέση ανάμεσα στη ναζιστική ιδεολογία και τη συμβουλή προς το παιδί του να μην απλώσει το χέρι του να βοηθήσει, γιατί θα μπλέξει.

Χθες ένας οδηγός ταξί έδιωξε μια αιμόφυρτη γυναίκα από το ταξί του και την άφησε να πεθάνει. Μετά βγήκε χαρωπός στα κανάλια να διηγηθεί το περιστατικό. Πρώτα ήρθε το σοκ από την τόσο ανέμελη αφήγηση ότι μία γυναίκα του ζήτησε βοήθεια, εκείνος αρνήθηκε τη βοήθεια και μετά η γυναίκα ξεψύχησε. Με την ίδια ψυχραιμία που αφηγούνταν ο ιδιοκτήτης του μοιραίου οικοπέδου στο Μάτι ότι κάηκαν 30 άτομα μέσα στην αυλή του.

Το ζήτημα δεν ήταν ιδεολογικό μέχρι χθες, γιατί ο άνθρωπος αυτός δεν μας είπε τις πολιτικές του πεποιθήσεις, μας είπε μόνο ότι μπροστά σε μία αιμόφυρτη γυναίκα ούτε λίγο ούτε πολύ προτίμησε να μη λερώσει το ταξί του.

Σήμερα κάποιοι ανακάλυψαν ένα προφίλ στο facebook το οποίο, χωρίς να μπορώ να είμαι απολύτως βέβαιος, φαίνεται πάρα πολύ πιθανό να είναι το δικό του. Είναι ολόιδιο το πρόσωπο, τα γυαλιά και υπάρχουν όλα τα σύμβολα της νεοναζιστικής δεξιάς που θα ταίριαζαν με αυτό το προφίλ: οδυρμοί για τη Μακεδονία και ναζιστικά σύμβολα.

Εγώ δεν αρέσκομαι να γράφω ιστορίες για το απόλυτο κακό. Δεν επιθυμώ να διατρανώσω την ανθρωπιά μου συγκρινόμενος με έναν βελζεβούλ της κοινωνικής ζωής. Η ανακάλυψη παρόλα αυτά ότι ο οδηγός του ταξί είναι νεοναζί με οδήγησε σε μία σκέψη που εκτιμώ πως δεν είναι μόνο ηθικολογική. Κάθε φορά που ένας διευθυντής της Αίγλης Ζαππείου ισχυρίζεται ότι η Χρυσή Αυγή είναι ένα ακόμη πολιτικό κόμμα, εμείς θα μπορούμε να θυμόμαστε όχι σφραγίδες και κοινοβουλευτικά έδρανα, ούτε καν τον Λουκμάν και τον Φύσσα, αλλά μόνο αυτόν τον Έλληνα πατριώτη ταξιτζή που άφησε μία γυναίκα να πεθάνει προκειμένου να μην του λερώσει το ταξί.

Θυμάστε μήπως αυτή τη φράση του Ντοστογιέφσκι από το Υπόγειο, με τον άνθρωπο που λέει πως δεν πειράζει να καταστραφεί ο κόσμος, αρκεί να πιω το τσάι μου; Η ζωή είναι γεμάτη από αυτήν την απανθρωπιά, εκείνου που βάζει στο ζύγι την παρανυχίδα του με τον ξένο θάνατο και τραβάει το δαχτυλάκι του μην τυχόν και ενοχληθεί. Και το κάνει αυτό χωρίς ούτε καν να ιδρώσει, χωρίς να του περάσει από το μυαλό ότι την ώρα εκείνη χέζει πάνω στα ιερά και τα όσια τα οποία προσποιείται ότι πρεσβεύει όταν ανεβάζει σταυρούς και Παναγίες στο προφίλ του στο Facebook.

Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε με το ρατσιστικό ή φυλετικό μίσος, αλλά νομίζω πως έχουμε να κάνουμε με μία θεμελιώδη και αναγκαστική προϋπόθεση αυτού του μίσους: Την απόλυτη έλλειψη οίκτου. Έχει εκτενώς μελετηθεί το γεγονός ότι το Ολοκαύτωμα θα ήταν αδύνατο χωρίς να μπορούν οι ναζί να βλέπουν τους Εβραίους ως αντικείμενα, να τους κάνουν σαπούνια και λάμπες, να ερευνούν πάνω τους τα όρια της αντοχής στο κρύο και τον πόνο, να κόβουν και να ράβουν τα χέρια τους ανάποδα, πειράματα που δεν θα μπορούσε να τα σκεφτεί κανείς, αν δεν ίσχυε πρώτα μία και μόνη προϋπόθεση: η έλλειψη οίκτου.

Δεν πρόκειται εδώ για το αν μπορεί κανείς να συναισθανθεί τον μακρινό πόνο, αλλά για το αν είναι διατεθειμένος έστω και να χαλάσει τη βολή του προκειμένου να απαλύνει τον ξένο πόνο. Δεν είμαι νομικός και φαντάζομαι ότι ο άνθρωπος αυτός δεν παραβίασε κάποιο νόμο, εξού και σε μία κίνηση μάλλον κωμικοτραγική το συνδικάτο των αυτοκινητιστών ταξί ζητάει να του αφαιρεθεί η άδεια ταξί. Η άδεια ανθρώπου θα έπρεπε να του αφαιρεθεί.

Το μίσος είναι κάτι που μπορώ ίσως να το κατανοήσω ευκολότερα. Εξάλλου ας μην ξεχνάμε πως ο φασίστας νιώθει πάντοτε διωκόμενος, ρητορεύει σαν να είναι εκείνος το θύμα και όχι ο θύτης της επίθεσης. Όμως η ολική απουσία του οίκτου είναι κάτι που πιο δύσκολα μπορεί να το χωρέσει ο νους μου. Αν προηγείται η ιδεολογία ή ο χαρακτήρας δεν το ξέρω και δεν νομίζω ότι έχει και νόημα να αναρωτιόμαστε. Μπορούμε όμως με σιγουριά να πούμε ότι αυτή η συνύπαρξη είναι εντελώς αναμενόμενη, διότι δεν είναι τυχαία, είναι οργανική.

Ο φίλος του κοσμηματοπώλη και ο ταξιτζής, το σκούπισμα του δρόμου μετά τη δολοφονία του Ζακ και τα αίματα της χτυπημένης γυναίκας: η καθαριότητα που σκεπάζει ό,τι πιο ρυπαρό μπορούμε να διανοηθούμε.