του Παναγιώτη Παπαδομανωλάκη
Με φόντο τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ο Μάθιου Κρόνιγκ θέτει μέσω του Foreign Policy «το πιο σημαντικό στρατηγικό ερώτημα του 21ου αιώνα», τουλάχιστον σε ότι αφορά την Ουάσιγκτον: «Πώς μπορούν οι Ηνωμένες Πολιτείες να διαχειριστούν ταυτόχρονα δύο αναθεωρητικές, αυταρχικές, πυρηνικά εξοπλισμένες μεγάλες δυνάμεις (Ρωσία και Κίνα);». Η απάντηση, σύμφωνα με πολλούς πολιτικούς και ειδικούς σε θέματα άμυνας, είναι ότι η Ουάσιγκτον πρέπει να μετριάσει την αντίδρασή της στη Ρωσία στην Ευρώπη για να επικεντρωθεί στη μεγαλύτερη απειλή που συνιστά η Κίνα στον Ινδο-Ειρηνικό.
Αναπτύσσοντας το σκεπτικό του μέσα από τις στήλες του κορυφαίου διαμορφωτή γνώμης του βορειοαμερικανικού Τύπου, ο Κρόνιγκ εξηγεί πως «οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν η κορυφαία δύναμη στον κόσμο με παγκόσμια συμφέροντα και δεν έχουν την πολυτέλεια να επιλέξουν μεταξύ της Ευρώπης και του Ινδο-Ειρηνικού. Αντ’ αυτού, η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της θα πρέπει να αναπτύξουν μια αμυντική στρατηγική ικανή να αποτρέψει και, αν χρειαστεί, να νικήσει τη Ρωσία και την Κίνα ταυτόχρονα. Τις τελευταίες εβδομάδες, ο Μπάιντεν έστειλε αρκετές χιλιάδες Αμερικανούς στρατιώτες για να ενισχύσουν την ανατολική πλευρά του ΝΑΤΟ – και για καλό λόγο».
Συνεχίζει αναφέροντας πως «η απειλή της Κίνας είναι σοβαρή. Ο ναύαρχος Φίλιπ Ντέιβιντσον, πρώην διοικητής της αμερικανικής Διοίκησης Ινδο-Ειρηνικού, προέβλεψε ότι η Κίνα θα μπορούσε να εισβάλει στην Ταϊβάν μέσα στα επόμενα έξι χρόνια. Πρόκειται για έναν πόλεμο που οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να χάσουν. Αν η Κίνα καταφέρει να καταλάβει την Ταϊβάν, θα είναι σε καλό δρόμο για να διαταράξει την τάξη πραγμάτων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ στην Ασία, με στόχο να κάνει το ίδιο σε παγκόσμιο επίπεδο». Στο σημείο αυτό, χρειάζεται να αναφέρουμε πως η κινεζική Ταϊπέι δεν αναγνωρίζεται ως ανεξάρτητο κράτος ούτε από τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τις μεταξύ τους στενές οικονομικές και στρατιωτικές σχέσεις. Απηχώντας τον κύριο προβληματισμό του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που είναι η διαμόρφωση ενός σινορωσικού άξονα, ο Κρόνιγκ προσθέτει πως «η Ρωσία και η Κίνα συνεργάζονται όλο και περισσότερο. Όπως δείχνει η σύνοδος κορυφής αυτού του μήνα μεταξύ του Πούτιν και του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ, η Μόσχα και το Πεκίνο διαμορφώνουν μια στενότερη στρατηγική εταιρική σχέση, μεταξύ άλλων και σε στρατιωτικά θέματα. Αυτοί οι δικτάτορες θα μπορούσαν να συντονίσουν διπλές επιθέσεις στη δομή της συμμαχίας των ΗΠΑ ή να εκμεταλλευτούν ευκαιριακά τον αντιπερισπασμό που προσφέρει η επιθετικότητα του άλλου. Με άλλα λόγια, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος ταυτόχρονων πολέμων μεγάλων δυνάμεων τόσο στην Ευρώπη όσο και στον Ινδο-Ειρηνικό. Για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, πολλοί έχουν προτείνει απαντήσεις που απλώς δεν θα λειτουργήσουν».
Θεωρεί, δε, πρόσχημα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δε διαθέτουν τους πόρους για να τα βάλουν τόσο με τη Ρωσία όσο και με την Κίνα, επισημαίνοντας πως «τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην Ευρώπη είναι πολύ σημαντικά για να τα αφήσουμε να διευθετηθούν αποκλειστικά μεταξύ του Πούτιν και των Ευρωπαίων συμμάχων των ΗΠΑ. Πράγματι, η Ευρωπαϊκή Ένωση, όχι η Ασία, είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός και επενδυτικός εταίρος των Ηνωμένων Πολιτειών, και αυτή η ανισορροπία είναι πολύ πιο έντονη όταν η Κίνα (από την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν μεγαλύτερη οικονομική αποσύνδεση), αφαιρεθεί από την εξίσωση. Επιπλέον, η Κίνα έχει πραγματοποιήσει στρατιωτικές ασκήσεις στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Ο ανταγωνισμός με την Κίνα σε στρατιωτικό επίπεδο σημαίνει ανταγωνισμός σε παγκόσμιο επίπεδο, όχι μόνο στην Ασία. Επιπλέον, ο Σι μετρά την αποφασιστικότητα των ΗΠΑ και μια αδύναμη αντίδραση στην Ουκρανία θα μπορούσε να κάνει πιο πιθανή μια κινεζική κίνηση στην Ταϊβάν. Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι η Γαλλία- δεν είναι αναγκασμένες να κάνουν σπαρακτικές στρατηγικές επιλογές για την εθνική τους ασφάλεια λόγω περιορισμένων πόρων».
Για τους παραπάνω σκοπούς, ο συντάκτης προτείνει «η Ουάσιγκτον να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες». «Σε αντίθεση με εκείνους που ισχυρίζονται ότι οι περιορισμένοι πόροι θα αναγκάσουν σε σκληρές επιλογές, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να αντέξουν οικονομικά να ξεπεράσουν τη Ρωσία και την Κίνα ταυτόχρονα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέχουν το 24% του παγκόσμιου ΑΕΠ σε σύγκριση με το συνδυασμένο 19% της Κίνας και της Ρωσίας. Φέτος, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα δαπανήσουν 778 δισεκατομμύρια δολάρια για την άμυνα σε σύγκριση με μόλις 310 δισεκατομμύρια δολάρια στη Ρωσία και την Κίνα. Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να φτάσουν στο σημείο να διπλασιάσουν τις αμυντικές δαπάνες (σήμερα 2,8 τοις εκατό του ΑΕΠ) και να παραμείνουν κάτω από τον μέσο όρο του Ψυχρού Πολέμου (κοντά στο 7 τοις εκατό του ΑΕΠ). Πράγματι, δεδομένου ότι αυτός ο νέος Ψυχρός Πόλεμος είναι εξίσου επικίνδυνος με τον προηγούμενο, επιβάλλεται μια ουσιαστική αύξηση των αμυντικών δαπανών, εστιασμένη στις αναδυόμενες αμυντικές τεχνολογίες του 21ου αιώνα» σημειώνει.
Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να οδηγήσουν ενεργά τους συμμάχους τους στην Ευρώπη και τον Ινδο-Ειρηνικό στην ανάπτυξη μιας αμυντικής στρατηγικής για τον ελεύθερο κόσμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι επίσημοι συμβατικοί σύμμαχοί τους κατέχουν σχεδόν το 60 τοις εκατό του παγκόσμιου ΑΕΠ και μαζί μπορούν εύκολα να συγκεντρώσουν τους πόρους για να διατηρήσουν μια ευνοϊκή ισορροπία στρατιωτικής ισχύος έναντι τόσο της Κίνας όσο και της Ρωσίας, όπως υπογραμμίζει ο ίδιος.
Ο Κρόνιγκ συμπληρώνει πως «οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι θα πρέπει να επενδύσουν σε τεθωρακισμένα και πυροβολικό, ενώ οι Ασιάτες σύμμαχοι θα πρέπει να αγοράσουν ναυτικές νάρκες, πυραύλους Harpoon και υποβρύχια. Οι σύμμαχοι πρέπει, επομένως, να εντείνουν τις προσπάθειές τους και να κάνουν περισσότερα για την άμυνά τους, αλλά δεν θα το κάνουν μόνοι τους αν οι Ηνωμένες Πολιτείες απειλήσουν να εγκαταλείψουν την Ευρώπη». «Αντιθέτως, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να ηγηθεί ενεργά, μεταβαίνοντας από ένα μοντέλο όπου η Ουάσινγκτον παρέχει άμυνα στους συμμάχους σε ένα μοντέλο όπου η Ουάσινγκτον συμβάλλει στην αυτοάμυνα των συμμάχων. Αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει την ενσωμάτωση των βασικών συμμάχων στον στρατιωτικό σχεδιασμό, τον καταμερισμό των ευθυνών και την επινόηση ενός ορθολογικού καταμερισμού εργασίας για την απόκτηση όπλων. Ο αμερικανικός στρατός θα πρέπει να δώσει προτεραιότητα στην Ευρώπη, ενώ το αμερικανικό ναυτικό θα αναλάβει τον Ινδο-Ειρηνικό και μια μεγαλύτερη αμερικανική αεροπορία θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο και στα δύο θέατρα. Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να παρέχουν στρατηγικές ικανότητες όπως η πυρηνική τους ομπρέλα, παγκόσμιες συμβατικές δυνατότητες κρούσης, συμπεριλαμβανομένων των υπερηχητικών πυραύλων, και πληροφορίες, επιτήρηση και αναγνώριση» τονίζει.
Τέλος, «εάν είναι απαραίτητο, η Ουάσιγκτον θα μπορούσε πάντα να εμπνευστεί από το εγχειρίδιο του Ψυχρού Πολέμου και να βασιστεί σε μεγαλύτερο βαθμό στα πυρηνικά όπλα για να αντισταθμίσει τα τοπικά, συμβατικά πλεονεκτήματα των αντιπάλων της» σημειώνει και καταλήγει: «Η ταυτόχρονη αποτροπή της Κίνας και της Ρωσίας δεν θα είναι εύκολη, αλλά είναι καλύτερη από το να προσποιείται η Ουάσινγκτον ότι μπορεί να αντιμετωπίσει τον έναν ή τον άλλο αντίπαλο μεγάλης δύναμης κατά την κρίση της. Δόξα τω Θεώ, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Φραγκλίνος Ρούσβελτ δεν επέλεξε τη νίκη σε ένα μόνο θέατρο κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Μπάιντεν θα πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμά του και να σχεδιάσει την ταυτόχρονη υπεράσπιση των αμερικανικών συμφερόντων στην Ευρώπη και στον Ινδο-Ειρηνικό».
«Να μην αφήσουμε έναν πραγματικό πόλεμο στην Ουκρανία να “αποσπάσει την προσοχή” από άλλες πιθανές συγκρούσεις»
Ο Ραφαήλ Σ. Κοέν του Ινστιτούτου Ράντ εξηγεί πως «μέλη του Κογκρέσου έχουν εκφράσει την προθυμία τους να κάνουν παραχωρήσεις στη Ρωσία, με ορισμένους να υποστηρίζουν ότι οποιαδήποτε αντίδραση των ΗΠΑ στη Ρωσία θα μείωνε την ικανότητά μας να αποτρέψουμε την Κίνα. Ομοίως, εξέχοντες αμυντικοί αναλυτές της Κίνας προειδοποίησαν να μην αφήσουμε έναν πραγματικό πόλεμο στην Ουκρανία να “αποσπάσει την προσοχή” από άλλες πιθανές συγκρούσεις, κυρίως από μια εισβολή στην Ταϊβάν υπό κινεζική ηγεσία. Ο σχολιαστής του Fox News, ο Τάκερ Κάρλσον, πρότεινε μάλιστα τον περασμένο μήνα ότι “μόνο η Κίνα επωφελείται από τον πόλεμο με τη Ρωσία”. Στην ουσία, αυτή η σχολή σκέψης υποστηρίζει ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν πέντε αντιπάλους -την Κίνα, τη Ρωσία, το Ιράν, τη Βόρεια Κορέα και την τρομοκρατία- όπως υποστήριζαν ορισμένες αμερικανικές αμυντικές στρατηγικές, αλλά μόνο έναν: Την Κίνα. Αυτή η σχολή σκέψης “πρώτα και τελευταία η Κίνα” περιστρέφεται γύρω από τρεις βασικές παραδοχές. Πρώτον, ενώ η Ρωσία μπορεί να είναι ενοχλητική, η Κίνα είναι η μόνη δύναμη που διαθέτει τόσο τη στρατιωτική όσο και την οικονομική ισχύ, ικανή να αμφισβητήσει τη διεθνή τάξη υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεύτερον, οι ΗΠΑ δεν έχουν τη στρατιωτική ικανότητα να αντιμετωπίσουν ταυτόχρονα την Κίνα και τη Ρωσία. Και έτσι, τρίτον, οι ΗΠΑ θα πρέπει να επικεντρωθούν στην Κίνα και να αφήσουν τους Ευρωπαίους συμμάχους τους να ασχοληθούν με τη Ρωσία. Ο Κάρλσον προχώρησε μάλιστα ένα βήμα παραπέρα, αναρωτώμενος αν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να υποστηρίξουν τη Ρωσία στη σύγκρουση και συλλογιζόμενος φωναχτά “Ποιος είναι το δυνητικό αντίβαρο απέναντι στην Κίνα, η οποία είναι η πραγματική απειλή;”».
Ωστόσο, πάντα κατά τον Κοέν, «με μια πιο προσεκτική εξέταση, κανένας από αυτούς τους ισχυρισμούς δεν φαίνεται να στέκει. Ενώ η Κίνα αποτελεί πράγματι τη μεγαλύτερη μακροπρόθεσμη πρόκληση, οι ΗΠΑ δεν μπορούν απλώς να προσευχηθούν ή να αναθέσουν αλλού την απομάκρυνση του προβλήματος της Ρωσίας, εν μέρει επειδή η ίδια η Ρωσία δεν θα το επιτρέψει». Στην ίδια κατεύθυνση με τον Κρόνιγκ, προτείνει εξοπλιστική κούρσα, αναφέροντας πως «δεν είναι απαραίτητο ότι οι ΗΠΑ απλώς δεν θα έχουν την ικανότητα να απαντήσουν ταυτόχρονα τόσο στην Κίνα όσο και στη Ρωσία. Είναι αλήθεια ότι ο προϋπολογισμός του Υπουργείου Άμυνας θα είναι πάντα πεπερασμένος. Αλλά στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου, οι στρατιωτικές δαπάνες των Ηνωμένων Πολιτειών, ως ποσοστό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, ήταν υπερδιπλάσιες από ό,τι σήμερα. Εάν στο μέλλον ο αμυντικός προϋπολογισμός των Ηνωμένων Πολιτειών αυξανόταν, όπως συνέστησε η διακομματική Επιτροπή Εθνικής Αμυντικής Στρατηγικής, η εικόνα των πόρων θα μπορούσε να είναι διαφορετική».
Σε μια ακόμα ταύτιση με τον Κρόνιγκ, ο Κοέν καταλήγει πως «είναι λάθος να θεωρούμε την Κίνα και τη Ρωσία ως ανεξάρτητα προβλήματα. Οι ΗΠΑ χρειάζονται τους Ευρωπαίους συμμάχους τους για να αντιμετωπίσουν την Κίνα, κυρίως για οικονομικούς λόγους, αλλά και στρατιωτικά. Το Ηνωμένο Βασίλειο, άλλωστε, μόλις βοήθησε στη σφυρηλάτηση μιας συμφωνίας Αυστραλίας-Ηνωμένου Βασιλείου-Ηνωμένων Πολιτειών για πυρηνικά υποβρύχια, ώστε να ενισχυθεί η ναυτική ισχύς των συμμάχων στον Ινδικό Ωκεανό. Η Γαλλία, επίσης, διατηρεί μια μικρή αλλά σημαντική στρατιωτική παρουσία στον Ινδο-Ειρηνικό. Ακόμη και η Γερμανία έστειλε πρόσφατα πλοία στην περιοχή. Αν οι ΗΠΑ αφήσουν το πρόβλημα της Ρωσίας στην υπόλοιπη Ευρώπη, τι εμποδίζει την υπόλοιπη Ευρώπη να αφήσει την Κίνα στις ΗΠΑ»;
Συνέχιση της στρατηγικής δεκαετιών έναντι της Ρωσίας
Η Αμερικανίδα δημοσιογράφος Ντέμπορα Βενετσιάλ εξηγεί με αφορμή το κείμενο του Κρόνιγκ στο Foreign Policy ότι η σημερινή πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Ρωσίας είναι «η συνέχιση μιας στρατηγικής δεκαετιών του Ψυχρού Πολέμου. Το 1972, λίγο μετά τη μυστική επίσκεψη του Κίσινγκερ στην Κίνα, είπε στον πρόεδρο Νίξον ότι οι Κινέζοι ήταν “εξίσου επικίνδυνοι με τους Ρώσους, και ακόμη πιο επικίνδυνοι σε ορισμένες ιστορικές περιόδους”. Οι επόμενες αμερικανικές κυβερνήσεις (τόσο των Δημοκρατικών όσο και των Ρεπουμπλικάνων) ακολούθησαν αυτή τη στρατηγική, συνεργαζόμενες με την Κίνα και αποδυναμώνοντας τη Σοβιετική Ένωση, επισπεύδοντας την κατάρρευσή της».
Ωστόσο, η Βενετσιάλ επισημαίνει πως «η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 δεν ικανοποίησε πλήρως τις ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Γέλτσιν, οι ΗΠΑ απέτυχαν να πείσουν τη Ρωσία να εγκαταλείψει εντελώς τα πυρηνικά της όπλα, όπως η Ουκρανία, η Λευκορωσία και το Καζακστάν. Αφού οι ΗΠΑ αποσύρθηκαν από τη Συνθήκη ΑΒΜ του 1972 το 2001, η Ρωσία αποσύρθηκε επίσης από τη Συνθήκη START II. Εκείνη τη στιγμή, η Ρωσία εξακολουθούσε να αναπτύσσει περισσότερες από 5.000 στρατηγικές πυρηνικές κεφαλές και διατηρούσε ισχυρή επιρροή στην Ανατολική Ευρώπη. Ο στόχος των ΗΠΑ είναι να αποδυναμώσουν ή να καταστρέψουν περαιτέρω τη Ρωσία οικονομικά, να αποσταθεροποιήσουν την πολιτική της, να προκαλέσουν σύγχυση στον ρωσικό λαό και τελικά να διαλύσουν τη Ρωσία σε μικρότερες χώρες και, κυρίως, να εξαλείψουν το πυρηνικό της οπλοστάσιο».
Η ίδια επισημαίνει πως «η Ουάσιγκτον, ωστόσο, υποτίμησε τα πατριωτικά αισθήματα του ρωσικού λαού. Ιστορικά, η Ρωσία έχει υποστεί πολλές εισβολές από δυτικοευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της εισβολής του Ναπολέοντα στη Ρωσία το 1812, της ένοπλης επέμβασης της συμμαχίας των 14 κρατών στο εκκολαπτόμενο σοβιετικό καθεστώς το 1918 και της γερμανικής φασιστικής εισβολής στη Σοβιετική Ένωση κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η οποία είχε ως αποτέλεσμα δεκάδες εκατομμύρια απώλειες στρατιωτών και αμάχων. Η Σοβιετική Ένωση και η Κίνα έκαναν τις μεγαλύτερες θυσίες στον παγκόσμιο πόλεμο κατά του φασισμού, διαμορφώνοντας ταυτόχρονα ισχυρό εθνικό αίσθημα και πατριωτισμό και στις δύο χώρες».
Αναφέρει πως «σε αντίθεση με τα κινδυνολογικά σχόλια του Κρόνιγκ στο άρθρο του, η Ρωσία ποτέ δεν διεκδίκησε εισβολή εν μέσω των εντάσεων στην Ανατολική Ουκρανία, αλλά πλήρη αυτοάμυνα. Το Ντονέτσκ και το Λουγκάνσκ, οι δύο πληγείσες περιοχές, έχουν, ιστορικά, στενότερους δεσμούς με τη Ρωσία παρά με την Ουκρανία. Στα μέσα του 18ου αιώνα, η τσαρίνα Αικατερίνα Β’ ανέπτυξε την περιοχή σε βιομηχανική πόλη, τη μετονόμασε σε “Νέα Ρωσία” και μετέφερε μεγάλο αριθμό εθνοτικά Ρώσων στη γη. Η Δυτική Ουκρανία ήταν κατεχόμενη από Λιθουανούς, Πολωνούς, Αυστριακούς, Ρώσους και Γερμανούς για αιώνες, με αποτέλεσμα να διαφέρει από τη Ρωσία εθνοτικά, γλωσσικά και θρησκευτικά. Οι κάτοικοί της έχουν χαμηλότερη αίσθηση ταυτότητας και ακόμη και βαθιά εχθρότητα προς τη Ρωσία. Τα τελευταία χρόνια, οι νεοναζιστικές δυνάμεις έχουν ενισχυθεί στη Δυτική Ουκρανία, όπως φαίνεται από τις παρελάσεις με πυρσούς σε πόλεις όπως το Κίεβο και το Λβιβ για να τιμήσουν τη γέννηση του Στέπαν Μπαντέρα, ενός ναζιστή ηγέτη. Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων συγκρούσεων, υπερεθνικιστές στη Δυτική Ουκρανία ύψωσαν ναζιστικά πανό και απείλησαν να σκοτώσουν όλους τους Ανατολικοουκρανούς και τους φιλορώσους. Οι εθνοτικά Ρώσοι στην Ανατολική Ουκρανία αναγκάστηκαν να οργανώσουν αντίσταση και να ζητήσουν βοήθεια από τη Ρωσία. Η κοινή γνώμη στη Ρωσία συμφώνησε επίσης ότι ο Πούτιν θα έπρεπε να βοηθήσει τους Ρώσους συμπατριώτες τους στην περιοχή της Ανατολικής Ουκρανίας».
«Η ένταση στην Ανατολική Ουκρανία σήμερα είναι ένας μικρόκοσμος των αμερικανο-ρωσικών σχέσεων: οι ΗΠΑ πιέζουν και η Ρωσία δεν έχει περιθώριο να υποχωρήσει» σημειώνει.
Στροφή προς την Ασία: Συνέχειες και ασυνέχειες της αμερικανικής πολιτικής
Ήδη από την άνοδο της υπουργού Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον επί διακυβέρνησης Ομπάμα «η στροφή προς την Ασία» σήμανε την μετατόπιση της εστίασης των Ηνωμένων Πολιτειών από τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη προς τις χώρες της Ανατολικής Ασίας. Αναγνωρίζοντας ως στρατηγικό αντίπαλο του βορειοαμερικανικού ιμπεριαλισμού τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, η αμερικανική ελίτ θέλησε να τελειώσει με τη Ρωσία για να εστιάσει εκεί. Σύμφωνα με την ατζέντα των πολυεθνικών εταιρειών ενέργειας, που εκπροσωπούσε η κυβέρνηση Ομπάμα και σήμερα ο Μπάιντεν, για να προχωρήσουν προς τη Κίνα απαιτείτο η αποκοπή της Ρωσίας από την Ευρώπη, η αποσταθεροποίηση της και τελικά η εδαφική διάλυση και η κατάκτηση των αγορών της. Αντίθετα, ο τρόπος που η κυβέρνηση Τραμπ επιχείρησε να υλοποιήσει τη «στροφή προς την Ασία», διέφερε από των Δημοκρατικών. Τα οικονομικά συμφέροντα της ντόπιας βιομηχανίας που εκπροσωπεί, ενδιαφέρονταν λιγότερο για τους ενεργειακούς δρόμους στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα η πίεση προς τη Ρωσία να μειωθεί. Η φατρία Τραμπ προσδοκούσε σε μια αντιστροφή του δόγματος Νίξον, κατά την οποία θα επιχειρούσε σε προσεταιρισμό της Ρωσίας κατά της Κίνας. Έχοντας κλείσει αυτό το μέτωπο, επιδίωκε μια νεοφασιστικού τύπου πολεμική οικονομία με στόχο την αντιστροφή της αποβιομηχάνισης των Ηνωμένων Πολιτείων και τη -σε βάθος χρόνου- σύγκρουση με τη Κίνα.
Στο μεταξύ, κατά τη στρατηγική «πρώτα η Αμερική», ο Λευκός Οίκος χρειαζόταν να καθαρίσει την «πίσω αυλή» του, με μια δυναμική επιβολή του λεγόμενου δόγματος Μονρόε σε βάρος των προοδευτικών και σοσιαλιστικών κυβερνήσεων, καθώς και να καταστρέψει την ενεργειακή βιομηχανία του Ιράν προς όφελος της αμερικανικής εξορυκτικής βιομηχανίας. Ανασχετικός παράγοντας στην παραπάνω στρατηγική, υπήρξε ο ίδιος ο χαρακτήρας του Τραμπ, που με τις άτσαλες παρεμβάσεις του έκανε τη στροφή πιο δύσκολη και έφερε απέναντί του τους Ευρωπαίους συμμάχους. Με τη πτώση του μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα οπερέτα, η ατζέντα των Δημοκρατικών για έναν πόλεμο εναντίον όλων επανήλθε δριμύτερη με τα σημερινά καταστροφικά αποτελέσματα.
Η Βενετσιάλ επισημαίνει πως «παρά το σημερινό βαθύ διακομματικό χάσμα στις ΗΠΑ, υπάρχει μεγάλος βαθμός συμφωνίας για την εξωτερική πολιτική: Η Κίνα είναι η μεγαλύτερη απειλή για την ιμπεριαλιστική ηγεμονία των ΗΠΑ. Ενώ η αμερικανική οικονομία δεν έχει ανακάμψει από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και πρόσφατα χτυπήθηκε από την πανδημία, οι αξιοσημείωτες επιδόσεις της Κίνας σε αυτούς τους δύο γύρους παγκόσμιων καταστροφών την καθιστούν ισχυρό διεκδικητή της οικονομικής ηγεμονίας των ΗΠΑ. Σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης, το ΑΕΠ της Κίνας ξεπέρασε το ΑΕΠ των Ηνωμένων Πολιτειών το 2013- ακόμη και σε όρους αγοραίου συναλλάγματος, το ΑΕΠ της Κίνας θα ξεπεράσει το ΑΕΠ των Ηνωμένων Πολιτειών το 2028».
Αυτές τις μέρες, οι Ηνωμένες Πολιτείες έδειξαν τη πρόθεσή τους για ταυτόχρονο πόλεμο, παρεμβαίνοντας κατά του δικαιωμάτων των Νησιών του Σολομώντα να υπογράψουν συμφωνία ασφαλείας με την Κίνα, παρότι οι δύο εταίροι έχουν ξεκαθαρίσει πως δεν πρόκειται να φτιαχτούν στρατιωτικές βάσεις. Τους προηγούμενους μήνες, οι ΗΠΑ, η Μ. Βρετανία και η Αυστραλία είχαν προχωρήσει στη συμφωνία AUKUS, στρατιωτικοποιώντας περαιτέρω τον Ινδο-Ειρηνικό σε βάρος της Κίνας. Μιλώντας στο κοινοβούλιο της χώρας του, ο πρωθυπουργός των Νήσων του Σολομώντα, Μανασέχ Σογκαβάρε απάντησε στις απειλές της Δύσης πως ούτε η κυβέρνησή του δεν είχε προειδοποιηθεί το 2021 για τη συμφωνία των τριών σαξονικών χωρών, η οποία περιλαμβάνει πυρηνικά υποβρύχια. «Έμαθα για τη συνθήκη AUKUS από τα μέσα ενημέρωσης. Θα περίμενε κανείς ότι, ως μέλος της οικογένειας του Ειρηνικού, τα Νησιά Σολομώντα και τα μέλη του Ειρηνικού θα έπρεπε να είχαν συμμετάσχει προηγουμένως σε διαβουλεύσεις για να εξασφαλισθεί πως αυτή η συνθήκη AUKUS είναι διαφανής», δήλωσε ο Σογκαβάρε.