του Σπύρου Γιανναρά

Πριν ακόμα ανοίξω το Πλατύ Ποτάμι του Γιάννη Μπεράτη, (Ερμής, 1985) είχα πέσει κι εγώ στη λούμπα της ταμπέλας που δίνει το στίγμα του έργου, προδιαθέτοντας τον αναγνώστη για το ανάγνωσμα που πιάνει στα χέρια του. Ήμουν δηλαδή έτοιμος να διαβάσω ένα κλασικό έργο της ελληνικής πολεμικής λογοτεχνίας, ένα είδος λογοτεχνικού χρονικού του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940-41. Μια καλογραμμένη μαρτυρία ενός ένδοξου ή λιγότερο ένδοξου, μα οπωσδήποτε ενός κάποιου, παρελθόντος. Πώς κοιτάζεις τη φωτογραφία μιας εποχής; Μια παγιωμένη εικόνα με αλλοιωμένα τα χρώματα, έντονη νοσταλγική ματζέντα και ενισχυμένα κίτρινα, γυαλιστερά πράσινα του φρεσκοπλυμένου βατράχου, που έλεγε ο Σκαρίμπας.

Από την πρώτη όμως σελίδα, πέφτοντας πάνω στη φοβερόστροφη φράση: «αυτό το έρημο, το χαροκαμένο αυτό σπίτι μου, που πια για μένα δεν αντιπροσώπευε παρά τη δυστυχία, αυτή η πόρτα που μπροστά της αποχαιρετιόμαστε και που εδώ και τριάντα μέρες είχε περάσει η κάσα με τη Νίτσα νεκρή», κατάλαβα την πλάνη μου. Ήρθα στα συγκαλά μου δηλαδή, αντικρίζοντας για πολλοστή φορά τα ζαλιστικά υπαρξιακά βάθη πάνω απ’ τα οποία ζυγιάζεται η καθαυτό λογοτεχνία. Αναλογίστηκα πως το «πολεμικό» ενυπάρχει σε κάθε λογοτεχνικό έργο, πως δουλεύει κρυμμένο (ενίοτε κι απ’ τα μάτια του ίδιου του συγγραφέα) στα έγκατά του, ως κινητήρια δημιουργός δύναμη, δεδομένου ότι κάθε έργο αποτυπώνει, αλλά και συνάμα ενσαρκώνει, αυτή τη σφοδρή, οδυνηρή σύγκρουση του μύχιου, του ψυχικού, του εσωτερικού κόσμου του αχαμνού ανθρώπου, με τον άτεγκτο, αντικειμενοποιημένο εξωτερικό.

Από την πρώτη, λοιπόν, σελίδα, ο Μπεράτης προειδοποιεί τον απονήρευτο αναγνώστη του ότι το έπος του ’40, και εν γένει το θέμα, η υπόθεση ή το στόρι, όπως λέμε στα νεοελληνικά, δεν είναι παρά το έναυσμα του συγγραφέα που χρησιμοποιεί τη λογοτεχνία ως το ιδανικό πεδίο για να έρθει αντιμέτωπος με τα φαντάσματα και τους εφιάλτες του. Νομίζω ότι η άλλη εξομολογητική φράση, παρμένη από το ημερολόγιό του, τον Μαύρο Φάκελο (Ερμής, 2015), «Είναι σαν νάμαι με τόνα πόδι στον κόσμο σας και με τ’ άλλο να μην είμαι», με τον Μπεράτη να έχει το ένα πόδι στο αρχιμήδειο σημείο απ’ όπου κατοπτεύει την πραγματικότητα κάθε συγγραφέας, δίνει μια πιο καθαρή εικόνα του τρόπου αποτύπωσης της καθημερινότητας του ελληνοϊταλικού μετώπου στο εν λόγω έργο, δηλαδή μιας λογοτεχνικής ματιάς που τοποθετεί στους αντίποδές της τον χρονικογράφο[1].

Το Πλατύ Ποτάμι είναι πρωτίστως ένας περίπλους. Ένας πλους και μια περιπλάνηση, με την πιο υπαρξιακή σημασία του όρου που χαρακτηρίζει τα μεγάλα λογοτεχνικά κείμενα. Ή ακόμη καλύτερα, μια ανάβαση και μια κατάβαση, άξια εκείνης των μυθικών μυρίων. Το μυθιστόρημα ξεκινάει με την αδημονία του άκαπνου ανθυπασπιστή Γιάννη Μπεράτη να βρεθεί στην πρώτη γραμμή του μετώπου, για να συνεχίσει με το πέρασμα από διαδοχικούς ανοδικούς σταθμούς, [τη Θεσσαλονίκη, τη Φλώρινα, την Ερσέκα, το Λεσκοβίκι, το Μπαλτόνι, τη Σούκα (πρώτο μέτωπο), μέχρι το σκαρφάλωμα στο Ροντέν, το στρατηγείο της Πρώτης Μεραρχίας, τη Νισίτσα, μέχρι τις κορυφές του Μάλι-Σπανταρίτ, την έδρα της 11ης Μεραρχίας, και το προωθημένο μέτωπο του Μπρέγκου-Ράπιτ], για να καταλήξει στο θρυλικό Μπούμπεσι, στα εβδομήντα περίπου μέτρα από τα ορύγματα του εχθρού. Από κει αρχίζει η άναρχη κατρακύλα πίσω στο Μπαλντόνι, στη Μέρτζανη, το Πετσάλι, το Μέτσοβο, την Κατάρα, και τον εγκλεισμό του σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στη γέφυρα Μοργκάνη, στο δρόμο προς τα Γιάννενα.

Ο Μπεράτης διέρχεται περίπου σαν άλλος Φαμπρίς ντελ Ντονγκό από το πεδίο της μάχης, χωρίς να έρθει σε πολεμική αντιπαράθεση με τον αντίπαλο. Οι πολεμικές νίκες, όπως η απελευθέρωση του Λεσκοβικίου ή οι ήττες, όπως η γερμανική επίθεση και η συνθηκολόγηση, αποδίδονται έμμεσα στο φόντο της αφήγησης, μέσα από τα λόγια των στρατιωτών και τις αντιδράσεις τους. Ο αφηγητής δέχεται κατ’ επανάληψη τα αντίπαλα πυρά, αλλά ουδέποτε ανταποδίδει το πυρ. Δεν είναι διόλου τυχαίο άλλωστε, ότι ο ιταλομαθής υπασπιστής Γιάννης Μπεράτης ως υπεύθυνος προπαγάνδας δεν αντιτείνει στον εχθρό παρά μονάχα λόγια. Τα λόγια ενός ρητορικού κειμένου γεμάτου λογοτεχνικές αναφορές: «Βάλαμε μέσα τον Γαριβάλδη, τον Καβούρ, τον Σανταρόζα· ακόμη και τον Δάντη και τον Πετράρχη νομίζω – και δεν θυμάμαι καλά αν κι αυτόν ακόμη τον Βοκάκιο».

Το σημαντικότερο πεζογράφημα της γενιάς του ’30, όπως πολύ ορθά αποφαίνεται περί αυτού ο Δημαράς, είναι μ’ άλλα λόγια ένα παράδοξο πολεμικό μυθιστόρημα, όπου η περιγραφή της φύσης και των ανθρώπων, η περιγραφή του ταξιδιού καταλαμβάνει περισσότερο χώρο από αυτή του πολέμου. «Ίσως από τότε, από κείνη τη νύχτα», αποφαίνεται ο Μπεράτης καθώς βυθίζεται ως το γόνατο στις λάσπες των στενών μονοπατιών των αλβανικών βουνών, «κατάλαβα καλά ότι πόλεμος δεν είναι ίσως τόσο η μάχη, αλλά οι ταλαιπωρίες», δίνοντάς μας σε μια φράση το περιεχόμενο του βιβλίου. Αντί πολεμικών συρράξεων, το μυθιστόρημα αποτυπώνει μια, όχι πάντα απρόσκοπτη, πορεία αυτοσυνειδησίας, μέσω μιας αδιάκοπης αφηγηματικής ροής, σαν το ποτάμι που κυλάει, και ολοκληρώνεται με την εικόνα του ποταμού που οδηγεί στη θάλασσα, το κατεξοχήν σύμβολο ελευθερίας, καθότι ικανό να οδηγήσει τον πολυταξιδεμένο ήρωα, ως άλλον Οδυσσέα, στο σπίτι του. Εξ ου και το «ΘΑΛΑΣΣΑ – ο ελεύθερος δρόμος!» είναι η τελευταία φράση του βιβλίου, η οποία αφήνει ανοικτό και αινιγματικό το τέλος της πορείας του ήρωα.

Ο Μπεράτης ως αληθινός λογοτέχνης δεν εποφθαλμιά τη φήμη του χρονικογράφου ή τις δάφνες του ιστορικού, και συνάμα αποστρέφεται το ερασιτεχνικό τους υποκατάστατο, δηλαδή τη μαρτυρία. Πολλώ δε μάλλον την αυτοβιογραφία. Αν ο αναγνώστης αφεθεί από την πρώτη αράδα στην ορμητική ροή του κειμένου, πετώντας τις θεματικές πατερίτσες του πολεμικού μυθιστορήματος, θα βρεθεί διά μιας στο κέντρο του ποταμού, στον πυρήνα του έργου, αντιμέτωπος δηλαδή με την ολόσωμη αλήθεια του, που δεν είναι άλλη από την ίδια του τη γλώσσα. Η λεπτοδουλεμένη λογοτεχνική γραφή του είναι που καθιστά το Πλατύ Ποτάμι μακράν το καλύτερο πεζογράφημα της θρυλικής γενιάς του ’30. Αυτή η λιτή, ομιλούσα γλώσσα, το λάλον ύδωρ του ποταμού, μοιάζει αχειροποίητος, λες κι ο συγγραφέας του εκτέλεσε απλώς χρέη μεταφορέα, μεταφέροντας αυτούσια την ανθρώπινη λαλιά στο χαρτί του. Μόνο όταν ανοίξει κανείς τον Μαύρο Φάκελο και καταδυθεί στα άδυτα του συγγραφικού του εργαστηρίου, θα συνειδητοποιήσει τον ψυχικό μόχθο και το σωματικό κόπο που απαίτησε αυτή η γραφή. Ολόκληρο το μαύρο βιβλίο αντηχεί από τις οιμωγές του βασανιζόμενου Μπεράτη, για το ανέφικτο και το μάταιο της συγγραφής. Εκεί, ανάμεσα στ’ άλλα, θα συναντήσει και την παρακάτω αινιγματική φράση: «Το μεγαλύτερο πρόβλημά μου: να διηγηθείς χωρίς ν’ αφηγείσαι», η οποία αν μη τι άλλο καταδεικνύει το μέγεθος της λεπτοδουλειάς που ταλάνιζε τον συγγραφέα. Έχοντας προαποφασίσει να δουλέψει το κάθε κεφάλαιο σαν αυτοτελές διήγημα και το κάθε διήγημα με την τεχνική του ψηφιδογράφου, ως συναρμογή περιστατικών, ο Μπεράτης μοιάζει να παλεύει σε κάθε του φράση προκειμένου να υπερβεί τον σκόπελο αυτού του τύπου δουλειάς, δηλαδή την απλή παράθεση γεγονότων και περιγραφών[2]. Θα ’θελα πραγματικά πολύ να μάθω το ακριβές περιεχόμενο που έδινε ο μάστορας αυτός στην έννοια της διήγησης, που υπερβαίνει τόσο την περιγραφή, όσο και την αφήγηση. Όμως ο Μπεράτης δεν είναι διαρκώς αινιγματικός, αλλά αντίθετα είναι στιγμές που σου παραδίδει στο χέρι τα κλειδιά του εργαστηρίου του: «Να σου πω πώς εργάζουμαι: έχω την εντύπωση πως όλο φτιάχνω γέφυρες για να φτάσω σε κείνο που θέλω να πω. Και στο τέλος όλες αυτές οι γέφυρες (που κάθε φορά σου φαινότανε πως δεν είναι το ουσιώδες, αλλά ο τρόπος που θα σε βοηθήσει να φτάσεις εκεί που θέλεις), αυτές μαζί οι γέφυρες, είναι το Έργο». Δια μιας καταλαβαίνουμε πως στόχος του μυθιστορήματος δεν μπορεί να είναι η καταγραφή των πολεμικών γεγονότων, όπως στα υπόλοιπα πολεμικά έργα, ούτε η περιγραφή του πολέμου, αλλά, όπως προκύπτει από την ανάγνωση, η αποτύπωση της άχρονης συνθήκης του, καθώς και των λογής ανθρωπολογικών τύπων – με όρους φυλής ή συλλογικής νοοτροπίας – που εμπλέκονται σ’ αυτόν και των ανάλογων αντιδράσεών τους. Αν κάτι μένει για καιρό χαραγμένο στη μνήμη του αναγνώστη είναι η δύναμη των περιγραφών και η ενάργεια των πορτρέτων, η καθαρότητα και η ένταση των εικόνων, η ίδια η μουσικότητα του κειμένου.

Γιατί πέρα και περισσότερο από την αρμολόγηση του κειμένου, η ουσία της λογοτεχνίας για τον Γιάννη Μπεράτη είναι το προσωπικό συγγραφικό ύφος, που όπως άλλοι μεγάλοι συγγραφείς, το ονομάζει κι εκείνος Μουσική: «Γύρεψα πάντα την ειλικρίνεια στη Γλώσσα – και τίποτε άλλο. Η Γλώσσα – μια έκφραση κάθε χαράς μου, κάθε πόνου μου (έτσι που θα ’τανε ζεστά – αυτό ή το άλλο – και θα με καίγανε.) Ναι, ναι – και προπάντων η ΜΟΥΣΙΚΗ. Πάντα το ’λεγα πως είμαι ένας ξεστρατισμένος Μουσικός».

Ταυτόχρονα δε, όμως, το Πλατύ Ποτάμι είναι και μια μελέτη θανάτου. Ο Μπεράτης φεύγει από το σπίτι του μετά τον χαμό της γυναίκας του, επιζητώντας τον δικό του χαμό. Φεύγει στο μέτωπο, όχι για να συναντήσει τον εχθρό, αλλά τον θάνατο, και την πεθαμένη του συμβία. «Μα θα σε ξαναβρώ, Νίτσα. Εκεί έρχομαι τώρα», μονολογεί καθώς αναχωρεί απ’ την Αθήνα. Υπ’ αυτή ακριβώς την έννοια μπορούμε να κάνουμε λόγο για ένα μυθιστόρημα αυτογνωσίας, καθότι κάθε αυτογνωσία είναι μια πορεία ή μια αντιπαράθεση με τον θάνατο. Αντί όμως να ζήσει τον επιζητούμενο προσωπικό του θάνατο, βιώνει άχαρο και αργό, συλλογικό, δηλαδή τη διάλυση του ίδιου του νικηφόρου στρατεύματος.

Ο Μπεράτης ανέρχεται ως στρατιώτης τακτικού στρατού στις κορυφές του Μπούμπεσι και κατέρχεται ως άτακτο ασκέρι στις πλαγιές του Μετσόβου. Το κλείσιμο του δεύτερου μέρους με τη στρατιωτική φάλαγγα που ανέρχεται τραγουδώντας στο μέτωπο, απηχεί κάτι από τις ηρωικές σελίδες της προετοιμασίας των πολεμιστών στην Ιλιάδα, καθιστώντας ακόμη τραγικότερη την άτακτη φυγή τους. Στην εμβληματική «Κάθοδο», όπως τιτλοφορείται η δεύτερη ενότητα, το μυθιστόρημα κορυφώνεται, καθώς από πολεμικό, μετατρέπεται σε καθαυτό μυθιστόρημα χαρακτήρων. Το Πλατύ ποτάμι, πέρα από τον υποβλητικό ποταμό Αώο που συνεπαίρνει τον ανθυπασπιστή Μπεράτη με τη βοή του, απηχεί, πέρα και από το ίδιο το κείμενο που ρέει ακατάπαυστα, το βαρύ κατρακύλισμα του διαλυμένου νικηφόρου μετώπου προς την αιχμαλωσία: «Δίπλα μας περνούσαν εκείνα τα τμήματά μας. Τα λέει κανείς «τμήματα», γιατί δεν ξέρει πώς αλλιώς να τα πει, ενώ δεν ήταν παρά ξέχωροι βλοσυροί άντρες, που περπατάνε μαζί και κάνουν πολυκοσμία επειδή όλοι τραβούνε για την ίδια μεριά και δεν υπάρχει άλλος δρόμος και τούτος δω είναι στενός».

Το κατερχόμενο πλήθος βρίσκει μπροστά του τον πάνοπλο και απηνή, τον αψεγάδιαστο γερμανικό στρατό, ο οποίος αντιμετωπίζει τον έλληνα φαντάρο ως υπόδουλο και υπάνθρωπο, εξευτελίζοντάς και δολοφονώντας τον για να του κλέψει το ρολόι ή την εξάρτυσή του. Το χυδαίο γερμανικό πλιάτσικο που ξεγυμνώνει τους έλληνες στρατιώτες από τα αυτοκίνητα, τα ζωντανά, τον οπλισμό, ακόμα και τον ρουχισμό τους, καταστρέφει κι ευτελίζει, ποδοπατώντας το, το ακριβοκέρδητο ιδεώδες του ηρωικού και ανδρειωμένου θανάτου, το οποίο αρδεύει ολόκληρο το ελπιδοφόρο πρώτο μέρος του βιβλίου και τα όνειρα του ανθυπασπιστή Μπεράτη. Οι Γερμανοί γδύνουν τους έλληνες στρατιώτες, οι οποίοι αρπάζουν ό,τι πιάσουν στο χέρι τους από την περιουσία των απλών ανθρώπων που θα βρεθούν στο διάβα τους.

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερα οξυμένο μεταφορικό ένστικτο για να αντιληφθεί κανείς την αναλογία με το δικό μας τωρινό βαρυκύλιστο κατρακύλισμα δίχως τέλος. Οι δε χαρακτηριστικοί ανθρωπολογικοί τύποι που σκιαγραφεί με απαράμιλλη μαεστρία ο Μπεράτης, όπως εκείνος του αετονύχη καταφερτζή Τσουμπρή ή του Γερμανού στρατιώτη που παίρνει τη εξάρτυση του Μπεράτη «για ενθύμιο», μεταφέρονται αυτούσιοι στο ιστορικό μας παρόν, χωρίς την παραμικρή αλλαγή. Τα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας διακατέχονται από μια ακατάδεχτη υπεροψία έναντι της επικαιρότητας, κι ενδεχομένως ακόμη κι έναντι της ίδιας της ιστορίας. Στόχος τους είναι το άφταστο, το άφατο, το άχρονο έγχρονο εκείνο παρόν που ξαναπαίρνει σάρκα, δηλαδή νέο νόημα σε κάθε ιστορική περίοδο. Έτσι κι ο Μπεράτης, σε μία μόνο φράση του κλείνει αύτανδρη ολόκληρη την τραγική εποχή μας: «ήταν αδύνατο να καταλάβεις ακόμη τι δρόμο θα πάρει τέλος όλο τούτο το ύπουλο κόχλασμα».



[1] «Το στοίχημα και το κατόρθωμα: Το καυτό γεγονός και ταυτόχρονα, η απόσταση. Αυτό είναι το Πλατύ και το Οδοιπορικό – και γι’ αυτό δεν είναι Χρονικά». Ο Μαύρος Φάκελος, σελ. 206.
[2] «Γι’ αυτό επίσης, έχω την εντύπωση πως είμαι εργάτης μωσαϊκού». Μαύρος Φάκελος, σελ. 139.