του Νίκου Μπογιόπουλου
(αναδημοσίευση από τον Ημεροδρόμο με την άδεια του συγγραφέα)
Ολες αυτές τις τελευταίες 5 δεκαετίες, καθώς προχώρησε και γιγαντώθηκε η φάση της λεγόμενης επαγγελματοποίησης, η υπόθεση ποδόσφαιρο ξετυλίγεται σαν κουβάρι που το «άσπιλο» χτες του συνδέεται άρρηκτα και με το ίδιο νήμα με το «αγγελικά πλασμένο» παρόν του:
- Από τις δωροδοκίες με τις υποθέσεις των λουλουδιών» το ’75, την «υπόθεση Πέλλιου» το ’80, την «υπόθεση Πανσεραικός» το ’86, δηλώσεις όπως εκείνης της παλιάς προεδράρας που δήλωνε «εγώ, ρε, δεν έχω χάσει ποτέ αγορασμένο παιχνίδι», την λεγόμενη «παράγκα» του ’90 μέχρι την υπόθεση «στημένα» σήμερα.
- Από τα πιστόλια των μεγαλοπαραγόντων, εκείνα που φιγουράριζαν περασμένα στη ζώνη του προέδρου τη δεκαετία του ‘80 και εκείνα που εκπυρσοκρότησαν (δυο φορές) στο «Νίκος Γκούμας» το ’99, μέχρι τα σημερινά του Σαββίδη.
- Από τις ομάδες με την μεταξύ τους «ειδική σχέση» τότε, στις «ομάδες-δορυφόρους» μετά, έως την περίφημη «πολυιδιοκτησία» σήμερα.
Φυσικά είναι αληθές αν αποσπάσει κανείς την τελευταία δεκαετία, όλα τα προηγούμενα, είτε λόγω της εξασθένησης της μνήμης, είτε λόγω της «ποιοτικής αναβάθμισης» του φαινομένου, μπορεί πια και να μοιάζουν… ειδυλλιακά και «ρομαντικά», όπως εύστοχα γράφει ο Βασίλης Σιώκος https://www.kommon.gr/koinonia/item/2857-monomaxia-ston-valto-tou-podosfairou-tou-vasili-siokou .
Όμως το σήμερα δεν είναι τίποτα λιγότερο ή περισσότερο από το παιδί της περιόδου που στην ποδοσφαιρική «αργκό» μεσουρανούσαν προσωνύμια, όπως: «Μπαρμπαθωμάς», «Αγαπούλας», «Τίγρης», «Ρίγκο», «Περίεργος», «Χοντρός», «Καουμπέος», «Κοκκαλιάρης», «Θείος».
Είναι πολύ δύσκολο να βρεθείς σε ακροατήριο που αναφέροντας αυτά τα προσωνύμια το μυαλό των συμμετεχόντων – ακόμα κι αν δεν ξέρουν τίποτα από ποδόσφαιρο – θα πάει σε σκηνή από μαφιόζικη ταινία…
Ο όμορφος κόσμος των παραγόντων του ποδοσφαίρου (οι ίδιοι που πάνω κάτω ελέγχουν και τηλεπικοινωνίες, και τράπεζες, και πετρέλαια, και καράβια, και ΜΜΕ) πάντα ήταν αναμεμειγμένος με την πολιτική και η πολιτική μαζί τους. Μιλάμε, φυσικά, για την πολιτική που αποτελεί θεραπαινίδα των ολιγαρχών. Για να μην πάμε πιο πίσω:
- Επί ΝΔ πολιτική ήταν η απόφαση που ιδιωτικοποίησε την «χρυσοφόρο όρνιθα» που λέγεται ΟΠΑΠ, με τον κ.Μελισσανίδη να συμμετέχει στη κοινοπραξία που τον κατέχει.
- Πολιτική απόφαση των κυβερνήσεων ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ ήταν η διευκόλυνση του κ.Σαββίδη στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες από λιμάνι Θεσσαλονίκης και ΣΕΚΑΠ μέχρι Μακεδονία Παλλάς και Media.
- Πολιτική απόφαση ήταν επί ΣΥΡΙΖΑ το ξαναμοίρασμα της τηλεοπτικής τράπουλας με τον κ.Μαρινάκη να εισέρχεται στον τόσο ευαίσθητο χώρο.
- Πολιτική έκανε ο κ.Σαββίδης όταν δήλωνε «δεν θα γίνει ποτέ πρωθυπουργός ο Μητσοτάκης» και εξυμνείτο στην «Αυγή» ως ο «Ιβάν ο Τρομερός» από τον επικεφαλής του γραφείου του πρωθυπουργού επί ΣΥΡΙΖΑ.
- Πολιτική έκανε ο κ.Μαρινάκης όταν εξέδιδε ανακοίνωση το βράδυ των εκλογών να πανηγυρίζει για την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και την ανάδειξη της ΝΔ στην κυβέρνηση.
- Πολιτική γίνεται στους μεγάλους Δήμους με την εμπλοκή ποδοσφαιρικών παραγόντων.
- Πολιτική απόφαση είναι το «άρθρο 44», το δημόσιο χρήμα που με διάφορους τρόπους φτάνει στα ταμεία των ΠΑΕ, είτε για γήπεδα των ΠΑΕ, είτε ως φοροαπαλλαγές των ΠΑΕ, είτε ως χάρισμα χρεών στις ΠΑΕ αρκεί – καμιά φορά – να μετονομαστούν σε «νέες» ΠΑΕ…
Αυτή η πολιτική, μπορεί να μην σημαίνει σταθερές και αιώνιες «αγάπες», όπως έχει αρχίσει να αντιλαμβάνεται ακόμα και ο κ.Μητσοτάκης – ενδέχεται και ο κ.Αυγενάκης – σημαίνει όμως σταθερό προσανατολισμό των κομματικών της φορέων
— άλλοτε να ενεργούν σαν «μπροστινοί» στις δουλειές και στις κόντρες των επιχειρηματιών του ποδόσφαιρου,
— άλλοτε να παριστάνουν τις «μωρές παρθένες» όταν τους βλέπουν να αξιοποιούν τις ομάδες και τους οπαδικούς τους στρατούς σαν πολιορκητικό κριό των επιδιώξεων τους και των αντιπαραθέσεών τους,
— άλλοτε να παζαρεύουν την εύνοια των επιχειρηματιών για να αναγορευτούν εκείνοι και όχι οι κομματικοί τους αντίπαλοι σε «διαιτητές» των υποθέσεών τους.
Όμως, όλο αυτό κουβαλάει τόση διαπλοκή και διασύνδεση μεταξύ των παικτών του πολιτικό-ποδοσφαιρικού κλωτσοσκουφίου που μπροστά του το Σύμπλεγμα του Λαοκόοντος (φωτο) μοιάζει με απλό κόμπο.
Διαπλοκή και διασύνδεση που σε συνθήκες σύγκρουσης δεν κρύβεται. Ειδικά όταν τα προσωπικά και οικονομικά χαρακτηριστικά αυτού του ανταγωνισμού προσδίδουν στην σύγκρουση αμείλικτο χαρακτήρα και μάλιστα πάνω στο έδαφος ενός κατσαπλιαδιστάν που καθιστά “VIP” τον «παράγοντα» της Κάτω Ραχούλας εν αντιθέσει με τον παγκοσμίως άγνωστο πρόεδρο της… Μπαρτσελόνα.
Και τότε τι έχουμε; Μα τον έρμο τον βασιλιά του ελληνικού κατσαπλιάδικου καπιταλισμού να τρέχει πελιδνός
- να φτιάξει τροπολογιούλες στο άψε – σβήσε,
- να αναγορεύει σε βάση της «κοινωνικής συνοχής» τα «σώβρακα» (!),
- να κάνει κωλοτούμπες προς αποφυγή του «εθνικού διχασμού» (!) μπροστά στις φανέλες, όχι τις τιμημένες των ομάδων, αλλά των παραγόντων,
- να αναζητά καταφύγιο στους «Τόμσεν» της FIFA και της UEFA εκλιπαρώντας για ποδοσφαιρικά… Μνημόνια.
Μετά από όλα αυτά τι μένει από ποδόσφαιρο για όσους αγαπάμε τη μπάλα, αγαπάμε τις ομάδες μας; Ο Καμύ, τερματοφύλακας πιτσιρικάς στο Αλγέρι, έλεγε πως ό,τι έμαθε στη ζωή περί τιμής και καθήκοντος του τα δίδαξε το ποδόσφαιρο.
Αυτό μένει: Την ώρα που βλέπουμε το παιχνίδι μας, την ώρα που η καρδιά μας χτυπάει αλλιώς στο γκολ της ομάδας μας, είναι ζήτημα τιμής και καθήκοντος τα μυαλά μας να μην γίνονται κιμάς για να τα κρεμάνε ούτε οι «προέδροι» ούτε οι πολιτικοί «μανατζαρέοι» στα κάγκελα.