του Αλέξανδρου Καζαμία*

Θεσμικά, ο κατακερματισμός της αντιπολίτευσης (όπως και ο υπερσυγκεντρωτισμός της σε μόνο ένα ή δύο κόμματα) είναι μια κακή εξέλιξη για τη δημοκρατία. Ο πολυκερματισμός αυτός στερεί από την κοινωνία τη δυνατότητα άρθρωσης ενός καθαρού αντιλόγου στην εξουσία της εκάστοτε κυβέρνησης. Αυτό, έχει δύο επιπτώσεις. Πρώτον, η απουσία καθαρού αντιλόγου εντείνει τον αυταρχισμό και την αλαζονεία της κυβέρνησης, κάνοντάς την να νιώθει πως κυβερνά χωρίς αντίπαλο. Δεύτερο, η πολυδιάσπαση της αντιπολίτευσης διαβρώνει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας σε όλο το πολιτικό σύστημα, αφού οι πολίτες νιώθουν πως τα κόμματα που εξέλεξαν στη Βουλή δεν μπορούν να ανέλθουν σύντομα στην εξουσία και να φέρουν ουσιαστική αλλαγή στη ζωή τους. Η απογοήτευση αυτή τους καθιστά παθητικότερους κι ενθαρρύνει την ακροδεξιά αντίληψη ότι η δημοκρατία είναι «κάλπικη» και υποχείριο της ελίτ που κυβερνά.

Πολιτικά, ο κατακερματισμός της αντιπολίτευσης είναι ένα σύμπτωμα κρίσης. Σύμφωνα με το φιλελεύθερο φιλόσοφοRaymondAron, όλα τα κοινοβουλευτικά συστήματα φέρουν μια ενδογενή ροπή προς την αποσύνθεση. Αυτό, κατά τη γνώμη του, οφείλεται είτε σε «υπερβολική ολιγαρχία» είτε σε «υπερβολική δημοκρατία». Με άλλα λόγια, οAronαπέδιδε την αποσύνθεση της δημοκρατίας είτε στην ύπαρξη πολλών κομματαρχών που περιχαρακώνουν τις πολιτικές πελατείες τους για να παραμείνουν αρχηγοί, είτε στην ύπαρξη δυναμικών κοινωνικών κινημάτων που ωθούν τους θεσμούς έξω από τα όρια αντοχής τους. Στην πρώτη περίπτωση, έχουμε «παλαίωση» και «φθορά», ενώ στη δεύτερη έχουμε κοινωνική εκρηκτικότητα που υπερβαίνει την αντοχή των κοινοβουλευτικών θεσμών. Εκείνο που όμως δεν εξέτασε ο Aronείναι το ενδεχόμενο συνδυασμού των δύο παραγόντων. Επίσης, η ανάλυσή του δε λαμβάνει υπόψη επαρκώς τις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες της κομματικής πολυδιάσπασης.

Τα αίτια της αποσύνθεσης

Ο πολυκερματισμός της αντιπολίτευσης στην Ελλάδα σήμερα οφείλεται και σε ολιγαρχικές αγκυλώσεις από το παρελθόν, αλλά και στην εμφάνιση μιας νέας αλλά ασχημάτιστης κοινωνικής δυναμικής. Όπως υποστήριξα αλλού, στη δεκαετία της κρίσης (2008-19), η Ελλάδα γνώρισε το τέλος του δικομματισμού και την εμφάνιση ενός νέου, ρευστού κομματικού συστήματος που αιωρείται ανάμεσα στον «πολυκομματισμό» και στο σύστημα του «ενός κυρίαρχου κόμματος». Η μεταβολή αυτή οφείλεται κυρίως στην οικονομική κρίση, όταν μεγάλη μερίδα πολιτών έχασε την εμπιστοσύνη της στα παραδοσιακά μεγάλα κόμματα (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ), διότι τα θεώρησε – ορθώς – υπεύθυνα για την κατάρρευση, και στράφηκε προς μικρότερους αντισυστημικούς σχηματισμούς. Ωστόσο, η κρίση του 2008-19 τραυμάτισε, χωρίς όμως να ανατρέψει, το παραδοσιακό κομματικό σύστημα. Στην πραγματικότητα, προσέθεσε σε αυτό νέα «κρίσιμα» κόμματα (δηλαδή κόμματα που μπορούν να επηρεάσουν, θετικά ή αρνητικά, το σχηματισμό κυβέρνησης), όπως το ΛΑΟΣ, τη ΔΗΜΑΡ, το ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ, χωρίς ωστόσο να αφανίσει τα παλιά. Έτσι, έχουμε σήμερα έναν συνωστισμό «κρίσιμων» κομμάτων, εκ των οποίων τα τρία πρώτα της περιόδου 1977-2009, δηλ. ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, συνεχίζουν να είναι ανάμεσα στα τέσσερα πρώτα κόμματα της χώρας.

Μπορεί το τοπίο να ξεκαθαριστεί;

Σύμφωνα με τη συμπεριφορική θεωρία, ο συνωστισμός κομμάτων σε ένα σύστημα δεν μπορεί να διατηρηθεί για πολύ, διότι οι ψηφοφόροι σύντομα θα καταλάβουν ότι η ψήφος τους αποκτά μεγαλύτερη δύναμη αν επιλέξουν τα μεγαλύτερα αντιπολιτευτικά κόμματα, οπότε θα στραφούν προς αυτά. Παράλληλα, τα κόμματα που το συνειδητοποιούν αυτό, αρχίζουν με τη σειρά τους να εξετάζουν την επιλογή των συγχωνεύσεων. Έτσι, βάσει της θεωρίας αυτής, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ σύντομα θα συγχωνευτούν, αποτελώντας νέο πόλο έλξης κατά της ΝΔ, ενώ στην ακροδεξιά, μπορούν να υπάρξουν συσπειρώσεις γύρω από το κόμμα με τη μεγαλύτερη δυναμική, ενδεχομένως την Ελληνική Λύση.

Παρά τη χρησιμότητά της, η συμπεριφορική θεωρία έχει επίσης σοβαρές αδυναμίες. Καταρχήν, δε λαμβάνει υπόψη την ιδεολογική και ταυτοτική σχέση που αναπτύσσουν οι ψηφοφόροι με κάποια κόμματα, και τα οποία για το λόγο αυτό αρνούνται να εγκαταλείψουν. Επιπλέον, δε λαμβάνει υπόψη τις συγκρούσεις των κομματικών ηγεσιών, που συχνά αποτρέπουν τις συμμαχίες και συγχωνεύσεις. Μπορεί, λ.χ. οι κ. Ανδρουλάκης και Κασελάκης να συνυπάρξουν στο ίδιο κόμμα; Τέλος, σε συνθήκες κρίσης (έστω και ήπιας) η εμπιστοσύνη που χαίρουν τα μεγάλα κόμματα στο εκλογικό σώμα είναι χαμηλή. Μετά το 2011, η Ελλάδα παρουσιάζει μεγάλη ρευστότητα στο κομματικό της σύστημα. Αυτό σημαίνει ότι το ποσοστό των εκλογέων που ψηφίζει άλλο κόμμα από εκείνο που ψήφισε στις προηγούμενες εκλογές (Δείκτης Petersen) είναι υπερβολικά ψηλός. Αυτό επιβεβαιώνει ότι σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος, περιλαμβανομένων και ψηφοφόρων της ΝΔ, βιώνει ακόμα συνθήκες έντονης ανασφάλειας και εύκολα μπορεί να επιλέξει αντισυστημικά κόμματα.

Συμπεράσματα

Από τα παραπάνω προκύπτουν δύο βασικά συμπεράσματα. Πρώτον, ο κατακερματισμός της αντιπολίτευσης δε φαίνεται να είναι παροδικό φαινόμενο. Παρόλο που το κομματικό σύστημα βρίσκεται σε οριακή κατάσταση, κι αυτό δυσχεραίνει τις προβλέψεις, το ενδεχόμενο ενός παρατεταμένου πολυκερματισμού μοιάζει μεσοπρόθεσμα πιθανότερο. Όσο διαρκεί η κοινωνικο-οικονομική κρίση, η εμπιστοσύνη των πολιτών στα μεγάλα κόμματα θα είναι χαμηλή.[2]Αυτό κρατά το κομματικό σύστημα σε μια κατάσταση ρευστότητας, συντηρώντας έτσι τη πολυδιάσπαση της αντιπολίτευσης. Αν και όταν αρχίσει η κρίση να υποχωρεί(δηλ. να εδραιώνεται μια ανάπτυξη στο 2-3%, με δικαιότερη ανακατανομή προς τα κάτω)οι προοπτικές κομματικής σταθεροποίησης θα αυξηθούν. Προς το παρόν ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης από το 2019 παραμένει στο 1,8%, ενώ 6 στα 10 νοικοκυριά υποφέρουν από την ακρίβεια (βλ. έρευνα ΙΜΕ ΓΕΣΕΒΕ για το 2023).

Δεύτερο, τα κόμματα της αντιπολίτευσης που θα κυριαρχήσουν μακροπρόθεσμα δεν είναι εκείνα που θα χρησιμοποιήσουν έξυπνους τακτικισμούς και ελιγμούς, αλλά όσα θα παραμείνουν συνεπή προς τις αρχές τους. Το ζήτημα δεν είναι μόνο ηθικό. Είναι κυρίως θέμα ασφάλειας μιας μεγάλης μερίδας πολιτών που σήμερα νιώθει ότι οι πολιτικές ελίτ εξαπάτησαν την κοινωνία στα δύσκολα χρόνια της κρίσης. Με άλλα λόγια, τα κόμματα της αντιπολίτευσης που τελικά θα επηρεάσουν τις εξελίξεις δεν πρόκειται να είναι εκείνα που κουβαλούν αμαρτίες του παρελθόντος και μια νοοτροπία οπορτουνισμού, όπως αυτή που κατέστρεψε το ΣΥΡΙΖΑ. Αντιθέτως, τα κρίσιμα κόμματα του αύριο θα είναι εκείνα που θα συμβάλλουν στο να ανακτηθεί η αξιοπιστία του κομματικού συστήματος, μέσα από έναν νέο πολιτικό λόγο, με σταθερές ιδέες, καθαρή ταυτότητα και ένα σαφές πρόταγμα για το μέλλον.

*Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών, Βουλευτής Επικρατείας της Πλεύσης Ελευθερίας

[1] «Ποιο είναι το κομματικό σύστημα της κρίσης;», ΕφΣυν, 4.5.2017.

https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/109021_poio-einai-kommatiko-systima-tis-krisis

Kazamias, A (2018) ‘The Political Effects of the Greek Economic Crisis: The Collapse of the Old Two-Party System’, στο V. Fouskas και C. Dimoulas (επιμ.), Greece in the 21st Century. The Politics and Economics of a Crisis, Λονδίνο, Routledge, σ.163-186, «Γιατί η Ελλάδα δεν έχει δικομματισμό», ΤΡΡ, 27.2.2022

https://thepressproject.gr/giati-i-ellada-den-echei-dikommatismo/

[2] Αυτό ισχύει σε σημαντικό βαθμό και για τη ΝΔ. Παρά την κατάρρευση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και την τεχνητή ενδυνάμωσή της ως η μόνη επιλογή μονοκομματικής κυβέρνησης, η ΝΔ μετά το 2019 λαμβάνει ποσοστά χαμηλότερα από εκείνα που λάμβανε την περίοδο 1974-2007, παρόλο που τότε ήταν δεύτερο κόμμα για το μεγαλύτερο διάστημα εκείνης της περιόδου. Εξάλλου, ποτέ πριν την κρίση του 2008 η ΝΔ δεν είχε διαρροή ψηφοφόρων προς τα δεξιά μεγαλύτερη του 4% του εκλογικού σώματος. Σήμερα η διαρροή αυτή ανήλθε στο 14%.