του Γιώργου Πλειού
Καθηγητή στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ και διδάσκοντα στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Ο ρατσιστής ρίχνοντας στο καλάθι με τα σκουπίδια όση γνώση και ιστορική εμπειρία έχει συσσωρεύσει το ανθρώπινο είδος μιλάει με περισσό θράσος και ευκολία για «εισβολείς». Αγνοεί ή καμώνεται σαν καρνάβαλος πως αγνοεί ότι εισβολή από μη οργανωμένη και μη οπλισμένη ομάδα δεν υφίσταται συνεπώς ούτε και εισβολείς. Στην πραγματικότητα τι κάνει; Εκμεταλλεύεται το φόβο των κατοίκων όλης της χώρας μα κυρίως των νησιών που δεκαετίες τώρα έχει καλλιεργηθεί με τον εξ ανατολών κίνδυνο. Εκμεταλλεύεται την ευαισθησία των κατοίκων αυτών για τη ζωή τους και για τη χώρα.
Ο ρατσιστής ωρύεται πως κινδυνεύει η πατρίδα «του» από τους αλλόθρησκους κι αλλόγλωσσους ωστόσο δεν δίνει δεκάρα για άλλου τύπου αλλόθρησκους που έχουν ευρώ ή δολάρια στην τσέπη τους. Θα βάλει ταμπέλα στα αραβικά ή στα τουρκικά έξω από μαγαζί του στα πιο κεντρικά σημεία της πόλης και θα προσλάβει κατά προτίμηση υπαλλήλους οι οποίοι μιλάνε τη γλώσσα των αλλόγλωσσων και αλλόθρησκων, των «εισβολέων». Ο ρατσιστής μπορεί να κάνει κι άλλα. Ουρλιάζει για εισβολείς που θα αλλοιώσουν τον πολιτισμό του, τη γλώσσα του, τη θρησκεία του, αλλά θα πάει με τα δικά του ευρώ «απέναντι» για να αγοράσει εμπορεύματα μισοτιμής προκειμένου να τα πουλήσει τριπλάσια σε αυτούς που θέλει να προστατεύσει από τους «εισβολείς». Ο ρατσιστάκος, αυτό το δειλό ανθρωπάκι που θέλει να τα έχει καλά και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ, μπορεί να γίνει πιο επινοητικός αρκεί να πέφτει παραδάκι. Δημόσια ίσως εκφωνεί λόγους γεμάτους μίσος εναντίον των «λαθροπιθήκων». Ιδιωτικά πάλι να παρακαλεί να νοικιάσουν κι απ΄ αυτόν κανένα δωμάτιο οι «καταραμένες» ΜΚΟ. Κάνει την ανάγκη φιλότιμο. Αφού αναγκάζεται να πουλάει σε “εισβολείς”, να μη δώσει για 3,5 ευρώ το μπουκαλάκι το νερό ή 5 ευρώ τη φόρτιση του κινητού;
Να το ξαναπούμε. Ο ρατσισμός είναι ιδεολογία που χρησιμοποιείται για υπερεκμετάλλευση των άλλων με πρόσχημα τη διαφορετικότητα. Ο ρατσιστής νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του, αδιαφορεί για τους άλλους είτε είναι ξένοι είτε συμπατριώτες του. Τους έχει για άρμεγμα, πότε έτσι πότε αλλιώς. Το σιχαμένο χέρι του δε τον σηκώνει για την πατρίδα. Καμιά πατρίδα δεν θέλει ανθρώπους με σιχαμένο χέρι.
Ο ρατσιστής δεν είναι ρατσιστής μόνο με τους αλλόχρωμους, τους αλλόγλωσσους ή τους αλλόθρησκους. Είναι ρατσιστής και με τις γυναίκες. «Τι φταίμε που είσαι γκαστρωμένη, εμείς σε γ…σαμε;» θα πει. Πρόκειται για φράση που μόνο πολιτιστικά νεάτερνταλ θα μπορούσαν να εκστομίσουν ανερυθρίαστα. Πρόκειται για όνειδος που θα συνοδεύει για πολλά χρόνια όχι μόνο αυτούς που την είπαν αλλά κι αυτούς που την άκουσαν και δεν είπαν ή δεν έκαναν τίποτα, ούτε τότε ούτε μετά.
Πίσω από τη φράση αυτή κρύβεται η πιο ωμή, η πιο απάνθρωπη στάση του ρατσιστή. Όχι μόνο για την ξένη γυναίκα αλλά για τη γυναίκα γενικά. Ο ρατσιστής είναι “ελεήμων” με όποια γυναίκα «γ…σε». Για τον ρατσιστή η γυναίκα, όχι η ξένη, η οποιαδήποτε γυναίκα δεν είναι άνθρωπος. Είναι κάτι που θα «γα…σει». Ή κάτι που θα του γεννήσει βοηθό στη δουλειά όπως γέννημα η γελάδα, ή κύρη να τον φροντίσει στα γεράματα, ένα ανθρώπινο εργαλείο δηλαδή. Στη ξένη γυναίκα βλέπει και τη δική του, ή για να το πούμε αλλιώς, τη γυναίκα του τη βλέπει όπως και την ξένη. Κάτι που θα «γ…σει».
Κι όμως το αποτρόπαιο δεν είναι που ενώ πατάει το έδαφος μια χώρας που έχει απαγορεύσει αυτές τις διακρίσεις – πιθανόν δεν έχει συνείδηση ποιο ακριβώς χώμα πατάει – εκστομίζει φράσεις που σε πολιτικούς όρους μόνο ναζί θα μπορούσε να εκστομίσει. Το πιο αποτρόπαιο είναι ότι γυναίκες παρούσες, γυναίκες Ελληνίδες, γυναίκες δηλαδή που κατάλαβαν τι είπε, δεν αντέδρασαν. Γυναίκες που μισούν μάλλον τον εαυτό τους. Γυναίκες που πιθανόν έτσι μεγάλωσαν και τις κόρες/γιούς τους. Πολλαπλασιάζοντας έτσι τα θύματα που θα είναι κατάλληλα μόνο «να τα γ…σουν». Γυναίκες γεμάτες μίσος δίπλα σε άνδρες γεμάτους μίσος. Για τους άλλους και για τον εαυτό τους.
Ο ρατσιστής είναι «γενναίος», όλοι το ξέρουν αυτό. Μόνο που γίνεται γενναίος όταν έχει μπροστά του αδύναμους για να ξεσπάσει το μίσος του. Όταν έχει απέναντί του μια βάρκα γεμάτη με εξουθενωμένους οικονομικά και σωματικά ανθρώπους, γεμάτη παιδιά, γυναίκες και άντρες που δεν μπορούν να του κάνουν κανένα κακό ή μια γυναίκα μόνη απέναντι στη ορδή τους ή πολίτες μιας ευρωπαϊκής χώρας που κάνουν τη δουλειά τους και που νόμισαν ότι είναι ασφαλείς πατώντας το έδαφος μιας κατά τα άλλα ευρωπαϊκής χώρας. Ο ρατσιστής δεν ξέρει ποιοι είναι αυτό που βρίσκονται στη βάρκα, ποια είναι η βιογραφία τους. Δεν ξέρει ότι μπορεί να είναι πολλή καλλίτερη από τη δική του. Που αυτός που βρίσκεται μέσα της ίσως δεν είναι ένας άξεστος, παραπληροφορημένος καφενόβιος αλλά ένας ικανός και παραγωγικός άνθρωπος, γιατί όχι ένας γνωστός ζωγράφος. Ή γιατρός ή δάσκαλος ή ποδοσφαιριστής. Η απλά ένας καλλίτερος από αυτόν άνθρωπος, ένας άνθρωπος που ο ρατσιστής ποτέ δεν θα καταφέρει να γίνει. Σε αυτούς κάνει το γενναίο. Ο ρατσιστής στις δύσκολες στιγμές, λ.χ. σε μια κρίση όπως αυτή των Ιμίων θα ψάχνει εισιτήριο για το πλοίο. Θα βάλει όλα τα μέσα, τους γνωστούς με τοπική επιρροή. Ο «γενναίος», ο «πατριώτης». Η ντροπή της πατρίδας – χωρίς εισαγωγικά.
Ο ρατσιστής θα σηκώσει το σιχαμένο χέρι του απέναντι σε ανθρώπους που βοηθάνε. Βοηθάνε ανθρώπους να ανακουφιστούν, να ξεχάσουν τον ήχο της βόμβας ή τα σφαίρας που σκίζει τον αέρα. Που αν δεν υπήρχαν αυτοί οι άνθρωποι ίσως και η δική του ζωή, η ζωή ενός ρατσιστή θα ήταν ακόμα χειρότερη. Ο ρατσιστής νιώθοντας δυνατός αφού η δημόσια δύναμη δεν κάνει το καθήκον της, αφού δεν ασκεί την εξουσία της (ε, το κάνει λ.χ. σε κάποιον νεαρό φοιτητή), θα αποπειραθεί να παίξει το ρόλο του αστυνόμου. Κατά βάση αυτό που τρέφει τον ρατσιστή είναι να ασκεί ωμή εξουσία σε όποιον μπορεί. Υπάλληλο ή εργάτη του, γυναίκα, γείτονα, νοικάρη, μικρό παιδί ή άλλο. Ο ρατσιστής πριν σηκώνει το σιχαμένο χέρι του στον πρόσφυγα το έχει σηκώσει στη γυναίκα του, στην αδελφή του, στο παιδί του, στον «τρελό του χωριού» και σε κάθε έναν/μια που θεωρεί αδύναμο/η.
Ο ρατσιστής ίσως αγνοεί ότι έχει περάσει τα σύνορά της Κου Κλουξ Κλαν, ότι πλέον βρίσκεται έξω από την πόρτα του φασισμού. Είναι φασίστας αυτός ο ρατσιστής; Όχι ακόμα. Είναι στο δρόμο να γίνει φασίστας. Αν γίνει, δεν θα γίνει φασίστας επειδή μόνος αυτός ασκεί αυτόκλητη ρατσιστική βία, αλλά και επειδή πίσω του σ’ αυτήν την προσπάθεια υπάρχουν και πολλοί άλλοι. Όποιος διάβασε τα σχόλια κάτω από το βίντεο της επίθεσης στη βάρκα της Θερμής, όχι μόνο οφείλει να ντρέπεται για ότι έκαναν αυτοί οι συμπατριώτες μας (στα χαρτιά , όχι στο μυαλό και την καρδιά), μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει πως μια νέα φασιστική ταξιαρχία εξυφαίνεται. Που δεν φαντασιώνεται πως κατάγεται από την πατρίδα του Λυκούργου όπως το ορφανό του Παπαδόπουλου, αλλά όμως της φαίνεται καλή ιδέα η Κρυπτεία.
Θα γίνει φασίστας όχι επειδή αποτελεί εξαίρεση στον παροξυσμό της ρατσιστικής βίας αλλά ακριβώς επειδή πίσω του, στη γειτονιά του ή στο ηλεκτρονικό χωριό των μέσων κοινωνικής δικτύωσης υπάρχουν αρκετοί που συμφωνούν μαζί του, που τον προτρέπουν να το κάνει, ξεχνώντας ότι είναι το πιόνι στην αρένα τους. Πίσω του είναι πολλοί που σιχαίνονται τα δικαιώματα, την ισότητα, το διεθνές δίκαιο, τη δημοκρατία – αν και είναι πιο δειλοί ακόμα κι από αυτόν τον δειλό. Θα γίνει φασίστας γιατί δεν ανέχεται ελεύθερους ανθρώπους, γιατί δεν ανέχεται τη δημοκρατία, και θα το κάνει ακόμα και χύνοντας αίμα αθώων, μόνο και μόνο γιατί υπάρχουν.
Μπορούμε να πούμε ακόμα πολλά για το ρατσιστή και το σιχαμένο χέρι του – έχει όντως πολλά «ταλέντα». Το χέρι του δεν θα γίνει βρώμικο από ότι είναι, γιατί είναι ήδη βρώμικο από την ώρα που σηκώθηκε. Ωστόσο μένει να απαντηθεί ένα καίριο ερώτημα. Ποιος είναι πραγματικά ο λόγος ώστε άνθρωποι που νόμιζαν ή και νομίζουν αλλιώς τον εαυτό τους – βάζουν τώρα απλά ένα «αλλά» στο λόγο τους και πιάνουν ρόπαλα για να τα ρίξουν με ορμή στα κορμιά αθώων, που δεν είναι σε καλίτερη θέση από τους παππούδες τους που ήρθαν από «απέναντι»; Που αποκαλούν αυτά τα κορμιά «λαθραίους» με την ίδια ευκολία που έλεγαν κάποτε τους παππούδες τους «Τουρκόσπουρους», ίσως και να τους λένε πιο πέρα από τον τόπο τους;
Εναντίον ποιων στρέφονται λοιπόν; Γιατί δεν έκαναν το ίδιο το καλοκαίρι του 2015 ή έκαναν διαφορετικά πράγματα το ίδιο καλοκαίρι; Αν ξύσουμε λίγο την επιφάνεια των πραγμάτων ίσως καταλάβουμε ότι αυτό που θέλουν οι περισσότεροι εξ αυτών (όχι οι συνειδητοποιημένοι φασίστες) να πετάξουν στη θάλασσα δεν είναι οι ίδιοι οι μετανάστες, αλλά η φήμη την οποία ίδιοι απέκτησαν από το Μάρτιο του 2016 και μετά, χάρη στην παρουσία προσφύγων και μεταναστών. Αυτό που θέλουν να αφαιρέσουν από πάνω τους είναι το στίγμα. Το στίγμα ενός νησιού γεμάτου «λαθραίους», «βρώμικους», «υγειονομική βόμβα» «αλλόθρησκους», «τζιχαντιστές», και άλλα πολλά. Μια εικόνα διαμετρικά αντίθετη με τις αξίες της καλής φήμης και του προβεβλημένου από τα ΜΜΕ life style
Είναι το στίγμα μιας γεωγραφικής περιοχής φορτωμένης με πλήθος μελανών στοιχείων που οι κάτοικοί της ξέρουν ή νομίζουν πως όλοι οι άλλοι ζώντας στις φροντισμένες πόλεις τους, τους βλέπουν υποτιμητικά να κουβαλάνε αυτό το στίγμα. Που νομίζουν ότι θέλουν να τους αποφύγουν, που τους θεωρούν νησιώτες δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας. Ιδιαίτερα αν κάποιοι από αυτούς έχουν προσπαθήσει να γίνουν «Μύκονος» αλλά τους «έτυχε» Μόρια.
Το επόμενο όμως ερώτημα, είναι ακόμα πιο καίριο: ποιος φιλοτέχνησε και κόλλησε στους νησιώτες αυτό το στίγμα, καθημερινά και επί μακρόν; Αν συνεχίσουμε το ψάξιμο θα μάθουμε ότι εκτός από τη ρατσιστική πολιτική της “αποτροπής” στο επιχειρησιακό επίπεδο, που οδήγησε στην συγκέντρωσή τους στα νησία υπό άθλιες συνθήκες, είναι τα τερατώδη «ρεπορτάζ» μεγάλων ΜΜΕ, που από τη τρυφηλή πρωτεύουσα επανέλαβαν ό,τι έκαναν στην περίπτωση του Αγ Παντελεήμονα: με πηχυαίους τίτλους γεμάτους υπερβολές, δυσφήμιση, απαξία, ρατσιστική χολή. Θα μάθουμε ακόμα ότι εκτός του ότι κάτι τέτοιο «πουλάει» εμπορικά δεν έγινε χωρίς πολιτική και άλλη κάλυψη, αν όχι παρότρυνση. Θα μάθουμε ότι πάνω σ’ αυτό το στίγμα επένδυσαν αρκετοί χρήμα και καριέρες. Όσο πιο μεγάλο τόσο στίγμα τόσο μεγαλύτερο ήταν κέρδος τους.
Ναι τα νησιά είναι υπερφορτωμένα. Η κατάσταση είναι τραγική πριν απ’ όλα για τους ίδιους τους πρόσφυγες/μετανάστες και σημαντικά δύσκολη για τους κατοίκους. Ναι τα νησιά πρέπει να αποσυμφορηθούν. Παράλληλα όμως, ή ακόμα περισσότερο, πρέπει να αποστιγματιστούν. Όσο δεν αποστιγματίζονται, το στίγμα θα τρέφει το σιχαμένο χέρι του ρατσιστή και μένει ακόμα και ένα τυχαίο γεγονός ώστε το χέρι που κρατάει το ρόπαλο να ορκίζεται πίστη σε ένα νέο ορφανό του Παπαδόπουλου.