Κανονίσαμε να τα ξαναπούμε άμεσα, και μετά από λίγες ημέρες αράξαμε σε ένα καφενείο κάτω από έναν πλάτανο, στην πλατεία που παίζαμε όταν ήμαστε παιδιά. Εκεί της είχα ρίξει τις πρώτες μου καρατιές για να κάνω την εξάσκησή μου ως αυτοδίδακτος, εκεί ήταν και που μου έπαιρνε το ποδήλατο «για δέκα λεπτά» και με άφηνε ώρες ολόκληρες να την περιμένω. Της φανέρωσα το σχέδιό μου για το πώς θα μπορούσαμε ίσως να κυνηγήσουμε το όνειρο των παιδικών μας χρόνων: Να γίνουμε πλούσιοι. Θέλαμε να γίνουμε πλούσιοι όχι για να έχουμε υλικά αγαθά, αλλά για να μη χρειάζεται να δουλεύουμε. Ήταν περισσότερο το δικαίωμα στην τεμπελιά παρά ενδιαφέρον για τον πλούτο. Όμως, στα σαράντα μας, με δύο παιδιά ο καθένας, ο πιο προφανής τρόπος να μην χρειάζεται να δουλεύουμε ήταν να βρούμε λεφτά. – Θυμάσαι που ο θείος σου όταν ήταν νέος είχε γυρίσει μια ταινία η οποία δεν προβλήθηκε ποτέ; – Ναι. Μια τσόντα. – Δεν ήταν τσόντα. Το έψαξα στο ίντερνετ. Από πολλούς σινεφίλ θεωρείται η πιο σπάνια ελληνική ταινία όλων των εποχών. Δεν την έχει δει ποτέ κανένας εκτός από το θείο που τη σκηνοθέτησε και έκανε το μοντάζ.
 
Τον θείο, κάποιοι κύκλοι των θεωρούν ιδιοφυΐα. Έκανα ερωτήσεις και σε κάποια φόρουμ. Η αξία αυτής της ταινίας, με το σωστό μάρκετινγκ, μπορεί να είναι αμύθητη! Μια αστραπή πέρασε από τα μάτια της ξαδέρφης μου. – Ξέρω από σωστό μάρκετινγκ! – Κι εγώ, είπα αινιγματικά, ξέρω να κλέβω. Στην πραγματικότητα δεν έχω ιδέα από κλοπές, αλλά ήταν η τέλεια ατάκα για εκείνη τη στιγμή. – Τι ξέρεις εσύ από κλοπές; – Τα τσιγάρα ποιος τα έκλεβε από τα πακέτα των γονιών μου και σου τα έφερνε; – Ένα πακέτο μου είχες φέρει, που ήταν άδειο. Στην Ηριάννα δεν πέρναγαν αυτά, είχε καλό μνημονικό και με ήξερε από παιδάκι. Εντούτοις, καταστρώσαμε τα σχέδιά μας. Μπορεί να μην ξέρω από κλοπές αλλά σκίζω από πλοκές. Εκείνη, στα σαράντα του μακαρίτη, ξεκίνησε κοινωνικές επαφές με τα ξαδέρφια της από το άλλο σόι. Ξεδιάλεξε όσους ήταν πιο κοντινοί στον θείο και βγήκε μερικές φορές μαζί τους χωρίς να κουβεντιάζει τίποτα σχετικό. Κάποιοι βαρέθηκαν και ξέκοψαν με διάφορες προφάσεις, κάποιους τους ξέκοψε η ίδια όταν πείστηκε ότι δεν ξέρουν κάτι ή όταν είδε πως γίνονται καχύποπτοι. Από τους πέντε–έξι έμεινε στο τέλος ένας, ο Μπίλης.
 
Ο Μπίλης ήταν ένας εύσωμος αιώνιος φοιτητής με φουντωτό κατσαρό μαλλί και στρογγυλά γυαλάκια, ήταν το καλό παιδί που το έβλεπαν όλες οι γυναίκες σαν φίλο, ήταν εργένης και φανατικός σινεφίλ. Της Ηριάννας της ήταν πραγματικά συμπαθής, και αυτό ήταν το πιο απλό της και αποτελεσματικό κόλπο, να συμπαθεί τον άλλο αληθινά. Ξεκίνησαν συστηματικά να πηγαίνουν σε ταινίες της κινηματογραφικής λέσχης, και ήταν και οι δύο κερδισμένοι. Η Ηριάννα κέρδιζε συνεχώς την εμπιστοσύνη του Μπίλη, και αποκόμιζε από τις αναλύσεις του σημαντικές γνώσεις που όταν αποκτούσαμε την ταινία θα την βοηθούσαν στο σωστό μάρκετινγκ. Ο Μπίλης από την άλλη, δεν πήγαινε πια μόνος του στις αίθουσες, αλλά με τη συνοδεία μιας ψηλής γυναίκας με πλούσιο μπούστο και σταχτοπράσινα μάτια. Ακόμα και οι κοπέλες που του είχαν κόψει άπειρα εισιτήρια τον κοιτούσαν τώρα διαφορετικά. Πέρασαν τέσσερις μήνες από τη συνάντησή μας στο καφενείο της πλατείας. Η Ηριάννα, πολύ μυαλό, έδειχνε το θαυμασμό της στις γνώσεις του Μπίλη για το σινεμά και τη σκηνοθεσία, και τον άφηνε μόνο του να πλησιάζει την περίτεχνη παγίδα της. Κάποια στιγμή από μόνος του έφερε την κουβέντα γύρω από τις σκηνοθετικές ικανότητες του θείου. Ιδιαίτερα διαβασμένος καθώς ήταν, της ανέλυσε την κριτική του για της ιδιότροπες λήψεις του σκηνοθέτη, πολύ απομακρυσμένα πλάνα, υπερβολικά μεγάλα κάδρα και διάφορα άλλα τέτοια. Εκείνη με προσποιητή αφέλεια ρώτησε αν υπάρχουν ακόμα οι ταινίες του, εκτός από τα σοφτ πορνό που δεν είχε κανένα ενδιαφέρον να δει.
 
Ο Μπίλης την κάλεσε στο σπίτι του ένα απόγευμα και είδαν σερί στο βίντεο τις τρεις ταινίες που έχουν σωθεί. Κουβέντιαζαν τη μία, τσιμπούσαν κάτι, και έβαζαν την επόμενη. Η Ηριάννα παρίστανε την ενθουσιασμένη, και αργά τη νύχτα, πολλή ώρα μετά το τέλος της τρίτης ταινίας και μετά από αρκετές βότκες σε χαλαρή ατμόσφαιρα, ο Μπίλης αποκάλυψε την ύπαρξη μιας ακόμα ταινίας, ιδιαίτερα σπάνιας και ξεχωριστού ενδιαφέροντος. Της εξήγησε την πλοκή και εκείνη άκουγε μαγεμένη. – Αυτό είναι υπέροχο! Μοιάζει με το σενάριο του Truman show! – Ακριβώς! Και γυρίστηκε τριάντα χρόνια πριν από αυτό. Αλλά δεν προβλήθηκε ποτέ. Ο εισαγγελέας έκανε κατάσχεση στις κόπιες μετά από μήνυση του πρωταγωνιστή. – Γιατί έκανε μήνυση αυτός; – Γιατί, σε αντίθεση με τον Τζιμ Κάρει, εκείνος δεν ήξερε ότι πρωταγωνιστούσε σε ταινία. Όλα τα πλάνα τραβήχτηκαν κρυφά, πίσω από διπλούς καθρέπτες, με τηλεφακούς στο δρόμο, και με κρυμμένα μικρόφωνα. – Απίστευτο! Την έχεις; Θέλω να τη δούμε! – Δε την έχω. Κανείς δεν ξέρει πού μπορεί να είναι. Ξέρουμε ότι έχει κάπου κρύψει ένα αντίγραφο, αλλά δεν είναι στο σπίτι του. Έχει ψάξει η γυναίκα του πολλές φορές. Το μόνο που βρήκε ήταν ένα πολυσέλιδο ιδιόχειρο σημείωμα του θείου που καταγράφει όλη την ιστορία της ταινίας, από την αρχική σύλληψη του σεναρίου μέχρι την ημέρα της παραλίγο πρεμιέρας και τον εισαγγελέα. Μας είπε ότι λείπει η τελευταία σελίδα όπου ο θείος γράφει πού έχει κρύψει την κόπια. Εγώ πιστεύω ότι την εξαφάνισε αφού τη διάβασε, ίσως για να έχει πάντα τον τελευταίο λόγο, ποιος ξέρει.
 
Η Ηριάννα έδειξε την αναμενόμενη απογοήτευσή της ως μυημένη σινεφίλ, και πριν αποχωρήσει φρόντισε να αλλάξει θέμα. Το σημείωμα μας έγινε έμμονη ιδέα. Πού να βρίσκεται, πώς μπορούμε να το πάρουμε από τη θεία χωρίς να μας καταλάβει, και φυσικά, το αν θα υπάρχει η τελευταία σελίδα. Η κλοπή του σημειώματος ήταν δύσκολη υπόθεση γιατί η θεία σπάνια έλειπε από το σπίτι. Τη λύση μας την έδωσε άθελά του ο Μπίλης, όταν σε μια από τις επόμενες συναντήσεις τους, συζητώντας για το πόσο μεγάλωσαν πια οι δικοί μας της είπε πως η θεία φοβάται συνέχεια ότι θα πεθαίνει, και ζητάει κάθε τόσο να της φέρνουν εξομολογητή στο σπίτι. Εγώ θυμήθηκα ένα παλιό επεισόδιο της σειράς Mission: Impossible με τον Πίτερ Γκρέιβς και στήσαμε την κομπίνα. Ξεκίνησα να αφήνω γένια, και έμαθα απ’έξω πολλά εδάφια της Καινής Διαθήκης, ειδικά τους μακαρισμούς και τον ύμνο της αγάπης, και λίγα της Παλαιάς ώστε να μπορώ να την τρομάξω αν χρειαστεί. Έμαθα και τις ακολουθίες του αγίου ευχελαίου και του ιερού μυστηρίου της μετάνοιας. Αγοράσαμε όλα τα απαραίτητα άμφια, και για να βάλω και μια δόση πολυτέλειας το επιτραχήλιο το πήρα χρυσοκέντητο σε Αλπακά με γαλόνια από μαροκέν. Πήρα και μαύρα παπούτσια με κρυφούς πάτους για έξτρα ύψος, και τέλος, μια ψεύτικη γενειάδα που με τις φροντίδες της Ηριάννας ταίριαξε άψογα με τα μούσια στα μάγουλα.
 
Από κυρίες της κατήχησης η Ηριάννα πληροφορήθηκε για όλους τους παπάδες της ενορίας. Πήραμε τηλέφωνο τη θεία δήθεν εκ μέρους κάποιου ιερού πατέρα, και με μεγάλη άνεση κανονίσαμε ένα ραντεβού σπίτι της για εξομολόγηση. Χτύπησα την πόρτα της θείας ένα χειμωνιάτικο σούρουπο με ελαφρύ ψιλόβροχο, έτρεμα από το άγχος μου, αλλά αυτό βοήθησε τρομερά γιατί πριν καλά καλά αρθρώσω μια λέξη, η ευλογημένη νομίζοντας πως έτρεμα από το κρύο με τράβηξε μέσα στο σπίτι. Κουβεντιάσαμε λίγο σχετικά με την υγεία της και τις δυσκολίες της ζωής, και μετά ξεκίνησα την παράσταση. Στην πρώτη ευκαιρία έριξα μέσα στο ποτήρι της ένα παραισθησιογόνο και ξεκίνησα να διαβάζω Ψαλμούς. Στον 22 του Δαβίδ ήταν ήδη υπό την επήρεια όταν άκουσε το «εάν γαρ πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι συ μετ΄ εμού» και την ίδια ώρα η Ηριάννα προκαλούσε πτώση τάσης στο σπίτι με μια συσκευή επαγωγικού φορτίου που προμηθεύτηκα από φίλο μου παλιό μηχανοδηγό, και την είχα συνδέσει λίγη ώρα πριν στο ρολόι της ΔΕΗ. Τα φώτα άρχισαν να τρεμοπαίζουν, και τότε με τρόπο άνοιξα τον ενισχυτή που είχα κρυμμένο στο ράσο. Αυτός ο ενισχυτής επαναλάμβανε τη φωνή μου αλλαγμένη, και έβαζε ηχώ σε τυχαίες στιγμές. Ο πανικός που έπιασε αυτή τη γυναίκα μου έφερε δάκρυα στα μάτια, αλλά για να είμαι ειλικρινής δεν σκέφτηκα ούτε στιγμή να σταματήσω. Εκείνη έκλαιγε με αναφιλητά, καθηλωμένη από τον τρόμο, γονατιστή σε στάση προσκύνησης, και συχνά της ξέφευγαν μικρά ουρλιαχτά που έμοιαζαν με μοιρολόγια.
 
Δεν χρειάστηκε πολλή προσπάθεια από εκείνο το σημείο και πέρα. Άρχισε να εξομολογείται μόνη της, φοβούμενη μάλλον ότι πεθαίνει. Εγώ την ενθάρρυνα να μου τα πει όλα, να μην κρατήσει τίποτα. Και στο τέλος μου είπε για το σημείωμα. Ο μακαρίτης το είχε κρεμάσει με πετονιά πίσω από το εντοιχισμένο ψυγείο. Πολύ βολικά για εμάς, πήγε και μου το έφερε στα χέρια, ζητώντας να το κρατήσω ώστε να το αποκαλύψω στον ανιψιό της όταν ο θεός την έπαιρνε κοντά Του, γιατί δεν εμπιστευόταν δικηγόρους και διαθήκες για αυτή τη δουλειά. Την καθησύχασα, έδωσα τη συγχωρετική ευχή που είχα φυσικά αποστηθίσει, και αποχώρησα. Όταν είχα απομακρυνθεί μια δυο γωνίες, με βρήκε η Ηριάννα με το αμάξι της και κάτω από το αδύναμο φως της καμπίνας ανοίξαμε το φάκελο. Το σημείωμα ήταν ένα χοντρό πακέτο από χαρτιά διπλωμένα στη μέση. Τα αγνοήσαμε όλα και πήγαμε απευθείας στο τέλος. Η τελευταία σελίδα πράγματι έλειπε. Βάλαμε τα γέλια. Δεν ξέρω γιατί, αλλά είχαμε ένα αίσθημα τρομερής ανακούφισης. Πήγαμε και ήπιαμε την πιο ευτυχισμένη μπύρα της ζωής μας. Εγώ ήμουν ακόμα με τα άμφια.