«Μια από τις χειρότερες αιτίες εχθρότητας είναι η λύσσα και η ποταπή επιθυμία να δεις να υποκύπτει, αυτός που τολμάει να αντιστέκεται σ’ αυτό που σε συνθλίβει», θα γνωματεύσει -σε ανύποπτο, για την νεοελληνική πραγματικότητα, χρόνο- ο Albert Camus.
Όμως είναι μόνο αυτό; Είναι επαρκής αυτός ο αφορισμός για να ερμηνεύσει τα όσα εξοργιστικά έχουμε ακούσει στα τελευταία πέντε μνημονιακά χρόνια; Πώς είναι δυνατόν άνθρωποι, εκείνοι τουλάχιστον που από πρώτη άποψη δεν έχουν άμεση σχέση με μνημονιακά συμφέροντα, να υπερασπίζονται με τέτοιο πάθος τη γερμανική επικυριαρχία και ταυτόχρονα να εκδηλώνουν τέτοια απύθμενη μισαλλοδοξία και περιφρόνηση σε βάρος εκείνων που επιμένουν να αγωνίζονται;
Προφανώς η χώρα έχει μακραίωνη παράδοση στους «εφιάλτες», όπως αντίστοιχα μακραίωνη, σχεδόν αρχετυπική, είναι και η παράδοση του ήθους αντίστασης του Λαού μας. Κάθε Τριακόσιοι έχουν και τον Εφιάλτη τους, κάθε Σούλι έχει και την Πήλιο Γούση του, όπως βέβαια και κάθε Πόλη έχει και την Κερκόπορτα της. Όλοι τους με τις τετράγωνες εκλογικεύσεις και τα ατράνταχτα ρεαλιστικά άλλοθι της προδοσίας τους. Κάθε κατοχή έχει και τους δωσίλογους της. Κάθε κατακτητής έχει και τους ουτιδανούς φίλους του.
Όμως, στην μακραίωνη αργόσυρτη διαχρονία μας, είναι η πρώτη φορά που πλατιά λαϊκά στρώματα, ευτυχώς όχι πλειοψηφικά, τάσσονται προκλητικά, εδώ και καιρό, απερίφραστα, με τους «Μήδες» που έχουν ήδη διαβεί.
«Δειλοί οσάκις είναι πλούσιοι κι’ όταν πτωχοί, πάλι είς μικρόν δειλοί», στρεβλώνοντας ακόμη και την κατηγορηματική αλήθεια του μεγάλου ποιητή.
Λες και ένα μυστηριώδες νήμα, ένας αόρατος ψυχικός δεσμός, δένει τους Έλληνες «ομήρους» με τους ξένους και ντόπιους εκμεταλλευτές. Λες και ήτανε τόση η ευκολία που «ντηθήκαμε» στα μεταπολιτευτικά χρόνια, ώστε κάποιοι βρεθήκανε εξόχως εύθραυστοι αντίκρυ στη συγκεκαλυμμένη βία των αποικιοκρατών. Κάνανε τη ρηχή και ευτελή ανάγκη, ρεαλιστική -τάχα μου- «φιλοτιμία».
Ακόμη και στις ώρες των οριακών διαπραγματεύσεων της νέας ελληνικής κυβέρνησης, με το πιστόλι του ξαφνικού ταμειακού θανάτου έτοιμο να εκπυρσοκροτήσει, δεκάδες συμπολίτες μας, απλοί καθημερινοί άνθρωποι, έσπευσαν να καταθέσουν, στις διαδικτυακές και άλλες συντροφιές τους, υπέρ των ευρωστραγγαλιστών του Λαού μας. Ταυτισμένοι με τους νεωτερικούς αποικιοκράτες, που γουστάρουν το ελληνικό οικόπεδο, και φοβισμένοι μην τυχόν και μπει ένα τέλος στην αιχμαλωσία μας.
Η ταύτιση αυτή του θύματος με τον θύτη, δεν μπορεί παρά να παραπέμπει στο γνωστό Σύνδρομο της Στοκχόλμης. Εκεί όπου το 1973, τέσσερις Σουηδοί που κρατήθηκαν ως όμηροι για έξι ημέρες κατά τη διάρκεια μιας τραπεζικής ληστείας, «δέθηκαν» συναισθηματικά με τους τους εγκληματίες που τους κρατούσαν.
Όμως, στην ελληνική περίπτωση, δεν μιλάμε απλά για μερικούς ανθρώπους που βρέθηκαν στη δύσκολη αυτή συγκυρία και εμφάνισαν αυτή την πνευματική διαταραχή. Μιλάμε για ένα Σύνδρομο που διατρέχει απ’ άκρη σε άκρη την ελληνική κοινωνία και μας δηλητηριάζει, σχεδόν όλους, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Λες και είμαστε «ερωτευμένοι» με το Ευρώ. «Ερωτευμένοι», όχι με την Ευρώπη, αλλά με τη χειρότερη συμβολική εκδοχή της. Τη νομισματική Ένωση, όχι των Λαών αλλά των ελίτ της. Ερωτευμένοι με ένα «νόμισμα»: με κάτι που νομίζουμε ότι «είναι».
Είναι βέβαιο ό,τι θα άξιζε μια διεξοδικότερη μελέτη του φαινομένου αυτού, κατά το οποίο γίνεται φανερό, ότι ένας Μηχανισμός Άμυνας, ενσωματωμένος στο μαλακό υπογάστριο της νεοελληνικής κοινωνίας, μπορεί και ενεργοποιείται κατά το δοκούν, με την ιδέα ότι ο εκμεταλλευτής δεν θα βλάψει τον εκμεταλλευόμενο, εάν αυτός είναι συνεργάσιμος και ακόμη αν τον υποστηρίζει απόλυτα. Με τον τρόπο αυτό, δεν απομένει στον νεοέλληνα παρά να προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια του εκμεταλλευτή του με σχεδόν παιδαριώδη τρόπο. Λες και το μεταπολιτευτικό αυτοναφορικό νήπιο, το αγανακτισμένο από την απώλεια της κρατικής τροφού-πιπίλας, το απογοητευμένο από την πολυετή «δημοκρατική» ανάθεση, εγκαταλείπεται τώρα, σχεδόν μαζοχιστικά, στην τιμωρητική διάθεση της Ευρωπαίας αυταρχικής μητέρας του.
Στο πλαίσιο αυτό, ο νεοέλληνας «όμηρος» του κοινού νομίσματος, δηλαδή, αυτού που «μαζί νομίζαμε», αντιλαμβάνεται ακόμη και τις προσπάθειες όσων επιδίωκουν να τον σώσουν, ως ενέργειες που μάλλον θα τον βλάψουν, αντί να επιτύχουν την απελευθέρωση του. Σε αυτή τη «λογική», δεν στηρίχθηκε άλλωστε και η Πασοκονεοδημοκρατική μνημονιακή επιχειρηματολογία;
Όταν οι ενδεχόμενες προσπάθειες διάσωσης, μπορεί να μετατρέψουν μια ανεκτή κατάσταση σε θανατηφόρα, είναι «λογικό» να κάθεται κανείς στ’ αβγά του. Αλλά είναι πραγματικά ανεκτή η κατάσταση; Κι ακόμη και αν είναι σήμερα ανεκτή, τουλάχιστον για κάποιους, δεν είναι εντελώς ορατός ο κίνδυνος της ταχύτατης επιδείνωσης της; Και, εν τέλει, αυτή η «λογική» του ελάσσονος κακού, δεν ήταν πάντα η «λογική» των πάσης φύσεως επικυρίαρχων; Και τι σχέση έχει αυτή η «λογική» του «Βασίλη κάτσε φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης» με τις τρισχιλιετή αντιστασιακή παράδοση του Λαού μας; Τι σχέση έχει με την Θουκυδίδεια «ευέλπιδα απερισκεψία»; Πώς «μάσησαν» τόσοι πολλοί, για τόσο πολύ, στη δουλόπρεπη ευκαμψία του κάθε Γούση;
Καταντήσαμε, στην πενταετή αυτή αιχμαλωσία μας να εκθεμελιώσουμε το ήθος μας και στη θέση του να εγκαθιδρύσουμε μια, σχεδόν, συναισθηματική εξάρτηση από τους ξένους και τους ντόπιους ολιγάρχες. Λες και δεν μας έφταναν οι ντόπιοι νταβατζήδες του Καραμανλή που παρίσταναν εδώ και δεκαετίες την αστική τάξη, αυτοί οι κατσαπλιάδες του κοινού ποινικού δικαίου, αλλά έπρεπε να αναγνωρίσουμε και την επιστημοσύνη και τεχνογνωσία του κάθε Βησιγότθου Φούχτελ. Έπρεπε, μάλιστα, να υιοθετήσουμε συναισθηματικά την εξόχως μειωτική σε βάρος μας, αφήγησή του. Εξοικειωθήκαμε –ευτυχώς όχι όλοι- τόσο με τις απόψεις των «ευρωληστών», ώστε καταλήξαμε να πιστέψουμε ότι η -εξευτελιστική σε βάρος μας- θέση τους είναι όχι μόνο εύλογη αλλά και δίκαιη!
Με τον κίνδυνο να κατηγορηθεί κανείς για ρατσισμό, θα μπορούσε χιουμοριστικά να ειπωθεί, ότι ήταν τέτοια η εκ μειονεξίας απωθημένη «καύλα» μερικών προς τους Γερμανούς και προσωπικά στον ίδιο τον υπουργό Σόϊμπλε, ώστε σε λίγο θα κυκλοφορούν με αναπηρικά αμαξίδια, σε ένδειξη συμπαράστασης…
Κάπως έτσι, κρίσιμο τμήμα του Λαού μας, απομακρύνθηκε συναισθηματικά από την μνημονιακή πραγματικότητα, αρνούμενο με ψυχαναγκαστικό τρόπο ότι αυτή συμβαίνει. Λες και δεν μάθαιναν τις αυτοκτονίες, λες και δεν έβλεπαν τους ανθρώπους στα σισσίτια και τους άστεγους στα πεζοδρόμια.
Χιλιάδες συμπολίτες μας έζησαν και ζουν αυτά τα πέτρινα μνημονιακά χρόνια, έχοντας την εντύπωση ότι «όλα είναι ένα κακό όνειρο». Ότι η πραγματικότητα είναι μια ψευδαίσθηση που οφείλεται στην έλλειψη Γερμανικής μπύρας/πείρας! Άλλοι τόσοι βυθίστηκαν στην κατάθλιψη και κάθε είδους ψυχολογικές διαταραχές ή σε παραισθήσεις ότι οι ίδιοι, ατομικά, θα σώζονταν με κάποιο μαγικό τρόπο. Κάποιοι άλλοι, απασχόλησαν τον εαυτό τους με χρονοβόρες εργασιακές καψοχαρές ή με ξεφτισμένους έρωτες. Στο τέλος, είναι μάλλον βέβαιο ότι οι περισσότεροι θα θεωρήσουν υπεύθυνους για την κατάσταση που βρίσκονται, όχι τους εγκληματίες αποικιοκράτες και τα ντόπια τσιράκια τους, αλλά εκείνους που εμφανίστηκαν ως επίδοξοι σωτήρες τους.
Ιδιαίτερα μάλιστα, αν οι επίδοξοι σωτήρες, δεν φέρουν επαρκή αντισώματα στο τοξικό Ευρωμερκελλικό Σύνδρομο. Να γιατί, η απο-φετιχοποίηση του ενιαίου νομίσματος, οφείλει να αποτελέσει επειγόντως μέγιστη προτεραιότητα –αλλά και προετοιμασία- της κυβέρνησης, που θέλει να εμφανίζεται ως κοινωνικής σωτηρίας.
Σε κάθε περίπτωση, στο μέλλον ένα νέο ρητό θα προστεθεί στη λαϊκή θυμοσοφία: ουδείς Μερκελλικότερος του βλαπτομένου νεοέλληνα. Και βέβαια η Κοινωνική και η Πολιτική ψυχολογία, θα έχουν πεδίο δόξης λαμπρό στη διερεύνηση του Μερκελληνικού Συνδρόμου.
Το άρθρο στολίζει λεπτομέρεια από τον πίνακα του Γκέοργκ Γκρος «Ρεπουμπλικάνικα Αυτόματα, 1920»