του Φώτη Τερζάκη
(δημοσιεύτηκε στο 14ο τεύχος του περιοδικού «ΖΗΝ» του ThePressProject)

Κανένας φυσικά δεν πρέπει να νιώθει ασφαλής, οσοδήποτε μακριά κι αν βρίσκεται, αν τουλάχιστον βλέπει καθαρά τις προθέσεις που ενεργούν πίσω από το φανερό σφαγείο. Το πόσο προσχηματικός λόγος ήταν η «ισλαμική απειλή» τού ISIS φαίνεται καθαρά από το γεγονός ότι η πρακτική εξουδετέρωση του τελευταίου, που είναι πια δεδομένη, διόλου δεν οδηγεί σε προοπτικές ειρήνευσης αλλ’ απεναντίας κλιμακώνει την αναμέτρηση. Ο ISIS, όπως και η αλ Νούσρα, και άλλες μικρότερες σαλαφιστικές ομάδες που απαρτίζουν τη λεγόμενη «Συριακή αντιπολίτευση», χρησιμοποιήθηκε ανενδοίαστα κατά καιρούς από Αμερικανούς, Ισραηλινούς, Σαουδάραβες και Τούρκους ως εργαλείο για την εξυπηρέτηση μεσοπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμών τακτικών τους επιδιώξεων, και η σημερινή έκλειψη αυτών των ομάδων γεννά μια στρατηγική αμηχανία στους άμεσους ή έμμεσους υποστηρικτές τους1απέναντι στην οποίαν αντιδρούν με ωμές και αλόγιστες επιθετικές δράσεις που δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ούτε προσχηματική έστω νομιμότητα. 

Ο διπλός πόλεμος των ΗΠΑ και Ισραήλ στη Συρία (με μοχλό πρωτίστως τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ) ήταν εξαρχής ένα βρόμικο και κυνικό παιχνίδι, χαρακτηριστικό τού ήθους τής Ατλαντικής υπερδύναμης, που δεν αποσκοπούσε βέβαια ούτε στο να προστατέψει τον συριακό λαό από μια «δικτατορική κυβέρνηση», όπως διατείνονταν μέχρι χθες οι Ομπάμα και Κλίντον κι επαναλαμβάνουν σήμερα η ανίερη αμερικανοευρωπαϊκή συμμαχία και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ούτε να καταπολεμήσει την «ισλαμική τρομοκρατία», όπως διακηρύχθηκε μέσω ΟΗΕ και όπως ακόμη ακούγεται σε αποστροφές τού ψυχοπαθούς νυν προέδρου των ΗΠΑ, αλλά σε έναν δι’ αντιπροσώπων πόλεμο κατά της Ρωσίας και του Ιράν – δεδομένου ότι είναι οι δύο δυνάμεις που στήριξαν, και στηρίζουν, αποτελεσματικά το καθεστώς Άσαντ. Το μετατοπιζόμενο ρητορικό βάρος μεταξύ των δύο προαναφερθέντων σκοπών (που πρακτικώς αντιτίθενται μεταξύ τους) ήταν ολοφάνερα, στις διάφορες φάσεις εκδίπλωσης του συριακού παιχνιδιού, η ιδεολογική επικάλυψη των μεταβαλλόμενων στάσεων της Υπερδύναμης και των συμμάχων της έναντι των φονταμενταλιστικών ισλαμιστικών ομάδων.2

Η ίδια η σύσταση τού ISIS, άλλωστε, ήταν άμεσο προϊόν των πραγματικοτήτων που δημιουργήθηκαν στην περιοχή μετά τις αμερικανικές εισβολές και τη διάλυση του Ιράκ: όπως είναι πλέον γνωστό, φυτώριό του υπήρξαν οι φυλακές τού Αμπού Γκράιμπ, όπου και σφυρηλατήθηκε η συμμαχία ανάμεσα στα εμπειροπόλεμα στρατιωτικά στελέχη τού Σαντάμ Χουσεΐν και Σουνίτες του Ιράκ οι οποίοι αποξενώθηκαν λόγω τής κυριαρχίας τού σιιτικού (στην πραγματικότητα, φιλοϊρανικού) στοιχείου στη μεταπολεμική κυβερνητική ανασυγκρότηση. Ήταν δηλαδή προϊόν τού ελεγχόμενου γεωπολιτικού χάους που δημιούργησαν οι ΗΠΑ στην περιοχή, με τη συμμετοχή αρκετών τοπικών παικτών: του Ιράν, της Σαουδικής Αραβίας, της Τουρκίας και, οπωσδήποτε, του Ισραήλ.

Για το Ισραήλ, κατ’ αρχάς, το τρίγωνο Τεχεράνη-Δαμασκός-Βηρυττός αντιπροσώπευε έναν κίνδυνο που έπρεπε να εξουδετερωθεί άμεσα – και το αίτημα έγινε πιο δραματικό μετά την εντυπωσιακή του ήττα το 2006 από τους λιβανέζους αντάρτες τής Χεζμπολά (οι οποίοι στηρίζονταν από το Ιράν, με τη μεσολάβηση της Συρίας τού Άσαντ). Οι Αμερικανοί δίσταζαν, καθώς ο Άσαντ αποτελούσε μεσολαβητικό κρίκο για τις δικές τους «υπόγειες» συνεννοήσεις με το Ιράν, χωρίς την έμμεση διευκόλυνση του οποίου ήταν αδύνατο να ελέγξουν τους σιιτικούς πληθυσμούς τής Μεσοποταμίας και να διαχειριστούν το ανέλπιδο χάος που δημιούργησαν στο Ιράκ. Η Σαουδική Αραβία, στενός σύμμαχος των ΗΠΑ (και, δι’ αυτών, εμμέσως του Ισραήλ), ως θεματοφύλακας της νεοπαραδοσιακής Σούνα είχε δικούς της λόγους να θέλει την ανάσχεση του σιιτικού Ιράν, του κυριότερου ανταγωνιστή της για την ηγεμονία στον μουσουλμανικό κόσμο. Και η Τουρκία, εκπρόσωπος της πιο εκσυγχρονισμένης, δηλαδή συμβατής με τις απαιτήσεις τής παγκόσμιας αγοράς, μορφής τού Ισλάμ, είχε πάγιες βλέψεις για διεύρυνση του γεωπολιτικού της «ζωτικού χώρου», που έβλεπε ως κυριότερο πρόβλημα την κουρδική ζώνη σε όλα τα νοτιοανατολικά της σύνορα, στη μεθόριο δηλαδή με τη Συρία, το Ιράκ και το Ιράν.

Όταν ξέσπασε η αυθόρμητη λαϊκή εξέγερση κατά του όντως αυταρχικού καθεστώτος Άσαντ στη Συρία, η περιπλοκή των ευρύτερων συμφερόντων στην περιοχή, και προπαντός η αμηχανία των Αμερικανών, ενισχυόμενη από την υποστήριξη της Ρωσίας στο καθεστώς Άσαντ, προδιέγραφε την απουσία οιασδήποτε σύντομης κατάληξης. Η Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα του Κόλπου ενίσχυαν ακροδεξιά σαλαφιστικά ρεύματα προκειμένου να αποτρέψουν τυχόν κοσμική τροπή τής εξέγερσης· το Ισραήλ στήριζε με κάθε τρόπο αυτά τα ρεύματα προκειμένου να πλήξει τον άξονα Τεχεράνης-Δαμασκού-Βηρυττού· το ίδιο και η Τουρκία, ελπίζοντας, με την αποδυνάμωση τόσο του Ιράν όσο και του Άσαντ, να ελέγξει στρατιωτικά όλη την κουρδική μεθόριο (και ταυτόχρονα, όπως είναι γνωστό πλέον, επωφελείτο οικονομικά από το λαθρεμπόριο πετρελαίου και όπλων με τον ISIS και τους συμμάχους του). Η Χεζμπολά, μετά από σύντομη ταλάντευση, αποφάσισε να στηρίξει τον Άσαντ. Οι Αμερικανοί, παραμένοντας αποφασιστικοί παίκτες στην περιοχή, κινήθηκαν με βάση την πάγια στρατηγική τους που είναι η αποτροπή τής δημιουργίας οιασδήποτε ισχυρής και σταθερής κρατικής οντότητας παντού στον κόσμο. Ενίσχυσαν μέχρις ένα σημείο τα σαλαφιστικά ρεύματα, στα οποία διοχετευόταν η δυσαρέσκεια των σουνιτικών πληθυσμών τού Ιράκ, ως μέσον περιορισμού τής δύναμης του Ιράν – και όταν αυτά ισχυροποιούνταν υπερβολικά, έριχναν το βάρος στην άλλη πλευρά τής ζυγαριάς καλώντας σε συσστρατεύσεις εναντίον τους. Δημιούργησαν δηλαδή, άλλοτε ενεργά και άλλοτε υποβοηθώντας εμμέσως ενέργειες των συμμάχων τους, έναν διάδοχο της αλ-Κάιντα, για να κηρύξουν εν συνεχεία παγκόσμια σταυροφορία εναντίον του, ελπίζοντας στην πραγματικότητα έτσι να εδραιώσουν τη δική τους στρατιωτική παρουσία στην περιοχή, εξαλείφοντας την πιθανότητα ανασύστασης μιας ισχυρής Συρίας, που ήταν η επιδίωξη ακριβώς των στρατηγικών τους αντιπάλων, των Ρώσων.

Τώρα που ο «ισλαμικός κίνδυνος» έχει σχεδόν εξουδετερωθεί και ο Συριακός στρατός μοιάζει να επανακτά τον έλεγχο της περιοχής, οι αμερικανοϊσραηλινές βλέψεις ματαιώνονται· πράγμα που οδηγεί τις δύο αυτές ανενδοίαστες δυνάμεις σε αναίτια επιθετικές δράσεις, όχι μόνο στερούμενες οιουδήποτε ίχνους διεθνούς νομιμότητας (όχι πως την παίρνει κανένας στα σοβαρά πλέον…) αλλά και παραβιάζοντας ad hoc συμφωνίες τους, αμοιβαία δεσμευτικές υποτίθεται, με άλλα εμπλεκόμενα μέρη: το πλήγμα σε αεροπορική βάση τού Συριακού στρατού από αμερικανικούς πυραύλους ακριβώς ένα χρόνο πριν (άνοιξη του 2017) φάνηκε να σηματοδοτεί έναν νέο κύκλο πολεμικών επιχειρήσεων που έχει απροκάλυπτο στόχο να αποτρέψει το ενδεχόμενο ανασύστασης ενός κυρίαρχου Συριακού κράτους· και το πρόσχημα της (φημολογούμενης) χρήσης χημικών όπλων από τις δυνάμεις τού Άσαντ που πρωτοχρησιμοποιήθηκε τότε, οσοδήποτε παράλογο κι αν φαίνεται σε μια στοιχειωδώς ορθολογική ανάλυση των συνθηκών3, επανεπιστρατεύεται σήμερα στη ρητορική των δυτικών συμμάχων (θυμίζοντάς μας μακάβρια προηγούμενα: Γιουγκοσλαβία, Αφγανιστάν, Ιράκ…) προσπαθώντας  να εκβιάσει συναινέσεις σε ένα νέο σχεδιαζόμενο διεθνές έγκλημα. Εν τω μεταξύ, το Ισραήλ ανενόχλητο –κι εντελώς απρόκλητα– εξαπολύει από καιρού εις καιρόν φονικά αεροπορικά χτυπήματα στη Συρία (αλλά και στον Λίβανο, σε θέσεις τής Χεζμπολά). 

Οσοδήποτε περίπλοκη κι αν είναι αυτή τη στιγμή η συριακή σκακιέρα, η αποχώρηση του Ισλαμικού Κράτους από το προσκήνιο επιτρέπει να φανούν καθαρότερα οι βαθύτερες προθέσεις των κεντρικών παικτών – και να ξεκαθαριστεί, ως εκ τούτου, το ποιος αντιπροσωπεύει τον μεγαλύτερο κίνδυνο, και τη σοβαρότερη απειλή, για τη Μέση Ανατολή όσο και για την παγκόσμια ειρήνη. Και αυτός εμφανίζεται βέβαια να είναι, για πολλοστή φορά, ο Ατλαντικός άξονας, που τη μία του συνιστώσα απαρτίζουν οι ΗΠΑ και οι υποτελείς ευρωπαϊκές δυνάμεις, την άλλη το Ισραήλ. Η συσστράτευση ΗΠΑ-Ισραήλ παραμένει αδιαμφισβήτητη, παρά τους κατά καιρούς τριγμούς και παρά το ότι καθεμία από τις εν λόγω δυνάμεις ιεραρχεί κάπως διαφορετικά τις προτεραιότητές της: για τις ΗΠΑ κυριότερος ανταγωνιστής και στρατηγικός αντίπαλος θεωρείται η Ρωσία, για το Ισραήλ το Ιράν. Το ότι αυτοί ακριβώς είναι οι βασικοί σύμμαχοι του καθεστώτος Άσαντ, σημαίνει ότι ούτε το Ισραήλ ούτε οι ΗΠΑ θα ησυχάσουν ή θα επιτρέψουν να τελειώσει αυτός ο πόλεμος με μια Συρία ακέραιη και κυρίαρχη.

Ο τρίτος επικίνδυνα επιθετικός παράγοντας είναι η Τουρκία. Το ιλιγγιώδες παιχνίδι τού σημερινού της ηγέτη μπορεί να έχει πολλές ιδιοσυγκρασιακές ιδιομορφίες, διαπνέεται όμως από μακρόχρονες σταθερές στην πολιτική τού στρατιωτικοβιομηχανικού πλέγματος που κυβερνάει τη χώρα και είναι σε απόλυτη σύμπνοια με την επεκτατική εθνικιστική του ιδεολογία. Αν αυτή τη στιγμή οδηγείται σε παραληρηματικό παροξυσμό, με εφιαλτικές δικτατορικές πρακτικές στο εσωτερικό και με ριψοκίνδυνα στρατιωτικά εγχειρήματα στο εξωτερικό, οφείλεται αναμφίβολα στην οξύτητα των προβλημάτων που αντιμετωπίζει αυτή η χώρα: τη βαθιά οικονομική κρίση που σοβεί και πάλι μετά από μια περίοδο σχετικής ανάκαμψης, και προπάντων το άλυτο κουρδικό ζήτημα που τη φέρνει διαρκώς προ της απειλής τού διαμελισμού.4

Μέλος τού ΝΑΤΟ και της Ευρωατλαντικής Συμμαχίας, στον πόλεμο τής Συρίας η Τουρκία είχε τη δική της ατζέντα. Νιώθοντας περισσότερο συγγενής με τις ισλαμιστικές τζιχαντιστικές ομάδες, στήριξε πολύ πιο απροκάλυπτα εξαρχής την Συριακή αντιπολίτευση (κι επωφελήθηκε με πολλούς τρόπους από τις συναλλαγές με τον ISIS). Είχε έναν επιπλέον λόγο γι’ αυτό μάλιστα, στον βαθμό που ο ISIS στη βορειοανατολική Συρία μαχόταν κυρίως με τις κουρδικές πολιτοφυλακές· και όταν υποχρεώθηκε να συνταχθεί με τη διακηρυγμένη στρατηγική των συμμάχων της κατά της «ισλαμικής τρομοκρατίας» (που αποφασίστηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ), με το πρόσχημα του πολέμου κατά των τζιχαντιστών συνέχισε να πλήττει αποκλειστικά κουρδικές θέσεις – όπως ακριβώς με το ίδιο πρόσχημα οι Αμερικανοί έπλητταν συριακές θέσεις. Οδηγήθηκε ωστόσο σε ρήξη με το Ατλαντικό στρατόπεδο όταν οι Αμερικανοί, σε μια κρίσιμη στιγμή για τα σχέδιά τους, χρειάστηκε να στηρίξουν τους Κούρδους μαχητές ως τη μόνη αξιόπιστη δύναμη κατά του ISIS στις περιοχές ανατολικά τού Ευφράτη. Η αυξανόμενη δυσαρέσκεια ανάμεσα στους δύο στρατηγικούς συμμάχους, Τούρκους και Αμερικανούς (που κορυφώθηκε μετα την απόπειρα πραξικοπήματος κατά του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν), οδήγησε τον τελευταίο σε ένα παράτολμο στρατηγικό παιχνίδι με άνοιγμα προς τη Ρωσία (παρά τις διαμετρικές τους τοποθετήσεις απέναντι στο καθεστώς Άσαντ, που σε προηγούμενη φάση είχαν οδηγήσει σε κρίσιμη όξυνση τις σχέσεις Τουρκίας-Ρωσίας) – κρατώντας τον έκτοτε σ’ ένα κυριολεκτικό εκκρεμές θανάτου, του οποίου η πρόσκαιρη επιτυχία βασίζεται στον εναλλασσόμενο αμοιβαίο εκβιασμό, δεδομένου ότι καμία από τις μεγάλες δυνάμεις δεν θέλει να δωρίσει την Τουρκία στην άλλη.

Από τους τρεις επιθετικούς παίκτες στο συριακό παιχνίδι, η Τουρκία τού Ερντογάν είναι ασφαλώς ο πιο ασταθής και ο πιο αστάθμητος: αν μπορούμε σχηματικά να μιλήσουμε για τρία μεγάλα στρατόπεδα –ισλαμιστικές οργανώσεις, ατλαντικός άξονας, ρωσοϊρανοσυριακή συμμαχία– στον σκοτεινό αυτό πόλεμο, είναι ο μόνος παράγων που έπαιξε κατά περιόδους και με τα τρία (και μέχρι στιγμής ατιμώρητα – μολονότι φαίνεται ότι όλοι τον περιμένουν να κάνει το μοιραίο λάθος). Σε ό,τι αφορά το συριακό πεδίο, τουλάχιστον, η θέση τής Τουρκίας μοιάζει να ρυθμίζεται μόνο από μία πάγια παράμετρο: την εκάστοτε θέση των Κούρδων μέσα στο ασταθές πλέγμα των διασταυρούμενων συμμαχιών. Και η θέση αυτή είναι ο άλλος –συμμετρικός και ενάντιος– αβέβαιος παράγων ο οποίος μπορεί να έχει απρόβλεπτες επιπτώσεις στο συριακό παιχνίδι. 

Όταν, με το ξέσπασμα του εμφυλίου το 2012, οι δυνάμεις τού Άσαντ εκκένωσαν τις κουρδικές περιοχές στη βόρεια και βορειοανατολική Συρία για να συγκεντρωθούν σε πιο φλέγοντα μέτωπα, στη Ροτζάβα άρχισε να αναπτύσσεται ένα εντυπωσιακό πείραμα άμεσης δημοκρατίας. Οι Κούρδοι ανέλαβαν τον έλεγχο της περιοχής τους και κήρυξαν μια πολυεθνική και πολυθρησκευτική δημοκρατία ιδρύοντας τρία αυτοδιοικούμενα καντόνια: Κομπάνι, Αφρίν και Τζαζίρα. Με τη σύμπραξη του «Κόμματος Δημοκρατικής Ένωσης» (PYD, αδελφό με το PKK των Κούρδων της Τουρκίας), Κούρδοι, Άραβες, Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί, Ασσύριοι, Γιεζίτες από κοινού σχημάτισαν το «Κίνημα της Δημοκρατικής Κοινωνίας» (Tev-Dem) που λειτουργούσε σαν ένα δίκτυο τοπικών συνελεύσεων, καθεμία από τις οποίες έστελνε έναν εκπρόσωπο στο ανώτατο διαχειριστικό όργανο, τη Γενική Συνέλευση με το όνομα «Οίκος τού Λαού». Αυτά τα κυρίαρχα σώματα λήψης αποφάσεων σχηματίζονταν με αυστηρή τήρηση κανόνων φυλετικής, θρησκευτικής και έμφυλης ισότητας, ενώ αποκεντρωμένες επιτροπές πολιτών ανελάμβαναν τη διαχείριση κάθε τομέα τού δημόσιου βίου – υγεία, παιδεία, οικονομία, δικαιοσύνη, άμυνα, προστασία τού περιβάλλοντος… Ο ενθουσιασμός που δημιούργησε στους ανθρώπους η συμμετοχή στην κοινή ζωή, το πρωτόγνωρο αίσθημα αλληλεγγύης και ο αέρας ελευθερίας που εμψύχωνε το όλο εγχείρημά τους μεταφράστηκαν –όπως συχνά συμβαίνει– σε στρατιωτική αποτελεσματικότητα: οι νίκες τους επί των καλύτερα οπλισμένων, και συχνά επαγγελματιών στρατιωτών, αντιπάλων τους έκαναν κάποιους να παρομοιάσουν αυτή τη γωνιά της Συρίας με την Ισπανική Δημοκρατία του 1936-8 (και το Κομπάνι με τη Γκουέρνικα, την περίοδο της δραματικής του πολιορκίας από τις δυνάμεις τού ISIS).

Το πείραμα της Ροτζάβα διασώθηκε από τη τζιχαντιστική απειλή χάρη οπωσδήποτε στην αποφασιστικότητα των μαχητών του (ένα μεγάλο μέρος των οποίων ήταν γυναίκες), αλλά και χάρη στην προστατευτική ασπίδα που του προσέφερεη στήριξη –από διαφορετικές σκοπιές και για διαφορετικούς λόγους– των δύο σημαντικότερων ανταγωνιστών στο συριακό παιχνίδι, των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Οι Αμερικανοί από την πλευρά τους, οι οποίοι έχουν εγκαταστήσει τις κύριες βάσεις τους ακριβώς στις κουρδικές περιοχές, φαίνεται να έχουν στα σχέδιά τους –ή τουλάχιστον ως μία από τις εναλλακτικές που εξετάζουν– τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους, το οποίο γι’ αυτούς εξυπηρετεί έναν διπλό στόχο: να δυσκολέψουν την ανασύσταση μιας ισχυρής Συρίας αποσπώντας της μια σημαντική εδαφική περιοχή· και να νομιμοποιήσουν την δική τους παρουσία εκεί ως μέσον ανάσχεσης της ρωσικής επιρροής, μέσω ενός μικρού και απόλυτα εξαρτημένου από τους ίδιους κράτους που υποτίθεται ότι τους καλεί και τους παρέχει προς τούτο εδαφικές διευκολύνσεις. Ήταν αυτό ακριβώς που προκάλεσε το ρήγμα των Αμερικανών με τη σύμμαχο Τουρκία και που, αντιστρόφως, οδήγησε σε ψυχρότητα τις κουρδικές σχέσεις με τη Ρωσία. Η κατάσταση πήρε απρόβλεπτα επικίνδυνη τροπή μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 κατά του Ερντογάν, το εφιαλτικό κύμα καταστολής που εξαπέλυσε αυτός κατά των πολιτικών του αντιπάλων (περιλαμβανομένης της Αριστεράς και του κουρδικού στοιχείου) και την αναθέρμανση των δικών του σχέσεων με τη Ρωσία (που από την πλευρά της απέβλεπε προφανώς στο να προκαλέσει ρήγμα στη Νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ): ύστερα από μια κλιμακούμενη σειρά προειδοποιήσεων και απειλών, στην αρχή αυτής της χρονιάς (2018) είδαμε μια ωμή και παράνομη τουρκική εισβολή σε συριακό έδαφος, στο δυτικότερο κουρδικό καντόνι τού Αφρίν, το οποίο, παρά την ηρωική αντίσταση των μαχητών του επί δύο σχεδόν μήνες, έπεσε τελικά στον τουρκικό στρατό.

Οι Κούρδοι προδόθηκαν εμφανώς από τους Αμερικανούς «συμμάχους» τους, οι οποίοι δεν θέλησαν όπως φαίνεται να διακινδυνεύσουν μια περαιτέρω ρήξη με την Τουρκία (παραμένει βέβαια το ερώτημα τί θα κάνουν οι Αμερικανοί αν ο Ερντογάν πραγματοποιήσει την απειλή του για επέκταση των επιχειρήσεων σε όλη την κουρδική μεθόριο). Εγκαταλείφθηκαν επίσης από τους Ρώσους, οι οποίοι ως σύμμαχοι της Συρίας και συνομιλητές τού Ερντογάν θα περίμενε κάποιος να τον έχουν αποτρέψει από το να καταλάβει συριακό έδαφος. Γιατί; Επειδή προφανώς θέλησαν να δώσουν στους Κούρδους ένα μάθημα, για την συμπόρευσή τους με τους Αμερικανούς και για την άρνησή τους να ενταχθούν άνευ όρων στις συριακές δυνάμεις. Ούτε το Ιράν είχε βέβαια λόγο να υπερασπίσει τους Κούρδους, διότι η προοπτική ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους, και μάλιστα υπό αμερικανικό έλεγχο, είναι απειλή και για τη δική του ακεραιότητα δεδομένου ότι έχει επίσης κουρδικούς πληθυσμούς στα βορειοδυτικά σύνορά του. Εν πάση περιπτώσει, λίγους μήνες πριν από τα δραματικά γεγονότα τού Αφρίν, ο χαρισματικός ηγέτης τής Χεζμπολά Σεΐχης Νασράλα απηύθυνε κάλεσμα στους «αγαπημένους μας Κούρδους» να μη συμπράξουν στα ιμπεριαλιστικά σχέδια για τον διαμελισμό τής περιοχής: «Δεν θα πρέπει να υπάρξουν εθνικές αντιπαραθέσεις μεταξύ Αράβων και Κούρδων», τόνισε, «διότι το πρόβλημα δεν είναι το κουρδικό – είναι τα πολιτικά σχέδια των ΗΠΑ και του Ισραήλ για αναζωπύρωση των πολεμικών συγκρούσεων».5

Αν καποιος επιθυμεί την παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια (πριν μιλήσουμε καν για ισότητα, ελευθερία ή δικαιοσύνη), θα πρέπει πάνω απ’ όλα να ελπίζει στη ματαίωση των σχεδίων τού Ισραήλ και της Δύσης. Αν αυτές οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αφεθούν ανεμπόδιστες να συνεχίζουν το καταστροφικό τους έργο, κανένας άνθρωπος πουθενά στον πλανήτη και κανένα μικρό και ανίσχυρο έθνος δεν μπορεί να ελπίζει σε αξιοπρεπή επιβίωση· και αν όλα τα σημάδια δείχνουν ήδη έναν βαθύ κλονισμό τής αμερικανικής ηγεμονίας, όπως τη γνωρίσαμε από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, καθόλου αυτό δεν πρέπει να μας ανακουφίζει διότι είναι ένας παράγοντας που την καθιστά περισσότερο ανεξέλεγκτη και καταστροφική, στα όρια εγκληματικής μανίας. Πράγμα που ισχύει εξίσου, τηρουμένων των αναλογιών, για υποϊμπεριαλιστικές δυνάμεις όπως το Ισραήλ και η Τουρκία. Όπως ακριβώς το υπέδειξε ο Σεΐχης Νασράλα, η ανάσχεση του ιμπεριαλιστικού άξονα είναι το μεγάλο διακύβευμα του συριακού πολέμου: από την επιτυχία του εξαρτάται όχι μόνον η ειρήνευση της βασανισμένης Μέσης Ανατολής, αλλά και η δημιουργία ενός πολυπολικού κόσμου στο πλαίσιο του οποίου μπορούν να ανθίσουν διαφορετικές δυνατότητες πολιτισμού, ή ενδεχομένως κοινωνικά πειράματα που δείχνουν πέρ’ από τον ίδιο τον καπιταλισμό. Διότι το κίνητρο που οπλίζει το δολοφονικό χέρι τής Ευρώπης, του Ισραήλ και των ΗΠΑ, είτε είναι αυτό συνειδητό στους μεμονωμένους δρώντες είτε όχι, δεν είναι απλώς ένα μεσοπρόθεσμο υλικό συμφέρον –ας πούμε, τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής, όπως ρυθμικά επαναλαμβάνει ένας προσφιλής στερεότυπος– ούτε καν η γεωστρατηγική κυριαρχία ως τέτοια – που είναι όντως ένας πιο σύνθετος σκοπός, ο οποίος εμπεριέχει τη δυνατότητα διηνεκούς εξασφάλισης πολλών ειδών υλικών συμφερόντων: είναι προπαντός η επιβολή, μέσω της γεωστρατηγικής κυριαρχίας, ενός άκαμπτου συστήματος παγκόσμιας αγοράς, που συνιστά όρο για την αναπαραγωγή και απεριόριστη διεύρυνση του καπιταλισμού, αποκλείοντας κάθε δυνατότητα διαφυγής, μέχρι τελικής καταρρεύσεως του οικοσυστήματος.6 Αυτό ακριβώς είναι που πρέπει να εμποδιστεί αμετάκλητα, και αυτή η δυνατότητα ξαναπαίζεται τούτη τη στιγμή στο συριακό πεδίο.

Είναι απολύτως επείγον και αδιαπραγμάτευτο, συνεπώς, να επιβιώσει μιας ισχυρή, ανεξάρτητη και κυρίαρχη Συρία. Και η συμμαχία Ρωσίας-Ιράν υπό τις παρούσες συνθήκες είναι ο μόνος διασφαλιστικός παράγων για μια τέτοια επιθυμητή έκβαση. Ως πολιτικές οντότητες δεν είναι βεβαίως παράδεισοι δημοκρατίας, ούτε απαλλαγμένες από ιδιοτελή κίνητρα και κυνικούς υπολογισμούς, όπως κάθε σημαντικός παίκτης άλλωστε στο γεωπολιτικό πεδίο. Όμως, από γεωπολιτική άποψη ακριβώς, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι είναι αμυνόμενοι και όχι επιτιθέμενοι· ότι δεν αντιπροσωπεύουν αυτή τη στιγμή απειλή για κανέναν εκτός τής επικράτειάς τους, ότι μάχονται για τη διασφάλιση της ίδιας τους της ύπαρξης που τελεί υπό μόνιμη –και αναίτια– απειλή από τον ιμπεριαλιστικό άξονα της Δύσης και ότι, στο ίδιο το συριακό πεδίο, βρίσκονται, σε κατάφωρη αντίθεση με τους αντιπάλους τους, κατόπιν προσκλήσεως από την ίδια τη νόμιμη κυβέρνηση της αιματοκυλισμένης χώρας. Αν η συμμαχία τους παραμείνει σταθερή και αν συνεχίσουν να επιδεικνύουν την αντοχή και την περίσκεψη που έχουν ως τώρα επιδείξει στη συριακή αναμέτρηση, έχουν πολλές πιθανότητες να πραγματώσουν τον εφιάλτη του Ισραήλ: μια συμπαγή ζώνη κατά μήκος τής Μέσης Ανατολής από την Κασπία μέχρι τη Μεσόγειο, που θα περιλαμβάνει το Ιράν, το Ιράκ, τη Συρία και τον Λίβανο, υπό τη στήριξη της Ρωσίας (και πιο έμμεσα, ίσως, της Κίνας), με συνέπεια την οριστική απώλεια της Μέσης Ανατολής για τους Αμερικανούς και αποφασιστικό περιορισμό της ισραηλινής απειλής για τους αραβικούς λαούς: πράγμα το οποίο, ελπίζει κανείς, μπορεί να αποτελέσει έναυσμα για μια πορεία εκδημοκρατισμού των αραβικών χωρών, στο πνεύμα των πρόσφατων και δραματικά τσακισμένων αραβικών εξεγέρσεων – εκείνου του εκδημοκρατισμού για τον οποίον κυριότερο εμπόδιο στάθηκε ως τώρα η ύπουλη και υπονομευτική γεωπολιτική τής Δύσης.

Το επίτευγμα των Κούρδων τής Συρίας υπήρξε μεγάλο και αξιομνημόνευτο. Το ότι μέσα στη φωτιά ενός άγριου εμφυλίου πολέμου, σε έναν ανεμοστρόβιλο μίσους και πολιτικής προδοσίας, χρόνιων εθνοφυλετικών και θρησκευτικών μνησικακιών, μπόρεσε να ανθίσει ένα κοινωνικό πείραμα όπως η δημοκρατία τής Ροτζάβα δείχνει περίτρανα ότι δεν υπάρχει κανένα εγγενές εμπόδιο στον εκδημοκρατισμό των λαών τής Μέσης Ανατολής. Μένει να σκεφτεί κάποιος τί αντίκτυπο θα μπορούσε να έχει στις γειτονικές μουσουλμανικές κοινωνίες, και σε όλη ενδεχομένως την Ανατολική Μεσόγειο, μια επέκταση του μοντέλου κοινωνικής δημοκρατίας και αυτοδιαχειριστικής συμμετοχής, έμπρακτης ισότητας των φύλων, ανεξιθρησκείας και σεβασμού της διαφορετικότητας που άνθισε στις βορειοανατολικές περιοχές τής Συρίας τα χρόνια αυτά τής δοκιμασίας· τί επίδραση θα μπορούσε να έχει το παράδειγμα ενός λαού που πήρε την ίδια του τη μοίρα στα χέρια του και πολέμησε τραγουδώντας για τη ζωή, εμπνεόμενος από αξίες που αποτέλεσαν ουσιώδη κληρονομιά όλων των αυθόρμητων επαναστατικών κινημάτων εδώ και δύο τουλάχιστον αιώνες, κιβωτό όλων όσων μπορεί να σημαίνει ακόμα για ένα κομμάτι τής ανθρωπότητας η λέξη «σοσιαλισμός». Και το άμεσο πρακτικό ερώτημα που εγείρεται είναι: πώς μπορεί αυτό το πολύτιμο πείραμα να διασωθεί, να ριζώσει και να καρπίσει;

Η τραγική θέση των Κούρδων τής Συρίας αναδεικνύει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο, θεωρώ, την αντίφαση και τις ασυνέχειες που διατρέχουν τα διάφορα επίπεδα της πολιτικής στη συναρμογή τους: και πιο ειδικά, τις υπό τις παρούσες συνθήκες ανεπίλυτες εντάσεις ανάμεσα στην κοινωνική και τη γεωπολιτική σφαίρα τής πολιτικής. Από κοινωνική άποψη, το κουρδικό πείραμα είναι ό,τι πιο ελπιδοφόρο έχει συμβεί από το 2012 στη Συρία και τα ριζοσπαστικά του χαρακτηριστικά πρέπει με κάθε τρόπο να διαφυλαχθούν και να υποστηριχθούν, ως πιθανό μοντέλο για τη μεταπολεμική αναδιοργάνωση της χώρας. Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσω ιδιαίτερα, πιστεύω, υπέρ τής ανωτερότητάς του απέναντι στην αυταρχική, όντως δικτατορική από κάποιες πλευρές, διακυβέρνηση της οικογένειας Άσαντ. Όποια θέση κι αν έχει κανείς απέναντι στη γεωπολιτική σημασία τού συριακού καθεστώτος, οφείλει ν’ αναγνωρίσει την ευθύνη τού ίδιου τού Άσαντ για όσα συνέβησαν7: την αναίτια και ανυποχώρητη καταστολή κάθε δημοκρατικής διαμαρτυρίας, τον νεποτισμό, τον ασφυκτικό έλεγχο εκ μέρους μιας παντοδύναμης  μυστικής αστυνομίας, στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν τελικώς εναντίον του δίνοντας το έναυσμα για την μεθοδευμένη εκ μέρους των αντιπάλων του εκτροπή μιας πραγματικά λαϊκής εξέγερσης, η οποία δεν ήταν ισλαμιστικού χαρακτήρα ούτε υποκινούμενη από τη Δύση σε πρώτη φάση. Αν το συριακό καθεστώς επιβιώσει τελικά –πράγμα που έχουμε πολλούς λόγους να ευχόμαστε– πρέπει να λάβει αυτό το μάθημα· ένα ομοσπονδιακό δημοκρατικό μοντέλο, με αυξημένο βαθμό τοπικής αυτοδιαχείρισης, λαϊκές πολιτοφυλακές και προωθημένες ατομικές ελευθερίες σε όλα τα κρίσιμα κοινωνικά ζητήματα, είναι το μόνο που μπορεί ν’ αποκαταστήσει έναν αναγκαίο δεσμό εμπιστοσύνης ανάμεσα στις μερίδες τού συριακού λαού και την κυβέρνηση και να εμφυσήσει σε όλο τον πληθυσμό το αίσθημα ότι η ανεξαρτησία τής Συρίας είναι δική του ζωτική υπόθεση. Ως μοντέλο μιας τέτοιας αναδιοργάνωσης μπορεί να χρησιμεύσει η αυτοδιαχειριστική εμπειρία τής Ροτζάβα.

Από γεωπολιτική άποψη, η κουρδική κοινότητα μοιάζει να βρίσκεται σε σύγχυση, μη μπορώντας να μεταφράσει το κοινωνικό της επίτευγμα σε αναγκαίες γεωστρατηγικές επιλογές. Όσο δικαιολογημένη κι αν είναι η αμφιθυμία της απέναντι στην κυβέρνηση Άσαντ, οφείλει να καταλάβει πως η ίδια η επιβίωσή της, η περιφρούρηση των ευαίσθητων κατακτήσεών της και η πιθανότητα μιας ελεύθερης εθνικής ζωής συνυφαίνονται με την ύπαρξη μιας ανεξάρτητης και κυρίαρχης ομοσπονδιακής Συρίας τής οποίας θα είναι ισότιμο μέλος– όχι με τη δημιουργία ενός Κουρδικού κρατιδίου, όπως φαίνεται να υπόσχονται οι Αμερικανοί, για πολλούς λόγους. Πρώτον, διότι ένα τέτοιο «κράτος» θα είναι μια εντελώς ανίσχυρη και σκιώδης οντότητα, εξαρτημένη ολόπλευρα από μια κυνική υπερδύναμη η οποία θα το χρησιμοποιεί κατά το δοκούν για τους δικούς μεταβαλλόμενους σκοπούς, κρατώντας το συνεχώς υπό καθεστώς απειλής είτε από την ίδια, είτε από τους αντιπάλους του (π.χ. την Τουρκία) χειραγωγώντας ατέρμονα προς δικό της όφελος τις αμοιβαίες εχθρότητες – όπως συμβαίνει με την Τουρκία και την Ελλάδα ή τις αδύναμες χώρες της Βαλκανικής… Δεύτερον, διότι η εν λόγω υπερδύναμη είναι παροιμιωδώς αναξιόπιστη, όπως δείχνει ολόκληρη η ιστορία της τον τελευταίο μισό αιώνα, και όπως αποδεικνύει άλλωστε το πρόσφατο δράμα τού Αφρίν: δεν πρέπει να έχει κανείς αμφιβολία ότι η υποστήριξη των ΗΠΑ στους Κούρδους είναι μόνο ένα από τα σενάρια πάνω στο τραπέζι, και ότι αν κριθεί ότι τον σκοπό τους –τον διαμελισμό τής Συρίας και τη νομιμοποίηση της δικής τους παρουσίας εκεί– υπηρετεί καλύτερα η Τουρκία, δεν θα διστάσουν να δώσουν όλη τη στήριξή τους εκεί. Τρίτον, και διόλου αμελητέο, διότι, ακόμη και αν υποθέσουμε πως οι ΗΠΑ εννοούν να τιμήσουν τη συμμαχία τους με τους Κούρδους (πράγμα που σπανίως συνηθίζουν), είναι οι ίδιες πλέον πολύ αδύναμες, όχι μόνο για να επιβάλουν τη θέλησή τους με τον τρόπο που έκαναν στο παρελθόν αλλά και για να έχουν μια ενιαία θέληση και στρατηγική: στο εσωτερικό τής χώρας αυτής μαίνεται σήμερα ένας ακήρυκτος πόλεμος ανάμεσα σε ανταγωνιστικές φράξιες και ομάδες συμφερόντων, σημάδι μη αναστρέψιμης σήψης και αποσύνθεσης που ευθύνεται εν πολλοίς για την αλλοπρόσαλλη, χαώδη και άκρως ανορθολογική στρατηγική της, η οποία είναι καταδικασμένη να χάνει.

Πέρα όμως από αυτούς τους πραγματιστικούς λόγους, για να το πω έτσι, υπάρχει κι ένας δομικός λόγος, δηλαδή λόγος αρχής, για τον οποίον οι Κούρδοι τής Συρίας πρέπει να απορρίψουν το δόλωμα του «ανεξάρτητου κράτους». Σε αντίθεση με την κουρδική μειονότητα του Ιράκ και με καιροσκόπους ηγέτες τύπου Μπαρτζανί και Ταλαμπανί, οι Κούρδοι τού PYD-YPG (και ως ένα βαθμό του σημερινού PKK στην Τουρκία) διεκδικούν προπαντός μια κοινωνική, όχι εθνική ταυτότητα· που σημαίνει, προκρίνουν τις καθ’ ύλην αξίες μιας πολυεθνικής, πολυφυλετικής, ελευθερόθρησκης κι εξισωτικής δημοκρατίας που αντιβαίνουν σε κάθε εθνικιστική οπτική και ιδεολογία. Η διεκδίκηση ενός «κουρδικού κράτους» είναι απεναντίας μια εθνοτική διεκδίκηση, που ακυρώνει τις ίδιες τις αρχές οι οποίες ανέδειξαν το πείραμα της Ροτζάβα σε ένα πολύτιμο εργαστήρι κοινωνικής δημοκρατίας στη Μέση Ανατολή. Οι Κούρδοι τής Συρίας πρέπει να διαλέξουν εάν το πρότυπο της οργάνωσής τους μπορεί να επιβιώσει καλύτερα και ν’ αναπτυχθεί στα πλαίσια ενός εθνικού κράτους, ανίσχυρου κι εξαρτημένου από ανεξέλεγκτες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ή στα πλαίσια μιας ομόσπονδης και αποκεντρωμένης, αλλά κυρίαρχης, Συριακής δημοκρατίας – και από την εκλογή τους θα εξαρτηθεί εν πολλοίς, πιστεύω, η έκβαση του συριακού παιχνιδιού.

Βεβαίως, από την άλλη πλευρά πάλι, κανείς δεν μπορεί να ζητάει από έναν λαό που υπερασπίστηκε επιτυχημένα το έδαφός του, και με βαρύ φόρο αίματος, να παραδώσει τα όπλα. Αν η πολιορκημένη συριακή κυβέρνηση απαιτεί τη αμέριστη σύμπραξη των Κούρδων, θα πρέπει να δώσει εγγυήσεις αυτονομίας και σεβασμού των κεκτημένων τους, στο πλαίσιο μιας αληθινά δημοκρατικής συμμαχίας και δίχως κρυφά χαρτιά. Το να κερδηθεί αμοιβαία εμπιστοσύνη, το να διδαχθούν όλοι από τα σφάλματα του παρελθόντος, το να συνειδητοποιήσουν το κοινό τους συμφέρον που είναι η αποτίναξη του δυτικού ιμπεριαλισμού και η ανάσχεση του ισραηλινού επεκτατισμού στην κατακρεουργημένη αυτή περιοχή τού πλανήτη, είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να ενώσει σαν γροθιά τις συριακές μειονότητες –και σε δεύτερο κύκλο ίσως τους αραβικούς λαούς τής περιοχής– ώστε να στηρίξουν κριτικά τη μαχόμενη κυβέρνηση και να γίνουν με τον τρόπο αυτό μέρος τής πολιτικής λύσης που εξυφαίνεται.

Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση πάντως, που είναι η ευτυχέστερη δυνατή, υπάρχει ένα ζήτημα που σκιάζει την όποια αισιοδοξία. Η μελλοντική ικανότητα της Συρίας ή οποιασδήποτε δημοκρατικής ομοσπονδίας στον συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, ή οπουδήποτε αλλού στον πλανήτη, να αποκρούει επικείμενα πλήγματα από εκείνους που την επιβουλεύονται εξαρτάται από τον εφοδιασμό της με υψηλής τεχνολογίας όπλα, εν προκειμένω από τη Ρωσία, χωρίς τα οποία θα είναι απελπιστικά εύθραυστη οποιαδήποτε μελλοντική κατάσταση: δηλαδή, η εξάρτηση από τεχνολογικώς προηγμένα όπλα και η πελατειακή σχέση με μία δύναμη που τα διαθέτει γεννά ένα πιθανό σενάριο αντίστοιχο του παλαιού ψυχροπολεμικού, με δύο συνασπισμούς ισχύος των οποίων ηγούνται δύο τεχνολογικές υπερδυνάμεις, καθεμία με τη δική της σφαίρα επιρροής. Δεν είναι εύκολο υπό τις παρούσες συνθήκες να δούμε τί θα μπορούσε να σπάσει αυτό τον δαιμονικό κύκλο. Ένας πολυπολικός κόσμος με ρευστούς και μεταβαλλόμενους συσχετισμούς ισχύος είναι μια ενδεχόμενη απάντηση· μία πολύ πιο ριζική, ή ουτοπική αν θέλετε, θα ήταν η ανάπτυξη ισχυρών αντιπολεμικών/αντιϊμπεριαλιστικών κινημάτων μέσα στις ίδιες τις δυτικές χώρες – αλλά υπάρχει άραγε κάτι που θα μπορούσε να σε αφυπνίσει σε τέτοια παγκόσμια κλίμακα τις μάζες αυτή τη στιγμή, εκτός από τον φόβο ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος;

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. Πράγμα που έχει αρχίσει να ομολογείται όλο και πιο κυνικά στα επιτελεία των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Για παράδειγμα, στο ετήσιο Συνέδριο της Χερτζλίγια του 2016, σε λόγο του που εκφώνησε στα εβραϊκά, ο αρχιστράτηγος Γέρζι Χαλεβί δήλωσε απερίφραστα ότι το Ισραήλ δεν θέλει να δει τον ISIS να ηττάται στη Συρία και ότι θα είναι ολέθριο για τη ισραηλινά συμφέροντα να επιβιώσει από τον πόλεμο μια κυβέρνηση-σύμμαχος του Ιράν: «Πρέπει να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να μη βρεθούμε σε τέτοια θέση», κατέληξε.  (βλ. Jason Ditz, http://news.antiwar.com/2016/06/21/israeli-intel-chief-we-dont-want-isis-defeated-in-syria). Νωρίτερα, Τον Φεβρουάριο του 2015, σε συνέντευξή του στο CNN, ο στρατηγός Ουέσλι Κλαρκ, ανώτατος διοικητής τού ΝΑΤΟ στην Ευρώπη και συντονιστής τής στρατιωτικής επίθεσης στη Γιουγκοσλαβία το 1998-9, ομολόγησε απερίφραστα την αμερικανική εμπλοκή στον σχηματισμό τού ISIS δηλώνοντας: «Δεν το φανταζόμασταν ότι θα καταλήξει έτσι, αλλά δημιουργήσαμε έναν Φρανκενστάιν».
 
2. Όταν τον Δεκέμβριο του 2016 ο συριακός στρατός ανέκτησε το Χαλέπι από τα χέρια των τζιχαντιστών, μετά δηλαδή την κήρυξη πανστρατιάς κατά της «ισλαμικής τρομοκρατίας» εκ μέρους των δυτικών δυνάμεων που επικυρώθηκε επισήμως από απόφαση του ΟΗΕ, βρήκε ανάμεσά τους, και συνέλαβε, Αμερικανούς και Βρετανούς αξιωματικούς…! Παρότι επιβεβαιωμένη από πολλές πηγές, σε κανένα δυτικό μέσον δεν πέρασε η είδηση.
 
3. Η νέα κατακραυγή ξεσηκώθηκε αφότου το Σάββατο 7 Απριλίου, κι ενώ ο συριακός στρατός πολιορκούσε αποκομμένο θύλακο τζιχαντιστών στη Ντούμα, 16 χιλιόμετρα από τη Δαμασκό, διαπιστώθηκε νέα χρήση χημικών όπλων με θύματα αμάχους. Κοινή λογική λέει ότι τα χημικά όπλα είναι η έσχατη καταφυγή κάποιου ο οποίος βρίσκεται σε απελπιστική θέση και όχι εκείνου ο οποίος έχει πλήρη στρατιωτική υπεροχή – πόσο μάλλον όταν γνωρίζει πως η παγκόσμια γνώμη περιμένει ένα ελάχιστο ολίσθημά του για να τον κατακρεουργήσει… Εξ άλλου, μία εκ των πέντε ερευνών που διεξήγαγε ως τώρα επιτροπή τού ΟΗΕ έχει τεκμηριώσει την κατοχή χημικών όπλων από τζιχαντιστικές οργανώσεις (γεγονός στο οποίο φαίνεται ότι έχει βάλει το χέρι της η Τουρκία). Περιέργως όμως, όλα τα δυτικά ΜΜΕ, και πριν εξακριβωθεί οτιδήποτε, βοούν από αγανάκτηση κατά του «δολοφόνου Άσαντ»! Αμέσως ακολούθησαν αεροπορικές επιδρομές από ΗΠΑ, Γαλλία και Μ. Βρετανία εναντίον στόχων των κυβερνητικών δυνάμεων στη Συρία (τις οποίες αρνήθηκε να καταδικάσει η πλειοψηφία τού Συμβουλίου Ασφαλείας τού ΟΗΕ, στη συνεδρίαση του Σαββάτου 14 Απριλίου κατόπιν προτάσεως της Ρωσίας).

4. Οι ριψοκίνδυνες επεκτατικές κινήσεις τής Τουρκίας προς το Αιγαίο, τη Θράκη και τα Βαλκάνια είναι μέρος τού ίδιου στρατηγήματος «φυγής προς τα εμπρός» που χρωματίζει την τρέχουσα πολιτική της. Οι σοβαρότεροι κίνδυνοι για την Ελλάδα και την Κύπρο, παρά τις παραπλανητικές κορώνες των Μαζικών Μέσων και κάθε είδους αυτόκλητων «αναλυτών», δεν πηγάζουν τόσο από την ίδια την Τουρκία όσο από την άνευ όρων παράδοση στους αμερικανικούς χειρισμούς των ελληνοτουρκικών σχέσεων, που χρησιμοποιούν παγίως τη μία χώρα εναντίον της άλλης σαν μέσο συνετισμού όποτε εκδηλώνουν τάσεις αποσκίρτησης από τις ΝΑΤΟϊκές επιταγές.

5. Βλ. Δρόμος τής Αριστεράς, Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017, σελ. 21. Σημειωθήτω ότι η έκκληση έγινε με αφορμή την προκήρυξη δημοψηφίσματος από τους Κούρδους του Ιράκ, οι οποίοι εκφράζουν μια εντελώς διαφορετική πολιτική από τους Κούρδους τής Ροτζάβα.

6. Το ζήτημα του ρόλου που παίζει ο έλεγχος του πετρελαίου στη σύγχρονη γεωπολιτική πρέπει να επανεξεταστεί στο φως αυτής της ανάλυσης, νομίζω. Εκείνο που ενδιαφέρει περισσότερο την Ατλαντική Συμμαχία δεν είναι πιθανότατα τόσο η άμεση πρόσβαση σε πηγές υγρών καυσίμων όσο η διαφύλαξη του δολαρίου ως αποκλειστικού συναλλακτικού μέσου στην παγκόσμια αγορά υγρών καυσίμων.  Από τη στιγμή που οι ΗΠΑ απεξάρτησαν το δολάριο από τη ρήτρα τού χρυσού στις αρχές τής δεκαετίας του ’70, το πετρέλαιο έγινε ατύπως η εγγυητική ρήτρα τού δολαρίου – υπό τον όρον ότι μπορούσαν να το επιβάλουν στην πετρελαϊκή αγορά, πράγμα που απαιτούσε βεβαίως μέσα γεωστρατηγικού εξαναγκασμού των πετρελαιοπαραγωγών χωρών… Αυτό εξηγεί τις αμερικανικές πολιτικές στη Μέση Ανατολή από τη δεκαετία του ’70 και μετά, και αυτός είναι πιθανότατα ο κρίκος που συνδέει τη παγκόσμια γεωπολιτική σήμερα με την οικονομική δομή τού κεφαλαιοκρατικού κοσμοσυστήματος. Αυτό μπορεί να σημαίνει επίσης ότι, στις συνθήκες τού χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού των ημερών μας, το πετρέλαιο αντιπροσωπεύει περισσότερο μια συμβολική αξία απ’ ό,τι αξία χρήσεως, στον βαθμό που εξασφαλίζει την απεριόριστη πίστωση της Υπερδύναμης – με άλλα λόγια, παγκόσμια ηγεμονία μέσω της νομισματικής κυριαρχίας. Η τελευταία αυτή είναι το ευαίσθητο στήριγμα που, αν τραβηχτεί, θα δούμε την εκκωφαντική πτώση τής Αμερικανικής κοσμοκρατορίας.
 
7. Από αυτή την άποψη επαναλαμβάνεται ένα σενάριο που είδαμε ήδη στη Γιουγκοσλαβία, και πάλι στη Λιβύη… Το να αντισταθούμε στην υποκριτική δαιμονοποίηση τέτοιων καθεστώτων και ηγετών εκ μέρους τής Δύσης δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να κλείνουμε τα μάτια στο δικό τους ποιον. Και πάλι, ωστόσο, απέναντι στην υστερόβουλη δυτική προπαγάνδα με τα παροιμιώδη της δύο μέτρα και σταθμά, πρέπει να θυμίζουμε ότι το ίδιο το καθεστώς διαρκούς επικείμενης απειλής, στην ομηρεία τού οποίου κρατά δέσμιες τέτοιες χώρες, είναι ο πιο ασφαλής εγγυητής αυταρχικών εξελίξεων. Η περίπτωση της Ρωσίας και του Ιράν είναι απολύτως χαρακτηριστικές –μολονότι καθόλου μοναδικές– σήμερα: αναρωτιέται κανείς τί θα είχε περάσει από τις χαραμάδες που θα άνοιγε ένας πιθανός εκδημοκρατισμός τους;