Ζούμε στην εποχή που τα είδωλα πεθαίνουν. Δεν πρόκειται περί κάποιας μελοδραματικής υπερβολής· κυριολεκτικά, οι περισσότεροι άνθρωποι που υπήρξαν είδωλα έχουν φτάσει πλέον σε ηλικία θανάτου. Το ίδιο το κοινωνικό φαινόμενο του ειδώλου βρίσκεται στη δύση του, διαψεύδοντας την αίσθηση του αθάνατου και του άφθαρτου, του κατοίκου μιας αιώνιας στιγμής δόξας που απέπνεαν οι ενσαρκωτές του. Το πρώτο και το μεγαλύτερο ποπ είδωλο όλων των εποχών, ο Έλβις Πρίσλεϊ, ανέτειλε σε μια περίοδο πολύ ταιριαστή με αυτήν ακριβώς την αίσθηση. Ήταν η εποχή μετά από δύο μεγάλους πολέμους και έναν Μεγάλο Κακό που είχε νικηθεί, η εποχή μιας σαρωτικής βιομηχανικής ανάπτυξης από αυτές που ο πόλεμος συνήθως δημιουργεί όταν τελειώσει, η εποχή του μάρκετινγκ με όρους του εικοστού αιώνα: με στιβαρή κεντρική οργάνωση σε γιγαντιαίες εταιρείες, συστηματικές μελέτες αγοράς, και εκστρατείες με χρήση ψυχολογικών εργαλείων, με την τηλεόραση σε κάθε σπίτι. Το μέλλον προδιαγραφόταν περισσότερο, γρηγορότερο, δυνατότερο και, μάλλον όχι παράδοξα, ικανό να κρατήσει για πάντα.
Το ίδιο το φαινόμενο του ειδώλου γενικά, και του ποπ ειδώλου συγκεκριμένα, έχει κατανοηθεί ελάχιστα. Γνωρίζουμε, το λέει και η λέξη δηλαδή, τα προφανή κοινά του σημεία με τα αντικείμενα και τα πρόσωπα θρησκευτικής λατρείας, αλλά ελάχιστα για το τι είναι αυτό που πυροδοτεί την ίδια την έξαρση με συγκεκριμένα πρόσωπα και όχι με άλλα. Λίγα γνωρίζουμε επίσης για το τι σημαίνει αυτή η λατρεία, αυτό το κοπάνημα και η παλλόμενη υστερία για τον ίδιο τον λατρεύοντα, τι σηματοδοτεί μέσα στο εγώ του υποκειμένου που είναι κάτω από, και όχι πάνω στην, σκηνή. Μια ευλογοφανής όσο και δημοφιλής υπόθεση είναι ότι η ειδωλολατρία παγιώνει μια αίσθηση ταυτότητας αυτού που λατρεύει, μια τρόπον τινά απορρόφηση των χαρακτηριστικών του ίδιου του ειδώλου. Ο λατρευτής γίνεται το είδωλο, φαντασιώνεται τον εαυτό του ως τέτοιο, έχει, έστω εφαπτομενικά, πρόσβαση στην ίδια απόλαυση.
Έχω πάντως την εντύπωση ότι αυτή η αίσθηση ταυτότητας έχει περισσότερο να κάνει με το να είσαι εσύ ο ίδιος κάτι, παρά με το τι συγκεκριμένα είσαι. Φυσικά, η ιδιοσύσταση του καθενός δεξιώνει και μαγνητίζεται από διαφορετικά αισθητικά περιβλήματα. Εντούτοις, είμαι σίγουρος ότι όταν, όντας 12 χρονών, ανακοίνωσα χαρωπά στους γονείς μου από το πίσω κάθισμα του οικογενειακού μας αυτοκινήτου ότι ο Ρόνι Τζέιμς Ντίο ήταν πλέον η προσωπική μου θρησκεία, ήμουν περισσότερο περιχαρής για το γεγονός ότι έβαλα τον εαυτό μου στη θέση να πει κάτι τέτοιο, παρά στενά αφοσιωμένος στον ίδιο τον Ρόνι Τζέιμς Ντίο. Το είδωλο μπορεί λοιπόν να ιδωθεί ως ένα κενό σημαίνον: όχι ένα σημαίνον με πολλαπλά σημαινόμενα – π.χ., στην περίπτωση του Ντίο, την ελευθερία, την σεξουαλικότητα, την αγριότητα – ούτε καν ένα σημαίνον με ασαφές νόημα. Το κενό σημαίνον είναι ένα σημείο που ανατρέπει τους όρους και τη ροή της νοηματοδότησης – και, στην περίπτωση του ειδώλου, της νοηματοδότησης της ταυτότητας του ειδωλολάτρη. Το είδωλο μπαίνει στο βάθρο ως ένα απόλυτο αντικείμενο θαυμασμού την ώρα που δεν έχει καμία συγκεκριμένη σημασία πέραν του να γεμίζει το κενό του βάθρου. Με αυτήν την έννοια, η λειτουργία του ειδώλου έχει, τελικά, ελάχιστη σχέση με το ίδιο το είδωλο.
Όπως είπαμε, η εποχή των ειδώλων προοδευτικά παρακμάζει, ενώ η δική μας είναι γεμάτη θανάτους ανθρώπων που εκπλήρωσαν αυτόν τον σκοπό. Οι μουσικοί φεύγουν δεν φαίνεται να αντικαθίστανται: κανείς δεν θα είναι ο επόμενος Έλβις, ο επόμενος Prince, οι επόμενοι Beatles και Rolling Stones. Μιλώντας ακόμα και για πιο πρόσφατα και ισχνά είδωλα, κανείς δεν φαίνεται να είναι ο επόμενος Tom Waits, ο επόμενος Nick Cave, οι επόμενες Janis Joplin και Tina Turner. Στο σινεμά ισχύει το ίδιο: ο Μάρλον Μπράντο, η Μέρλιν Μονρό, ακόμα και η Τζούλια Ρόμπερτς ή ο Λεονάρντο Ντικάπριο δεν βρίσκουν επόμενες και επόμενους αντίστοιχης εμβέλειας. Φυσικά και η εποχή μας έχει αστέρες, φυσικά και η Billy Eilish, η Ariana Grande, η Zendaya, ο Adam Driver, ο Paul Mescal είναι τέτοιοι, όμως ο γνωστός ηθοποιός, ο διάσημος τραγουδιστής, δεν είναι είδωλο. Κανείς δεν καταβυθίζεται στις προσωπικότητες και τις ζωές αυτών των ανθρώπων όπως έκανε με τους παλαιότερους ομόλογούς τους. Ίσως εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα να είναι η Taylor Swift, όμως ίσως αυτή η εξαίρεση να πυροδοτείται από την εικόνα του manic pixie dream country girl που παραπέμπει ακριβώς στην εποχή των ειδώλων και των πόστερ στα παιδιά δωμάτια. Και, σε κάθε περίπτωση, δεν πιστεύω ότι κανείς θα ακούει Taylor Swift σε 50 χρόνια όπως ακούμε εμείς τους Bee Gees σήμερα.
Μπορεί κανείς να υποθέσει διάφορους λόγους που αυτή η εποχή φαίνεται να περνάει ανεπιστρεπτί, και πράγματι η αιτία είναι πιθανότατα πολυπαραγοντική. Ένας παράγοντας έχει να κάνει σίγουρα με την μείωση του κόστους λειτουργίας των μέσων παραγωγής και διαμοιρασμού της τέχνης. Μπορεί ο πραγματικός σχετικός εκδημοκρατισμός που έφερε το Ίντερνετ να κράτησε πολύ λίγο – όσο λίγο μεσουράνησαν το MySpace, το last.fm, και το deviantArt χοντρικά – και σύντομα να έδωσε τη θέση του σε έναν στυγερό οικονομικό και αλγοριθμικό συγκεντρωτισμό της πλατφόρμας (βλ. Spotify), όμως το γεγονός παραμένει: όλες αυτές οι εξελίξεις έφεραν μια άνευ προηγουμένου ποσοτική έκρηξη και στο διαθέσιμο περιεχόμενο και στους δημιουργούς του. Όσον αφορά την μουσική τουλάχιστον, τα διαθέσιμα άλμπουμ είναι πολλά, αδιανόητα πολλά και, μαζί με τον αριθμό τους, αυξήθηκαν ραγδαία και οι κατηγορίες που τα συνοδεύουν. Αυτό αφενός αποδυνάμωσε τα παραδοσιακά genre powerhouses που δέσμευαν σε κάποια μορφή τους σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού όπως είναι το ποπ και το ροκ, αφετέρου έκανε τρομερά δύσκολη την εγκαθίδρυση λίγων μόνο καλλιτεχνών ως οικουμενικά σύμβολα. ΟΚ, ο βαθμός στον οποίον έχει φτάσει ο πολλαπλασιασμός των μουσικών ετικετών – nu pirate folk metal, terrorcore, casiocore, άλλες τέτοιες περίπου τυχαίες προσμίξεις λέξεων – είναι όντως αστείος και σηματοδοτεί ένα παιχνίδι εσωτερικής κατανάλωσης. Όμως αυτό το παιχνίδι, αυτή η πληθωριστική νομιναλιστική λογική, είναι καθαυτή ο τρόπος της Gen Z να βγάζει τη γλώσσα στην συγκεντρωτική πολιτιστική λογική των γονιών της, και αναδιπλασιάζει μια βαθιά αλλαγή στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε και σχετιζόμαστε με τη μουσική.
Μπορεί να πει κανείς διάφορα ακόμα, που δεν στερούνται ενδιαφέροντος ούτε και πραγματικότητας – π.χ. ότι το φαινόμενο των ειδώλων έχει μεταφερθεί πλέον από τις σκηνές και τις αίθουσες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και ότι διάφοροι influencers και content creators διατηρούν όντως μια λατρευτική-θρησκευτική σχέση με το κοινό τους (βλ. τα καραγκιοζιλίκια με τον Speed στην Αθήνα λίγους μήνες πριν). Εντούτοις, θεωρώ ότι εκείνο που εξηγεί καλύτερα όλες αυτές τις μετατοπίσεις, και ίσως είναι ο συνεκτικός ιστός όσων αναφέρθηκαν ήδη, είναι η αποσάθρωση του νοηματικού σκελετού της Δύσης, τόσο μέσα από την μόνιμη οικονομική της κρίση, όσο και μέσα από την απώλεια του όποιου ηθικού της πλεονεκτήματος. Το είδωλο δεν υπάρχει χωρίς το όραμα· το είδωλο δείχνει πάντα προς έναν διαρκώς μετακινούμενο ορίζοντα. Η οικονομική μας κατάπτωση, η συστολή της πολιτικής στην μία ή την άλλη διαχείριση της καταστροφής, και πολύ περισσότερο η απώλεια της ικανότητάς μας να φανταζόμαστε ένα καλύτερο μέλλον – η οποία ήταν με διάφορες αμφιέσεις στο απόγειό της τις δεκαετίες ’60-’80 – μας έχουν στερήσει και την ικανότητα να ταυτιζόμαστε με κάτι μεγαλύτερο από εμάς. Η (οπωσδήποτε κίβδηλη) αίσθηση ότι εκπροσωπούμε το απόγειο των ηθικών κατακτήσεων της ανθρωπότητας μας έδινε την αγωνία να υποστασιοποιήσουμε αυτόν τον ρόλο – και το να εξωτερικεύσουμε αυτήν την αγωνία στο πρόσωπο ενός καλλιτέχνη ήταν μια ικανοποιητική διαχείριση. Δεν είναι πια, γιατί το αβάσταχτα ελαφρύ φορτίο αυτής της αναζήτησης απλώς δεν υφίσταται.
Η αποδόμηση των κεντρικών νοημάτων και των μεγάλων αφηγήσεων που μας κληροδότησαν τα τέλη του εικοστού αιώνα είναι που εξηγούν την αδυναμία ενός έργου να ταξιδέψει μέσα μας προτού γίνει άμεσα διαθέσιμο ένα επόμενο. Γι’ αυτό, ακόμα και οι αναγνωρίσιμοι καλλιτέχνες που φλερτάρουν με το στάτους του ειδώλου είναι οι ίδιοι τροβαδούροι και μασκαράδες της αποδόμησης: η Princess Nokia, o Gaspar Noe, και βέβαια ο Γιώργος Λάνθιμος. Εγχώρια μιλώντας, και στον βαθμό που είμαστε χώρα-δορυφόρος της Δύσης και σε μεγαλύτερη παρακμή από τον μέσο όρο της, τα φαινόμενα αυτά είναι ακόμα πιο έντονα. Αντιστοιχίστε τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και τον Παντελή Βούλγαρη με τον Σωτήρη Τσαφούλια και τον Αλέξανδρο Βούλγαρη· τον Αλέξανδρο Τσουβέλα και τον Μάκη Παπασημακόπουλο με τον Χάρρυ Κλυν και τον Τζίμη Πανούση. Όλοι αυτοί είναι εξαιρετικά χαρισματικοί καλλιτέχνες (ΟΚ, σχεδόν), αλλά μόνο οι μεγαλύτεροι σε ηλικία θα μπορούσαν ποτέ να φτιάξουν αυτό που λέμε συγκροτητικό νόημα, στοιχείο ταυτότητας. Αυτό δεν ισχύει απλά γιατί οι μικρότεροι είναι ακόμα σχετικά μικροί στην ηλικία· είναι κάτι που θα ισχύσει αυτούσιο και στο μέλλον. Θυμηθείτε τι έγινε όταν πέθανε ο Τζίμης Πανούσης, και προσπαθείστε να φανταστείτε να γίνεται κάτι αντίστοιχο με τον θάνατο του Τσουβέλα – ακούγεται κωμικό.
Την αποδόμηση αυτή την έχουν ακολουθήσει με συνέπεια δύο φαινόμενα, το ένα με ιδιαίτερη παρουσία στα καθ’ ημάς, το άλλο μάλλον παγκόσμιο. Και τα δύο έχουν να κάνουν με την φαγωμάρα μέσα στο πένθος ή και για το πένθος, με την ομολογουμένως πολύ κουραστική ιστορία του να πλακωνόμαστε στα σόσιαλ μήντια μετά τους θανάτους ανθρώπων που απέκτησαν το στάτους του θρύλου κάποια στιγμή στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Η κόντρα για την καλλιτεχνική υπόσταση αφορά το αν ήταν καλοί στην τέχνη τους, αν προσέφεραν όσα η κοινή γνώμη θεωρεί ότι προσέφεραν, αν ο Βασίλης Καρράς ήταν σημείο αναφοράς της λαϊκότητας ή απλά ένας φάλτσος με κονέ, αν ο Διονύσης Σαββόπουλος (που τον θάνατό του θα ακολουθήσει στα σίγουρα η πλέον ανυπόφορη αυτών των μαχών) είναι κλέφτης ή τροβαδούρος της μεταπολίτευσης που κατάφερε να διεισδύσει στις πιο μύχιες γωνιές των συλλογικών ψυχικών μας δυναμικών. Το ζήτημα εδώ δεν είναι βέβαια το τι ήταν και τι δεν ήταν ο καθένας, αλλά το γιατί αυτή η κουβέντα γίνεται με τόση ένταση, με τόση κόντρα, τι είναι αυτό το ουρλιαχτό που ξυπνάει στους ανθρώπους, τι ξεσπάει μέσα τους με τόση μανία. Γιατί, εδώ που τα λέμε, όσον αφορά αυτό το ζήτημα, δεν είναι και δύσκολο να βρεθεί η βέλτιστη ισορροπία σε καταστάσεις συλλογικού πένθους: εσύ δεν αστυνομεύεις τον θρήνο των αλλωνών, και οι αλλωνοί δεν κάνουν γραφικότητες όπως να αποκαλούν όσους δεν νοιάζονται δήθεν και υποκριτές, αφού κι αυτοί τάχα δόξαζαν τον μακαρίτη ιδιωτικώς.
Ο άλλος εμφύλιος σπαραγμός, που έχει και παγκόσμιο αντίστοιχο, αφορά όχι την καλλιτεχνική υπόσταση των ειδώλων αλλά όλη την υπόλοιπη, συνηθέστερα συνοδεία του ερωτήματος αν θα πρέπει οι άνθρωποι αυτοί να γίνουν cancel ή όχι: αν ο Έλβις ήταν ένα πληγωμένο παιδί παραμπουκωμένο διασημότητα ή απλά ένας κακοποιητής γυναικών, αν ο Τζίμης Πανούσης ήταν σεξιστής αντισημίτης ή σύγχρονος Διογένης, αν ο Δήμος Μούτσης ήταν ένας βιαστής ή ένας συνθέτης των πιο σπαρακτικών μεταμεσονύκτιων ασμάτων, αν ο Αλέν Ντελόν ήταν φασίστας της γαλλικής Ακροδεξιάς ή ο αντιφασίστας της ταινίας Mr. Klein του εξόριστου Αμερικάνου κομμουνιστή Joseph Closey. Και εδώ η απάντηση δεν είναι δύσκολη, γιατί συνήθως όλοι αυτοί είναι όλα αυτά μαζί. Και εδώ, το πραγματικά ενδιαφέρον ερώτημα δεν είναι το αρχικό, αυτό που αφορά τα είδωλα καθαυτά, αλλά το γιατί έχει τόση σημασία για εμάς μια καθοριστική απάντηση, σημασία τόσο μεγάλη που το Εγώ μας δεν μπορεί να αντέξει τη συγκράτηση αντιθετικών πληροφοριών στο εσωτερικό του, πληροφορίες που στο κάτω-κάτω αφορούν κάποιον άλλον, κάπου αλλού. Γιατί πάλλεται τόσο δυνατά αυτό το ζήτημα, γιατί φέρνει τους ανθρώπους στα όριά τους, γιατί κάνει ντριγκιντράνγκα το τηλέφωνο;
Γιατί; Αφ’ ενός, σίγουρα γιατί βρισκόμαστε εν μέσω ενός πολιτιστικού πολέμου για τον καθορισμό της ταυτότητας και των αξιών της Αμερικής, και άρα της Δύσης, και άρα της γειτονιάς μας προς τα εδώ – και κανένας τέτοιος πόλεμος δεν διεξάγεται με τόση μανία όσο εκεί που τα δύο στρατόπεδα προσωποποιούνται σε μεγάλους άνδρες που διεκδικούν την συλλογική πολιτιστική εκπροσώπηση. Αφ’ ετέρου όμως, και εδώ θέλω να σταθώ τελικά με αυτό το κείμενο, γιατί ο άνθρωπος, όπως κάθε θηλαστικό, έχει ανάγκη ταυτίσεων και αναφορών και, επιπλέον των άλλων θηλαστικών, ανάγκη ταυτοτήτων. Αν δεν του τις δίνει το παρόν, θα τις πάρει από το παρελθόν. Το γενικότερο στάτους πολιτιστικής μας στασιμότητας επιτάσσει λοιπόν την αφιέρωση του συναισθήματός μας σε είδωλα που μεσουράνησαν τον καιρό που κάθε τι σήμαινε κάτι. Είναι αυτό πιστεύω το φαινόμενο που δικαιολογεί τον φραμπαλά για τους θανάτους των παλιών, το ότι στα πάρτι ακόμα και των 25χρονων σήμερα παίζει ακόμα 80s και 90s popstream, το ότι τόσος κόσμος έχει στραφεί, μετά τα ριάλιτι σόου, σ’ αυτές τις τωρινές και εξαιρετικά κακοφτιαγμένες ταινίες και σειρές εποχής. Η προσήλωση και η ένταση συναισθήματος που εκλύει αυτή η αφιέρωση δικαιολογείται από το ότι ο θάνατος των ανθρώπων που την συμπυκνώνουν βιώνεται, σε αδρές γραμμές, ως θάνατος της δικής μας ταυτότητας.