«Το θέατρο είναι το οξυγόνο μου. Η ανάσα που μου είχε κοπεί. Η έκφραση μου. Μέσα από αυτό μπορώ να αναπνέω ξανά». Με αυτά τα λόγια, ο Αλέξανδρος περιγράφει την εμπειρία του από τη συμμετοχή του στη θεατρική ομάδα του Ψυχιατρείου Κρατουμένων Κορυδαλλού. Στο θεραπευτικό - σωφρονιστικό κατάστημα κρατείται εδώ και 21 χρόνια. Από το κελί του βγαίνει σπάνια. Συνήθως μόνο για τσιγάρα. Κι όμως με το θέατρο νιώθει ότι έχει ένα κίνητρο. «Έχω ένα λόγο να βγαίνω από το κελί μου», λέει. Ο Αλέξανδρος είναι ένας από τους 30 θεραπευόμενους - κρατούμενους, που έχουν ωφεληθεί από το Εργαστήριο Προσωπικής Ανάπτυξης Κρατουμένων (ΕΠΑΚ), που εφαρμόζεται σε σωφρονιστικά καταστήματα, υπό την καθοδήγηση του σκηνοθέτη και εμψυχωτή, Στάθη Γράψα. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, υλοποιείται υπό την αιγίδα του Εθνικού Θεάτρου. Στο τέλος κάθε δράσης του παρουσιάζεται μία θεατρική παράσταση, την οποία γράφουν τα μέλη της ομάδας. Για την παρουσίαση της στο Ψυχιατρείο, το εντευκτήριο του κτιρίου μετατρέπεται σε θεατρική σκηνή.

της Μαριάννας Χιονά

Λίγο πριν ανέβει πάνω της, ο Αλέξανδρος εξομολογείται ότι έχει άγχος. Περιφέρεται συνεχώς στο χώρο, με ένα τσιγάρο στο στόμα και ρωτά με ανυπομονησία πότε θα ξεκινήσει η παράσταση. Δύο ώρες μετά και αφού έχει ολοκληρωθεί η παράσταση, έχει αφήσει στην άκρη το τρακ και την αγωνία του. «Είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου», δηλώνει μόλις αντικρίσει τις δύο αδερφές του στην κατάμεστη από κόσμο αίθουσα. Το παρατεταμένο χειροκρότημα του κοινού τον κάνει να αναγνωρίσει την προσπάθεια, που έχει καταβάλει. «Μου δίνει δύναμη να συνεχίσω να ζω», περιγράφει.

Η θεατρική ομάδα είναι ένα από τα πιο σταθερά και δοκιμασμένα προγράμματα του ψυχιατρείου. Αυτό έχει φανεί από την έρευνα που πραγματοποιεί κάθε χρόνο η κοινωνική υπηρεσία δειγματοληπτικά στους 180 θεραπευμένους – κρατούμενους προκειμένου να εντοπίσει τα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες τους. «Οι αλλοδαποί ζητούν πιο συχνά μαθήματα ελληνικών. Οι Ρομά ζητούν να τελειώσουν το δημοτικό. Οι περισσότεροι όμως ανεξαρτήτως καταγωγής επιλέγουν τη θεατρική ομάδα και την ομάδα της χειροτεχνίας», επισημαίνει η Προϊσταμένη της κοινωνικής υπηρεσίας, Βασιλική Φραγκαθούλα. Η προτίμηση στο θέατρο, εξηγεί, δικαιολογείται από την ανάγκη τους να βελτιώσουν την κίνηση τους. «Λόγω της ψυχικής νόσου, της ισχυρής φαρμακευτικής αγωγής και του εγκλεισμού πολλοί έχουν επιπτώσεις και στην κίνηση τους. Βγαίνουν ελάχιστα στο προαύλιο και γι’ αυτό θέλουν να αναπτύξουν την κίνηση, που σχετίζεται με την εικόνα τους».

Στην αρχή, όσοι τρόφιμοι επιλέξουν να συμμετάσχουν στο εργαστήριο είναι διστακτικοί. Έχουν αναστολές και νιώθουν ότι δεν θα ανταπεξέλθουν. Καταφέρνουν όμως να απελευθερωθούν και τελικά να εκφραστούν μέσα από τις συζητήσεις της ομάδας. Για τη δημιουργία της παράστασης, ο Στάθης Γράψας τους καλεί να προτείνουν θέματα, που τους απασχολούν. Άλλωστε, πρόκειται για ένα βιωματικό εργαστήριο, βασισμένο στις σκέψεις και τις ιδέες, που ο καθένας θέλει να καταθέσει. Παρότι, λοιπόν, η μέθοδος του εργαστηρίου, που είναι δοκιμασμένη και σε άλλες φυλακές (Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Αυλώνα, Κέντρο Απεξάρτησης Τοξικομανών Κρατούμενων Ελαιώνα – Θηβών και Κατάστημα Κράτησης Νέων Κορίνθου), βασίζεται στην σωματική έκφραση και εκτόνωση, στο ψυχιατρείο υπάρχει μία ιδιαιτερότητα. «Λόγω των αγωγών που λαμβάνουν, δεν έχουν ένταση. Είναι σε καταστολή, πολύ χαλαροί, οπότε υπάρχει ανάγκη για ψυχική και νοητική εκτόνωση και όχι σωματική. Γι’ αυτό χρησιμοποιούμε κατευθείαν το λόγο», επισημαίνει ο σκηνοθέτης ενώ, παράλληλα, εξηγεί πώς το θέατρο λειτουργεί θεραπευτικά στους νοσηλευόμενους – κρατούμενους του ψυχιατρείου. «Με το να αποστηθίσουν κείμενο, ακονίζουν την μνήμη τους, που επηρεάζεται από τη φαρμακευτική αγωγή. Ξαφνικά, λοιπόν, βλέπουμε άτομα, που δεν ξεχνούν, να μαθαίνουν απ’ έξω κείμενα και να ανεβαίνουν στην σκηνή με ένα λόγο συγκροτημένο και συνειδητοποιημένο. Αυτός είναι ο στόχος μας».

Η προετοιμασία της παράστασης

Για τη δημιουργία της φετινής παράστασης, οι θεματικές που συζητήθηκαν ήταν το περιθώριο, η ελευθερία και οι γυναίκες. Έτσι μέσα από τις συζητήσεις προέκυψε ένα κείμενο επίκαιρο, που περιγράφει ένα σύστημα που βασίζεται σε ένα αλισβερίσι. Στη «2ας Μεραρχίας 43» παρακολουθούμε μία κοινωνία στην οποία συγκρούονται δύο διαφορετικές φιλοσοφίες. Από τη μία, η αγνή αγάπη για τους φίλους, τη γειτονιά, η στήριξη της ιδεολογίας και των αξιών και από την άλλη η εμπορευματοποίηση και η εκμετάλλευση, οικονομική και μη. «Δεν θέλω να μην έχουμε επαφή με την επικαιρότητα, πρέπει να νιώθουν ότι αυτό που κάνουν αφορά σήμερα τον άνθρωπο», λέει ο Σ. Γράψας και αντιλαμβανόμενος πλήρως τη σημασία της επανένταξης, δηλώνει ότι «αυτά τα άτομα όταν βγουν έξω και είναι πια ανάμεσα μας θέλουμε να είναι συνειδητοποιημένοι πολίτες, για αυτό και η δουλειά μου με τις ομάδες αυτές είναι πάντα το “εγώ” στο σύνολο της κοινωνίας».

Στις συναντήσεις της θεατρικής ομάδας, που γίνονται σε εβδομαδιαία βάση, σε χώρο που παραχωρεί το ψυχιατρείο, συμμετέχει πάντα και κοινωνική λειτουργός, προκειμένου να έχει μία εικόνα των νοσηλευομένων. Αυτό, λοιπόν, που έχει παρατηρήσει η Β. Φραγκαθούλα είναι η βελτίωση της κλινικής εικόνας των τροφίμων. «Όταν ο άλλος αλλάζει το πρόγραμμα του προκειμένου να είναι στην ώρα του στην ομάδα, ξυπνάει πιο νωρίς, ενδιαφέρεται να πάει από τους πρώτους στη διανομή των φαρμάκων, έχει το χρόνο να κάνει ένα μπάνιο για να έχει μία περιποιημένη εμφάνιση στην ομάδα, δείχνει μια συνέπεια. Όλα αυτά είναι αποδείξεις ότι η κλινική εικόνα σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάζει σημάδια βελτίωσης». Την εικόνα αυτή επιβεβαιώνει και ο εμψυχωτής της ομάδας, παρουσιάζοντας αναλυτικά την αλλαγή σε κάθε μαθητή του.

«Ο Δημήτρης παρά το φορτωμένο πρόγραμμα του λόγω της εργασίας στο κατάστημα και των μαθημάτων που παρακολουθεί, κατάφερε να ολοκληρώσει την προσπάθεια του παρουσιάζοντας στην σκηνή 4 διαφορετικούς ρόλους. Πήρε μια θετική κατεύθυνση για να κάνει καλό στον εαυτό του».

«Ο Μανώλης παρά το άγχος της σκηνής και τους δισταγμούς του, μπόρεσε να αποστηθίσει έναν ιδιαίτερα απαιτητικό και μεγάλο ρόλο».

«Ο Κωνσταντίνος, ένας κλειστός χαρακτήρας, που αρχικά δεν είχε ιδιαίτερη συναναστροφή με τους υπόλοιπους, έγινε τόσο ομαδικός. Κάθε φορά, μάλιστα, που έλειπε κάποιος από τις πρόβες, έκανε το ρόλο του, προκειμένου να τσουλάει το έργο».

«Ο Γιώργος με ένα έμφυτο ταλέντο και την εμπειρία που είχε από την προηγούμενη παράσταση που συμμετείχε, εντάχθηκε στον ρυθμό των υπολοίπων για το καλό της ομάδας. Θα μπορούσε και να καβαλήσει το καλάμι. Ας το κάνει. Ας χαρούν και λίγο αυτοί οι άνθρωποι στο ψυχιατρείο και μετά θα τους επαναφέρουμε. Θα σβήσουν τα φώτα, θα φύγουν οι θεατές, θα μείνουν μόνοι στα κελιά τους και θα τους κοστίσει, οπότε ας το ζήσουν και λίγο παραπάνω, σκέφτομαι».

Πρόκειται, λοιπόν, για μια ομάδα ανθρώπων που ο καθένας ξεχωριστά ξεπερνάει τον εαυτό του, όπως χαρακτηριστικά έκανε ο Obi, από την Νιγηρία. Στην Ελλάδα βρίσκεται εδώ και 17 χρόνια. Τα μόνα ελληνικά που γνώριζε ήταν για να μπορεί να συνεννοείται. Δεν ήξερε να γράφει, ούτε μπορούσε να εκφραστεί. Στην προσπάθεια του υπήρχαν πολλές αντικειμενικές δυσκολίες. Μπαίνοντας στην ομάδα, ζήτησε να παρακολουθήσει μαθήματα ελληνομάθειας, για να καταφέρει να αποδώσει καλύτερα το ρόλο του. Δίπλα του στάθηκε η επί 5 χρόνια εθελόντρια του ψυχιατρείου και φιλόλογος, Αγγελική Ξαρχάκου.

«Ενώ ξεκίνησε με παγωμένο και άδειο βλέμμα, γιατί είχε την ανάγκη να συμμετάσχει, κατά τη διάρκεια των μαθημάτων άλλαξε όψη, εξέφραζε αυτά που ένιωθε και κατάφερε να χρωματίζει ακόμα και τη φωνή του», περιγράφει. «Από το θέατρο κέρδισα τον εαυτό μου. Έμαθα τι μπορώ να κάνω, που μπορώ να φτάσω. Γνώρισα τις δυνατότητες μου. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα κατάφερνα τέτοια πράγματα», λέει με περηφάνια για την εμπειρία του ο Obi.


Μία πρόβα στον ήλιο τους έδωσε ζωή

Η προετοιμασία της παράστασης διήρκησε σχεδόν δύο χρονιά καθώς διαμεσολάβησε η πανδημία του κορονοϊού. Με τα περιοριστικά μέτρα, που επιβλήθηκαν, διακόπηκαν τα επισκεπτήρια και όλες οι δραστηριότητες που γίνονταν στα σωφρονιστικά καταστήματα από εξωτερικούς συνεργάτες. Ο σκηνοθέτης της παράστασης πρότεινε την συνέχιση των εργαστηρίων σε καλά αεριζόμενους χώρους με την τήρηση των προβλεπόμενων αποστάσεων και την αποφυγή κάθε σωματικής επαφής, το οποίο απορρίφθηκε. Στη συνέχεια αιτήθηκε οι συναντήσεις να γίνονται διαδικτυακά, όπως και έγινε. Οι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στο χώρο που διεξαγόταν το ηλεκτρονικό επισκεπτήριο και έκαναν τις πρόβες τους από απόσταση. Η επικοινωνία όμως ήταν δύσκολη. Όπως είναι φυσικό στους τρόφιμους του ψυχιατρείου δημιουργήθηκε ματαίωση. «Ξεπεράσαμε τις δυσκολίες με επιμονή και υπομονή, δείχνοντας τους ότι είμαστε συνεπείς απέναντι τους για να νιώθουν ότι δεν τους εγκαταλείπουμε», λέει ο Σ. Γράψας. Όταν χαλάρωσαν τα μέτρα και επετράπη η φυσική παρουσία του στο ψυχιατρείο, επέλεξε να κάνει την πρώτη πρόβα στον κήπο.

«Δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό. Τους είδα να σαστίζουν. Χρειάζονταν τέτοιο χρόνο να κοιτούν γύρω τους και να βλέπουν ουρανό, γιατί δεν βλέπουν συχνά ουρανό. Κάποιοι έβαλαν και τα γυαλιά τους και απλά κάθονταν. Δεν με ένοιαζε πια η πρόβα, περνούσε σε δεύτερη μοίρα. Μου αρκούσε το ότι βγήκαν στον ήλιο. Αυτό ήταν επίτευγμα και μου έδωσε μεγάλη ικανοποίηση», περιγράφει.

Παράλληλα, συμπληρώνει τι έχει κερδίσει ο ίδιος από την συναναστροφή του με τους κρατούμενους. «Η ματαίωση τους σε σχέση με την συνθήκη στην οποία βρίσκονται με βάζει σε μια αυτοκριτική. Πόσο καταλαβαίνω, πόσο ακούω, πόσο είμαι εκεί για αυτούς; Η επαφή μου μαζί τους λοιπόν μου δίνει προοπτική στη ζωή, που δεν πρέπει να ξεχνάμε. Οφείλουμε να το κάνουμε ο ένας για τον άλλο αυτό το πράγμα. Θυμάμαι να αναρωτιέμαι πριν ξεκινήσω το εργαστήριο, εγώ δίπλα σε ποιον θα σταθώ; Ποιοι είναι αυτοί που δεν έχουν κανένα δίπλα τους; Αυτοί οι άνθρωποι είναι οι ξεχασμένοι των ξεχασμένων. Γιατί είναι αποθηκευμένα άτομα που δεν θέλουμε να τους ξέρουμε; Μα θα επιστρέψουν κάποια στιγμή. Γι’ αυτό είμαι εκεί και επιμένω».

Αυτή ήταν η αθέατη πλευρά της φυλακής. Τα φώτα πια έχουν σβήσει και ο καθένας βρίσκεται στο κελί του. Μόνος του με τις σκέψεις του. Τουλάχιστον κάποιοι από αυτούς πήραν ερεθίσματα για την επόμενη μέρα.

«Και τώρα τι; Τι άλλο απομένει να κάνω, για μένα, για τους δικούς μου, για αυτούς που αγαπάς, για αυτούς που σ’ αγαπάνε… Και καταλήγεις ότι απλά, πρέπει να συνεχίσεις… πρέπει να προσαρμοστείς, για κάτι καλύτερο, για τους άλλους και προπάντων για εσένα. Απλά πρέπει… να συνεχίσεις…» (από το πρόγραμμα της παράστασης).