«Η υψηλότερη τέχνη του πολέμου είναι να μην πολεμάς καθόλου! Αλλά, αντίθετα, να υπονομεύσεις οτιδήποτε έχει αξία στην χώρα του εχθρού σου, ώστε η αντίληψη της πραγματικότητας στο μυαλό του εχθρού σου να διαστρεβλωθεί σε τέτοιο βαθμό που να μην σε θεωρεί καν εχθρό. Και αντίθετα να πιστέψει ότι το δικό σου σύστημα, ο δικός σου πολιτισμός και τα δικά σου ήθη αποτελούν εναλλακτικές, που όχι μόνο δεν τις απεχθάνεται, αλλά τις επιθυμεί και τις προτιμά από το να πεθάνει για τις δικές του».
Ακούγεται κάπως περίεργα αυτό. Σαν να λέει κανείς «προτιμώ το Μνημόνιο, παρά να πεθάνω για τον τόπο-τρόπο μου». Ή μήπως δεν ακούγεται και τόσο περίεργο, αλλά φαίνεται πολύ εύλογο;
Τέτοιες ή ανάλογες «δηλώσεις», από πρώην πράκτορες που ανένηψαν κι είπαν να κάνουν ένα «ψυχικό στα γεράματα τους», μπορεί να βρει κανείς σε κάθε συνωμοσιολογικό σάιτ που σέβεται τον εαυτό του. Απόρρητοι φάκελλοι, κυνικοί υπαινιγμοί, πλήρη εγχειρίδια χειραγώγησης της κοινής γνώμης, αποκαλύπτονται ως τα σύγχρονα εργαλεία ενός «ψυχολογικού πολέμου», που κατορθώνει να μετασχηματίσει ολόκληρους λαούς σε βολικούς, διαχειρίσμους χυλούς.
Κάποιες φορές, μάλιστα, η ομοιότητα με την πραγματικότητα είναι τέτοια που να κινδυνεύει και ο πιο νουνεχής αναγνώστης να πέσει θύμα μιας αφοριστικής λογικής που «φορτώνει» τον καπιταλισμό στους Εβραίους, στους Νεφελίμ, στους Ιλλουμινάτι ή στους «αεροψεκασμούς».
Μέχρι και το τσιγάρο μπορεί να ξεκινήσει και πάλι κανείς, αν είχε βέβαια ποτέ τη θέληση να το κόψει.
«Θα κάνω μόνο ένα σήμερα, θα κάνω ένα τελευταίο τσιγάρο», θα πει αθωωτικά στον εαυτό του. «Είναι τα τελευταία δυσβάστακτα μέτρα, το τελευταίο μνημόνιο και μετά βγαίνουμε, στο φως, στην άκρη του τούνελ. Δεν θα υπάρξουν νέα μέτρα», είναι η επαναλαμβανόμενη αθωωτική ατάκα των μνημονιακών κυβερνήσεων, λίγο πριν ψηφίσουν νέα μέτρα.
Άλλες φορές ο εξαρτημένος καπνιστής θα «ανακαλύψει» μια σοβαρή δικαιολογία για να δικαιολογήσει τη συνέχεια της εξάρτησης του. «Σήμερα ήταν μια πολύ δύσκολη μέρα». Κάτι σαν το Μνημόνιο ως το αναγκαίο κακό. Οι χρόνιες παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, οι δύσκολες μέρες της, νομιμοποιούν τη διαιώνιση της εξάρτησης.
Αν τα πράγματα ζορίσουν πολύ, αν οι συνέπειες του καπνίσματος γίνουν κάποια στιγμή κραυγαλέες, η αναφορά σε άλλους που κάπνιζαν ως τα βαθιά τους γεράματα και δεν έπαθαν τίποτα, μπορεί να είναι επίσης διευκολυντική. Μπορεί να το δει κανείς στις άλλες χώρες που εφάρμοσαν με συνέπεια το Μνημόνιο, όπως η Ιρλανδία ή η Πορτογαλία…που δεν έπαθαν τίποτα.
Αν ο καπνιστής έχει μια κάποια οικολογική συνείδηση, επιπέδου «Σκάι- όλοι χαζοί μπορούμε», μπορεί να καταγγέλλει «την περιβαλλοντική ρύπανση και όλα αυτά που αναπνέουμε» υπερασπιζόμενος το έρμο το τσιγαράκι του που «αυτὀ μας πείραξε τώρα;» Ανάλογα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχουν αρκετοί «ρυπογόνοι» παράγοντες στην ελληνική κοινωνία και οικονομία, τους οποίους μπορεί άνετα να καταγγέλει ο εξαρτημένος, υπερασπιζόμενος το «έρμο το μνημονιάκι που αυτό μας πείραξε τώρα;» Κάπως έτσι, το κάπνισμα, όπως και το Μνημόνιο, μπορεί να γίνονται τελικά «ευλογία».
Αν, τέλος, ο εξαρτημένος καπνιστής είναι εκ φύσεως και ολίγον ευαίσθητος ή αρκούντως αυτοκαταστροφικός, μπορεί να δηλώσει μελαγχολικά και παραπονιάρικα, εκβιάζοντας το ενδιαφέρον των άλλων, πως «το τσιγάρο είναι το μόνο πράγμα που καίγεται για μένα». Είμαστε θύματα εκβιασμού των δανειστών, δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα περισσότερο στην παρούσα φάση. Θα κόψουμε το κάπνισμα αργότερα, όταν οι συνθήκες ωριμάσουν..
.
Η αλήθεια είναι ότι η ανθρώπινη ψυχοσύνθεση κάνει συχνά ότι μπορεί για να αρνηθεί την απελπισία που γεννά η εξάρτηση…του καπνίσματος. Κι αυτό σημαίνει ότι θα προτιμήσει να πιαστεί από μια ψεύτικη ελπίδα, παρά να αντιμετωπίσει μια αληθινή απελπισία. Μπορεί, άραγε, αυτό να είναι η στόχευση των προπαγανδιστικών μηχανισμών που επιχειρούν να ελέγξουν τη συνείδηση των…καπνιστών;
«Είναι οι μηχανισμοί άμυνας ηλίθιε!», θα ανέκραζε ο σύντροφος Μπογιόπουλος, αν η καθοδήγηση είχε προβλέψει να εντάξει στο «εκπαιδευτικό πρόγραμμα» και τις βασικές αρχές της Ψυχοδυναμικής.
Είναι οι μηχανισμοί άμυνας που κινητοποιούν το Εγώ κάθε φορά που βιώνει μια ενορμητική απαίτηση όπως το κάπνισμα ή ένα απειλητικό συναίσθημα όπως την μνημονιακή απελπισία. Είναι ο μηχανισμός της Άρνησης που οδηγεί στην μη παραδοχή της ύπαρξης ενός δυσάρεστου γεγονότος επειδή αυτό δημιουργεί άγχος. Αν, μ’ έναν τρόπο, στις ανἀ την Ελλάδα καλοκαιρινές παραλίες φαινόταν ότι το Μνημόνιο δεν υπήρχε, ήταν ο μηχανισμός της Άρνησης που είχε ενεργοποιηθεί. Και προφανώς αυτή η ερμηνεία δεν αποκλείει και την περίπτωση εκείνων των ελίτ για τις οποίες πράγματι Μνημόνιο ούτε υπήρξε, ούτε υπάρχει.
Όπως για τον καπνιστή που αρνείται την βλαπτικότητα της συνήθειάς του, παρά τις προειδοποιήσεις του Υπουργείου Υγείας στη συσκευασία των τσιγάρων (ίσως μάλιστα και εξ’αιτίας των προειδοποιήσεων αυτών), όπως για τον αλκοολικό ή τον χρήστη ουσιών που επιμένει να θεωρεί ότι δεν είναι χρήστης αλλά αντίθετα «το ελέγχει», έτσι και για τον Έλληνα πολίτη στα χρόνια του Μνημονίου, οι μηχανισμοί άμυνας λειτούργησαν κυρίως υποσυνείδητα για να προστατεύσουν το Εγώ από την βαθιά επίγνωση επίπονων συναισθημάτων, γεγονότων ή πληροφοριών.
Η μεγάλη πλειοψηφία των απλών ανθρώπων που εγκλωβίστηκαν εξ’αρχής στη μνημονιακή λογική, αλλά γιατί όχι και ένα μέρος των κυρίαρχων ελίτ που διατηρούσαν μια στοιχειώδη εντιμότητα, τα χιλιάδες στελέχη και ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ που «έκαναν γαργάρα» την μνημονιακή κωλοτούμπα, είναι θύματα μιας παρερμηνείας της πραγματικότητας, ενός ψεύδους που οι ίδιοι δημιούργησαν για λογαριασμό τους, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι πρόκειται για ψεύδος. Και δεν υπάρχει, νομίζω, αμφιβολία ότι οι αόρατοι συστημικοί μηχανισμοί έκαναν και κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους για να συντηρήσουν το ψεύδος αυτό. Η ακράδαντη και επίμονη βεβαιότητα ότι δεν υπήρχε καμία άλλη εναλλακτική λύση (ΤΙΝΑ), οι χαρακτηρισμοί σε βάρος των υπολοίπων ότι οι απόψεις τους είναι ψευδείς, κακεντρεχείς, επικίνδυνες, ανόητες ή ότι «αποτελούν αντικείμενο του Φρόιντ», επιβεβαιώνουν την πλήρη ενεργοποίηση διαφόρων μηχανισμών άμυνας.
Στα χρόνια της μνημονιακής εξάρτησης που προηγήθηκαν, ενεργοποιήθηκε μια πλειάδα από μηχανισμούς άμυνας για να προστατευτεί το ανήλικο Ελληνικό «Εγώ» από το άγχος της ελευθερίας και της ενηλικίωσης, αλλά και για να διεκπεραιωθεί με συνέπεια η διαιώνιση της εξάρτησης.
Άλλωστε, είναι γνωστό ότι συχνά ο εξαρτημένος χρειάζεται, όλο και πιο πολύ, όλο και πιο δραστικά μέτρα, από την απλή άρνηση του προβλήματος της εξάρτησής του. Αν η «απόσυρση» με την προσπάθεια αποφυγής αντιμετώπισης των συνεπειών του Μνημονίου και την παθητικότητα που το συνόδευσε κατ’ αρχήν, ήταν μια φάση και αν η «άρνηση» ήταν μια δεύτερη, η «εκλογίκευση» με την ευρηματική θεωρία «ναι στο Μνημόνιο, όχι στις συνέπειες του», είναι μια τρίτη και…φαρμακερή.
Ο μηχανισμός της εκλογίκευσης του Μνημονίου που πυροδοτήθηκε στην αρχή από τον Άδωνη και τους ακροδεξιούς νεοφιλελέ και που προσέφερε στους εξαρτημένους νεοέλληνες μια πρώτη συγκάλυψη του πραγματικού τους προβλήματος, αποθεώθηκε με την συριζέικη στροφή προς τον ρεαλισμό. Δικαιολογίες, εξηγήσεις και παράπονα για εκβιαστές δανειστές και αποστάτες συντρόφους, προσπαθούν να καλύψουν το πραγματικό πρόβλημα της εξάρτησης της χώρας και να παρακάμψουν την προσοχή στην «εξέδρα». Στην «εξέδρα» εκείνη που μοιάζει να προτιμά μια εικονική ελπίδα «για λείανση της σκληρότητας των νέων μέτρων», παρά να οδηγηθεί στην επώδυνη επίγνωση ότι η κατάσταση είναι πλέον απελπιστική.
Η εκλογίκευση αυτή φτάνει στο αποκορύφωμα της, όταν οι συστημικοί μηχανισμοί πυροδοτούν στο κοινωνικό σώμα την δήθεν εύλογη αντίληψη ότι «αν δεν τα κατάφερε αυτός ο νέος, ωραίος, άφθαρτος, αριστερός και χαρισματικός πρωθυπουργός, κανείς δεν μπορεί να τα καταφέρει». Με άλλα λόγια όσο πιο αριστερός και όσο πιο χαρισματικός θα αναδεικνύεται ο Τσίπρας, τόσο η ισχύς της ηττοπάθειας θα αυξάνεται.
Και από την άλλη, πρόκειται για την Ιδεολογία της Προσωρινής (και μόνον προσωρινής) Ήττας, που ξέρουμε πια ότι αν και κατευνάζει τον ψυχικό πόνο, οδηγεί αδιάντροπα και εύκολα στην παθητικοποίηση και εν τέλει στην οριστική ήττα. Οι συνεχείς αναφορές στη συνθήκη του Μπρέστ-Λιτόφσκ, αυτήν την προσωρινότητα επιχειρούν να στοιχειοθετήσουν, αδιαφορώντας προφανώς για το παντελώς ανόμοιο των ηγετικών μεγεθών, της κινηματικής έντασης του Λαού, των ιστορικών γεωπολιτικών συνθηκών κ.α.
Ακόμη και το ΟΧΙ του Μεταξά «κινητοποιήθηκε», κυριολεκτικά από το πουθενά, λες και ο δικτάτορας υπέγραψε συμφωνία επώδυνου συμβιβασμού, μια εβδομάδα μετά την βροντερή αποπομπή του τελεσιγράφου των δυνάμεων του Άξονα από το σύνολο του Λαού. Αλλά βλέπεις,ο μηχανισμός της ρεαλιστικής εκλογίκευσης απαιτεί και την υιοθέτηση του ΟΧΙ, αλλά και την «ιδιοκτησία» (sic) του μνημονιακού Προγράμματος. Μπορούμε βέβαια να πιθανολογήσουμε ποια θα ήταν η εξέλιξη του τόπου, αν δηλαδή θα υπήρχε καν η παλλαϊκή εθνική αντίσταση που ακολούθησε, στην περίπτωση που πραγματικά ο Μεταξάς θα είχε τολμήσει, μόλις μια εβδομάδα μετά, την ανάλογη κωλοτούμπα συνθηκολογώντας με τις φασιστικές ορδές και επικαλούμενος τον ρεαλισμό και την επαπειλούμενη καταστροφή.
Και είναι, πραγματικά, δραματικό το γεγονός ότι αυτό που δεν τόλμησε ένας δικτάτορας, επικαλούμενος τον εύλογο «εκβιασμό» των ισχυρών ομοϊδεατών του και την επικινδυνότητα ενός καταστροφικού «Ζαλλόγου», είχε το θράσος να πράξει ένας εκλεγμένος Αριστερός πρωθυπουργός.
Οφείλουμε, μάλιστα, να εντοπίσουμε ότι οι οδυνηρές συνέπειες αυτής της πράξης στον συλλογικό νεοελληνικό –αλλά και ευρωπαϊκό- ψυχισμό, μόλις που ψηλαφώνται.
Οι πιο πρωτοποριακές ψυχολογικές θεωρίες, σε σχέση με τις εξαρτήσεις, αναφέρονται σε ένα γαϊτανάκι «ρόλων», που «χορεύει» γύρω από κάθε εξαρτημένο διαιωνίζοντας την εξάρτησή του. Πρόκειται για 4 χαρακτηριστικές περσόνες που, άλλες συνειδητά και άλλες ασυνείδητα, υποθηκεύουν κάθε πιθανότητα απεξάρτησης.
Ο πρώτος ρόλος είναι αυτός του «Εισαγγελέα», που σταθερά, εντοπίζει, καταγγέλλει, αλλά και καλλιεργεί, τις ευθύνες και τις ενοχές του εξαρτημένου, ρυμουλκώντας τον σε όλο και βαθύτερη εξάρτηση, ως περαιτέρω αυτοτιμωρία για την οδυνηρή του κατάσταση. Και ως γνωστόν ο «Εισαγγελέας» δεν φέρει καμία ευθύνη για το «έγκλημα», άρα η αθώωσή του είναι εξασφαλισμένη.
Ο δεύτερος ρόλος είναι εκείνος του «Θύματος», που παθητικοποιείται, οδύρεται και «μυξοκλαίει» για την τραγωδία της κατάστασης του εξαρτημένου και φαίνεται ευλόγως να υποφέρει, πυροδοτώντας τις ενοχές του εξαρτημένου και βέβαια απενοχοποιώντας τον ίδιο του τον εαυτό από κάθε σχετική ευθύνη. Εκείνος, άλλωστε, είναι το θύμα.
Ο τρίτος ρόλος είναι αυτός του «Φίλου», που δεν έχει κανέναν απολύτως λόγο να «σκάσει» ή «να χαλάσει τη ζαχαρένια του» και να εντοπίσει με σοβαρότητα την κρισιμότητα της κατάστασης του φίλου του, δίχως να τον ενοχοποιεί, αλλά και δίχως να τον αφήνει να αυτοβαυκαλίζεται. Προτιμά απλά να τα έχει καλά μαζί του και «αφού το ελέγχεις ρε συ, ντάξει, δεν τρέχει τίποτα».
Ο τέταρτος ρόλος, λένε οι Αμερικανοί ειδικοί, είναι ο ρόλος του «Ταβερνιάρη». Είναι αυτός που ωφελείται από την εξάρτηση. Είναι ο έμπορος της πρέζας που ‘κονομάει, είναι ο καπνοβιομήχανος…είναι το Ευρωπαϊκό οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο.
Όσο οι «ρόλοι» αυτοί ενσαρκώνονται με συνέπεια, ο εξαρτημένος δεν θα μπορέσει ποτέ να απεξαρτηθεί, ενώ διάφοροι μηχανισμοί άμυνας -απέναντι στον πόνο της απεξάρτησης- θα ενεργοποιούνται για να διασφαλίζουν την αέναη διαιώνιση της αναζήτησης της επόμενης «δόσης» .
Η οριστική λύση είναι η πλήρης και οριστική κατάργηση των «ρόλων» αυτών και η απ-αλλαγή του εξαρτημένου από τους αμυντικούς μηχανισμούς που υποθηκεύουν την ολόπλευρη ενηλικίωση και την υπαρξιακή άσκηση της Ελευθερίας του. Η οριστική λύση είναι η αποκατάσταση της ύπαρξης στη σχέση με τον Άλλο και όχι με το προσωπείο του.
Διαφορετικά, θα πρόκειται για, μια μουτσούνα, ένα «φυτό» που «καλλιεργείται» με εξαιρετικά αποτελέσματα στα θερμοκήπια της Ήττας του Ανθρώπινου προσώπου.
Άραγε, μας «θυμίζουν» κάτι όλα αυτά, μπορούμε να εντοπίσουμε συγκεκριμένα πρόσωπα πίσω από αυτούς τους «ρόλους», μπορούμε να ανιχνεύσουμε την δραστηριοποίηση των εξωραϊστικών αμυντικών μηχανισμών, ακόμη και σε μας τους ίδιους ή να ανάψω κι άλλο τσιγάρο;
Το άρθρο στολίζει ο πίνακας του Ary Scheffer, “Σουλιώτισσες” και το μνημείο του Γ. Ζογγολόπουλου που έχει χτιστεί στο σημείο από το οποίο πήδησαν οι Σουλιώτισσες στο γκρεμό.